Βιβλιοπαρουσίαση: Σημειώσεις πάνω στον ψυχοπολιτικό έλεγχο του μεταναστατευτικού

Αφροδίτη Καψάλη και Μιχάλης Μεντίνης, “Ψυχολογίες Συμμόρφωσης. Σημειώσεις πάνω στον ψυχοπολιτικό έλεγχο του μεταναστατευτικού”, Εκδ. oposito / κριτικές ψυχολογίες, 2018

Το προσφυγικό είναι ένα ζήτημα βιοπολιτικής. Το ελληνικό κράτος, διεθνείς οργανισμοί, η Frontex και οι διάφορες ΜΚΟ έχουν αναλάβει να διαχειρισθούν τις ζωές δεκάδων χιλιάδων προσφύγων που βρίσκονται, μετά το 2015, σε στρατόπεδα, ξενώνες φιλοξενίας, Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) στα νησιά και στην ενδοχώρα. Σε όλες αυτές τις δομές απασχολούνται επαγγελματίες, με βραχύχρονες συμβάσεις, πειθαρχικές και τιμωρητικές πρακτικές από την εργοδοσία, πελατειακές σχέσεις και δίκτυα συκοφάντησης και διαβολής. Τα ΚΥΤ είναι “ο παραδειγματικός χώρος μέσα στον οποίο εναποτίθενται η “γυμνή ζωή” (και η “γυμνή ψυχή”) του σύγχρονου homo sacer, συντηρούμενη μέσα από τη διασφάλιση των πολύ βασικών “ανθρώπινων δικαιωμάτων” (υποτυπώδους ποιότητας φαγητό και στέγη) και απολύτως απογυμνωμένη από κάθε δυνατότητα για βίο”.
Στο ΚΥΤ λοιπόν και στο camp συναντώνται οι δύο τύποι σύγχρονου homo sacer: οι πρόσφυγες και οι επισφαλώς εργαζόμενοι/ες στις ΜΚΟ που βρίσκονται σε αυτά. Οι συγγραφείς μιλούν για “ΜΚΟποίηση της εργασίας” ορίζοντάς την ως ένα μοντέλο εργασιακών σχέσεων που συνδυάζει μια σειρά από χαρακτηριστικά, όπως στρατιωτικοποιημένη οργάνωση, απροσδιοριστία και μεταβλητότητα του αντικειμένου εργασίας, εξαιρετικά βραχύχρονες συμβάσεις εργασίας, συχνά ακόμα και μηνιαίες, καθυστερημένες καταβολές μισθών, κατάργηση του οκταώρου και απεριόριστη επέκταση των ωρών απλήρωτης εργασίας, υπέρογκοι μισθοί σε υψηλά ιστάμενους, πανάκριβες αποστολές για ανούσιες εκπαιδεύσεις, οικογενειοκρατία, πελατειακές σχέσεις, αδιαφανείς διαδικασίες επιλογής και πρόσληψης προσωπικού, ιδιόμορφη σχέση με το κράτος κ.α. Το ιδιόμορφο αυτό καθεστώς περιλαμβάνει, μεταξύ των άλλων, και τις λεγόμενες “ρήτρες εχεμύθειας”, που πρέπει να υπογράψουν οι εργαζόμενοι / ες μαζί με τη σύμβαση εργασίας. Οι όροι εχεμύθειας δεν αφορούν μόνο τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των μεταναστών / στριών, αλλά και τις εσωτερικές διεργασίες των οργανώσεων και την φύση της ίδιας της εργασίας.
Ο λόγος της υποχρωτικής δέσμευσης των εργαζομένων να μην αποκαλύπτουν προς τα έξω τίποτε από όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό των ΜΚΟ είναι βασικά η ανάγκη αυτών των οργανώσεων να επιδεικνύουν ένα ανθρωπιστικό προσωπείο για να εξασφαλίζουν τις χρηματοδοτήσεις τους. Σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους, εκείνο που κυρίως επιδιώκεται είναι η καθυπόταξη και η πλήρης συμμόρφωσή τους με τη λογική και το καθεστώς των ΜΚΟ.
Οι κοινωνικοί επιστήμονες, λοιπόν, και βασικά οι ψυχολόγοι, που εργάζονται μέσα σε αυτές τις συνθήκες, καλούνται να λειτουργήσουν στα πλαίσια του αστυνομικού μηχανισμού καταγραφής και ταυτοποίησης των προσφύγων, αντλώντας μέσα από την ψυχολογική εξέταση τις πληροφορίες που χρειάζονται οι αρχές για τον προσδιορισμό της ηλικίας των ανήλικων προσφύγων και για άλλα ζητήματα που τους αφορούν. Από την διοίκηση καλούνται να μεταφέρουν στον μάνατζερ όλες τις πληροφορίες που μπορούν να συλλέξουν όχι μόνο για τους πρόσφυγες, αλλά και για τους άλλους εργαζόμενους, δηλαδή να χαφιεδίζουν, ως μέρος των εργασιακών τους υποχρεώσεων! Είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος ενός κεφαλαίου του βιβλίου “αλήτες, ρουφιάνοι, ψυχολόγοι” (σελ. 33).
Αυτοί οι ψυχολόγοι, έχοντας διδαχθεί οι ίδιοι την ψυχολογία του δυτικού κόσμου δεν μπορούν να κατανοήσουν τις πολιτιστικές συντεταγμένες της συγκρότησης του ανθρώπινου ψυχισμού. Προσπαθούν, λοιπόν, να “προσαρμόσουν” τους πρόσφυγες στα δικά τους καλούπια, στις γνωστές ψυχολογικές ταξινομήσεις και διαγνωστικές κατηγορίες, χρησιμοποιώντας τα γνωστά σ’ αυτούς ψυχολογικά εργαλεία και ανάγοντας μηχανιστικά τα παράπονα για πραγματικά προβλήματα που κάνουν αφόρητη τη ζωή των προσφύγων σε “συμπτώματα”.
Αυτό που δεν μπορούν να καταλάβουν είναι ότι οι συνθήκες ζωής στα ΚΥΤ και στα camp είναι ψυχοτραυματικές. Αυτές οι συνθήκες “φέρουν στοιχεία και χαρακτηριστικά στρατοπέδων συγκέντρωσης, ανοιχτής φυλακής και εξαθλιωμένης πολυεθνικής φαβέλας/παραγκούπολης” (σελ.79). Εκεί μέσα οι πρόσφυγες βιώνουν στο παρόν τους έναν διαρκή ψυχικό τραυματισμό, που κάνει να αναβιώνουν διαρκώς τα τραύματα του παρελθόντος. Γι’ αυτό δεν μπορούν να κοιμηθούν, πολλοί δεν μπορούν να φάνε, δυσφορούν, εκδηλώνουν θυμό, έχουν εκρηκτική συμπεριφορά. Τότε οι ψυχολόγοι καλούν τους ψυχιάτρους για να σβήσουν τις φωτιές. Και αυτοί χορηγούν φάρμακα, που οι πρόσφυγες αρνούνται συνήθως να πάρουν. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο: “όσοι ψυχολόγοι και ψυχίατροι ψάχνουν τραυματικές εμπειρίες αποκλειστικά στο παρελθόν των μεταναστών / στριών (και τη θεραπεία τους στα φάρμακα) θα πρέπει να κατανοήσουν και να τοποθετηθούν απέναντι σε μια σκληρή αλήθεια: όσα φάρμακα κι αν χορηγήσουν, αυτό που εμποδίζει την αντιμετώπιση του ψυχικού πόνου είναι η ίδια η πραγματικότητα των ΚΥΤ, μια πραγματικότητα που μπορεί να είναι εξίσου τραυματική με το παρελθόν (σελ. 76-77).
Στην πραγματικότητα οι ψυχολογικές υπηρεσίες που παρέχονται από τις ΜΚΟ αποτελούν μέρος μιας διαδικασίας ανά-μόρφωσης του Άλλου, μέσα από την απαξίωση των πολιτιστικών παραμέτρων, της κουλτούρας της χώρας καταγωγής των προσφύγων και την ψυχολογικοποίηση των προβλημάτων τους.
Στο πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο με τίτλο “προς μια χειραφετητική φεμινιστική ψυχολογία” εξετάζονται τα ζητήματα φύλου από τη σκοπιά της κριτικής συνείδησης. Η πατριαρχία μέσα στον καπιταλισμό στοχεύει και εξουδετερώνει τις μαύρες και τις λευκές γυναίκες με διαφορετικούς τρόπους. Όπως τονίζεται προς το τέλος του βιβλίου “Δεν υπάρχει μια φεμινιστική ψυχολογία, αλλά πολλές, με διαφορετικές στοχεύσεις, διαφορετικά επίπεδα πολιτικοποίησης και διαφορετικές θεωρήσεις για τη σχέση ψυχολογικού / προσωπικού και κοινωνικού / πολιτικού. Αυτό που είναι σίγουρο είναι πως το πλούσιο, θεωρητικό έργο πάνω στις συνέπειες της νεοαποικιοκρατίας στον “ψυχισμό” μας παρέχει χρήσιμα εργαλεία για να απόϊατρικοποιήσουμε, να αποψυχολογικοποιήσουμε και να επαναπολιτικοποιήσουμε τον ψυχικό πόνο, την “τραυματική” εμπειρία, τις συνέπειες της καταπίεσης επαναφέροντας μια κατανόηση για τη συνύφανση λόγου και σωματικότητας, μέσα σε ένα χειραφετητικό ορίζοντα” (σελ. 95).
Το βιβλίο αυτό αποτελεί στην ουσία του μια καταγγελία του τρόπου με τον οποίο οι ΜΚΟ χρησιμοποιούν την ψυχολογία ως εργαλείο διαχείρισης και συμμόρφωσης των προσφύγων αλλά των εργαζομένων σε αυτές. Παραθέτοντας συγκεκριμένα παραδείγματα περιπτώσεων στα ΚΥΤ και τα camps αμφισβητεί ανοιχτά τις “θεραπευτικές πρακτικές” που εφαρμόζονται από ψυχολόγους και ψυχιάτρους και μας καλεί να αναστοχαστούμε προσεγγίζοντας ανατρεπτικά, από την σκοπιά της ανθρώπινης χειραφέτησης την “προσφυγική κρίση”.
Κατερίνα Μάτσα