Επιχείρηση διάλυσης των συλλογικών μορφών αντίστασης
ΥΠΟΝΟΜΕΥΟΥΝ ΚΛΑΔΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΛΑΔΙΚΑ ΣΩΜΑΤΕΙΑ
Για να μειώσουν τους μισθούς σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα
Τους όρους για μια πρωτοφανή κοινωνική αναταραχή στους εργασιακούς χώρους, τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα, δημιουργεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Μετά την κατάργηση του υπουργικού βέτο στις ομαδικές απολύσεις και την αύξηση της απαρτίας στα πρωτοβάθμια σωματεία, ετοιμάζεται να βάλει ρήτρα «αντιπροσωπευτικότητας» στις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις του ιδιωτικού τομέα.
Την ίδια στιγμή, στο δημόσιο, η κυβέρνηση προωθεί νέα αξιολόγηση της εργασιακής απόδοσης των υπαλλήλων που θα συνδεέται με τις αμοιβές τους.
Και οι δύο αυτές ανατροπές σε βάρος των εργαζομένων (ρήτρα ”αντιπροσωπευτικότητας στις συμβάσεις στον ιδιωτικό τομέα, αξιολόγηση στο δημόσιο) θα ”τρέξουν” ουσιαστικά μετά το προβλεπόμενο τέλος του Μνημονίου, δηλαδή από τον ερχόμενο Αύγουστο και έπειτα.
Στόχος τους είναι το τσάκισμα και των τελευταίων συλλογικών μορφών αντίστασης των εργαζομένων. Η σύνδεση ατομικής αξιολόγησης – ατομικού μισθού απαξιώνει στην πράξη κάθε νόημα συλλογικής διεκδίκησης για καλύτερους μισθούς και όρους εργασίας στο δημόσιο.
Παράλληλα, ο έλεγχος της «αντιπροσωπευτικότητας» των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων οδηγεί στην πλήρη αποσύνθεση των κλαδικών εργατικών σωματείων.
Συγκεκριμένα, για να ”επανέλθει” η επεκτασιμότητα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων -όπως προβλέπει ήδη νομοσχέδιο που έχει ψηφίσει η κυβέρνηση, πρέπει πρώτα (βάσει Μνημονίου) να διαμορφωθεί ένας διοικητικός μηχανισμός που θα ελέγχει μέσω του πληροφοριακού συστήματος «Εργάνη» αν στις επιχειρήσεις-μέλη των κλαδικών ενώσεων εργάζεται το 50% των εργαζομένων του κλάδου.
Αν αυτό το ποσοστό δεν διασφαλίζεται, τότε δεν θα μπορούν οι όροι μιας κλαδικής συλλογικής σύμβασης να είναι υποχρεωτικοί για τα μη μέλη της ίδιας ένωσης.
Δεδομένου ότι καμία επιχείρηση δεν θέλει να δεσμεύεται από τους όρους μιας κλαδικής σύμβασης, η ρήτρα «αντιπροσωπευτικότητας» θα οδηγήσει στη απομαζικοποίηση των κλαδικώνεργοδοτικών ενώσεων και κατ’ επέκταση στη ντε φάκτο διάλυση των κλαδικών εργατικών σωματείων και σε μία νέα επίθεση των καπιταλιστών για μειώσεις των εργατικών μισθών.
Μ’ άλλα λόγια, μετά την εξαφάνιση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, θα εξαφανισθούν και οι κλαδικές οργανώσεις των εργαζομένων.
Αυτή, καθώς φαίνεται, είναι η μεγαλύτερη πρόκληση την οποία θα αντιμετωπίσει το αμέσως επόμενο διάστημα το εργατικό κίνημα (στις ιδιωτικές επιχειρήσεις) και, προπαντός, οι μερίδες εκείνες της εργατικής τάξης οι οποίες υπογράφουν -δια των εκπροσώπων τους- ακόμα και σήμερα κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Και αυτό γιατί, με το επερχόμενο ”καθεστώς” ενδέχεται να μην μπορούν να υπογράφουν, πετώντας τους εργαζομένους στα νύχια κάθε επιχείρησης και τα κλαδικά σωματεία στα σκουπίδια!
Ήδη το ΔΝΤ έχει διαμηνύσει την αντίθεσή του σε οποιεσδήποτε μεταμνημονιακές αυξήσεις μισθών σε κλαδικό επίπεδο, επικαλούμενο το ιδιωτικό χρέος των επιχειρήσεων προς τράπεζες και δημόσιο. Ο ΣΕΒ, επίσης, τάσσεται μόνο υπέρ των επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων, ενώ συνδέει τις όποιες μελλοντικές αυξήσεις μισθών με τη βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας», η οποία όμως δεν προβλέπεται τα επόμενα χρόνια…
Σαν «μαξιλάρι» στην επικείμενη νέα μείωση των μισθών, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να διαπραγματευθεί με τους θεσμούς την μεταμνημονιακή αύξηση του εθνικού κατώτατου μισθού, αλλά σε… τέσσερις ετήσιες δόσεις, δηλαδή από το 2019 έως το 2022.
Στο μεταξύ, βέβαια, την περίοδο 2014-2017, έχει καταργηθεί άτυπα ο 14ος μισθός λόγω των περικοπών 8% στις μέσες αποδοχές των μισθών. Η μείωση αυτή οφείλεται προπαντός στη μαζική επέλαση της μερικής απασχόλησης, η οποία αποτελεί πλέον το 30% του συνόλου των προσλήψεων του ιδιωτικού τομέα.
Στο μεταξύ, μετά την οριστική κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού των δημοσίων υπαλλήλων το 2012-2013 από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, οι αμοιβές στο δημόσιο έχουν παγώσει.Το ίδιο έχουν σχεδόν παγώσει και οι προσλήψεις μόνιμου προσωπικού.
Έτσι έχουν επιδεινωθεί οι όροι εργασίας για τους δημοσίους υπαλλήλους. Παρόλα αυτά η κυβέρνηση προωθεί τη σύνδεση αξιολόγησης της εργασιακής επίδοσης και των μισθών.
Συγκεκριμένα, ο νόμος προβλέπει πως όποιος δημόσιος υπάλληλος «κοπεί» σε δύο διαδοχικές αξιολογήσεις, θα χάνει μία βαθμίδα στο μισθολογικό κλιμάκιό του.
Η εξατομίκευση του μισθού με κριτήριο και την «επίδοση» και όχι μόνο τα τυπικά προσόντα ή τα χρόνια της υπηρεσίας είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για το κίνημα των δημοσίων υπαλλήλων.
Ταυτόχρονα με την εισαγωγή ιδιωτικο-οικονομικών κριτηρίων στην αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, επεκτείνεται η γκρίζα ζώνη των κάθε είδος συμβασιούχων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Η κυβέρνηση, αν και έχει υπογράψει με τους θεσμούς να μπουν συγκεκριμένα ανώτατα πλαφόν στο πλήθος των συμβασιούχων -όπως και των μονίμων υπαλλήλων- μέχρι το 2021, επιχειρεί να σπεκουλάρει με την αγωνία περίπου 70.000 συμβασιούχων (που αντιστοιχούν στο 10% του συνόλου των εργαζομένων στο δημόσιο), τάζοντας και… μισοτάζοντας μια κάποιου τύπου μονιμοποίηση για πολύ μικρή μερίδα αυτών.
* Συγκυριακή και… μερική η ‘μείωση’ της ανεργίας
Η μείωση της ανεργίας κατά τα τελευταία χρόνια, οφείλεται πρωτευόντως στην πρόσληψη μερικώς απασχολούμενων με μισθούς στο 50% των πλήρως απασχολούμενων και δευτερευόντως στη μετανάστευση Ελλήνων, αλλά και στον επαναπατρισμό αλλοδαπών εργατών (π.χ. Αλβανών).
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί πως η αύξηση της απασχόλησης εντοπίζεται αποκλειστικά σχεδόν στο χώρο της εστίασης και, προπαντός, εκείνης που εξαρτάται από τον τουρισμό.
Ο κλάδος αυτός εκτοξεύτηκε τελευταία λόγω της πτώσης των τιμών των τουριστικών υπηρεσιών που έφερε η χρεοκοπία, αλλά και της αποσταθεροποίησης στη Μέση Ανατολή. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μία συγκυριακή βελτίωση, η οποία αφορά ένα κλάδο με περιστασιακή (δηλ. θερινή) ανάπτυξη.
Τα έσοδα που αφήνει ο τουρισμός στην εφορία και τα ταμεία είναι αναλογικά με όσο χρήμα έρχεται στη χώρα, λόγω της παραοικονομίας η οποία κυριαρχεί σ’ αυτόν.
Εξάλλου, τα περισσότερα προϊόντα τα οποία καταναλώνουν οι τουρίστες είναι ξένης προέλευσης.
Αυτό σημαίνει πως αυτού του τύπου «μείωση» της ανεργίας δεν μπορεί να διατηρηθεί, αλλά ούτε και να αποτελέσει τροφοδότη της οικονομικής μεγένθυσης.
Δ.Κ.