του Νίκου Λέκκα

Κάποτε και η αμορφωσιά είχε την αξία της. Μπορούσε και έδινε. Στα σκοτεινά σινεμά. Στις ταινίες του Δαλιανίδη. Αριστερός και ορφανός γαρ, αυτό είναι γνωστό. Και μετά την ορφάνια και πριν το αριστερός, τα είδε όλα όπως τα φαντάστηκε. Από τα μιούζικαλ έως τις ταινίες με πρέζες.

Που όταν την πρωτοείδα ήταν σαν να βλέπω την μετέπειτα ζωή μου. Σε μια τηλεόραση από την κρεβατοκάμαρα της μαμάς που πάνω της κρεμόταν το απαραίτητο σεμιεδάκι.

Έστω και αν κάποτε, κι αυτό μου έχει μείνει, ρωτούσα στην πρώτη ταινία που είδα στο σινεμά, το «Ρόδα τσάντα και κοπάνα» μάλλον το πρώτο, γιατί σε αυτήν την μεγάλη τηλεόραση, όπως μου εξήγησαν ότι είναι η οθόνη, δεν κρέμεται ένα σεμιεδάκι. Σαν αυτή που είχαμε στο σπίτι σε σμίκρυνση.

Και την ουσία της αριστεράς εκεί την είδα. Νεαρούς να καπνίζουν στην ζούλα Marlboro. Αλητεία. Με στενό παντελόνι και δίχτυ μπλούζα. Κάποιοι με νεκροκεφαλή, χωρίς το παρουσιαστικό μόγγολου. Από αυτήν που θα κάναν σημαία στην έγγαμη ζωή τους. Την νεκροκεφαλή με την νοοτροπία μόγγολου.

Τότε με τις γκομενίτσες τους, τις άσπρες κάλτσες τους, τα τσιγάρα τους, κάποια τσιγαριλίκια στη ζούλα και τον Πάνο Μιχαλόπουλο με ανοιχτό πουκάμισο να κάνει τον ηθοποιό, που οι σοβαροί κριτικοί για αυτό πολύ αμφέβαλαν. Όμως ήταν. Τουλάχιστον για την στιγμή.

Υποδύθηκε κάτι που μετά θα ήταν ξένο στην ζωή του. Τον λαϊκό γκόμενο. Κωλόμπα ή όχι δεν έχει σημασία. Καταθλιπτικός και μονίμως ζωντοχήρος. Αυτός που φάνταζε ο αλήτης και ο παντοτινός εργένης.

Τον γκόμενο. Σε στυλ φορτηγατζή. Που για αυτόν βρέχαν το σλιπάκι τους τόσοι και τόσοι. Χωρίς ίχνος ντροπής. Χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας.

Ακόμα και οι γκομενίτσες άλλον αγκάλιαζαν, με άλλον μπαλαμουτιάζονταν, και άλλον είχαν στην σκέψη, που την συγκεκριμένη στιγμή ήταν και ενόραση.

Και ο Τζιμ Μόρισσον, που είπε ότι το σινεμά φτιάχτηκε από άντρες για να παρηγορεί άντρες, απλό άκουσμα στα ηλεκτρονικά που ξεροστάλιαζαν, για να τελειώσει ο τζογές το μπιλιάρδο. Με τους Βross ως άκουσμα, και την Samantha Fox, ως ονείρωξη, ο λεγάμενος.

Πόσο μάλλον με τον Θέμη Αδαμαντίδη, τέρμα τα ντεσιμπέλ, σ’ έναν αγρότη. Σκάστε το μάγκες. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Το μετά, τότε δεν μπορούσατε να το διανοηθείτε. Σύζυγοι, πατεράδες και πεθεροί.

Μες στην αμορφωσιά σας πάντα. Και τα χρόνια της ΚΝΕ χαμένα. Τα Εξάρχεια που βάλατε και εσείς τον οβολό σας να τα καταστρέψετε. Και αφήσατε τους Μελαντζέ με πρόωρες ρυτίδες. Σαν δεν ντρέπεστε. Αλλά πού ίχνος ντροπής. Σαν τις μπλούζες σας αυτές με το φιλέ που αντικαταστάθηκαν από μια βέρα και μια χρυσή αλυσίδα. Όλη η μιζέρια πάνω σας. Από τις μπυροκοιλιές σας εξτρά με τα αρνίσια παϊδάκια. Εσείς οι κάποτε χασικλήδες, που αμφισβητούσατε τους γέρους σας και γίνατε σαν κι αυτούς. Χωρίς ίχνος ντροπής. Και η αριστερά σας, αυτή η αριστερά των αγράμματων προτύπων σας. Που σιγά σιγά πήγε προς τον φασισμό. Που έτσι ήσασταν πάντα. Κάτι που αντιφέγγιζε.

Και λέτε για τα πρεζόνια. Που την ζωή τους δεν την εγκρίνει κανείς, αλλά είχαν κάτι άλλο, γνησιότητα. Μια πορεία συνεχόμενη, έστω και άκρως παραβατική. Αλλά η δική σας αριστερά ήταν φαντασμένη και δήθεν, μες την ξινίλα.

Είδα ανθρώπους Χ.Α, (μόνο ως ψηφοφόρους της, επειδή, ως εγκληματική οργάνωση του παρακράτους μπορούσε και τους πλήρωνε; τα καφενεία τους, με αντάλλαγμα το βόλι) να δίνουν χέρι βοηθείας σε αναξιοπαθούντες, (όχι και τόσο στα κρυφά), σε ανθρώπους που δεν είναι καταχωρημένοι σε κανένα επίσημο κατάλογο και φυσικά δεν έχουν δει ποτέ λαϊκίστικο κινηματογράφο, ούτε ως παιδεία, ούτε για καλτουριά, και οι λόγοι ποικίλουν. Είδα ανθρώπους μπρουτάλ να μπινελικώνουν τις γυναίκες μ’ έναν σεβασμό, να αλητεύουν φανερά, και όπως είναι γνωστό και έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου γι’ αυτό είναι ότι το χειρότερο στον Άντρα δεν είναι να χάσει την τιμή του, το χειρότερο στον άντρα είναι να την ξαναβρεί. Που όταν βρέθηκαν στα πρόθυρα ασύλου αναθεώρησαν, και έβαλαν κόφτη μια φοράδα. Αυτοί οι αριστεροί. Που κάποτε την παίζαμε για αυτούς. Αλλά μακάρι να μας κοβόταν ΣΥΡΙΖΑ.

Και για την τελευταία λέξη, ως αντιπολίτευση, σκούζετε που σκούζετε ενδιαφέρθηκε και για την παιδεία. Αυτήν την ουσιαστική. Που εξανθρωπίζει. Έτσι θα έχουμε το δικαίωμα της μη ντροπής για τις παιδικές μας ονειρώξεις. Έστω και με κάποιες ενυδατικές. Γιατί ο πόνος που προκαλεί ρυτίδες υπάρχει, μαζί με την σκόνη στις βιβλιοθήκες.