του Γιάννη Αγγέλη
Την περασμένη εβδομάδα η ΕΚΤ ανακοίνωσε τις προθέσεις της για το πώς θα κινηθεί το 2022 όσον αφορά την «συνέχεια» της ποσοτικής χαλάρωσης και της νομισματικής στήριξης των οικονομιών της Ευρώπης μέσω των προγραμμάτων αγοράς χρέους. Τόσο του επίσημου προγράμματος APP, που είχε ξεκινήσει ο Μάριο Ντράγκι το 2012 με την κρίση του χρέους με το “Whatever it takes”, όσο και του έκτακτου προγράμματος του PEPP που ξεκίνησε με το ξέσπασμα της πανδημίας τον Μάρτιο του 2020 προκειμένου να προστατέψει την δυνατότητα των χωρών μελών της Ε.Ε. να μπορούν να δανείζονται με πολύ χαμηλό έως και αρνητικό κόστος και να μη καταρρεύσουν.
Στις ανακοινώσεις της η ΕΚΤ συμπεριέλαβε και την ιδιαίτερη περίπτωση της Ελλάδας καθώς ως γνωστόν τα ελληνικά ομόλογα εξακολουθούν να βρίσκονται σε διαβάθμιση αξιολόγησης junk bonds, ήτοι non investment grade ή επί τω λαϊκότερον… σκουπίδια. Και κατά συνέπεια με την προβλεπόμενη διακοπή της λειτουργίας του PEPP από τον Μάρτιο του 2022, χάνουν το πλεονέκτημα που είχαν ως κατ’ εξαίρεση επιλέξιμα να αγοράζονται/στηρίζονται από την ΕΚΤ στο πλαίσιο του PEPP.
Όλα τα ελληνικά ΜΜΕ σαν σε συγχορδία παιάνισαν ύμνους στην Λαγκάρντ γιατί όπως είπε αν χρειασθεί θα αγοράζει μέσω του προγράμματος επανεπένδυσης των λήξεων του χαρτοφυλακίου του PEPP ακόμα και περισσότερα από όσα θα δικαιούται η Ελλάδα.
Συνήθως όταν μια κατάσταση είναι περίπλοκη, επικίνδυνη και γεμάτη αβεβαιότητες, η αλήθεια κρύβεται στα “ψιλά γράμματα” των αποφάσεων.
Κάπως έτσι είναι τα πράγματα και με τις τελευταίες ανακοινώσεις της ΕΚΤ για το τι θα ακολουθήσει μετά το τέλος του PEPP, όσον αφορά στα ελληνικά ομόλογα.
Αν θα ήθελε κανείς να περιγράψει το νέο περιβάλλον και τον τρόπο με τον οποίο θα… κολυμπήσουν τα ελληνικά ομόλογα μέσα σ’ αυτό, θα μπορούσε να πει πολύ λακωνικά ότι οι αποφάσεις της ΕΚΤ δίνουν την δυνατότητα στήριξής τους το 2022 – 23 – 24 με ένα ποσό αγορών (επανεπένδυσης), τόσο όσο και το μέγεθος των αγορών –μέσω του PEPP– το τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2022.
Και αυτό δεν είναι κάτι που δικαιολογεί… ενθουσιασμό. Αντίθετα θα έπρεπε να προκαλεί ανησυχία δεδομένης της βιαιότητας με την οποία αντιδρούν οι αγορές όταν οσμίζονται… αίμα.
Αν «μεταφράσει» κανείς με ακρίβεια αυτά που ανακοινώθηκαν την περασμένη Πέμπτη 16/12 ανακαλύπτει ότι τα ελληνικά ομόλογα με τις αποφάσεις αυτές θα βρεθούν “έξω από το μαντρί” της ΕΚΤ μετά τον Μάρτιο του 2022… Και ιδού το γιατί και το πως:
- Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ μετά την 31η Μαρτίου και μέχρι τα τέλη του 2024 θα επανεπενδύονται οι λήξεις των ομολόγων που έχουν ήδη αγοραστεί μέσω του PEPP. Αυτή είναι μία πολύ καθαρή και σαφής θέση η οποία με βάση τις (τρεις) λήξεις ομολόγων στην τριετία αυτή, οι “επανεπενδύσεις” ισοδυναμούν με ένα εύρος αγορών από την ΕΚΤ που δεν ξεπερνά τα 4,5 δις ευρώ, στα οποία αν προστεθούν και οι ανάλογες δυνατότητες της ΤτΕ σε έντοκα γραμμάτια της τάξης των 2,5 – 3 περίπου δις ευρώ, δίνουν ένα συνολικό ποσό που δεν ξεπερνά τα 7 – 8 δις ευρώ. Και όχι τα 20 δις ευρώ που κανείς δεν ξέρει πώς προέκυψαν στα δημοσιεύματα που ακολούθησαν.
- Αν αυτά τα 7 – 8 δις ευρώ τα κατανείμει κανείς στην τριετία 2022 – 2024 είναι σαφές ότι τα ποσά επανεπένδυσης, δηλαδή στήριξης των ελληνικών ομολόγων, είναι της τάξης των 2 – 3 δις ετησίως, ποσό μάλλον “αόρατο” για τις αγορές αν το συγκρίνει κανείς με την παρέμβαση του PEPP μέχρι τον Μάρτιο του 2022. Θυμίζουμε ότι από τον Μάρτιο του 2020 η ΕΚΤ αγοράζει ό,τι ελληνικό ομόλογο κυκλοφορεί στην δευτερογενή αγορά σε σημείο που μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια να έχει αγοράσει περισσότερα ελληνικά ομόλογα από όσα έχει εκδώσει το ελληνικό δημόσιο.
- Μια περαιτέρω χρήσιμη διευκρίνιση για το μέγεθος αυτό είναι η σύγκρισή του με το ποσό των αγορών μέσω του PEPP από την 1/1/2022 μέχρι τον Μάρτιο του 2022. Που είναι κάτι μεταξύ 6 – 7 δις ευρώ. Με άλλα λόγια οι αγορές της ΕΚΤ μέσω της επανεπένδυσης των λήξεων στην τριετία που ακολουθεί θα είναι ετησίως ίσες με τις μηνιάτικες(!) αγορές του πρώτου τριμήνου του 2022.
- Στις αποφάσεις που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα υπάρχει βέβαια εκ μέρους της ΕΚΤ, η πολύ σημαντική διευκρίνιση που αφορά αποκλειστικά στα ελληνικά ομόλογα. Αυτή επισημαίνει ότι αν υπάρξουν φαινόμενα “κατακερματισμού” της ευρωπαϊκής αγοράς ομολόγων θα μπορεί να υπάρξει η αναγκαία ευελιξία, ώστε τα ποσά επανεπένδυσης να ξεπερνούν τα αντίστοιχα ποσά των λήξεων κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι αν υπάρξει ασφυκτική πίεση από τις αγορές στις αποδόσεις και στα spreads των ελληνικών ομολόγων, καθώς θα βρίσκονται εκτός της ομπρέλας προστασίας της ΕΚΤ (“κατακερματισμός”, δηλαδή απομόνωση των ελληνικών ομολόγων από τα άλλα ευρωπαϊκά και πίεση στις τιμές και αποδόσεις) θα μπορεί η ΕΚΤ να αυξήσει τα ποσά επανεπένδυσης πέραν των λήξεων. Όμως από μόνη της αυτή η προϋπόθεση, δηλαδή είτε η στοχοποίηση των ελληνικών ομολόγων από τις αγορές έναντι των άλλων, είτε ένας συνολικότερος κύκλος αναταραχής μαζί με π.χ. τα ιταλικά, τα ισπανικά ή τα πορτογαλικά ομόλογα, θα αποτελεί πολύ σοβαρό λόγο ανησυχίας και… όχι ενθουσιασμού για τον τρόπο κάλυψης τους από την ΕΚΤ.
Βέβαια, από την πλευρά του ΟΔΔΗΧ –που προφανώς έχει γνώση καλύτερη από κάθε άλλον της πραγματικής κατάστασης- έχουν δημιουργηθεί διαφόρων ειδών αναχώματα απέναντι σε ένα πολύ πιθανό τσουνάμι επιθέσεων από τις αγορές στην επόμενη διετία. Έχει δημιουργήσει εις βάρος των δημοσίων δαπανών ένα πολύ υψηλό αποθεματικό που κοντεύει να αγγίξει τα 40 δις ευρώ, έχει κάνει κάποιες κινήσεις αναδιάρθρωσης πακέτου ομολόγων PSI ύψους 4 δις ευρώ, έχει δρομολογήσει την πρόωρη εξόφληση του ΔΝΤ (1,8 δις ευρώ) και μέρους (5 δις ευρώ) των 52 δις ευρώ διακρατικών δανείων (GLF) και ένα χρονοδιάγραμμα εξυπηρέτησης του χρέους που παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα από την συμφωνία του 2018.
- Τα αναχώματα αυτά δεν είναι αμελητέα, αλλά έχουν «αντοχές» που δεν μπορούν να αντέξουν σε μία ξαφνική και βίαιη πίεση από τις αγορές, με αποτέλεσμα εάν ξεπεραστούν απειλούνται με… κατάρρευση.
- Ποιες είναι αυτές οι αντοχές; Είναι τα όρια δημοσιονομικών δαπανών και ελλειμμάτων που έχουν αποτυπωθεί στον Προϋπολογισμό που ψηφίστηκε την περασμένη εβδομάδα στην Βουλή.
- Το “μυστικό” αυτών των ορίων είναι ότι δεν περιλαμβάνουν παρά μόνο πολύ περιορισμένη δυνατότητα έκτακτων δαπανών για πολιτικές στήριξης ανάλογες αυτών που υποχρεώθηκαν οι κυβερνήσεις στην Ευρωζώνη να υλοποιήσουν το 2020 και το 2021 λόγω της πανδημίας και της ύφεσης.
- Τα περιθώρια αυτά περιορίζονται δραστικά το 2022 για δύο επιπλέον λόγους πέραν του νέου κύματος της πανδημίας, ο ένας είναι ο παρατεταμένος κύκλος των πληθωριστικών πιέσεων και ο άλλος είναι η απειλητική καθυστέρηση της χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης του οποίου η πρώτη δόση έπρεπε να είχε δοθεί από τον περασμένο μήνα και μέχρι στιγμής δεν υπάρχει ίχνος της στον ορίζοντα του Α εξαμήνου του 2022…
- Για την Ελλάδα αυτό το τελευταίο έχει πολύ μεγάλη σημασία, καθώς για τις αγορές η Ελλάδα από τον Μάρτιο του 2022 θα είναι μεν “κοντά στο μαντρί” προστασίας από την ΕΚΤ, αλλά προς το παρόν έξω από αυτό…