Βιβλιοπαρουσίαση
“Τοξικομανία δι’ ηρωίνης”
Δημήτρης Υφαντής “Τοξικομανία δι’ ηρωίνης. Η χρήση ουσιών στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου” εκδ. Άγρα 2017
Πρόκειται για ένα βιβλίο μοναδικό στο είδος του. Εξετάζεται το φαινόμενο της χρήσης ουσιών και της εξάρτησης κατά την περίοδο του μεσοπολέμου στην Ελλάδα. Αναδεικνύεται ο πολυπαραγοντικός χαρακτήρας του κοινωνικού φαινομένου της εξάρτησης, η πολιτική και η πολιτιστική του διάσταση, η ιστορικότητά του.
Στην εξαιρετικά προσεγμένη και καλαίσθητη έκδοση της “Άγρας”, ο κοινωνιολόγος Δημήτρης Υφαντής, υπεύθυνος του τομέα έρευνας και εκπαίδευσης της Μονάδας Απεξάρτησης ΨΝΑ – 18 ΑΝ, καθηλώνει τον αναγνώστη, προσεγγίζοντας διαλεκτικά το φαινόμενο και καταφέρνοντας να τεκμηριώσει το ρόλο των κοινωνικών, των πολιτικών και πολιτιστικών συνθηκών στην εγκατάσταση και την αντιμετώπιση του από τις Αρχές και την Επιστήμη.
Συγκεκριμένα, με βάση την ανάλυση του Δ. Υφαντή, η ιστορία της χρήσης ουσιών και της εξάρτησης στη σύγχρονη Ελλάδα μπορεί να χωρισθεί σε 4 βασικά περιόδους, με βάση τη βιβλιογραφία κάθε περιόδου, τη νομοθεσία και τις μεταβολές της, την αρθρογραφία στον Τύπο, την “κίνηση” των εξαρτημένων ατόμων στις υπηρεσίες Υγείας, τα εγκληματολογικά και ιατρικά στατιστικά στοιχεία, τις αναπαραστάσεις των ουσιών και της εξάρτησης στην Τέχνη, με έμφαση στο τραγούδι, ρεμπέτικο και λαϊκό.
Η πρώτη περίοδος αφορά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και το πρώτο τέταρτο του 20ου, όταν η ελληνική κοινωνία ήταν βασικά αγροτική, οι περιπτώσεις εξάρτησης ήταν σποραδικές και αφορούσαν στρατιώτες, στρατιωτικούς, καλλιτέχνες που είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες. Υπήρχε μια αυτορυθμιζόμενη χρήση κάνναβης και οπίου, ενώ οι εισαγωγές στα Ψυχιατρικά Ιδρύματα ήταν λιγοστές, τα δημοσιεύματα στον τύπο σπάνια, οι βιβλιογραφικές αναφορές στη χρήση ουσιών ανύπαρκτες.
Το ενδιαφέρον σ’ αυτήν την πρώτη περίοδο είναι ότι η χρήση κάνναβης είναι ενταγμένη στην κοινωνική ζωή, λειτουργώντας ως παράγοντας ενδυνάμωσης της αγροτικής κοινότητας και των σχέσεων των μελών της. Οι χρήστες χασίς έχουν ανεπτυγμένο αίσθημα αλληλεγγύης, λειτουργούν συλλογικά, υπερασπίζονται τις αξίες της κοινότητας ενάντια στην κρατική εξουσία και γι’ αυτό έχουν κύρος.
Εκείνη την εποχή η Ελλάδα συγκαταλεγόταν στις χώρες – παραγωγούς χασίς, το εμπόριο χασίς ήταν νόμιμο και η χώρα στην οποία εξαγόταν ήταν βασικά η Αίγυπτος. Όμως η Μ. Βρετανία επέβαλε την απαγόρευση της χρήσης χασίς και οπίου στην Αίγυπτο καθώς και την απαγόρευση του εμπορίου κάνναβης από την Ελλάδα στην Αίγυπτο. Στόχος της ήταν ο έλεγχος της οικονομικής και πολιτικής κατάστασης στην Αίγυπτο και η εκμετάλλευση της διώρυγας του Σουέζ. Με την απαγορευτική πολιτική που επέβαλε η Βρετανία εξόντωνε τους εμπορικούς ανταγωνιστές της, αφού η ίδια εξήγαγε χασίς στην Αίγυπτο, προερχόμενο από την Ινδία, πολύ ακριβότερο από αυτό της Ελλάδας. Ήταν η ίδια πολιτική με αυτή που εφάρμοσε στην Κίνα, λίγες δεκαετίες πριν, μόνο που εκεί χρειάσθηκε να γίνουν οι περίφημοι “πόλεμοι του οπίου” για να επιβληθεί το βρετανικό μονοπώλιο του οπίου.
Η απαγορευτική πολιτική που επιβλήθηκε στην Ελλάδα υλοποιήθηκε μέσα από την πρώτη στον ελληνικό χώρο απαγορευτική εγκύκλιο για την κάνναβη το 1891. Στην υπόλοιπη Ευρώπη η απαγορευτική πολιτική επιβλήθηκε με τη Σύμβαση της Γενεύης το 1925.
Η Ιατρική Επιστήμη μαζί με την Αστυνομία και τις δικαστικές αρχές λειτούργησαν ως θεσμοί ελέγχου. Η εξάρτηση και ο αλκοολισμός θεωρήθηκαν νόσοι, αποτέλεσμα εκφυλισμού, και η αστυνομία ανέλαβε την καταστολή των εξαρτημένων ατόμων. Είναι χαρακτηριστικός ο ρόλος των Ελλήνων γιατρών στην υπηρεσία της βιοεξουσίας, που το 1890 πραγματοποίησαν “ιατροσυνέδριο” και “αποφάνθηκαν” για τα “ολέθρια της χρήσης χασίς αποτελέσματα”. Κατέληξαν ζητώντας να παρθούν απαγορευτικά μέτρα για τη χρήση και το εμπόριο χασίς. Η κυβέρνηση, φυσικά, ανταποκρίθηκε με την εγκύκλιο 22/5070 του Υπ. Εσωτερικών και τη διαταγή 13509 της Αστυνομίας, που απαγόρευε τη χρήση χασίς.
Η μετάβαση στην δεύτερη περίοδο (1925 – 1946) αποτελεί τη μετάβαση από τη χρήση στην εξάρτηση, με τη χρήση οπίου και κοκαΐνης στο αστικό κέντρο και αλκοόλ, οπίου και κάνναβης στις πόλεις και την ύπαιθρο. Είναι η περίοδος που κυρίως εξετάζεται στο βιβλίο. Συνδέεται με τη Μικρασιατική καταστροφή, τα συναφή οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και τα νέα πολιτιστικά δεδομένα.
Ο ερχομός 1,5 εκατ. προσφύγων δημιούργησε τεράστιες ανακατατάξεις στην κοινωνία της εποχής. Αναπτύχθηκε η βιομηχανία και η βιοτεχνία της χώρας στηριγμένη σ’ αυτά ακριβώς τα εργατικά χέρια, που αντιμετωπίστηκαν απ’ τις Αρχές και τον ντόπιο πληθυσμό με τρομερή καχυποψία, προκατάληψη και ρατσισμό. Οι πρόσφυγες έγιναν τα εξιλαστήρια θύματα της κοινωνικής κρίσης. Θεωρήθηκε ότι έφταιγαν για την “επιδημία χασισοποτίας”, για τη δημιουργία ενός “εσωτερικού εχθρού” που ήταν οι χασικλήδες. Η χρήση χασίς ήταν πραγματικά διαδεδομένη στους πιο εξαθλιωμένους μετανάστες, τους λεγόμενους “χασισιστές” στους ντεκέδες, που υπήρχαν στην Πειραϊκή, τη Δραπετσώνα, στο κέντρο του Πειραιά, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Η χρήση του χασίς σιγά – σιγά, μέσα στη δεκαετία του ’20, επεκτάθηκε και στις ανώτερες τάξεις και θεωρήθηκε, για λόγους κοινωνικούς και πολιτικούς, πρόβλημα εφάμιλλο της εξάρτησης από ηρωίνη, παρόλο που η χρήση ηρωίνης είχε στα τέλη της δεκαετίας του ’30 πολύ μεγαλύτερη διάδοση.
Όπως λέει ο ψυχίατρος Δ. Κουρέτας κατά τον Μεσοπόλεμο οι μορφωμένες τάξεις χρησιμοποιούσαν κοκαΐνη και μορφίνη ενώ οι λαϊκές τάξεις και οι στρατιώτες ηρωίνη και χασίς. Λέει χαρακτηριστικά ο Δ. Υφαντής: “Το χασίς διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην αντίθεση με την κοινωνία και τους θεσμούς της, τον κομφορμισμό, τον ατομικισμό, την υποκρισία. Ενδεχομένως εάν δεν υπήρχε το χασίς θα είχε εφευρεθεί κάτι άλλο αντ’ αυτού για να λειτουργήσει ως πεδίο μάχης ή κοινωνικός εξαεριστήρας” (σ. 121).
Τα λαϊκά στρώματα, που πλήττονται από τις νέες σχέσεις στην εργασία και την οικονομία καθώς η ελληνική κοινωνία στη βιομηχανική εποχή της περνά στην “ενηλικίωση” και την “ωρίμανση” και υποχρεώνονται να αποδεχθούν ένα νέο τρόπο ζωής, αντιδρούν. Το χασίς το καπνίζουν για την ευχαρίστηση αλλά και σαν εκδήλωση μιας γενικότερης διαφωνίας για το κοινωνικό γίγνεσθαι και η κυρίαρχη τάξη απαξιώνοντας τους χρήστες χασίς έχει βρει ένα πρόσχημα για την άσκηση ελεγκτικής εσωτερικής πολιτικής.
Το χασίς, λοιπόν, εκπροσωπεί την παράδοση που αντιστέκεται στη νεωτερικότητα, η οποία εκφράζεται με ναρκωτικά, όπως η μορφίνη, η ηρωίνη, η κοκαΐνη.
Το χασίς αναγορεύεται σε κατώτερης ποιότητας ουσία που χρησιμοποιούν άνθρωποι κατωτέρου επιπέδου, μωαμεθανοί, γυναίκες του ελαφρού κόσμου. Το έφεραν από την Ανατολή οι πρόσφυγες, οι “ξένοι”, απειλώντας την “καθαρότητα” της κοινωνίας. Η χρήση του μειώνει την αποδοτικότητα στη δουλειά, καταστρέφει τα ήθη, διαλύει την οικογένεια και ωθεί στο έγκλημα. Οι ντεκέδες, οι χώροι όπου γίνεται χρήση του γίνονται στόχος επίθεσης της αστυνομίας. Από 100 που υπήρχαν το 1929, έμειναν 30 το 1931. Τους υπόλοιπους τους έκλεισε η Αστυνομία. Στο στόχαστρο μπήκε και το ρεμπέτικο τραγούδι, ακόμα και ο μπαγλαμάς και το μπουζούκι.
Η “επιδημία χασίς” για την οποία μιλούν οι Αρχές μαζί με τους γιατρούς, απειλεί τα θεμέλια της κοινωνίας, τους θεσμούς της εργασίας, της οικονομίας, της οικογένειας, του στρατού!!
Όπως βλέπουμε το φαινόμενο της “ιατρικοποίησης” και της “εγκληματοποίησης” του κοινωνικού φαινομένου της εξάρτησης έχει βαθιές ρίζες, που φτάνουν μέχρι την εποχή μας.
Η αμηχανία του κράτους και η αδυναμία του να αντιμετωπίσει με ουσιαστικό τρόπο το πρόβλημα των ναρκωτικών εκφράζεται με την διαρκή ψήφιση απαγορευτικών νόμων. Το 1920 ψηφίζεται η απαγόρευση “καλλιέργειας και εμπορίου ινδικής κάνναβης”, το 1925 ψηφίζεται ο νόμος περί μονοπωλίου ναρκωτικών φαρμάκων, το 1937 η κύρωση της σύμβασης του 1936 προς καταστολήν του παράνομου εμπορίου ναρκωτικών φαρμάκων. Παρ’ όλα αυτά η χρήση ουσιών δεν μειώθηκε. Αντίθετα, αυξήθηκε η χρήση χασίς, ιδιαίτερα στις φυλακές, τα λιμάνια (κυρίως σε Πειραιά και Σύρο) και γενικά, όπου συγκεντρώνονταν οι πρόσφυγες.
Ως προς τα αίτια της εξάρτησης οι επιστήμονες της εποχής, όπου μεσουρανούσαν στην Ευρώπη οι θεωρίες του εκφυλισμού και της ευγονικής, διέκριναν τους εσωτερικούς λόγους (ψυχασθένεια – κληρονομικότητα) από τους εξωτερικούς (ανεξέλεγκτη συνταγογράφηση, φτώχεια, ανεργία, εξορία, φυλακή, αναπηρία, απώλεια προσφιλών προσώπων, συναισθηματικοί κλονισμοί, παρέες κ.α.). Υπήρχε βέβαια και μια μικρή μειοψηφία ψυχιάτρων, όπως ο Δ. Κωσταντινίδης, που ενστερνίζονταν τις φροϋδικές αντιλήψεις και προσέγγιζαν μέσα απ’ το ψυχαναλυτικό πρίσμα την καταφυγή στις ουσίες, ως προσπάθεια ξεπεράσματος της ψυχικής δυσαρέσκειας, της απουσίας ικανοποίησης από μια ζωή γεμάτη στερήσεις. Μεγάλη κατηγορία εξαρτημένων ήταν οι στρατευμένοι που είχαν πάρει μέρος στου βαλκανικούς πολέμους, τη μικρασιατική εκστρατεία, ακόμα και την αντισοβιετική εκστρατεία στην Ουκρανία το 1919 και είχαν βιώσει κακουχίες και τραυματισμούς. Σ΄ αυτούς η χρήση ουσιών είχε βασικά σαν στόχο την καταπράϋνση του σωματικού και ψυχικού πόνου.
Στο πλαίσιο λοιπόν της ιατρικοποίησης του φαινομένου της εξάρτησης η προτεινόμενη θεραπευτική αντιμετώπιση αυτής της “ασθένειας” ήταν ο υποχρεωτικός εγκλεισμός στα ψυχιατρικά άσυλα μαζί με τους άλλους ψυχασθενείς. Στα ψυχιατρικά άσυλα όπου οδηγούνταν από την Αστυνομία θεωρούνταν ανεπιθύμητοι απ’ όλους, γιατί δεν ήταν τυπικοί ψυχασθενείς και τι διασάλευαν την τάξη των Ψυχιατρείων. Αντιμετωπίζονταν με καθηλώσεις, ηλεκτροσόκ, ψυχρολουσίες, ψυχοφάρμακα και γενικά με καταστολή.
Ο Δ. Υφαντής μελέτησε τα ιατρικά ιστορικά στο Δρομοκαΐτειο, το Αιγινήτειο και το Δημόσιο Ψυχιατρείο (Δαφνί) από το 1925 μέχρι το 1946 και κατέγραψε αριθμό εισαγωγών και επανεισαγωγών, διαγνώσεις με βάση την ουσία χρήσης, θεραπευτική αντιμετώπιση. Μεταξύ των άλλων σημαντικών συμπερασμάτων αξίζει να σημειώσουμε ότι το 20% των εισαχθέντων και στα τρία νοσοκομεία ήταν πρόσφυγες και μετανάστες από την περιοχή της Σμύρνης. Το 5% των εισαγωγών αφορούσε εφήβους, το 4% γυναίκες, οι περισσότερες από τις οποίες είχαν εισαχθεί σε Αιγινήτειο και Δρομοκαΐτειο και ήταν εξαρτημένες από νόμιμες ουσίες αλκοόλ και αιθέρα.
Στο σύνολο των εισαγωγών η κύρια ουσία ήταν η ηρωίνη στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και η μορφίνη και η κοκαΐνη στα ανώτερα, που βασικά νοσηλεύονταν στο Αιγινήτειο και το Δρομοκαΐτειο. Στο διάστημα που εξετάζεται (1925 – 1946) το Δαφνί σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος των εισαγωγών, 16.237, το Αιγινήτειο 5.000 ενώ το Δρομοκαΐτειο 4.866, με σημαντική παρουσία, μεταξύ των νοσηλευομένων, των καλλιτεχνών, των φοιτητών, των μαθητών, των φαντάρων, των γιατρών. Τα επαγγέλματα που παρουσίαζαν μεγαλύτερη συχνότητα εξαρτήσεων ήταν οι μικροπωλητές, οι ανθρακοπώλες, οι καραγωγείς.
Η πρώτη εισαγωγή σε ψυχιατρικό ίδρυμα ατόμου εξαρτημένου από μορφίνη – κοκαΐνη έγινε στο Δρομοκαΐτειο το 1901.
Μετά το 1925 παρατηρείται αύξηση των εισαγωγών εξαρτημένων ατόμων στα Ψυχιατρεία, φτάνοντας στο υψηλότερο σημείο το 1932, όταν σημειώνεται η μεγάλη οικονομική κρίση.
Το 1936, επί δικτατορίας Μεταξά μειώνονται οι εισαγωγές και αυξάνονται οι εκτοπίσεις σε νησιά (όπως η Ίος) για 3 έως 24 μήνες, που μπορεί να φτάσουν και τα 5 χρόνια ως “άτομα επικίνδυνα δια την δημοσίαν τάξιν, την ασφάλεια, την υγεία και την κοινωνία”. Στο βιβλίο καταγράφεται συγκλονιστική μαρτυρία του ρεμπέτη Μιχάλη Γενίτσαρη σε τραγούδι του, όπου φαίνεται ότι η εκτόπιση για τους “πρεζάκηδες” ισοδυναμούσε με πραγματική εξόντωση. Πέθαιναν σαν τις μύγες μέσα στη γενική εχθρότητα του ντόπιου πληθυσμού, που τους αποκαλούσε μάλιστα “αφορεσμένους”.
Το 1941, χρονιά της μεγάλης πείνας, έμπαιναν πολλοί εξαρτημένοι στα Ψυχιατρεία για να βρουν στέγη και τροφή. Στην Κατοχή δημιουργήθηκε μια νέα γενιά εξαρτημένων ατόμων. Είναι χαρακτηριστικό ότι σ’ αυτήν την περίοδο το 8% των εισαγωγών αφορούσε άτομα 15 έως 19 ετών.
Το 1942 πραγματοποιήθηκε μια τεράστια “επιχείρηση σκούπα της αστυνομίας σε Αθήνα και Πειραιά”, που άρχισε την 4η Αυγούστου, διήρκεσε 2 μήνες και αύξησε κατά πολύ τον αριθμό των συλλήψεων και των εισαγωγών στα Ψυχιατρεία, κυρίως στο Δαφνί. Γενικά στην περίοδο 1941 μέχρι 1944 μειώθηκαν οι εισαγωγές στα Ψυχιατρεία, όπως γίνεται πάντα όταν οργανώνεται η αντίσταση του λαού στον κατακτητή και αποκτά άλλο νόημα η ζωή των ανθρώπων. Γίνεται μάλιστα ιδιαίτερη αναφορά στο εξαιρετικό βιβλίο των Καλούτση, Σκούρα, Χατζηδημητρίου “Η ψυχοπαθολογία του άγχους, της πείνας και του φόβου τον καιρό της Κατοχής”, απ’ το οποίο μπορούν να βγουν σημαντικά μαθήματα και για το σήμερα.
Πηγή παραπομπής σε θεραπεία ήταν σχεδόν αποκλειστικά η οικογένεια του εξαρτημένου ατόμου, αν δεν ήταν οι αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές.
Τα στοιχεία που υπάρχουν στα ιστορικά που μελετήθηκαν είναι εξαιρετικά ελλιπή, γιατί οι γιατροί, όπως και οι νοσηλευτές και ολόκληρη η κοινωνία, απαξίωναν τους εξαρτημένους, θεωρώντας τους “ανίατες περιπτώσεις”, “εγκληματικές φύσεις”.
Πάντως ειδικά θεραπευτήρια για εξαρτημένους δεν λειτούργησαν στο Μεσοπόλεμο. Μια προσπάθεια που έκανε η φιλανθρωπική εταιρεία το 1932 να δημιουργήσει θεραπευτήριο για εξαρτημένους, στην Αγία Βαρβάρα, έληξε άδοξα, μετά 5 μήνες λειτουργίας. Το Μάρτη του 1933 “κατόπιν διαρρήξεως απέδρασαν όλοι (και οι 44) νοσηλευόμενοι!”.
Κατά την τρίτη περίοδο (1946 -1980), το φαινόμενο της εξάρτησης φθίνει και σχεδόν εξαφανίζεται. Ο αριθμός των εξαρτημένων περιορίζεται σε ένα μικρό κύκλο ανθρώπων από τα λαϊκά στρώματα στο κέντρο των μεγάλων πόλεων. Αναπτύσσεται πολύ η πολυφαρμακία και η χρήση αλκοόλ.
Στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, στον απόηχο του Μάη του 1968 και γενικά των κινημάτων αμφισβήτησης, μπαίνουν στη χρήση ουσιών νέες γενιές ανθρώπων.
Έτσι αρχίζει η τέταρτη περίοδος, περί τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν η εξάρτηση βασικά από ηρωίνη, παίρνει διαστάσεις κοινωνικού φαινομένου, με τον χαρακτήρα που σιγά – σιγά διαμορφώνεται και επικρατεί και σήμερα, αυτού της πολυτοξικομανίας. Υπάρχει πια πλήθος βιβλιογραφικών αναφορών στο φαινόμενο, δημοσιεύσεις στον Τύπο, μεγάλο ενδιαφέρον από τον καλλιτεχνικό κόσμο. Σ’ αυτή τη δεκαετία αρχίζουν να δημιουργούνται και τα πρώτα “στεγνά” θεραπευτικά προγράμματα (ΚΕΘΕΑ – 18 ΑΝΩ).
Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το κομμάτι του βιβλίου που αφορά τις καλλιτεχνικές δημιουργίες της εποχής του μεσοπολέμου, όπου υπάρχει αναφορά στις ουσίες, στην ποίηση, το θέατρο, την πεζογραφία και ιδιαίτερο το ρεμπέτικο τραγούδι. Τριακόσια σαράντα τραγούδια με αναφορές στις ουσίες φωνογραφήθηκαν αυτή την εποχή.
Τα περισσότερα ρεμπέτικα αναφέρονται στο χασίς. Είναι τα “χασικλίδικα ρεμπέτικα” με αναφορές στην Περσία, την Πόλη, την Προύσα. Υπάρχουν όμως και τα ρεμπέτικα που αναφέρονται στην ηρωΐνη, όπως “ο πόνος του πρεζάκια” του ρεμπέτη Ανέστη Δελιά, που ήταν ο ίδιος εξαρτημένος από ηρωίνη και κοκαΐνη.
Στις δεκαετίες του ΄20 και του ΄30 πολλοί καλλιτέχνες, επηρεασμένοι από τον Φρόυντ, τον Μαρξ και την Οκτωβριανή Επανάσταση, ακολουθώντας τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης μεταφράζουν, δημοσιογραφούν, συχνάζουν σε φιλολογικά σαλόνια αλλά και σε στέκια στο κέντρο της Αθήνας, στου Ψυρρή, στην Πλάκα, στο Μεταξουργείο, στον Πειραιά, κάνοντας χρήση ουσιών. Είναι οι μποέμ της εποχής, με έντονη πολιτική δράση, που θεωρείται από το κατεστημένο ως “παρεκκλίνουσα συμπεριφορά”. Ιδεολογική τους αφετηρία είναι ο σοσιαλισμός και η αναρχία και όραμά τους μια καινούργια κοινωνία με πρωταγωνιστικό το ρόλο της εργατικής τάξης. Αναφέρονται ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο φίλος και θαυμαστής του Γιώργος Τσουκαλάς, ο Νίκος Βέλμος, ο Ανδρέας Κρυστάλλης, ο Μήτσος Παπανικολάου, που πέθανε το 1943 στο Δαφνί, όπου είχε εισαχθεί για θεραπεία της ηρωινομανίας του, ο Πέτρος Πικρός, ο Νίκος Μαράκης, ο Νίκος Καββαδίας, ο Γιώργος Ζάρκος, που παρουσίασε συγκλονιστικά της ζωή στο Δημόσιο Ψυχιατρείο, ο Μιχάλης Καραγάτσης που έγραψε το 1935 την “μεγάλη εβδομάδα του πρεζάκη” και άλλοι.
Αντίθετα με τους καλλιτέχνες – διανοούμενους της εποχής οι ρεμπέτες δεν έχουν ιδεολογικές αναφορές και δεν μιλούν για την εργατική τάξη, αλλά για τον εαυτό τους. Βλέπουν προς τα ανατολικά, τους απασχολεί η κοινότητα, όχι η κοινωνία. Δεν έχουν πολιτική δράση. Η παράνομη ουσία τους είναι το χασίς (της παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας) σε συνθήκες πόλης. Στέκονται απέναντι στις νέες ουσίες εξάρτησης (ηρωίνη – κοκαΐνη – μορφίνη). Παρ’ όλα αυτά οι δύο καλλιτεχνικοί κύκλοι συναντιούνται στην Τέχνη, την χρήση ουσιών και την αντίθεση στην εξουσία.
Το ενδιαφέρον μ’ αυτό το εξαιρετικό βιβλίο είναι ότι καθώς πραγματεύεται το θέμα της τοξικομανίας στην περίοδο του μεσοπολέμου αναφέρεται ταυτόχρονα και σε όλα τα μεγάλα ζητήματα που αφορούν το φαινόμενο διαχρονικά, συμβάλλοντας και με αυτόν τον τρόπο, στην ανάπτυξη του σχετικού προβληματισμού στην κοινωνία του σήμερα.
Κατερίνα Μάτσα