IanParker και DavidPavon-Cuellar, ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, μετάφραση Ισιδώρα Στανιμεράκη, Πρόλογος Μιχάλης Μεντίνης, εκδ. oposito/ βραχυκυκλώματα, 2023

Βιβλιοπαρουσίαση από την Κατερίνα Μάτσα

Ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο -μανιφέστο, κατά τους συγγραφείς- για την κριτική, ριζοσπαστική ψυχανάλυση, ενάντια στις ψυχολογιοποιημένες και ψυχιατρικοποιημένες εκδοχές της.

Οι δύο συγγραφείς, Ian Parker και David Pavon-Cuellar, “δύο λακανομαρξιστές, που επιστρέφουν στο πνεύμα του Λακάν διαμέσου του Μαρξ και διαβάζουν την ψυχανάλυση με τρόπο ανατρεπτικό, θεμελιώνοντάς την στις αρχές της πολιτικής απελευθέρωσης και επιμένοντας στην ανάγκη αποκάθαρσης των θεωρητικών της διεργασιών και εννοιών», όπως λέει ο Μιχάλης Μεντίνης στον κατατοπιστικό πρόλογό του στην ελληνική έκδοση.

Το ρεύμα της κριτικής, ριζοσπαστικής ψυχανάλυσης συσπειρώνει στοχαστές από διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις της Αριστεράς, με αναφορές στον Φρόυντ, τον Λακάν, τον Εριχ Φρομ, τον Μαρκούζε, τον φροϋδομαρξισμό, τον ριζοσπαστικό φεμινισμό.

Όπως αναλύεται στο βιβλίο, όλα τα ψ επαγγέλματα υπηρετούν την αναπαραγωγή της εξουσίας. Η ριζοσπαστική ψυχανάλυση δεν είναι ένα ψ επαγγελμα, αλλά μια εν δυνάμει θεωρία και πρακτική της απελευθέρωσης.

Στον κόσμο μας σήμερα, η ψυχανάλυση, αντί να αποτελεί μια επαναστατική θεωρία και πρακτική, ανάγεται σε μια τεχνική τής προσαρμογής στην πραγματικότητα του καπιταλισμού, μεταδίδοντας συντηρητικές ιδέες για το σεξ, το φύλο κ.λπ. Έτσι, ενώ είναι αναγκαία για να αλλάξει κανείς τον εαυτό του και τον κόσμο είναι συνάμα και αδύνατη.

Είναι αδύνατη για όσους δεν έχουν να πληρώσουν, για όσους δουλεύουν νύχτα μέρα για να τα βγάλουν πέρα και δεν έχουν ούτε χρόνο, ούτε διάθεση, για εκείνους που την αγοράζουν σαν εμπόρευμα, για εκείνους που συμμετέχουν σε κινήματα απελευθέρωσης και δεν μπορούν να αποδεχτούν την εμπορευματοποιημένη πρακτική της, για εκείνους που κάνουν κριτική στην παρουσίαση του φετίχ του χρήματος ως μια μορφή αυτοδικαιολόγησης για την άσκηση επαγγελματικής εξειδίκευσης, συμβολικής θέσης και εξουσίας.

Τελικά, η ριζοσπαστική ψυχανάλυση στην ουσία της δεν είναι παρά μια μορφή αντίστασης στην εξουσία. Γι’ αυτό, η ψυχαναλυτική θεραπεία παρόλο ότι έχει ένα πέρας, είναι στην πραγματικότητα μια ατέρμονη διαδικασία, που συνεχίζεται και μετά το τέλος της θεραπείας. Είναι διαρκής, όπως και η επανάσταση.

Οι συγγραφείς στρέφουν τη μνήμη μας στη ριζοσπαστική ιστορία της φροϋδικής Αριστεράς, στις συμμαχίες της ψυχανάλυσης με το σοσιαλιστικό κίνημα, τις επαναστατικές και παιδαγωγικές εμπειρίες που αντλήθηκαν από το έργο του Μάρξ και του Φρόϋντ στην Αυστρία και τη Σοβιετική Ενωση στα πρώτα χρόνια της Οκτωβριανής επανάστασης. Στη συμβολή της ψυχανάλυσης στις πολιτιστικο-πολιτικές εξεγέρσεις που έγιναν στις δυτικές χώρες και συμμάχησαν με την αντιαποικιοκρατική επανάσταση στην Ινδοκίνα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Στις διώξεις των ψυχαναλυτών από τα δικτατορικά καθεστώτα στην Αργεντινή και σε άλλες χώρες. Θυμίζουν, επίσης, τις ελεύθερες ψυχαναλυτικές κλινικές, όπου η ψυχανάλυση γίνονταν δωρεάν, σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, τη Γερμανία την Ουγγαρία και αλλού, από τους πρώτους ψυχαναλυτές στη δεκαετία, βασικά, του 1920.

 Στο βιβλίο προσεγγίζονται κριτικά βασικές έννοιες της ψυχανάλυσης, το ασυνείδητο, η ενόρμηση, η μεταβίβαση, η αντίσταση, η επανάληψη, η επιθυμία, το σώμα, ο πολιτισμός. Προς το τέλος του βιβλίου οι συγγραφείς ξεκαθαρίζουν το πώς εννοούν οι ίδιοι –και η ριζοσπαστική ψυχανάλυση– τη διαφορά με την ψυχιατρική, την ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία.

«Ακριβώς όπως η ψυχανάλυση είναι περισσότερο μια κριτική της ψυχιατρικής ή της ψυχολογίας και όχι μια μορφή τους, είναι επίσης, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι, το διαμετρικά αντίθετο της ψυχοθεραπείας, συμπεριλαμβανομένης και της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας, που ανακυκλώνει, απορροφά και εξουδετερώνει τις ψυχαναλυτικές αντιλήψεις. Η ψυχανάλυση δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας. Δεν υφίσταται με σκοπό να προσαρμόσει, να αποκαταστήσει ή να θεραπεύσει το υποκείμενο κάτω από τις συνθήκες που εγκαθιδρύει ο καπιταλισμός. Δεν μπορεί να αποδεχτεί αυτές τις συνθήκες και δεν μπορεί να εξαρτάται από αυτές. Αυτός είναι επίσης και ο λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να συγχέεται με την ψυχιατρική, την ψυχολογία ή την ψυχοθεραπεία.»