του Σάββα Μιχαήλ
Ο ανήσυχος κομμουνιστής διανοητής Γιώργος Ρούσης δεν παραλείπει με τα βιβλία του να ρίχνει συχνά πέτρες στα λιμνάζοντα νερά του εφησυχασμού, δεξιά κι αριστερά – προπαντός αριστερά. Σκοπός του είναι να αφυπνίσει συνειδήσεις στην πάλη της κομμουνιστικής χειραφέτησης. Το επιχειρεί ταράσσοντας την ησυχία σε όσους, κυρίως στην Αριστερά, νοιώθουν ικανοποιημένοι να μένουν σε παγιωμένες και παγωμένες, σχηματικές και συνεπώς στρεβλές αντιλήψεις, προπαντός όσες κωδικοποιήθηκαν κι απονεκρώθηκαν στα αλήστου μνήμης σταλινικά εγχειρίδια. Το ίδιο επιχειρεί και τώρα το νέο βιβλίο του Χριστιανισμός – Μαρξισμός Βίοι Παράλληλοι. Μπορεί να ενοχλήσει τον κάθε είδους σκοταδιστικό κληρικαλισμό, τόσο τον χριστεπώνυμο όσο και τον άθεο. Μπορεί να προκαλέσει καλόπιστα ερωτηματικά. Έτσι κι αλλιώς, όμως, γονιμοποιεί, επίσης, σκέψη, προβληματισμό και αναζήτηση μιας βαθύτερης κατανόησης, χωρίς να κάνει συμβιβασμούς ανάμεσα στον μαρξισμό και τις θρησκευτικές φαντασιώσεις.
Σε ένα αναγκαστικά περιορισμένο βιβλιοκριτικό σημείωμα, όπως το παρόν, θα περιοριστούμε σε ορισμένες επισημάνσεις.
Ο Γιώργος Ρούσης αναδεικνύει αναλογίες και παραλληλισμούς στις πορείες του χριστιανισμού και του μαρξισμού, από την πρώτη τους ορμητική επαναστατική περίοδο ως την θεσμοποιημένη εκτροπή τους σε γραφειοκρατικά-εξουσιαστικά μορφώματα συνδεμένα με οδυνηρές διαψεύσεις των λαϊκών προσδοκιών, με φοβερά εγκλήματα και ιστορικές τραγωδίες.
Δεν αυθαιρετεί. Με διδακτικό τρόπο θέλει να τεκμηριώσει την πρότασή του με εκτεταμένες αναφορές τόσο σε ιδρυτικά και καθοριστικά κείμενα του χριστιανισμού και του μαρξισμού όσο και στην ιστορική πράξη άλλοτε συμπόρευσης και άλλοτε σύγκρουσης μεταξύ τους. Παραθέτει καίριας σημασίας κείμενα για την θρησκεία και την επαναστατική πολιτική απέναντί της με αναφορές στον Μαρξ, τον Ένγκελς αλλά και τον Λένιν, τον Τρότσκυ και τον Γκράμσι, όπως και κρίσιμα, με έντονο κομμουνιστικό χαρακτήρα αποσπάσματα από την Βίβλο, τα πατερικά συγγράμματα των πρώτων χριστιανικών αιώνων, τον Τόμας Μύντσερ του Πολέμου των Χωρικών ή και την λατινοαμερικανική “θεολογία της απελευθέρωσης”. Συνάμα, ο συγγραφέας παρουσιάζει πολλά ιστορικά παραδείγματα όπου χριστιανοί και μαρξιστές βρεθήκανε όχι μόνον στις αντίθετες πλευρές αλλά και στην ίδια πλευρά του οδοφράγματος που χωρίζει επανάσταση κι αντεπανάσταση, όπως στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τα λατινοαμερικανικά αντάρτικα και την Κουβανέζικη Επανάσταση.
Ο Γ. Ρούσης σ’ αυτό το βιβλίο του βαδίζει ανατρέχοντας όχι μόνο στους κλασσικούς του Μαρξισμού αλλά κι ανιχνεύοντας τους δρόμους που άνοιξε ο Ερνστ Μπλοχ. Ειδικά όλο το τρίτο κεφάλαιο, με τίτλο Ο κατά τον Ernst Bloch επαναστατικός χαρακτήρας του χριστιανισμού, επικεντρώνεται στην συμβολή του μεγάλου Γερμανοεβραίου μαρξιστή φιλόσοφου της Ουτοπίας και της Ελπίδας και μάλιστα στο πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά βιβλίο του Ο αθεϊσμός στον Χριστιανισμό – Για την Θρησκεία της Εξόδου και της Βασιλείας (Άρτος Ζωής 2019, μετάφραση Π. Γιατζάκη).
Αν η πρόσληψη του άλλου μεγάλου “ανορθόδοξου” μαρξιστή και φίλου του Μπλοχ, του Βάλτερ Μπένγιαμιν, καθυστέρησε στην Ελλάδα μέχρι τα τέλη σχεδόν του 20ού αιώνα και υποφέρει ακόμα με τραγικές παρανοήσεις, το έργο του Ερνστ Μπλοχ κυριολεκτικά αγνοείται. Μόνο δύο βιβλία του έχουν μεταφραστεί, με καθυστέρηση μεγαλύτερη του μισού αιώνα, μαζί με κάποια σύντομα κείμενα και συνεντεύξεις. Ο προβληματισμός κι ο διάλογος με την μπλοχιανή σκέψη είναι σχεδόν ανύπαρκτος στον αστικό και τον ρεφορμιστικό χώρο, στους ακαδημαϊκούς και κινηματικούς κύκλους. Φαίνεται ότι ενοχλεί και απωθείται από τις κατεστημένες παραδοχές θρήσκων και άθεων, την θεωρητική μιζέρια που επικρατεί στον γερασμένο πρόωρα νεοελληνικό αστικό σχηματισμό που φαντασιώνεται “εκσυγχρονισμούς” και συνάμα περιθωριοποιεί όποιον κι όποια βαδίσουν σε απάτητες ατραπούς.
Ο Μπλοχ είναι ασύμβατος, προπαντός, με την λεγόμενη “αριστερή μελαγχολία” που ο Μπένγιαμιν καυτηρίαζε και που οι όψιμοι οπαδοί του κακώς τού αποδίδουν. Και δεν μπορούν να τον ενσωματώσουν ούτε οι Εκκλησίες ούτε οι “αριστερές” γραφειοκρατίες και τα παρεκκλήσια τους ή οι σέκτες πιστών και απίστων. Οι μεν τον εξορκίζουν σαν άθεο κι οι δε τον καταδικάζουν σαν ιδεαλιστή με θρησκευτικές παρεκκλίσεις. Πώς μπορούν ποτέ να χωνέψουν την σκανδαλώδη πρότασή του στο Ο αθεϊσμός στον Χριστιανισμό που τόσο αγαπάει να επαναλαμβάνει κι ο Γιώργος Ρούσης: “ Μόνον ένας άθεος μπορεί να είναι καλός χριστιανός, μόνον ένα χριστιανός μπορεί να είναι καλός άθεος”;
Όσοι βιάζονται να αποκαλέσουν “ιδεαλιστή” τον διαλεκτικό-ιστορικό υλιστή Ερνστ Μπλοχ αγνοούν ή προτιμούν να αγνοούν ότι όταν έγραφε, δραπέτης από το ναζιστικό καθεστώς και εξόριστος, το magnum opus του Η Αρχή της Ελπίδας συνέγραφε, ταυτόχρονα, ως το αναγκαίο έρεισμα του εγχειρήματός του, το άλλο, δίδυμο με το προηγούμενο μεγάλο έργο του Το Πρόβλημα του Υλισμού – Η Υπόσταση και η Ιστορία του. Από το τελευταίο μόνο μικρά τμήματά του έχουν μεταφραστεί γαλλικά και αγγλικά (για ελληνικά δεν συζητάμε). Ευτυχώς, το ενδιαφέρον για την μεγάλη αυτή μπλοχιανή συμβολή στον υλισμό ανακίνησε πρόσφατα με μια εξαιρετική μονογραφία της η Cat Moir (Ernst Bloch’s Speculative Materialism – Ontology, Epistemology, Politics Brill 2019).
Μαζί με τον Μπλοχ, και σύμφωνα με του λόγια του στο Ο αθεϊσμός στον χριστιανισμό, ο Γιώργος Ρούσης προσπαθεί “να διαβάσει την Βίβλο από την σκοπιά του Κομμουνιστικού Μανιφέστου”. Φέρνει στο φως τις ορίζουσες ενός μεσσιανικού κομμουνιστικού οράματος ανάλογου με εκείνο του μαρξικού κομμουνισμού – και σε απόλυτη αναντιστοιχία και ρήξη με τα φοβερά εγκλήματα και τις τερατωδίες που θα γίνουν από αμείλικτες εξουσίες στο όνομα ακριβώς ενός θεσμοποιημένου χριστιανισμού, από την όψιμη αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, στην καπιταλιστική νεωτερικότητα, την αποικιοκρατία και μέχρι τους καιρούς μας, στην ιμπεριαλιστική εποχή. Ο Ρούσης δεν δίνει συγχωροχάρτι στους εγκληματίες και την θρησκευτική ιδεολογία νομιμοποίησης των εγκλημάτων των εκμεταλλευτριών τάξεων, κι ούτε αναζητά μια συμμαχία χριστιανών – κομμουνιστών σαν εκείνη των Ιταλών ευρωκομμουνιστών, με στόχο την ταξική συνεργασία. Το αντίθετο.
Με την ανασκαφή σε επιχωματώσεις αιώνων για να ανακαλύψει τον χαμένο επαναστατικό πυρήνα του πρώιμου χριστιανισμού, εκείνα τα ερωτήματα που απασχολούν τον Γιώργο Ρούση είναι τελικά τα ίδια που τον απασχολούν επίμονα στα βιβλία του και τις πολιτικές παρεμβάσεις του από τον καιρό των καταρρεύσεων του “υπαρκτού” το 1989-91 μέχρι τώρα: γιατί και πώς εκτρέπεται στο αντίθετό του ένα επαναστατικό κίνημα, πώς και γιατί γραφειοκρατικοποιείται και καταρρέει; Και ακόμα: πώς μπορεί να αναγεννηθεί η ελπίδα και η πάλη για την κομμουνιστική χειραφέτηση;
Στο παρόν βιβλίο βλέπει ομοιότητες κι αναλογίες στην γραφειοκρατική εξουσιαστική εκτροπή τόσο του χριστιανισμού όσο και του μαρξισμού. Και διαμορφώνει μια ερμηνευτική πρόταση με βάση την ανάδειξη των γραφειοκρατών-διαχειριστών σε δεσποτείες σε κοινωνίες τύπου ασιατικού τρόπου παραγωγής.
Η υπόθεση αυτή είναι προβληματική και σηκώνει πολύ συζήτηση που ξεπερνάει τα όρια αυτού του σημειώματος. Ας επισημάνουμε μόνο μια καίρια διαφορά, από την σκοπιά της υλιστικής αντίληψης της Ιστορίας.
Ο πρώιμος χριστιανισμός, ελλείψει των ιστορικών κοινωνικών όρων, ιδιαίτερα λόγω απουσίας μιας κοινωνικής τάξης που θα πραγματοποιούσε το όραμά του (κατά τον Λουνατσάρσκυ) θα ενσωματωθεί σαν “αυτοκρατορική θρησκεία” σε μια κοινωνία παρακμασμένου αρχαίου τρόπου παραγωγής (όχι ασιατικού) όπου η εξουσία είχε ανάγκη θρησκευτικής νομιμοποίησης και ενοποίησης του αφηρημένου “οικουμενισμού” των δομών της.
Αντίθετα, στην περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων μετεπαναστατικών, μεταβατικών κοινωνικών σχηματισμών του 20ού αιώνα, η γραφειοκρατικοποίηση προήλθε από την παρατεταμένη απομόνωση, τις ήττες και την καθυστέρηση της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης στα μητροπολιτικά κέντρα του καπιταλισμού, με την απόπειρα προσαρμογής στο περιβάλλον ενός παρακμασμένου παγκόσμιου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στο όνομα του “σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα”, με αποτέλεσμα την υποταγή και τελικά την κατάρρευση.
Πάντως σε όλη την Ιστορία των ταξικών κοινωνιών θα υπάρξει επίμονο κι ανθεκτικό, με διαφορετικές μορφές, ένα όνειρο, όπως θα επισημάνει κι ο Μαρξ, υπέρβασης της ταξικής διαίρεσης και βαρβαρότητας. Ένα κομμουνιστικό όνειρο που πρέπει να αποκτήσουμε την υψηλότερη θεωρητική συνείδησή του, για να το πραγματώσουμε με την επαναστατική ιστορική πράξη σε παγκόσμια κλίμακα.
Ο Γιώργος Ρούσης μας το θυμίζει ξανά, χτυπώντας την ρουτίνα και τον εφησυχασμό της σκέψης και της δράσης. Εξάλλου, χωρίς ανήσυχους κομμουνιστές που δεν βολεύονται με ό,τι υπάρχει, δεν θα υπάρξει ο κομμουνισμός, το βασίλειο της ελευθερίας επί της γης.
05/05/2021