Βιβλιοπαρουσίαση: "Όχι, δεν είμαι εχθρός του λαού"

Βιβλιοπαρουσίαση: "Όχι, δεν είμαι εχθρός του λαού"

Βιβλιοπαρουσίαση
“Όχι, δεν είμαι εχθρός του λαού”
Μάριος Μαρκοβίτης “Όχι, δεν είμαι εχθρός του λαού” εκδ. “Επίκεντρο”, 2017


Ο παιδοψυχίατρος Μάριος Μαρκοβίτης γράφει τη συγκλονιστική ιστορία της ηρωικής, σύντομης ζωής και του θανάτου του θείου του Μάρκου Μαρκοβίτη, στελέχους του ΚΚΕ και της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που εκτελέστηκε το 1938 στην περίοδο των σταλινικών “εκκαθαρίσεων” και των δικών της Μόσχας.
Ο Μάρκος Μαρκοβίτης γεννήθηκε το 1905 στη Νάουσα από οικογένεια τσιφλικάδων. Πολύ νωρίς, μαθητής ακόμα, ο Μάρκος απαρνήθηκε την αστική καταγωγή του, έγινε προδότης της τάξης του και πέρασε με το μέρος της εργατικής τάξης, αρχικά ως μέλος της ΟΚΝΕ και από το 1928 ως μέλος του ΚΚΕ. Πολύ δραστήριος μέσα στο μαθητικό κίνημα αποβλήθηκε από τα σχολεία της περιοχής, πήρε, τελικά, το απολυτήριο γυμνασίου από τη Θεσσαλονίκη και μετά γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Το 1927 εκλέχτηκε μέλος της Επιτροπής Νεολαίας των φοιτητών της Αθήνας, οργάνωσε απεργίες υφαντουργών στα εργοστάσια της περιοχής Νάουσας – Βέροιας, έγινε τεχνικός γραμματέας της ΚΕ της MORP Ελλάδας (Διεθνής Οργάνωση Βοήθειας), δούλεψε ως διορθωτής στο “Ριζοσπάστη” έγινε μέλος του Γραφείου του ΚΚΕ της περιοχής, υπεύθυνος προπαγάνδας της Νεολαίας για τη Διαφώτιση. Το 1928 και 1929 έπαιξε ενεργό ρόλο στις απεργίες των φοιτητών και υπέστη γι’ αυτό μεγάλες διώξεις. Με απόφαση της Πανεπιστημιακής Συγκλήτου τού επιβλήθηκε η ποινή της διαρκούς αποβολής από το Πανεπιστήμιο.
Το 1928 ως μέλος του ΚΚΕ και γραμματέας της κομματικής οργάνωσης Νάουσας έπαιξε καθοδηγητικό ρόλο στις απεργίες των υφαντουργών, ήταν λαοπρόβλητος ηγέτης, γι’ αυτό όταν συνελήφθη από την αστυνομία απελευθερώθηκε αμέσως, μετά από απαίτηση των μαζών. Μετά τις απεργίες τον συνέλαβαν και πάλι και έμεινε στη φυλακή κάποιους μήνες. Το Μάρτη του 1929 αποβλήθηκε για πάντα από τα ελληνικά πανεπιστήμια για “κομμουνιστική δράση γενικά”. Συνέχισε τη δράση του με ψευδώνυμο. Το 1930 τον συνέλαβαν και τον έστειλαν στο 16ο Σύνταγμα Βέροιας, όπου οργάνωσε τους φαντάρους, έχτισε κομμουνιστική οργάνωση στους στρατώνες και ταυτόχρονα οργάνωσε τη Νεολαία του ΚΚΕ στη Βέροια. Έτσι, λόγω αντιμιλιταριστικής δράσης, τον έστειλαν στον πειθαρχικό ουλαμό στο Καλπάκι, στα κάτεργα, όπως λεγόταν τότε και από κει στο στρατοδικείο με την κατηγορία της εξέγερσης. Καταδικάστηκε σε θάνατο. Η μαζική κινητοποίηση που έκανε το ΚΚΕ στην Ελλάδα και το εξωτερικό, οι διαμαρτυρίες γνωστών διανοουμένων και η καταγγελία της κυβέρνησης έσωσαν τη ζωή του. Στην αναθεώρηση της δίκης η θανατική ποινή μετατράπηκε σε 4,5 χρόνια φυλακή. Τον Απρίλη του 1931 μεταφέρθηκε μαζί με άλλους 7 συντρόφους του στις φυλακές Συγγρού, απ’ όπου δραπέτευσαν όλοι με μυθιστορηματικό τρόπο. Με την άδεια του Κόμματος ο Μάρκος έφυγε για την ΕΣΣΔ.
Το Γενάρη του 1932 έγινε μέλος του μπολσεβίκικου κόμματος και φοίτησε στο KUNMZ, στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εθνικών Μειονοτήτων της Δύσης. Το δεύτερο και πιο γνωστό Πανεπιστήμιο για την μαρξιστική επιμόρφωση των κομμουνιστικών στελεχών που στέλνονταν στη Σοβιετική Ένωση από τα Κομμουνιστικά Κόμματα διαφόρων χωρών ήταν το KUTV, Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εργαζομένων της Ανατολής. Σ’ αυτό είχαν φοιτήσει πολλά στελέχη του ΚΚΕ, ανάμεσά τους και ο Ζαχαριάδης, γνωστός ως κούτβης.
Στην καινούργια και αγαπημένη του πατρίδα ο Μάρκος αρχίζει μια νέα ζωή με το όνομα Αchalis. Έχει μια εντυπωσιακή κομματική εξέλιξη, γίνεται μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, παντρεύεται και αποκτά μια κόρη.
Το 1936 το Κόμμα τον έστειλε στην Κριμαία, όπου άρχισε να εργάζεται στο Εκδοτικό Koμuvisris, που είχε αναδειχθεί ως το σημαντικότερο ελληνικό εκδοτικό κέντρο σε όλη τη Ρωσία και σ’ αυτό εργάζονταν πολλοί Ελλαδίτες κομμουνιστές που έφταναν στη Μόσχα για να φοιτήσουν στις κομματικές σχολές.
Ο Αtsalis έφτασε στην Κρίμσκαγια το Δεκέμβρη του 1936, μετά το κλείσιμο της κομματικής σχολής KUNMZ, “…με αποστολή από την Κ.Ε. του μπολσεβίκικου κόμματος” και τοποθετήθηκε υποδιευθυντής στο Εκδοτικό. Μαζί του ήρθαν και άλλοι δέκα σπουδαστές του KUNMZ και τοποθετήθηκαν όλοι τους στο Εκδοτικό. Μετά δύο μήνες ο Μάρκος τοποθετήθηκε και στη θέση του υποδιευθυντή της εφημερίδας “Μπολσεβίκος”. Απόλυτα αφοσιωμένος στο κόμμα ο Μάρκος έδινε και εκεί τη μάχη μέσα στο Εκδοτικό ενάντια σε αυτούς που θεωρούσε αντισοβιετικά στοιχεία και πιθανούς εχθρούς του λαού, κάνοντας σοβαρότατες καταγγελίες, σε βάρος του διευθυντή και των νέων συνεργατών του. Άλλωστε ήταν η εποχή των σταλινικών διωγμών, της παράνοιας και της τρομοκρατίας.
Το Μάη του 1937 ο Μάρκος, πιστό και αφοσιωμένο στέλεχος του μπολσεβίκικου κόμματος διαγράφτηκε από αυτό “διότι δεν είχε σοβιετικό διαβατήριο” ή “διότι έκρυψε την κοινωνική του προέλευση”.
Λίγο αργότερα, τον Αύγουστο 1937, απολύεται από το εκδοτικό και στις 3 Γενάρη του 1938 τον συλλαμβάνει η διαβόητη μυστική αστυνομία του Στάλιν, η NKVD.
Είναι γνωστό ότι εκείνη την περίοδο που είναι γνωστή ως γιεζόφτσινα, από το όνομα του Υπουργού Εσωτερικής Ασφάλειας Γιέζωφ, είχαν εκδοθεί διατάγματα για την “εξουδετέρωση όλων των εχθρικών, αντεπαναστατικών, αντισοβιετικών στοιχείων”.
Έτσι εξοντώθηκαν όλοι οι Γερμανοί κομμουνιστές που βρίσκονταν στη Ρωσία αλλά και άλλων εθνοτήτων. Η σειρά των Ελλήνων ήρθε με την οδηγία Νο 50215 της NKVD της 11/12/1937, για κατασκοπευτική – υπονομευτική δουλειά. Άλλωστε η οδηγία έλεγε ότι έπρεπε να συλληφθούν όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι και Έλληνες που έφτασαν παράνομα στην ΕΣΣΔ, ανεξάρτητα από ποια χώρα έφτασαν και όλοι οι τακτοποιημένοι στην ΕΣΣΔ Έλληνες, οι λεγόμενοι πράκτορες του INO NKVD και της διεύθυνσης αντικατασκοπείας, του Κόκκινου Στρατού. Αυτό, φυσικά, αφορούσε χιλιάδες αφοσιωμένους κομμουνιστές, που εκτελέστηκαν ή εκτοπίστηκαν.
Ο Αtsalis – Μάρκος μεταφέρθηκε στις διαβόητες φυλακές Μπουτίρκα στη Μόσχα, με την κατηγορία “εχθρός του λαού”. Εκεί άρχισαν οι εξοντωτικές πολύωρες ανακρίσεις. Απελπισμένος και με έντονο το αίσθημα της αδικίας, συνέταξε και έστειλε δύο επιστολές στο σύντροφο Στάλιν. Στο βιβλίο δημοσιεύονται μαζί με όλα τα ντοκουμέντα και οι δύο επιστολές όπου ζητά από το Στάλιν να διαλευκανθεί η περίπτωσή του και να αποκατασταθεί στο Κόμμα. Οι καλά σχεδιασμένες ανακρίσεις, στόχευαν να τον κάνουν με πολύ μεθοδευμένο τρόπο να “ομολογήσει” ότι η απόδρασή του από τις ελληνικές φυλακές Συγγρού ήταν έργο της ελληνικής ασφάλειας! Έτσι, στη δεύτερη επιστολή, που γράφτηκε μετά 8 μέρες ο Μάρκος “ομολογεί” στον σύντροφο Στάλιν ότι “πρόσφατα στην NKVD έμαθα ότι η απόδραση οργανώθηκε από την Ελληνική Ασφάλεια. Θυμήθηκα τώρα το εξής γεγονός, στο οποίο τότε δεν είχα δώσει σημασία…” και αναφέρεται στη μεταμεσονύκτια συνάντησή του μετά την απόδραση με κάποιο στέλεχος του ΚΚΕ, με το οποίο ήρθαν σε σύγκρουση αργότερα, στο Εκδοτικό και αποδείχτηκε, όπως λέει, “εχθρός του λαού”. Στο γράμμα αυτό αναφέρεται και στη δεύτερη γυναίκα του, τη νέα και ωραία φοιτήτρια Alla, η οποία τον είχε διαβεβαιώσει ότι δεν θα τον εγκαταλείψει, παρά μόνο αν γίνει “εχθρός του λαού”. Εκφράζει, λοιπόν, με συντριβή το φόβο, αν δεν αποκατασταθεί τα χάνει όλα. Χάνει και τη γυναίκα που τόσο αγαπά.
Φυσικά δεν υπήρξε απάντηση από τον Στάλιν και στις 19/3/1938, με απόφαση του στρατοδικείου εκτελέστηκε. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο ανακριτής του κλείνοντας τον φάκελο του έγραψε “αποδεικτικά στοιχεία για την υπόθεση δεν υπάρχουν”!
Μετά το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ άρχισε η αποκατάσταση των θυμάτων του “μεγάλου τρόμου”. Ο Μάρκος-Αtsalis αποκαταστάθηκε με απόφαση του Στρατοδικείου του Ανώτατου Δικαστηρίου της ΕΣΣΔ της 6/6//1957. Για την απόφαση αυτή ενημερώθηκε το 1963 η ΚΕ του ΚΚΕ. Ο κατάλογος που έστειλε η ηγεσία του ΚΚ Σοβιετικής Ένωσης αφορούσε συνολικά 36 Ελλαδίτες κομμουνιστές που “άδικα εξοντώθηκαν”.
Η οικογένεια του Μάρκου στην Ελλάδα πληροφορήθηκε όλη αυτή την ιστορία για το Μάρκο που το 1938 χάθηκαν τα ίχνη του από τον εγγονό του Dimitri, γιό της πρώτης γυναίκας του, της Στέλλας. Ο Dimitri έστειλε mail στο θείο του, τον παιδοψυχίατρο Μάριο Μαρκοβίτη, όπου, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή, έλεγε: “Αγαπητέ Μάριε, ο παππούς μου λεγόταν Μαρκοβίτης. Αναζητώ πληροφορίες για την οικογένεια του. Δεν γνωρίζω το πραγματικό του όνομα. Στην ΕΣΣΔ είχε το όνομα Ατσάλις Κονσταντίν. Τον Απρίλιο του 1931 είχε αποδράσει από τη φυλακή και κατέφυγε στην ΕΣΣΔ σαν πολιτικός πρόσφυγας. Παντρεύτηκε στη Μόσχα και απόκτησε το 1933 μια κόρη, τη Στέλλα. Το 1938 εκτελέστηκε για άδικους λόγους, αποκαταστάθηκε το 1957. Το μόνο που έχω από τον παππού μου είναι φωτογραφία του 1938”.
Αυτή είναι η ιστορία του Μάρκου Μαρκοβίτη Atsalis Konstantin, ενός από τα εκατομμύρια θύματα της σταλινικής θηριωδίας. Όμως ο τρόπος που παρουσιάζεται, μέσα στο ιστορικό της πλαίσιο και στην ιστορική του διαδρομή αποκαλύπτει μια μεγάλη ευαισθησία απέναντι στην ανθρώπινη πλευρά του επαναστάτη Μαρκοβίτη αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα με μεγάλο σεβασμό όλα τα θύματα, τους χιλιάδες Έλληνες κομμουνιστές που βρέθηκαν στην ΕΣΣΔ εκείνη την εποχή.
Το ΚΚΕ βέβαια εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αρνείται τις εξοντώσεις στην ΕΣΣΔ όσων χαρακτηρίστηκαν ως “εχθροί του λαού”, ενώ η προσπέλαση σε όλα τα αρχεία των κομμάτων της Αριστεράς εξαιρετικά δύσκολη.
Πάντως ο Μάριος Μαρκοβίτης έκανε εξαιρετική δουλειά. Συγκέντρωσε με σεβασμό όλα τα ντοκουμέντα -τα οποία παρουσιάζονται στο βιβλίο- από διάφορα αρχεία στα οποία παραπέμπει στο τέλος και τα σχολίασε πολύ προσεκτικά, με εκπληκτική νηφαλιότητα, επιτρέποντας στον αναγνώστη να σχηματίσει την αληθινή, έστω και έκ των υστέρων, εικόνα του κομμουνιστή επαναστάτη θείου του, με φόντο την εποχή των μεγάλων διωγμών της δεκαετίας του ’30.
Το βιβλίο μαζί με τον Μάρκο Μαρκοβίτη αποκαθιστά και τα μέλη τη Κομμουνιστικής Διεθνούς, ελληνικής και άλλης εθνικότητας που διώχτηκαν και εξοντώθηκαν από τους υπέρμαχους του “σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα”, την ΕΣΣΔ. Για τη σταλινική σχολή της αντεπανάστασης δεν χρειάζονταν ένα Διεθνές Κόμμα. Έτσι η 3η Κομμουνιστική Διεθνής αποψιλώθηκε από τα στελέχη της, τους διεθνείς αγωνιστές, ιδιαίτερα στην περίοδο των σταλινικών εκκαθαρίσεων και των δικών της Μόσχας, πολύ πριν δηλαδή ο Στάλιν τη διαλύσει επίσημα το 1943!
Άλλωστε, πολλά απ’ αυτά τα στελέχη είχαν πολεμήσει με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες στον Ισπανικό Εμφύλιο και όσα δεν σκοτώθηκαν εκεί εξοντώθηκαν, επιστρέφοντας στην ΕΣΣΔ.
Πολύ επιμελημένη έκδοση από το “Επίκεντρο”, καλύπτει ένα μεγάλο κενό στην ιστορία του εργατικού κινήματος, κατατοπιστικός ο πρόλογος του Στράτου Δορδανά, συναρπαστική η αφήγηση του Μάριου Μαρκοβίτη.

Κατερίνα Μάτσα