του Άρη Μαραβά
Σε μια περίοδο όπου το καπιταλιστικό σύστημα της Βρετανίας αντιμετωπίζει βαθιά κρίση και αβεβαιότητα, το Εργατικό Κόμμα υπό την ηγεσία της δεξιάς πτέρυγας,… κατάφερε να επιβληθεί στις πρόσφατες εκλογές, καταγράφοντας μια σημαντική νίκη.
Αποτελέσματα
Στις γενικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο στις αρχές Ιουλίου, το Συντηρητικό Κόμμα υπέστη μια χωρίς προηγούμενο συντριπτική ήττα. Το Συντηρητικό Κόμμα κατάφερε να εξασφαλίσει μόλις 121 έδρες στο Κοινοβούλιο, σε σύγκριση με τις 244 που είχαν κερδίσει στο παρελθόν. Το ποσοστό ψήφων τους σημείωσε απότομη πτώση από το 43% στο 23%. Αντίθετα, το Εργατικό Κόμμα ανέβηκε στις 209 έδρες από τις συνολικές 411, με μια μικρή αλλά σημαντική αύξηση στο ποσοστό των ψήφων τους που κυμάνθηκε λίγο πάνω από το 33%, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά που έχει καταγράψει ποτέ εισερχόμενη κυβέρνηση από τις πρώτες γενικές εκλογές του 1918 με καθολική ψηφοφορία (τότε μόνο για άντρες). Οι κεντρώοι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες κατετάγησαν στην τρίτη θέση, με ένα ποσοστό 12%. Παρά τις αντιξοότητες, το Εργατικό Κόμμα διαθέτει πλέον μια σταθερή πλειοψηφία, ανοίγοντας τον δρόμο για τον Στάρμερ να αναλάβει τον ρόλο του νέου Πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτή η εξέλιξη σηματοδοτεί την επιστροφή του Εργατικού Κόμματος στην εξουσία μετά από μια δεκαετία απουσίας και ο Στάρμερ θα είναι ο έβδομος Εργατικός Πρωθυπουργός στην ιστορία της χώρας.
Βαθιά κρίση
Τα δεδομένα των τελευταίων εκλογών δεν αποτυπώνουν απλώς τη νίκη του Εργατικού Κόμματος· αναδεικνύουν επίσης τη βαθιά κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος και την σχεδόν ολοκληρωτική κατάρρευση του Συντηρητικού Κόμματος. Οι Βρετανοί, με τις ψήφους τους, εξέφρασαν την έντονη δυσαρέσκεια τους προς τους Συντηρητικούς, ψηφίζοντας κυρίως εναντίον τους παρά υπέρ των Εργατικών. Αυτή η δυσαρέσκεια πηγάζει από δεκατέσσερα χρόνια συντηρητικής πολιτικής, που έχει σοβαρά υπονομεύσει τις συνθήκες εργασίας και το γενικότερο βιοτικό επίπεδο στη χώρα. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι Συντηρητικοί έχασαν ακόμα και τις παραδοσιακά ισχυρές τους περιφέρειες.
Αυτή η περίοδος των δεκατεσσάρων ετών συντηρητικής διακυβέρνησης ήταν γεμάτη εσωτερικές συγκρούσεις, αστάθεια και αβεβαιότητα, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κρίσης του βρετανικού καπιταλιστικού συστήματος. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πέντε διαφορετικοί «ηγέτες» ανέλαβαν την ηγεσία των Συντηρητικών -οι τέσσερις από αυτούς μεταξύ 2016 και 2022- ενώ η Λιζ Τρας, η οποία έχασε και την κοινοβουλευτική της έδρα, παρέμεινε στην ηγεσία μόλις για πενήντα ημέρες. Ηγέτες όπως ο Μπόρις Τζόνσον και ο Ρίσι Σούνακ δεν απέφυγαν τη γελοιοποίησή τους, τις περισσότερες φορές με δική τους υπαιτιότητα.
Τρέχουσα κατάσταση
Εξετάζοντας τα εκλογικά αποτελέσματα και αναλύοντας τις σχετικές δημοσκοπήσεις, μπορούμε να αποκομίσουμε χρήσιμα στοιχεία σχετικά με την τρέχουσα πολιτική κατάσταση και την κοινωνική διάθεση στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η συμμετοχή των ψηφοφόρων στις τελευταίες εκλογές έφτασε μόλις το 60%, γεγονός που αποτελεί τη δεύτερη χαμηλότερη καταγραφή από το… 1885. Αυτό αντικατοπτρίζει μια ευρεία πολιτική απάθεια και βαθιά απογοήτευση από το πολιτικό σύστημα. Όπως παρατηρείται και σε άλλες χώρες, ένα μεγάλο μέρος των ψήφων ουσιαστικά κατευθύνθηκε προς το «κανένα κόμμα».
Μόλις το 57,4% των ψηφοφόρων υποστήριξε τα δύο κύρια κόμματα, το χαμηλότερο επίπεδο από τότε που οι Εργατικοί διεκδίκησαν για πρώτη φορά την πλειοψηφία των εδρών, ξανά στις εκλογές του 1918. Η αποδυνάμωση δεκαετιών του Συντηρητικού Κόμματος, που κάποτε ήταν το πιο επιτυχημένο καπιταλιστικό κόμμα στον κόσμο, έφτασε σε ένα σημείο καμπής σε αυτές τις εκλογές: με το χειρότερο αποτέλεσμα στην 200ετή ιστορία του και τον χαμηλότερο αριθμό βουλευτών στην ιστορία του.
Τα ευρήματα των προεκλογικών δημοσκοπήσεων επίσης ενισχύουν αυτήν την εικόνα. Για παράδειγμα, μια δημοσκόπηση του Ιουνίου 2024 αποκάλυψε το χαμηλότερο επίπεδο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση των τελευταίων πενήντα ετών. Ένα εκπληκτικό 79% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν έχει εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, ενώ το 71% θεωρεί ότι οι συνθήκες έχουν επιδεινωθεί μετά το Brexit.
Εκλογικό σύστημα
Ένα επιπρόσθετο κρίσιμο θέμα είναι η χρόνια ανισότητα ανάμεσα στους ψήφους που λαμβάνονται και στις έδρες που κατανέμονται, το οποίο αναδεικνύει προβληματισμούς για την ουσία του εκλογικού συστήματος. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι το Εργατικό Κόμμα, που απέσπασε σχεδόν διπλάσιες έδρες από το ποσοστό των ψήφων που συγκέντρωσε (63% των εδρών σε σύγκριση με 33% των ψήφων). Σε αντίθεση, το ακροδεξιό Reform UK συγκέντρωσε μόνο το 1% των εδρών παρά το 14% των ψήφων. Παρόμοιες ανισότητες βίωσαν και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες και το Πράσινο Κόμμα. Σύμφωνα με το BBC, αν υπήρχε ένα σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης, τα αποτελέσματα θα ήταν πολύ διαφορετικά: το Εργατικό Κόμμα θα είχε 195 έδρες, οι Συντηρητικοί 156, το Reform UK 91 και το Πράσινο Κόμμα 45.
Ακροδεξιά
Το Πράσινο Κόμμα πανηγύρισε τέσσερις σημαντικές νίκες, πετυχαίνοντας την καλύτερη επίδοσή του έως τώρα. Επίσης, το ακροδεξιό Reform UK είδε το ποσοστό των ψήφων του να αυξάνεται από 2% σε 14%, αν και δεν κατάφερε να κερδίσει περισσότερες έδρες. Αυτή η άνοδος αποτελεί ανησυχητικό σημάδι τόσο για την εργατική τάξη της Βρετανίας όσο και γενικότερα, αναλογιζόμενοι ότι σε πολλές περιοχές ήρθε δεύτερο με πρώτους τους Εργατικούς.
Εργατικό Κόμμα και Συντηρητικοί
Είναι καθοριστικό να συγκρίνουμε τα ποσοστά ψήφων του Εργατικού Κόμματος υπό την ηγεσία του Κιρ Στάρμερ και του Τζέρεμι Κόρμπιν. Υπό τον Στάρμερ, το Εργατικό Κόμμα συγκέντρωσε επτά ποσοστιαίες μονάδες λιγότερες από ό,τι πέτυχε ο Κόρμπιν το 2017. Ακόμη και το 2019, παρά τη μείωση της υποστήριξης των ψηφοφόρων, το Εργατικό Κόμμα υπό τον Κόρμπιν διατήρησε ίδιο ποσοστό ψήφων αλλά εξασφάλισε πολύ λιγότερες έδρες.
Επίσης, η εικόνα του Εργατικού Κόμματος είναι δραματικά διαφορετική από τις γενικές εκλογές του 2017, όταν ο Κόρμπιν κατάφερε να αυξήσει τη δημοτικότητα του κόμματος με ένα μετριοπαθές πρόγραμμα κατά της λιτότητας, φέρνοντας το εν λόγω κόμμα σε ένα ιστορικό υψηλό με 12,88 εκατομμύρια ψήφους – μια αύξηση κατά 3,5 εκατομμύρια σε σχέση με τις εκλογές του 2015. Ακόμη και στις εκλογές του 2019, οι οποίες εσφαλμένα θεωρούνται ως η χειρότερη επίδοση από το 1935, ο Κόρμπιν συγκέντρωσε 10,27 εκατομμύρια ψήφους, μισό εκατομμύριο περισσότερες από αυτές που έλαβε ο Στάρμερ το 2024.
Αυτό αποδεικνύει ότι οι περιγραφές των μέσων ενημέρωσης για την… αυξανόμενη δημοτικότητα του Στάρμερ είναι παραπλανητικές. Στην πραγματικότητα, σημείωσε το χαμηλότερο ποσοστό ψήφων για Πρωθυπουργό από το 1929.
Παρά την έκδηλη αυτή πραγματικότητα, η οποία κατά κύριο λόγο αγνοείται από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, οι καπιταλιστικοί κύκλοι ελπίζουν ότι η νέα κυβέρνηση των Εργατικών θα προωθήσει τα δικά τους συμφέροντα. Επίσης, επιδιώκουν να εδραιώσουν το αφήγημα ότι οι πολιτικές του Κόρμπιν ήταν αντιδημοφιλείς, παρά τις σαφείς ενδείξεις για το αντίθετο. Όπως και να ‘χει, αυτή η κυβέρνηση αναμένεται να αντιμετωπίσει ισχυρή αντίσταση από την εργατική τάξη.
Η ήττα των Συντηρητικών επίσης αποδόθηκε σε μεγάλο βαθμό σε ένα εκλογικό σώμα που ήταν έντονα διχασμένο. Το 2019, οι Συντηρητικοί συνεργάστηκαν με το Reform UK, το οποίο τότε ήταν ευρύτερα γνωστό ως το Κόμμα του Brexit, σχηματίζοντας μια δυναμική εκλογική συμμαχία που συγκέντρωσε μαζί δεκατέσσερα εκατομμύρια ψήφους. Ωστόσο, όταν αυτός ο συνασπισμός διαλύθηκε, η συνολική υποστήριξή τους μειώθηκε σε έντεκα εκατομμύρια ψήφους.
Το Εργατικό Κόμμα κατάφερε να συγκεντρώσει την πλειοψηφία των ψήφων όχι λόγω αυξημένης εμπιστοσύνης στις πολιτικές του, αλλά εξαιτίας της έντονης απογοήτευσης των ψηφοφόρων από την κυβέρνηση των Συντηρητικών. Μια έρευνα από το Yougov που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο αποκάλυψε ότι μόλις το 5% των ψηφοφόρων του Εργατικού Κόμματος υποστήριζαν ουσιαστικά τις πολιτικές τού κόμματος. Αντίθετα, σχεδόν το 50% των ψηφοφόρων ψήφισε το Εργατικό Κόμμα απλώς για να ξεφορτωθεί τους Συντηρητικούς από την εξουσία, ενώ άλλοι ψηφοφόροι είχαν ποικίλα κίνητρα αλλά μοιράζονταν την ίδια βαθιά απογοήτευση. Ένδειξη της αδιαφορίας για το Εργατικό Κόμμα είναι το γεγονός ότι μόλις το 2% των ψηφοφόρων εξέφρασαν γνήσιο ενθουσιασμό προς το κόμμα.
Οι Financial Times τόνισαν την καταπληκτική απουσία ενθουσιασμού για το Εργατικό Κόμμα, παρατηρώντας ότι οι ψηφοφόροι απομακρύνονται από αυτό περισσότερο από ποτέ. Μια άλλη έρευνα ανέφερε ότι το 71% των ερωτηθέντων πίστευαν πως τα προβλήματά τους δεν αντιμετωπίστηκαν επαρκώς κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
Ανεξάρτητοι υποψήφιοι και Παλαιστίνη
Επίσης, η αντίληψη ότι μόνο οι υποψήφιοι των κυρίαρχων κομμάτων μπορούν να κερδίσουν έχει καταρριφθεί. Παραδόξως, πέντε ανεξάρτητοι υποψήφιοι που υποστήριζαν τα δικαιώματα των Παλαιστινίων κέρδισαν στις εκλογές, συμπεριλαμβανομένου του Τζέρεμι Κόρμπιν, ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει απέναντι στον υποψήφιο του Εργατικού Κόμματος με επτά εκατομμύρια ψήφους. Είναι αξιοσημείωτο αλλά όχι τυχαίο ότι τέσσερις από αυτούς τους νικητές είχαν μουσουλμανική καταγωγή. Η νίκη των τεσσάρων ανεξάρτητων βουλευτών για τη Γάζα είναι θετική, όμως υπάρχουν κίνδυνοι εάν θεωρηθούν ή αυτοί θεωρήσουν τους εαυτούς τους εκπροσώπους μόνο των Μουσουλμάνων ψηφοφόρων. Είναι γεγονός ότι υπήρξε μαζική αποστροφή πολλών μουσουλμάνων ψηφοφόρων προς το Εργατικό Κόμμα λόγω της θέσης του Στάρμερ σχετικά με την Ισραηλινή επίθεση στη Γάζα. Σε 92 εκλογικές περιφέρειες όπου οι μουσουλμάνοι αποτελούν άνω του 10% του εκλογικού σώματος, η ψήφος των Εργατικών έπεσε κατά περισσότερο από 820.000 ή περίπου 34%.
Μάλιστα, η εμπειρία αυτής της κυβέρνησης μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης και αποσύνθεσης αναμένεται να οδηγήσει και άλλα κομμάτια της εργατικής τάξης να απομακρυνθούν από τους Εργατικούς και να αναζητήσουν άλλες εναλλακτικές λύσεις.
Τι επιφυλάσσει το μέλλον
Με την άνοδο του Εργατικού Κόμματος στην εξουσία, δημιουργούνται ερωτήματα σχετικά με το τι επιφυλάσσει το μέλλον. Η εκλογική νίκη επετεύχθη από ένα ανανεωμένο και ριζικά μεταβαλλόμενο Εργατικό Κόμμα, το οποίο διαμορφώθηκε μετά την απομάκρυνση του Τζέρεμι Κόρμπιν και άλλων αριστερών στοιχείων. Οι πολιτικοί αναλυτές προειδοποιούν ότι δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες για τον Κιρ Στάρμερ, παρομοιάζοντάς τον με τον Τόνι Μπλερ, γνωστό για τις ανελέητες και συχνά εγκληματικές πολιτικές του. Από τη στιγμή που ανέλαβε τα ηνία το 2020, ο Στάρμερ έχει δείξει ξεκάθαρα τις πολιτικές του φιλοδοξίες. Το νέο μανιφέστο τού Εργατικού Κόμματος υπογραμμίζει μια σαφή προτίμηση προς τα επιχειρηματικά συμφέροντα, γεγονός που προκάλεσε την έντονη κριτική από το Unite, ένα από τα μεγαλύτερα συνδικάτα της χώρας, που απέσυρε την εκλογική του υποστήριξη ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Ο Στάρμερ, επίσης, αντιτίθεται σθεναρά στη φορολόγηση των μεγάλων επιχειρήσεων και στη διεύρυνση των κοινωνικών υπηρεσιών, ενώ παράλληλα είναι υπέρμαχος του σιωνισμού και προωθεί πιο αυστηρούς ελέγχους μετανάστευσης. Δεν είναι τυχαίο που ισχυρά τμήματα του βρετανικού κατεστημένου και των μεγάλων μέσων ενημέρωσης, όπως οι Economist και Financial Times, τον υποστηρίζουν θερμά. Η άνοδος του βρετανικού χρηματιστηρίου μετά τη νίκη του Εργατικού Κόμματος αποτελεί ειρωνικό δείκτη της σύγχρονης πολιτικής συγκυρίας. Μάλιστα, στην πρώτη της ομιλία, η Ρέιτσελ Ριβς των Εργατικών ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τις σοβαρότερες προκλήσεις από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ότι έρχονται δύσκολες αποφάσεις. Η νέα κυβέρνηση προσπαθεί έτσι να μειώσει τις όποιες προσδοκίες για ποιοτικές βελτιώσεις στη ζωή των εργαζομένων, γνωρίζοντας ότι θα υιοθετήσει μια νέα εποχή λιτότητας.
Ωστόσο, κανένα από τα απαισιόδοξα επιχειρήματα των κυβερνητικών υπουργών δεν πρόκειται να πείσει την εργατική τάξη να αποδεχτεί τη συνέχιση της σημερινής δυστυχίας ή, ακόμη χειρότερα, την επιδείνωσή της. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι μια νέα έκθεση από το Ίδρυμα Fairness προβλέπει ότι η Βρετανία θα γίνει ακόμη πιο άνιση και άδικη τα επόμενα πέντε χρόνια, με το χάσμα σε πλούτο, υγεία και στέγαση να διευρύνεται. Αυτή η κατάσταση αποτελεί απλώς μια πρόγευση των δυσκολιών που θα αντιμετωπίσουν οι εργαζόμενοι, οι φτωχοί και οι νέοι στο μέλλον. Οι γραφειοκράτες των εθνικών συνδικάτων που θα υποστηρίξουν ότι το εργατικό κίνημα πρέπει να «δώσει χρόνο στο Εργατικό Κόμμα» μπορεί να επηρεάσουν για λίγο καιρό, αλλά είναι αναπόφευκτο ότι το Εργατικό Κόμμα θα βρεθεί σε μετωπική σύγκρουση με την οργανωμένη εργατική τάξη. Με το NHS και άλλες δημόσιες υπηρεσίες να καταρρέουν, με τους μισθούς του δημόσιου τομέα να έχουν μειωθεί πάνω από 10% σε πραγματικούς όρους από το 2010, με έναν στους δέκα δήμους να αντιμετωπίζει οικονομική κατάρρευση και με το 40% των πανεπιστημίων να κινδυνεύουν με χρεοκοπία, η παθητική αποδοχή της κατάστασης δεν φαίνεται να αποτελεί πλέον επιλογή.
Βρετανικός καπιταλισμός
Παρά τις προθέσεις του Στάρμερ λοιπόν, οι προκλήσεις παραμένουν τεράστιες. Από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο βρετανικός καπιταλισμός βρίσκεται σε συνεχή παρακμή, καθιστώντας την κοινωνικοοικονομική του κατάσταση υποδεέστερη έναντι της αμερικανικής ιμπεριαλιστικής ισχύος. Αυτή η πτωτική πορεία επιταχύνθηκε κατά τη δεκαετία του 1980 υπό τις πολιτικές της Θάτσερ, που αποσυναρμολόγησαν τις κατασκευαστικές και εξορυκτικές βιομηχανίες του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο βρετανικός καπιταλισμός μετασχηματίστηκε σε μια οικονομία βασισμένη στην ιδιωτικοποίηση, την κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο και την εισροή ξένου κεφαλαίου, κυρίως από διεφθαρμένες ελίτ από τη Ρωσία, την Ινδία και τις μοναρχίες του Κόλπου. Πρόσφατα, το κινεζικό κεφάλαιο έχει αποκτήσει σημαντική επιρροή στον χώρο αυτό.
Το 1981, μόλις το 3,5% των επιχειρήσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο ανήκαν σε ξένους επενδυτές. Όμως, μέχρι το 2020, αυτό το ποσοστό είχε εκτοξευθεί πάνω από το 56%. Πάνω από το μισό των ευρωπαϊκών δραστηριοτήτων των αμερικανικών πολυεθνικών εταιρειών έχει εγκατασταθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, απασχολώντας περισσότερους εργαζομένους από ό,τι στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και τη Σουηδία μαζί. Αυτές οι επιχειρήσεις συνεισφέρουν πάνω από το 25% στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) του Ηνωμένου Βασιλείου, υποδεικνύοντας τις αναγκαστικές υποχωρήσεις των εγχώριων κεφαλαιοκρατών.
Με την οικονομική κρίση του 2008, η βρετανική οικονομία περιέπεσε σε παρατεταμένη στασιμότητα, αντικατοπτρίζοντας βαθιά πολιτική αναστάτωση. Ο μαρξιστής οικονομολόγος Μάικλ Ρόμπερτς παρατηρεί ότι κάθε θεμελιώδης οικονομικός δείκτης επιβεβαιώνει αυτή την καταστροφή. Αναφορικά με την παραγωγικότητα της εργασίας, η Βρετανία είναι η τελευταία μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών, ενώ η οικονομική της ανάπτυξη είναι κατά 20% χαμηλότερη από τις τάσεις πριν την κρίση του 2008. Οι συνθήκες διαβίωσης έχουν επιδεινωθεί σημαντικά, με τις τιμές της ενέργειας να έχουν αυξηθεί κατά 60% και τις τιμές των τροφίμων κατά 30% την τελευταία τριετία. Ως αποτέλεσμα, τα ποσοστά φτώχειας στη Βρετανία έχουν ξεπεράσει ακόμα και εκείνα… της Πολωνίας.
Η ανισότητα έχει αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Η Βρετανία, η οποία πριν από πενήντα χρόνια ήταν ένα από τα πιο ίσα αναπτυγμένα έθνη, κατατάσσεται πλέον ως το δεύτερο πιο άνισο. Το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού κατέχει πάνω από το 63% του συνολικού πλούτου και λαμβάνει το 36% του εθνικού εισοδήματος, ενώ αντίθετα, το φτωχότερο 20% κατέχει μόλις το 5% του πλούτου και κερδίζει μόνο το 8% του εισοδήματος. Οι ανισότητες μεταξύ των περιφερειών είναι εξίσου ανησυχητικές, με 4,3 εκατομμύρια παιδιά, ή το 30% του παιδικού πληθυσμού, να ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Επιπλέον, τρία εκατομμύρια άνθρωποι εξαρτώνται από τις τράπεζες τροφίμων για την καθημερινή τους επιβίωση.
Ανισότητα και λιτότητα
Η έλλειψη κατοικιών επιδεινώνει τη δύσκολη κατάσταση. Από το 1989 έχουν σημειωθεί ελλείψεις 3 εκατομμυρίων κατοικιών. Οι τιμές των ακινήτων στο Λονδίνο έχουν τετραπλασιαστεί από το 1997, ενώ οι μέσοι μισθοί έχουν μόνο διπλασιαστεί κατά την ίδια περίοδο. Η στέγαση είναι πλέον αβέβαιη για πολλούς, με την ανασφάλεια στις συνθήκες διαβίωσης να έχει αυξηθεί κατά 60% τα τελευταία δύο χρόνια. Από το 2010, ο αριθμός των οικογενειών που ζουν σε άθλιες συνθήκες έχει διπλασιαστεί, καθιστώντας τον στεγαστικό τομέα μια κρίσιμη ανθρωπιστική πρόκληση για τη χώρα.
Οι πολιτικές λιτότητας επίσης είχαν δραματικές συνέπειες, με αποτέλεσμα πάνω από 190.000 θανάτους μεταξύ των ετών 2010 και 2019. Το προσδόκιμο ζωής έχει παραμείνει αμετάβλητο, ενώ οι πρόωροι θάνατοι από χρόνιες ασθένειες έχουν αυξηθεί σημαντικά στις μειονεκτούσες περιοχές. Το Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS), που κάποτε θεωρούνταν ένα από τα καλύτερα στον κόσμο, τώρα ταλανίζεται λόγω ιδιωτικοποιήσεων και ανεπαρκούς χρηματοδότησης, με το έλλειμμα του προϋπολογισμού να ξεπερνά τα 12 δισεκατομμύρια λίρες. Ο εκπαιδευτικός τομέας φαίνεται να βρίσκεται μπροστά σε παρόμοια κατάσταση.
Η επένδυση στις υποδομές και την οικονομία έχει πέσει στο 17% του ΑΕΠ, επίπεδο χαμηλότερο από τις αντίστοιχες οικονομίες και συγκρίσιμο με χώρες του τρίτου κόσμου που αντιμετωπίζουν σοβαρή κρίση. Αυτό οφείλεται στην κάμψη της κερδοφορίας και στις πολιτικές λιτότητας που ευνοούν τις ιδιωτικές επενδύσεις εις βάρος των δημόσιων, επιδεινώνοντας τα δημοσιονομικά ελλείμματα και τα χρέη. Οι κυβερνήσεις, αδυνατώντας να ανταπεξέλθουν, καταφεύγουν στον δανεισμό, ο οποίος τελικά αποδεικνύεται μη βιώσιμος, οδηγώντας σε νέα μέτρα λιτότητας σαν αυτά που είδαμε στην Ελλάδα, τη Σρι Λάνκα, το Πακιστάν και άλλες χώρες.
Εθνικό χρέος και νέες προκλήσεις
Το εθνικό χρέος της Βρετανίας έχει πλέον φτάσει στο επίπεδο του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της, περιορίζοντας δραματικά την ικανότητα της κυβέρνησης να στηρίξει τους τοπικούς φορείς διοίκησης, να εξισορροπήσει τους προϋπολογισμούς του δημόσιου τομέα ή να επενδύσει σε βασικές υποδομές όπως η στέγαση. Η νέα κυβέρνηση των Εργατικών, που ανέλαβε τα καθήκοντά της εν μέσω αυτής της οικονομικής κρίσης, βρίσκεται αντιμέτωπη με πρωτοφανείς λοιπόν προκλήσεις. Οι οικονομικές στρατηγικές του Στάρμερ, οι οποίες φέρουν πολλές ομοιότητες με εκείνες των προηγούμενων Συντηρητικών, έχουν ως στόχο την τόνωση του ιδιωτικού τομέα και προσφέρουν ελάχιστη ανακούφιση στις εργαζόμενες τάξεις.
Είναι πολύ πιθανό ότι η κυβέρνηση του Στάρμερ θα έρθει σύντομα αντιμέτωπη με ευρεία δυσαρέσκεια και αντίδραση, πράγμα που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη δημοτικότητά της και να προκαλέσει ανοιχτές συγκρούσεις με την εργατική τάξη. Οι συντηρητικές δυνάμεις του Reform UK θα μπορούσαν να αποκτήσουν μεγαλύτερη επιρροή μέσα από αυτή την κατάσταση, όμως αυτές οι κρίσεις προσφέρουν εξίσου ευκαιρίες στην επαναστατική αριστερά να κερδίσει έδαφος και να προωθήσει την ατζέντα της.
Σοσιαλδημοκρατία και παραδοσιακή Δεξιά
Η καπιταλιστική κρίση έχει προκαλέσει σοβαρές ζημίες στα οικονομικά θεμέλια πάνω στα οποία στηριζόταν η σοσιαλδημοκρατία. Η μείωση των κερδών έχει ως αποτέλεσμα τη δραστική μείωση των κρατικών εσόδων και περιορίζει τις δυνατότητες κρατικής παρέμβασης. Επιπλέον, η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος, η μετακίνηση δυτικών κεφαλαίων προς την Κίνα, και οι επιθέσεις του νεοφιλελευθερισμού, οδήγησαν την “αριστερά” σε μια μετατόπιση προς το κέντρο και ακόμα πιο πέρα κατά τη δεκαετία του 1980. Στη συνέχεια είχαμε τη μεταμόρφωση του Εργατικού Κόμματος –ιστορικά ένα “καπιταλιστικό κόμμα εργατών” με τους ηγέτες του αρκετές φορές «ευάλωτους» στην πίεση της εργατικής βάσης του κόμματος– στο Νέο Εργατικό Κόμμα του Μπλερ: ένα καθαρά καπιταλιστικό κόμμα. Αυτή η διαδικασία φάνηκε να αντιστρέφεται προσωρινά κατά την εποχή του Κόρμπιν, όταν ένα στοιχείο εκπροσώπησης της εργατικής τάξης επέστρεψε στην πολιτική. Μετά την οικονομική κρίση του 2008, η δεξιά των εργατικών έχει πάρει τόσο ακραία μορφή που θυμίζει πλέον την παραδοσιακή συντηρητική παράταξη.
Οι παραδοσιακές δεξιές και φιλελεύθερες δυνάμεις βρίσκονται επίσης αντιμέτωπες με παγκόσμιες κρίσεις που κατακρημνίζουν τα παλιά πολιτικά συστήματα και ενισχύουν τον δεξιό λαϊκισμό και τον φασισμό. Αυτά τα κινήματα επωφελούνται από την καπιταλιστική κρίση προτείνοντας επιθετικές και εκμεταλλευτικές λύσεις που, παρ’ όλη την αναποτελεσματικότητά τους, κερδίζουν υποστηρικτές λόγω της έλλειψης μιας πραγματικά επαναστατικής εναλλακτικής. Παράλληλα, ένα σημαντικό τμήμα της αριστεράς και της άκρας αριστεράς συχνά κυριαρχείται από νέες μεταρρυθμιστικές τάσεις που αποτυγχάνουν να υπερβούν τα συστημικά εμπόδια, οδηγούμενες έτσι σε γρήγορη διάλυση.
Παρόμοιες συνθήκες
Οι περισσότερες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες βιώνουν συνθήκες που μοιάζουν με αυτές του Ηνωμένου Βασιλείου. Στη Γαλλία, η άκρα δεξιά έφτασε κοντά στην κατάληψη της εξουσίας. Οι συνθήκες είναι ακόμα πιο δύσκολες στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, με τα πρόσφατα γεγονότα στην Κένυα να θυμίζουν την Αραβική Άνοιξη του 2011 και να εξαπλώνονται σε χώρες όπως η Σρι Λάνκα, ο Λίβανος, η Νότια Αμερική και η Χιλή. Οι εργαζόμενοι στη Βρετανία που αντιμετωπίζουν τη διακυβέρνηση του Στάρμερ πιθανότατα θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι οι επαναστατικές εναλλακτικές λύσεις, οι οποίες στρέφονται ενάντια σε ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα, προσφέρουν τη μόνη ελπίδα σωτηρίας.
Ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία, τόσο έντονα και επιτακτικά, η σωτηρία βρίσκεται στην οικοδόμηση μιας επαναστατικής εναλλακτικής απέναντι σε ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα και την πολιτική τής καθεστηκυίας τάξης.