ΤΟ ΧΑΡΤΙ ΚΟΒΕΙ ΠΙΟ ΒΑΘΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ

 

 

Λίγο πολύ όλοι μας έχουμε κοπεί κάποια στιγμή από χαρτί. Κόψιμο βαθύ, ανατριχιαστικό, πόνος με ξεχωριστή αίσθηση που το πρώτο πράγμα που μας φέρνει στο μυαλό είναι, ‘πόσο απρόσεκτος ήμουν γαμώτο’’.

Στην κυκλοφορία της πρώτης του χάρτινης σαΐτας, ΙΣΑΜΕ ή ΙΣΤΑΜΑΙ, ο σ. Κυριάκος Μουτίδης δεν ήταν ούτε στο ελάχιστο προσεκτικός. Φτιάχνει σε λέξεις το κόψιμο από μια ασυμβίβαστη πορεία ζωής, έναν ανάπλου διαρκείας κι αφήνει το αίμα της μάχης και της ελπίδας να λερώσει τα δάχτυλα του αναγνώστη. Χρειάζεται να τα γλείψεις και να το γευτείς για να μπορέσεις να γυρίσεις σελίδα. Είναι όμως ειλικρινής απ’ το καλημέρα του βιβλίου:

 

Μάθε αλλά μην τους μοιάσεις…

 

Γέννημα μιας εποχής που σιχαινόταν ήρωες, ονειροπόλους και έφτυνε τους απροσάρμοστους. Μια γενιά που έβλεπε το επαναστατικό όραμα των προηγούμενων να ρίχνεται στο τζάκι του παππού στο χωριό και στη θέση του να μπαίνει η αναδυόμενη θεότητα της πάρτης, πασπαλισμένη με στρας, τυλιγμένη σε συσκευασία πολυτελείας με κορδελίτσες που χορεύουν ανέμελες και βέβαια κι ένα φακελάκι με φράγκα στη ζούλα:

 

…νόημα

 

το νόημα που ανόητο στέκει

aνάμεσα στην πραγματικότητα

και την ηλιθιότητα πλήθους νεαρών

που τους ραίνουν μπλε δάφνες, χρυσά υφάσματα

 

Και τι γίνεται, ρε φίλε, με τους χαλασμένους που επιμένουν ν’ αντιστέκονται; Α, κανένα πρόβλημα, έχουμε καινούρια, καλολαδωμένη κρεατομηχανή πολλαπλών χρήσεων: Τηλεόραση, φυλακή, σκυλάδικο, ψυχιατρείο, καριέρα κι ένα μαγικό lifestyle κουμπί που αν το πατήσεις γίνεσαι κι εσύ μια τέλεια φωτοτυπία του διπλανού σου. Αν πάλι είσαι τόσο αχάριστος και θέλεις κάτι παραπάνω, εμείς είμαστε εδώ. Η πρέζα είναι βρασμένη και έτοιμη να σε στείλει στην έρημο της στεγνής ψυχής σου, πάνω σε μια ανάπηρη καμήλα:

 

αβαθής  ναρκωμένη απόλαυση

διάχυση χημικού συναισθήματος

νεκρός και εδώ και εκεί

αναπαραγωγές απομιμήσεων

χορικά νευρόσπαστα

ξανά ξανά ξανά ξανά

 

Κι όμως αυτός ο τύπος, ο Κυριάκος, αρνήθηκε να ψωνίσει οτιδήποτε απ’ την εμποροπανήγυρη του τώρα. Δεν πέθανε για να ξαναγεννηθεί, δεν έγινε αναχωρητής που αποσύρθηκε στην εξοχή για να φυτεύει ενοχές και να θερίζει αυταπάτες, δεν ξέπνιξε δάκρυα χαμένων πολέμων στους οποίους δεν πήρε μέρος. Έμεινε στο βουητό της μητρόπολης, ζωσμένος μ’ ένα κόκκινο μαντήλι στη μύτη, αντίδοτο για την μπόχα και πέταξε το τελευταίο νόμισμα που είχε στην τσέπη του στο σιντριβάνι του αγώνα, φωνάζοντας: Μανιασμένοι οπλιστείτε με μίσος και οργή.

 

η θάλασσα έδωσε το σινιάλο

για να αφήσουμε τους γλυκασμούς

της αθωότητας

 

Και προς το τέλος του μονοπατιού η αιώνια αναζήτηση του Άλλου. Το απόλυτο αίτημα, ο Έρωτας. Δοσμένος ανάγλυφα σ’ αυτό το πλαίσιο κι όχι φυγάς όπως σε ταινία πορνό με γκρο-πλαν στα γεννητικά όργανα, αποκομμένα απ’ το περιβάλλον και τη φύση. Ο έρωτας, η πληγή, το χαμόγελο, ο πόνος, η απουσία, το χτυποκάρδι και το άγγιγμα, αυστηρά κάτω απ’ το βλέμμα της Ιστορίας που παρατηρεί τον φθαρτό εαυτό μου και τον άφθαρτο δικό σου, τον παντοτινό:

 

Χωρίς εκείνη τι σημασία θα είχε η αθανασία;

 

Τώρα σε ξέρω τώρα έμαθα τον εαυτό μου

 

Σχέσεις δύσκολες, απαιτητικές, καταστροφικές κι αναστάσιμες. Μα τόσο αληθινές όσο η καρδιά, όσο η αγκαλιά που σφίγγει και μ’ εξασφαλισμένο ένα έντιμο τέλος μέσα σ’ ένα αβέβαιο κι αχαρτογράφητο ταξίδι. Ίσως να είναι κι αυτός ένας λόγος που ο επίλογος προηγείται του προλόγου στο βιβλίο.

 

Χάρτινη σαΐτα του Κυριάκου Μουτίδη, πετάει ελεύθερη κι επικίνδυνη σαν παιδικό παιχνίδι. Καλοτάξιδη…

 

…την παραμονή

της μεγαλύτερης μάχης

 

                                                                                        μιχάλης