του Neyzan

Σήμερα, Δευτέρα 6 Ιουλίου, το χάραμα, έφυγε από την ζωή σε ηλικία 91 ετών ο μεγάλος συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και μουσικός Έννιο Μορρικόνε.

Ολόκληρες γενιές μεγάλωσαν με τις μουσικές του (ποιός δεν έχει ακούσει κινηματογραφικές συνθέσεις του, όπως το κυρίως θέμα από το “Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος” ή “Ο άνθρωπος με μια αρμόνικα” από το “Κάποτε στη Δύση”, και οι δύο ταινίες του σκηνοθέτη Σέρτζιο Λεόνε) και η παρακαταθήκη που μας αφήνει τεράστια, με πάνω από 400 συνθέσεις για σινεμά και τηλεόραση, πάνω από 100 κλασικές συνθέσεις και άγνωστο αριθμό συνθέσεων “ελαφράς” μουσικής – έως και μουσική για διαφημίσεις.

Ο Έννιο Μορρικόνε γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 1928 στην Ρώμη. Τα πρώτα του βήματα στη μουσική τα έκανε υπό την διδασκαλία του πατέρα του Μάριο, ο οποίος ήταν τρομπετίστας σε διάφορες ορχήστρες ελαφράς μουσικής. Ήταν τέτοιο το ταλέντο του στη μουσική, που έγραψε την πρώτη του σύνθεση σε ηλικία 6 ετών και όταν το 1940 (12 ετών) γράφτηκε στο 4ετές πρόγραμμα αρμονίας της Εθνικής Ακαδημίας της Αγίας Σεσίλιας το ολοκλήρωσε σε 6 μήνες. Σπούδασε τρομπέτα με τον Ουμπέρτο Σεμπρόνι, λαμβάνοντας το δίπλωμα το 1946. Συνέχισε τις σπουδές του με σύνθεση, ενορχήστρωση και χορωδιακή μουσική, υπό την καθοδήγηση ενός των μεγαλυτέρων Ιταλών συνθετών του 20ου αιώνα, του Γκοφφρέντο Πετράσσι, στον οποίον και αφιέρωσε όλα του τα ορχηστρικά έργα έκτοτε.

Ο συνθέτης Γκοφφρέντο Πετράσσι, δάσκαλος του Έννιο Μορρικόνε.

Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του -έλαβε το δίπλωμα ενορχήστρωσης το 1952 και το δίπλωμα σύνθεσης το 1954- ξεκίνησε την μουσική του καριέρα γράφοντας θεατρική μουσική και συνθέσεις για φωνή και πιάνο, και ενορχηστρώνοντας μουσικές για το ιταλικό ραδιόφωνο. Εργάστηκε επίσης ως τρομπετίστας σε τζαζ ορχήστρες και ως ενορχηστρωτής ποπ τραγουδιών για την RAI. Ήδη από το 1955 έγραφε μουσική για τον ιταλικό κινηματογράφο, τα οποία έργα όμως αποδίδονταν σε άλλους, γνωστότερους συνθέτες. Το δημόσιο κινηματογραφικό ντεμπούτο του ήταν με την κωμωδία του Λουτσιάνο Σάλτσε “Ο φασίστας”, του 1961. Αυτή ήταν και η αρχή μιας μακρόχρονης συνεργασίας με τον σκηνοθέτη, με πιο γνωστή ίσως την με τζαζ ύφος μουσική για την ταινία “Στον παράδεισο των 1000 κοριτσιών”. Ο Μορρικόνε συνέχισε όλη του την ζωή να γράφει μουσική για κωμωδίες. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε “Το κλουβί με τις τρελλές” (1978) του Εντουάρ Μολινάρο, “Δέσε με” (1989) του Πέδρο Αλμοδόβαρ, και “Όλες οι γυναίκες της ζωής μου” (2007) της Σιμόνα Ίτσο.

Το είδος όμως για το οποίο ο Έννιο Μορρικόνε είναι πιο γνωστός είναι τα ιταλικά (γνωστά και ως “σπαγγέτι”) γουέστερν, ειδικά σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη και παλιό του συμμαθητή Σέρτζιο Λεόνε. Πριν ακόμα την συνεργασία τους ο Μορρικόνε είχε γράψει για το είδος, όπως για την ταινία “Μονομαχία στο Τέξας” (1963), του Ρικάρντο Μπλάσκο. Όμως, η καριέρα του στο συγκεκριμένο είδος (όπως και του είδους των ιταλικών γουέστερν γενικότερα) απογειώθηκε το 1964, όταν ο Σέρτζιο Λεόνε τον κάλεσε να γράψει την μουσική για την ταινία “Για μια χούφτα δολλάρια”. Η συνεργασία τους υπήρξε εξαιρετικά στενή και δημιουργική, αφού για τον Λεόνε η μουσική δεν ήταν απλώς μια επένδυση ή ευχάριστο φόντο της ταινίας, αλλά έπαιζε ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής και την ανάπτυξη της ατμόσφαιρας των ταινιών του. Έτσι πολλές φορές η μουσική γραφόταν πριν την κινηματογράφηση και ο Λεόνε “τραβούσε” τις σκηνές για να καλύψουν όλη την εκάστοτε συνοδευτική μουσική. Χαρακτηριστικότατη είναι η σκηνή “Η έκσταση του χρυσού”, της ταινίας “Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος”. Λόγω του περιορισμένου προϋπολογισμού των ταινιών αυτών, ο Μορρικόνε δεν είχε πρόσβαση σε πλήρη ορχήστρα και οδηγήθηκε έτσι στον πειραματισμό με σφυρίγματα, ηχητικά εφέ (όπως μαστίγια και πυροβολισμούς), εβραϊκή άρπα, τρομπέτες και μια ηλεκτρική κιθάρα Fender. Αυτό δημιούργησε μια μουσική ατμόσφαιρα οργανικά ενταγμένη στην αισθητική του Σέρτζιο Λεόνε και τελικά αυτή η μουσική είναι που σήμερα οι περισσότεροι ταυτίζουμε με τα γουέστερν, παρά τις κλασικές ορχηστρικές συνθέσεις των ταινιών του Τζον Φορντ (όπως η ταινία “Η ταχυδρομική άμαξα” του 1939, σε μουσική του Γκέραρντ Καρμπονάρα).

Το δίδυμο Σέρτζιο Λεόνε – Έννιο Μορρικόνε θεωρείται παραδειγματικό στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου για την ιδανική συνεργασία σκηνοθέτη-συνθέτη. Συνεργάστηκαν μέχρι και το τέλος της ζωής του Λεόνε, με τον Έννιο Μορρικόνε να γράφει μουσική μέχρι και για την τελευταία ταινία του “Κάποτε στην Αμερική” (1984) και έχοντας συμφωνήσει να γράψει την μουσική για την ταινία του σχετικά με την πολιορκία του Λένινγκραντ, που δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει πριν τον θάνατό του το 1989.

Η συνεργασία του με τον Σέρτζιο Λεόνε καθιέρωσε τον Μορρικόνε ως έναν σημαντικό κινηματογραφικό συνθέτη, ο οποίος γινόταν όλο και πιο περιζήτητος (χαρακτηριστικά το 1968 έγραψε μουσική για 20 ταινίες, ανάμεσά τους και ψυχεδελική μουσική για την ταινία “Danger: Diabolik” του Μάριο Μπάβα).

Αν και οι μουσικές του για γουέστερν είναι αναμφίβολα οι πιο γνωστές, οι περισσότερες συνθέσεις του είναι για άλλα είδη, όπως το ντοκιμαντέρ του 1964 “I Malamondo” του Πάολο Καβάρα. Έγραψε επίσης για πολλούς πολιτικά στρατευμένους σκηνοθέτες – μερικά παραδείγματα είναι οι ταινίες “Η μάχη του Αλγερίου” (1966) του Τζίλο Ποντεκόρβο, “Σάκκο και Βανσέττι” (1971) του Τζουλιάνο Μοντάλντο, “Σαλό, 120 μέρες στα Σόδομα” (1975) του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, “1900” (1976) του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, “Το κλειδί” (1983) του Τίντο Μπρας, και άλλες πολλές.

Ο Έννιο Μορρικόνε είχε και μακρόχρονη συνεργασία με τον σκηνοθέτη ταινιών τρόμου Ντάριο Ντ’Αρτζέντο, ξεκινώντας το 1970 με την ταινία “Το πουλί με τα κρυσταλλένια φτερά”, μέχρι και το “Φάντασμα της Όπερας” του 1998. Επίσης, έχει γράψει μουσική για όλες τις ταινίες του Τζιουζέπε Τορνατόρε, ξεκινώντας με το “Σινεμά ο Παράδεισος” του 1988.

Όταν το 1967 η “Τριλογία των δολλαρίων” παρουσιάστηκε στις ΗΠΑ ο Έννιο Μορρικόνε έγινε γνωστός ως συνθέτης και στο Χόλυγουντ και σύντομα καλέστηκε να συνθέσει μουσική. Από τις αναρίθμητες ταινίες για τις οποίες έγραψε μουσική θα ξεχωρίσουμε λίγο-πολύ τυχαία τις “Ο Εξορκιστής 2: ο αιρετικός” (1977) του Τζον Μπούρμαν και “Άμλετ” (1990) του Φράνκο Τζεφφιρέλλι.

Τέλος, αξίζει να σημειωθούν στην κινηματογραφική του δουλειά και οι συνθέσεις του για την ιαπωνική τηλεόραση, συγκεκριμένα για την ιστορική δραματική σειρά “Μουσάσι” (2003) του Οζάκι Μιτσουνόμπου.

Ο Έννιο Μορρικόνε όμως δεν ασχολήθηκε μόνο με την κινηματογραφική μουσική. Έπαιξε κομβικό ρόλο στην Ιταλική αβάν-γκαρντ και υπήρξε ιδρυτικό και μόνιμο μέλος της αυτοσχεδιαστικής κολλεκτίβας Gruppo di Improvvisazione di Nuova Consonanza (Ομάδα Αυτοσχεδιασμού της Νέας Συνήχησης) από την ίδρυσή της το 1964 από τον συνθέτη Φράνκο Εβανγγελίστι μέχρι και το 1980 που διαλύθηκε η κολλεκτίβα (μετά τον θάνατο του ιδρυτή), στην οποία έπαιζε τρομπέτα όσο και συχνά διεύθυνε την ορχήστρα. Σκοπός της ομάδας ήταν η ανάπτυξη νέων μουσικών τεχνικών μέσα από αυτοσχεδιασμό, τεχνικές θορύβου και αντιμουσικά συστήματα. Χρησιμοποιούσαν τόσο συμβατικά μουσικά όργανα με παραδοσιακές και πρωτοποριακές τεχνικές, όσο και μουσική μαγνητοταινίας και ηλεκτρονική μουσική, ενώ πειραματίζονταν με την ένταξη και συγχώνευση μουσικών στοιχείων από πρωτοποριακή κλασική μουσική, ελεύθερη τζαζ και φανκ. Η ομάδα εξέδωσε εφτά δίσκους με την δουλειά της -με πιο γνωστό αναμφισβήτητα τον δίσκο “The Feed-Back”- αλλά συνέβαλε και σε συνθέσεις του ίδιου του Μορρικόνε για διάφορες κινηματογραφικές ταινίες, όπως “Η παγωμένη ματιά του τρόμου” (1971), του Έντσο Καστελλάρι.

Η Ομάδα Αυτοσχεδιασμού της Νέας Συνήχησης (Gruppo di Improvvisazione di Nuova Consonanza) το 1978. Από αριστερά διακρίνονται οι Giancarlo Schiaffini, Antonello Neri, Roberto Masotti, Ennio Morricone, Egisto Macchi και Franco Evangelisti.

Κλείνοντας, μια ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια δεν θα ήταν αρκετή για να εκφράσει πλήρως το εύρος και την συμβολή στη σύγχρονη μουσική της δουλειάς του Έννιο Μορρικόνε. Μας κατακλύζει θλίψη για την απώλεια και όλες τις μουσικές που θα μπορούσε ακόμα να γράψει, αλλά μας γεμίζει ο πλούτος της δημιουργίας του και η βεβαιότητα ότι δεν θα ξεχαστεί ποτέ ούτε ο ίδιος ούτε το έργο του.

Καλό ταξίδι, μαέστρο· αντίο…