Μόλις το 6% των κλάδων της ελληνικής οικονομίας ”καλύπτεται” από συλλογικές συμβάσεις, ενώ η κάλυψη των επιχειρήσεων από συλλογικές συμβάσεις πέφτει στο 0,09%, σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας για το 2017.
Αντίθετα, το 2008 η ”κάλυψη” των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων ανερχόταν στο 65%.
Συγκεκριμένα, από τους 355 καταγεγραμμένους κλάδους εργαζομένων, το 2008 είχαν υπογράψει σύμβαση με τους αντίστοιχους εργοδότες οι 231.
Δέκα χρόνια σχεδόν μετά, οι κλαδικές συμβάσεις έχουν πέσει στις… 21. Μ’ άλλα λόγια, σε 334 από τους 355 (94%) κλάδους των εργαζομένων απασχολούνται και αμείβονται χωρίς καμία κλαδική σύμβαση. Και αυτό γιατί μεταξύ 2008 -2017 σταμάτησαν να υπογράφουν κλαδική σύμβαση 210 κλάδοι εργαζομένων.
Παράλληλα, οι επιχειρησιακές συμβάσεις έπεσαν το 2017 στις 215 έναντι 933 που είχαν φτάσει το 2012. Και αυτό ενώ στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται πάνω από 245.000 επιχειρήσεις !
Η μεγάλη ανατροπή σε βάρος των συλλογικών διαπραγματεύσεων έγινε το 2011, οπότε ανεστάλη η ισχύς της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, αλλά και της υπερίσχυσής τους έναντι των επιχειρησιακών συμβάσεων.
Το γεγονός ότι οι όροι των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, από το 2011 και έπειτα, έπαψαν να είναι υποχρεωτικοί για τα μη μέλη των κλαδικών εργοδοτικών ενώσεων σε συνδυασμό με την ύφεση που έφερε στον ελληνικό καπιταλισμό η χρεοκοπία του 2010 και τα μετέπειτα Μνημόνια, οδήγησε στην ουσιαστική εξαφάνιση των κλαδικών συμβάσεων.
Η αύξηση των επιχειρησιακών συμβάσεων το 2012 ήταν εντελώς πρόσκαιρη και εξανεμίστηκε τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Έτσι, στον ιδιωτικό τομέα, κυριαρχούν απόλυτα οι ατομικές συμβάσεις εργασίας, οι οποίες αποτελούν τον πιλότο της μείωσης των μέσων αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα ακόμα και μετά την ”ανάκαμψη” της οικονομίας μετά το 2014 -2015.
Η κατάσταση αυτή δύσκολα μπορεί να αλλάξει μετά τον Αύγουστο του 2018.
Η κυβέρνηση έχει ψηφίσει την επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων και της υπερίσχυσης έναντι των επιχειρησιακών μετά το πέρας του Μνημονίου.
Ωστόσο, πρέπει πρώτα να θεσπίσει (στα πλαίσια της ολοκλήρωσης της 4ης και τελευταίας αξιολόγησης του Μνημονίου) ένα μηχανισμό ελέγχου της ”αντιπροσωπευτικότητας” των κλαδικών συμβάσεων. Δηλαδή θα πρέπει να ελέγχεται αν οι επιχειρήσεις που είναι μέλη μίας κλαδικής εργοδοτικής ένωσης απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου.
Αν δεν το απασχολούν, τότε η σύμβαση την οποία θα υπογράψουν με το αντίστοιχο κλαδικό εργατικό σωματείο δεν θα είναι αντιπροσωπευτική και άρα δεν θα είναι δεσμευτική για τα μη μέλη της κλαδικής ένωσης.
Συνεπώς δεν θα έχουν κανένα συμφέρον να την υπογράψουν οι επιχειρήσεις-μέλη της κλαδικής εργοδοτικής ένωσης, καθώς οι ανταγωνιστές τους στον ίδιο κλάδο θα μπορούν να δίδουν μισθούς στο ύψος του εθνικού κατώτατου μισθού, ενώ οι κλαδικές συμβάσεις θα πρέπει να δίνουν κλαδικό κατώτατο μισθό πάνω από αυτόν.
Όπως τονίσαμε στο προηγούμενο φύλλο της Νέας Προοπτικής ”η ρήτρα αντιπροσωπευτικότητας θα οδηγήσει στη απομαζικοποίηση των κλαδικών εργοδοτικών ενώσεων και κατ’ επέκταση στην ντε φάκτο διάλυση των κλαδικών εργατικών σωματείων (…)
Αυτή, καθώς φαίνεται, είναι η μεγαλύτερη πρόκληση την οποία θα αντιμετωπίσει το αμέσως επόμενο διάστημα το εργατικό κίνημα (στις ιδιωτικές επιχειρήσεις) και, προπαντός, για τις μερίδες εκείνες της εργατικής τάξης οι οποίες υπογράφουν -δια των εκπροσώπων τους, ακόμα και σήμερα κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Και αυτό γιατί, με το επερχόμενο ”καθεστώς” ενδέχεται να μην μπορούν να υπογράφουν, πετώντας τους εργαζομένους στα νύχια κάθε επιχείρησης και τα κλαδικά σωματεία στα σκουπίδια’‘.
Σ’ αυτό, να προσθέσουμε ότι υπό την αίρεση της ”αντιπροσωπευτικότητας” δύσκολα θα μπορούσαν να επαληθευθούν ενδεχόμενες προσδοκίες των 210 κλάδων εργαζομένων (που υπέγραφαν έως το 2008 κλαδικές συμβάσεις) για επανεκκίνηση των κλαδικών συλλογικών διαπραγματεύσεων που σταμάτησαν μετά από άρνηση των αφεντικών.
Την ίδια στιγμή, όμως, η ανάγκη των εργαζομένων για αυξήσεις μισθών έχει μεγαλώσει, μετά μείωση κατά 26% των μικτών αποδοχών τους την περίοδο 2010 -2017. Μία αύξηση μισθών μέσω νέων ατομικών συμβάσεων πρέπει να θεωρείται αδιανόητη την επόμενη περίοδο.
Ο μόνος δρόμος για αυξήσεις μισθών είναι η συλλογική διεκδίκηση των εργατών σε επιχειρησιακό, κλαδικό αλλά και εθνικό επίπεδο.
Η διεκδίκηση αυτή -σε συνθήκες ξεπουλήματος της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και συνέχισης της κρίσης- δεν μπορεί παρά να έλθει μέσα από σύγκρουση τόσο με τιςσημερινές ηγεσίες των σωματείων, όσο φυσικά με τους καπιταλιστές και την ψευτο-αριστερή κυβέρνηση τους.
Η σύγκρουση αυτή ειδικά από τον ερχόμενο Μάιο -οπότε αρχίζει η κορύφωση της διαπραγμάτευσης για την ”έξοδο” από το Μνημόνιο- θα αρχίσει να μπαίνει σε μία νέα φάση.
Οι αστοί το γνωρίζουν αυτό. Γι’ αυτό, ο ΣΕΒ έχει ξεκαθαρίσει πως τάσσεται κατά κάθε αύξησης μισθών, χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, οι οποίες όμως καταρρέουν… Γι’ αυτό το ΔΝΤ τονίζει πως αύξηση μισθών και χρέη προς τράπεζες και εφορία δεν πάνε μαζί. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση έχει αυξήσει το ποσοστό της απαρτίας που απαιτείται στα πρωτοβάθμια σωματεία για να πάρουν απόφαση για απεργία και, επιπλέον έχει απελευθερώσει τις ομαδικές απολύσεις.