του Θ. Μεγαλοοικονόμου
Η υγειονομική κρίση που προκλήθηκε από την πανδημία του covid-19, με διάχυτο μέσα στην κοινωνία τον φόβο του καθενός για την ίδια τη ζωή του, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση της πανδημίας, πρωτίστως μέσα από τον μονόδρομο της αστυνομευόμενης κοινωνικής καραντίνας και από ένα σύστημα υγείας, ήδη από μακρού δραματικά υποστελεχωμένο και απεξαρθρωμένο, που βουλιάζει μπροστά στον καταιγισμό των προβλημάτων που έχει προκαλέσει η πανδημία, ενώ ταυτόχρονα, κατακλυσμιαίες ήταν οι επιπτώσεις της στην οικονομία και στην αγορά εργασίας (με την αναστολή των συμβάσεων εργασίας, τις απολύσεις, την μείωση των μισθών, την ελαστική και εκ περιτροπής εργασία κ.λπ.), είναι επόμενο ότι, όλα αυτά έχουν ήδη και θα έχουν ακόμα περισσότερο στο προσεχές μέλλον σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των λαϊκών στρωμάτων – αυτών, δηλαδή, που πρωτίστως υφίστανται τις καταστροφικές συνέπειες αυτής της κρίσης, όχι μόνο όσον αφορά στην υγεία αλλά και σ’ όλες τις πτυχές της ζωής τους.
Η καραντίνα που επιβλήθηκε, δεν αφορά μόνο άτομα που έχουν έλθει σε επαφή με άτομο-φορέα, ή έχουν βρεθεί θετικά στη μόλυνση, πράγμα που θα τα έκανε εν δυνάμει φορείς μετάδοσης. Το lockdown, όπως είναι πια η διεθνής ονομασία της διαχείρισης αυτής της πλανητικής κρίσης, λειτουργεί σαν μια «γενική δοκιμή» γι’ αυτό «που έρχεται», σαν ένα διεθνές «κοινωνικό πείραμα» για μια «νέα κανονικότητα διακυβέρνησης».
Με το «κλείσιμο στο σπίτι» και το φόβο για τη ζωή (ποικιλοτρόπως χειραγωγούμενο), να βιώνονται με τρόπο που ο κάθε «άλλος» να είναι προς αποφυγήν της όποιας εγγύτητας, ως φορέας εν δυνάμει κινδύνου.
Με την αναστολή/διακοπή των κοινωνικών σχέσεων (με μόνη τη δυνατότητα να γίνουν αποκλειστικά διαδικτυακές).
Με την αδυναμία να πας στη δουλειά, ή και την απώλεια της δουλειάς και των μέσων για να ζεις και με τις πολυποίκιλες επιπτώσεις του «μένουμε όλοι μαζί συνεχώς στο σπίτι» (χωρίς τις δραστηριότητες που έδιναν νόημα στη ζωή του καθενός) στο σύστημα των οικογενειακών σχέσεων (ανάλογα, πάντα, και με την εκάστοτε ιστορία τους).
Ολο αυτό αποτελεί μια πρωτόγνωρη, οδυνηρή εμπειρία, που αλλάζει συνθέμελα τον τρόπο που νοιώθει και «ζει τη ζωή του». Ανία, αίσθημα ματαίωσης, ο φόβος για την εσαεί επικρεμαμένη απειλή μόλυνσης, που μπορεί να μετατραπεί σε γενικευμένο άγχος για τα πάντα και από κει σε πανικό. Με συχνές τις ψυχοσωματικές εκδηλώσεις και γενικά μια τραυματική συνθήκη με πιθανές και τις μετατραυματικές επιπτώσεις.
Είναι σίγουρο ότι οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας, σε τέτοιες συνθήκες, είναι απαραίτητες όσο ποτέ. Γιατί οι επιπτώσεις στον ψυχισμό παίρνουν ποικίλες μορφές. Πολλοί και πολλές αποσύρονται όχι μόνο από τις κοινωνικές επαφές, αλλά και από την όποια επιθυμία να ζητήσουν βοήθεια. Ο φόβος του κορονοϊού αποδείχνεται πιο δυνατός.
Κάποιοι με ψυχωτική εμπειρία, όπως έχει αποδειχτεί στο παρελθόν σε εξαιρετικά κρίσιμες καταστάσεις (πολέμου κ.λπ.), τα καταφέρνουν να ανταπεξέρχονται σ’ αυτές αρκετά αποτελεσματικά. Εχει μάλιστα, με άλλες αφορμές, σχολιαστεί το γεγονός ότι όταν το προσωπικό βίωμα κάποιου που, π.χ., διώκεται και απειλείται από τους πάντες, γίνεται, σε συνθήκες όπως οι σημερινές με την πανδημία του covid-19, κοινή εμπειρία, καθώς ο ίδιος ο γιατρός και η νοσηλεύτρια στην ψυχιατρική κλινική μπαίνουν με τη μάσκα και φροντίζουν για τα μέτρα προστασίας από κάτι που πράγματι βιώνεται ως απειλή από όλους και όλες, αυτό κάνει συχνά τον άμεσα ενδιαφερόμενο, συμμέτοχο στην εφαρμογή και τήρηση των απαιτούμενων μέτρων.
Άλλοτε, όπως έχει επισημανθεί, «το ίδιο ‘κλείσιμο στο σπίτι’ κάποιου που δεν ήθελε ποτέ να βγαίνει έξω, τώρα μπορεί, κατά ειρωνικό τρόπο, να εντάσσεται στη νέα ‘κανονικότητα’, που αφορά όλους».
Τα πράγματα φυσικά, δεν είναι έτσι για όλους και όλες. Για κάποιους (τους πιο πολλούς), μάλιστα, γίνονται και πιο δύσκολα, καθώς η ανέκαθεν κοινωνική απομόνωσή τους και η ανάγκη για βοήθεια που είχαν για φαγητό, για φάρμακα και πολλά άλλα, για τα οποία μπορούσε να φροντίσει ένα ορισμένο κοινωνικό πλαίσιο, ή μια υπηρεσία, ψυχικής υγείας (σπανιότατα στην Ελλάδα), ή κοινωνική, τώρα δεν λειτουργούν. Ακόμα και η πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας για την όποια βοήθεια, μπορεί να έχει γίνει αδύνατη.
Γιατί είναι ακριβώς τώρα, που η ανάγκη για υπηρεσίες ψυχικής υγείας, άμεσα διαθέσιμες και προσβάσιμες, γίνεται πιο μεγάλη, που αυτές, ακολουθώντας και στις νέες συνθήκες, την παραδοσιακά αμυντική κουλτούρα και πρακτική τους, περιορίζουν στο ελάχιστο τη λειτουργία τους. Τα ελάχιστα υπάρχοντα Κέντρα Ψυχικής Υγείας δέχονται, μόνο για κάποιες μέρες της εβδομάδας, να κάνουν αποκλειστικά συνταγογραφήσεις (χωρίς καν την παρουσία του άμεσα ενδιαφερομένου, που παραλαμβάνει την συνταγή από την Γραμματεία της υπηρεσίας). Η όποια επαφή με τον «ασθενή» γίνεται, σχεδόν αποκλειστικά, τηλεφωνικά, αν και όταν υπάρχει ανάγκη. Το ίδιο και στα ψυχιατρικά εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων.
Καλή η τηλεφωνική επαφή, ενίοτε, με έναν «ασθενή», αυτόν, όμως, τον οποίο, ήδη γνωρίζουμε. Με το νέο, όμως, αίτημα; Αν δεν τον έχεις δει και δεν έχεις μιλήσει ποτέ μαζί του από κοντά; Η τηλεψυχιατρική, που από πολλά χρόνια προωθούνταν από μια εκμοντερνισμένη ψυχιατρική, όχι της «σχέσης», αλλά της «απόστασης», τώρα βρίσκει το έδαφος για την πλήρη εφαρμογή της, ως η νέα κανονικότητα. Σίγουρα μπορεί να είναι χρήσιμη σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά όχι όμως να γίνει ο κανόνας. Γιατί, έτσι, κινδυνεύει να χαθεί τελείως η όποια θεραπευτικότητα της ψυχιατρικής.
Ακόμα και τώρα, εν μέσω πανδημίας, το επιχείρημα του συνωστισμού των αναμενόντων στα εξωτερικά ιατρεία και όποιου, γενικά, προσέρχεται για εξέταση, θα μπορούσε να ξεπεραστεί με τη λήψη των αναγκαίων προφυλακτικών μέτρων, όπως, π.χ., μόλις φτάσει, να πλύνει τα χέρια του και να βάλει αντισηπτικό, να φορέσει μάσκα και να κάτσει σε απόσταση ενός-δυο μέτρων από τον ψυχίατρο, ή τον ψυχολόγο, που, επίσης, θα φοράει μάσκα. Πού είναι το πρόβλημα, για μια υπηρεσία που είναι στοιχειωδώς οργανωμένη; Μόνο στο ότι, συχνά, δεν υπάρχουν οι εκάστοτε αναγκαίες μάσκες;
Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο, αλλά αναμενόμενο που, όπως πάντα, μέσα σε συνθήκες κρίσης, φορείς όπως εν προκειμένω οι κρατικοδίαιτες ΜΚΟ ψυχικής υγείας (δηλαδή, τα νεοϊδρυματικά μορφώματα της ελληνικής «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης»), σε συνεργασία με το γνωστό «Χαμόγελο του Παιδιού» και την ΕΨΕ (γνωστή για τη στήριξή της στα ιδιωτικές ψυχιατρικές κλινικές, στις μηχανικές καθηλώσεις και των εκουσίως νοσηλευόμενων κ.λπ.), άνοιξαν, με τις ευλογίες Κικίλια, Κοντοζαμάνη, Τσιόρδα κ.λπ., μια «τηλεφωνική γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης», μια προσχηματική ενέργεια, για να δείξουν ότι «κι αυτές» κάνουν «κάτι», απλώς για το θεαθήναι. Που, αν και διαφημίστηκε ως «δωρεάν», στην πραγματικότητα δεν είναι.
Ως προς την ψυχιατρική νοσοκομειακή νοσηλεία, οι εισαγωγές στις ψυχιατρικές κλινικές στο ΨΝΑ και στο Δρομοκαΐτειο έχουν μειωθεί, τον τελευταίο μήνα, κατά 25%. Αντίστοιχα και σε αυτές των γενικών νοσοκομείων. Αναφέρονται στοιχεία για κλινικές (σε ψυχιατρείο και σε γενικό νοσοκομείο) που είχαν, κάποια στιγμή, μέσα στον πρώτο μήνα της πανδημίας, 4-5 νοσηλευόμενους, με συνολική δύναμη κλινών από 20 έως και 25. Αυτό έχει να κάνει αφενός με τα γρήγορα εξιτήρια, που δίνονται σε όλες τις κλινικές (για να αποφεύγεται ο συνωστισμός) και αφετέρου με τη μείωση των εισαγωγών, ιδιαίτερα των εκούσιων. Η μείωση αυτή έχει να κάνει και με την απόρριψη της νοσηλείας των εκουσίως προσερχόμενων, που θα είχαν ανάγκη νοσηλείας, αλλά και με τη μείωση της προσέλευσης ασθενών (πλην, φυσικά, των ακουσίως προσαγόμενων). Πολλοί, εν μέσω του διαχεόμενου πανικού για τον covid-19, προτιμούν να μείνουν σπίτι τους (με τις όποιες συνέπειες), παρά να πάνε σ’ έναν χώρο που τον φοβούνται, πλέον, πιο πολύ.
Μάλιστα, στο ΨΝΑ (και ετοιμάζεται και στο Δρομοκαΐτειο) ήδη λειτουργεί ειδικό τμήμα όπου μπαίνουν όλες οι νέες εισαγωγές για 15 μέρες (όσο θεωρείται ότι διαρκεί η επώαση το κοροναϊού) και μετά μεταφέρονται στο κανονικό τμήμα νοσηλείας τους.
Και ήταν, εν πολλοίς, αναμενόμενο, η αντιμετώπιση μιας κατάστασης «εκτάκτου ανάγκης» (όταν ολόκληρη η κοινωνία έχει τεθεί σε ασφυκτική καραντίνα) από ένα θεσμό όπως ο ψυχιατρικός, συστατικό στοιχείο του οποίου είναι ο έλεγχος και η καταστολή, να ευοδώνει ακόμα περισσότερο τις κατασταλτικές πρακτικές: τώρα ο έλεγχος γίνεται πιο αυστηρός, οι πόρτες, στα πιο πολλά τμήματα, «πιο κλεισμένες», η ελεύθερη επικοινωνία με το «έξω», είτε ως έξοδοι, είτε ως επισκεπτήρια, είτε και ως τηλεφωνική επικοινωνία, απαγορευμένη. Αλλά αν ο θεωρούμενος ως «μη έχων σώας τας φρένας» χρειάζεται τέτοιο κατασταλτικό έλεγχο για το «καλό του ίδιου και των γύρω του», τότε πώς και γίνονται τα γρήγορα, μαζικά εξιτήρια και απορρίπτονται αιτήματα για εισαγωγή αυτών που δεν αισθάνονται καλά και ζητούν νοσηλεία; Δεν θα υπάρχει στο σπίτι αυτός, ο ίδιος «κίνδυνος» («για τον εαυτό και τους άλλους»), που μέσα στη μονάδα νοσηλείας θα τύχαινε αυτής της τόσο κατασταλτικά «προστατευτικής» αντιμετώπισης; Κι όμως, μέτρα προστατευτικά κατά της μετάδοσης του κορονοϊού θα μπορούσαν να ληφθούν και μέσα στη μονάδα νοσηλείας, με στήριξη, από κοντά φροντίδα, συνοδεία και όχι με καταστολή.
Γενικά, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παντού, σε όλη την Ευρώπη, οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας που ήταν πάντα ο φτωχός συγγενής του συστήματος Υγείας, περνούν μια μεγάλη κρίση. Μείωση ή σταμάτημα λειτουργίας, απόρριψη των περισσότερων περιστατικών, ή, όπως συνέβη στη Λομβαρδία της Ιταλίας, ψυχιατρικές κλινικές που έπαψαν να λειτουργούν, μετατρεπόμενες σε κλινικές για τον κορονοϊό – με το προσωπικό της ψυχιατρικής κλινικής, που ποτέ πριν είχε την όποια επαφή με το νέο αντικείμενο στο οποίο καλούνταν να εργαστεί.
Φυσικά, «αυτοί που την πληρώνουν» περισσότερο είναι τα πιο φτωχά στρώματα, αυτοί που είναι μόνοι, χωρίς οικογενειακή στήριξη, (ή με οικογένεια που κι αυτή είναι αβοήθητη), αυτοί που είναι στο δρόμο, ή και σε σπίτια που δεν είναι «σπίτια».
Συμπερασματικά, κρίσιμα σημεία για μια θεραπευτική προσέγγιση στις πρωτόγνωρες συνθήκες πιο ζούμε, είναι, κατ’ αρχήν, για όλους και όλες, η αναζήτηση νοήματος μέσα και «πέρα από» τη συνθήκη αυτή του «μένουμε σπίτι».
Οι ψυχιατρικές υπηρεσίες, από τη μια, να ξεπεράσουν την παραδοσιακά αμυντική και περίκλειστη πρακτική τους και ν’ ανοιχτούν σε όσους/ες έχουν ανάγκη, ακόμα και σ’ αυτούς/ές που φοβούνται να πλησιάσουν τις υπηρεσίες, παίρνοντας πάντα όλα τα κατάλληλα προστατευτικά μέτρα.
Και από την άλλη, ν’ αποφύγουν την ψυχιατρικοποίηση και την ψυχολογικοποίηση των οδυνηρών βιωμάτων μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού που μέσα στη μοναξιά τους και στο φόβο τους, θ’ αναζητήσουν τον «ειδικό». Να στρέψουν τον «θεραπευτικό παράγοντα» στη ρίζα του προβλήματος, προς «τα έξω», στην κοινωνική και πολιτική του βάση, με την ενίσχυση και τη σφυρηλάτηση του κοινωνικού δεσμού. Με μια θεραπευτική λογική που δεν θα προσανατολίζεται στο να κάνει τους «ασθενείς» ικανούς «να αντέχουν να ζουν μέσα σε μιαν αβίωτη συνθήκη που εκλαμβάνεται ως αναπόδραστη», αλλά, αναγνωρίζοντας και κατανοώντας τη δυσκολία της κατάστασης, και πατώντας πάνω στις αξεπέραστες αντιφάσεις της πραγματικότητας που ζούμε, να απορρίπτουν το «δεν γίνεται αλλιώς» και ν’ ανοίγουν δρόμους αντίστασης.
11/4/2020