της Κατερίνας Μάτσα*

Ένας χρόνος πανδημίας, ένας χρόνος σκληρών βιοπολιτικών ρυθμίσεων, στο όνομα της υγειονομικής προστασίας του πληθυσμού, με τα κρούσματα σε όλο τον κόσμο να έχουν ξεπεράσει τα 115 εκατομμύρια και τους νεκρούς τα 2,5 εκατομμύρια.

Ένα χρόνο μετά την έναρξη της φονικής πανδημίας, το καθεστώς του αναγκαστικού εγκλεισμού στο σπίτι και της απαγόρευσης της κυκλοφορίας τη νύχτα, εξακολουθεί -με μικρά ενδιάμεσα διαλείμματα- να ισχύει παντού, καθιστώντας μόνιμη την κατάσταση εξαίρεσης, που επιβάλλει η βιοεξουσία.

Οι όροι ζωής των ανθρώπων υπό διαρκή επιτήρηση διαμορφώνονται στη σκιά της απειλής του θανάτου. Αυτό προσδιορίζει το νόημα που αποκτά το βίωμα του ψυχολογικού χρόνου μέσα στον ιδιωτικό χώρο του εγκλεισμού.

Γνωρίζουμε από την Ψυχολογία ότι η συνείδησή μας δεν καταγράφει τον φυσικό χρόνο, αλλά τη δική της κίνηση μέσα σε αυτόν, τις διαδοχικές καταστάσεις που βιώνει κάτω από την επίδραση των ερεθισμάτων, που προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον. Το ασυνείδητο είναι άχρονο, εκτός χρόνου. Ο χρόνος είναι μια παράμετρος της αρχής της πραγματικότητας στη ζωή των ανθρώπων.

Η βιωματική, λοιπόν, εκτίμηση του χρόνου καθορίζεται από πολλούς παράγοντες. Μεταξύ αυτών εξαιρετικά σημαντικό ρόλο παίζει η ψυχοσυναλλαγή μέσα από τη συναναστροφή με τους άλλους ανθρώπους, η συμμετοχική διάδραση. Η σημερινή συνθήκη της πανδημίας και του lockdown με την υποχρεωτική απουσία κοινωνικής ζωής, την έλλειψη άμεσης, αισθητηριακής επαφής με πρόσωπα και χώρους, δημόσιους χώρους και χώρους πολιτισμού, μουσεία, εκθέσεις, θέατρα, κινηματογράφους, γεννά εσωτερική ένταση και δυσφορία επηρεάζοντας και το βίωμα του ψυχολογικού χρόνου. Μέσα σε αυτούς τους όρους δημιουργείται η αίσθηση της στασιμότητας, η αίσθηση ότι δεν μπορούμε να βγούμε από το τούνελ της συρρικνωμένης ζωής μας.

Η υποκατάσταση της κοινωνικής συναναστροφής από το Διαδίκτυο, η οργάνωση της ζωής, πνευματικής, επαγγελματικής και άλλης διά μέσου της Τεχνολογίας ακυρώνει την -αναγκαία για τον ψυχισμό- κοινωνική αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία, η οποία προϋποθέτει όχι μόνο το λόγο, αλλά και τη συνάντηση σωμάτων και τη μη-λεκτική έκφραση σκέψεων και συναισθημάτων, το μοίρασμα με τον άλλο και την κοινή δράση. Ο αναγκαστικός περιορισμός στον ιδιωτικό χώρο και η διαδικτυακή, εικονική επαφή με άλλους, ενισχύει το αίσθημα της μοναξιάς και τροφοδοτεί σε μόνιμη βάση την αίσθηση του κινδύνου και το φόβο του θανάτου. Η θλίψη, που συνοδεύει αυτά τα αισθήματα, ακόμα και όταν δεν παίρνει το χαρακτήρα της κλινικής κατάθλιψης, δίνει στο βίωμα του χρόνου την αίσθηση της παρατεταμένης διάρκειας, του χρόνου που δεν λέει να τελειώσει.

Ο ψυχολογικός χρόνος του εγκλεισμού είναι, κατά βάση, ένας ομογενοποιημένος χρόνος, μέσα στον οποίο αναπαράγεται η ατομική, καθημερινή ρουτίνα, αφήνοντας ανικανοποίητες τις κατ’ εξοχήν ανθρώπινες, τις κοινωνικές ανάγκες.

Η πανδημία βιώνεται ως συνθήκη συλλογικού τραυματισμού της κοινωνίας, που εγγράφεται, με μοναδικό για τον καθένα τρόπο και μέσα από πολλές διαμεσοποιήσεις, στο ψυχικό γίγνεσθαι κάθε ατόμου, αλλά και στην ίδια την συλλογική κοινωνική ταυτότητα, που αλλάζει, κάτω από την επίδραση των συνεπειών αυτού του τραυματισμού. Το μέγεθος και ο χαρακτήρας αυτών των αλλαγών θα φανούν οπωσδήποτε μετά την πανδημία.

Με τι συνδέεται αυτός ο συλλογικός τραυματισμός; Με πολλούς παράγοντες. Πρώτον, με την απουσία των κοινωνικών συναναστροφών και του αναγκαστικού εγκλεισμού στο σπίτι, σαν βιοπολιτική στρατηγική, με τη συνδρομή, πάντα, της ιατρικής επιστήμης και στο όνομά της. Με την προκλητική και υπερβολική καταπάτηση ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, στο όνομα της ασφάλειας, και την ενίσχυση της κρατικής καταστολής κάθε διαμαρτυρίας, κάθε μορφής συλλογικής δράσης, ιδιαίτερα της νεολαίας, στο όνομα της προστασίας της Δημόσιας Υγείας. Με την καταπάτηση του Δημόσιου χώρου από τις αστυνομικές δυνάμεις, συρρικνώνοντας τις διαδρομές ανάσας των ανθρώπων από τον περίκλειστο, λόγω των μέτρων, χώρο του σπιτιού στην πλατεία ή την παρακάτω γειτονιά, κατειλημμένη κι αυτή από αστυνομικούς που μοιράζουν πρόστιμα.

Δεύτερον, με την ανάδειξη φαινομένων διαφθοράς και κοινωνικής σήψης σαν οργανικά στοιχεία της κοινωνικής ζωής. Εκτεταμένα φαινόμενα βιασμών γυναικών, παιδιών και εφήβων από πρόσωπα της εξουσίας, πολιτικής, αλλά και αθλητικής και καλλιτεχνικής, καθώς και προσπάθειες συγκάλυψής τους από μια ανάλγητη κεντρική εξουσία, τόσο αποτυχημένη στην αντιμετώπιση της πανδημίας, τόσο εγκληματικά σαδιστικής απέναντι σε έναν ετοιμοθάνατο κρατούμενο απεργό πείνας. Αυτά τα φαινόμενα μονοπωλούν το δημόσιο λόγο, γίνονται πρώτη είδηση στα ΜΜΕ και ενισχύουν ακόμα περισσότερο το αίσθημα της ψυχικής ασφυξίας, τροφοδοτώντας θυμό και οργή, που παίρνουν όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, όσο οι κρατούντες ρίχνουν το ανάθεμα της ατομικής ανευθυνότητας στον κόσμο και ιδιαίτερα στους νέους.

Τρίτον, με την αδυναμία επιτέλεσης του πένθους για τους νεκρούς του κορονοϊού, με όλο το τελετουργικό που επιβάλει η κουλτούρα του νεκρού, δηλαδή με το αδύνατο πένθος. Ο υποχρεωτικός, άμεσος ενταφιασμός, χωρίς επικήδειες τελετές των θυμάτων της πανδημίας, συχνά σε μαζικούς τάφους, δεν είναι παρά μια ακραία μορφή του αποκλεισμού του θανάτου από τη ζωή, που χαρακτηρίζει την εποχή μας.

Όταν, όμως, το πένθος δεν είναι δυνατό να επιτελεσθεί και να εγγραφεί στο κοινωνικό σώμα μέσα από τις επικήδειες τελετές, τότε γεννά ψυχοπαθολογία και εγγράφεται ως σύμπτωμα. Αυτό αφορά όχι μόνο τους συγγενείς των νεκρών, αλλά ολόκληρη την κοινωνία. Το πένθος που δεν επιτελέστηκε, το αδύνατο πένθος την κάνει ευάλωτη. Το αδύνατο πένθος μεταδίδεται διαγενεακά, μέχρι τρίτης γενεάς. Αυτή η μετάδοση αποτελεί ένα βαρύ φορτίο, που είναι υποχρεωμένες να κουβαλούν οι επόμενες γενιές, μπλοκάροντας την επιτέλεση κάθε καινούργιου πένθους.

Οι ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις που μπορεί να παρουσιαστούν παίρνουν διάφορες μορφές με πιο ακραία την άρνηση αποδοχής του συγκεκριμένου θανάτου, την εισαγωγή του νεκρού σε μια κρύπτη στον ψυχισμό. Η κρυπτοφορία συνοδεύεται, συνήθως, από το αίσθημα της αποξένωσης από τον εαυτό, της αφόρητης εσωτερικής ερημιάς, της βαθειάς θλίψης, που δεν είναι ακριβώς κλινική κατάθλιψη. Πολλές μορφές κρύπτης μεταδίδονται διαγενεακά.

Σε κάποιες περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν οι απώλειες και οι καταστροφές αφορούν ολόκληρες κοινωνίες, οι κρύπτες έρχονται να φωλιάσουν στα κενά της Ιστορίας, στις μεγάλες σιωπές, στις πλαστογραφήσεις ιστορικών γεγονότων. Οι συνέπειες είναι τρομακτικές. Αβάσταχτος ψυχικός πόνος στους απογόνους, ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις, γενικευμένη κοινωνική δυσφορία.

Με αυτούς τους όρους, ο «διάλογος» των ζωντανών με τους νεκρούς τους γίνεται αδύνατος και τα όρια ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο συγχέονται. Τότε οι νεκροί έρχονται να κατοικήσουν στο βασίλειο των ζωντανών και κρύπτες κατακλύζουν τις ψυχές των ανθρώπων, που υποχρεώνονται πια να ζουν στη σκιά του θανάτου.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ενός συλλογικού τραυματισμού και μιας διάχυτης, εν πολλοίς άτυπης, αλλά βασανιστικής ψυχοπαθολογίας, σε επίπεδο κοινωνίας, διαμορφώνεται η εμπειρία του βιωματικού χρόνου εν καιρώ πανδημίας. Μια εμπειρία εσωτερικής ερημιάς και βαθειάς θλίψης, γιατί δεν μπορείς να πενθήσεις τους νεκρούς σου. Μια εμπειρία αποσύνθεσης του χρόνου λόγω της πλήξης που προκαλεί ο μονότονος ρυθμός της καθημερινής ρουτίνας μέσα στο σπίτι. Μια εμπειρία διαστολής του χρόνου, λόγω του διάχυτου φόβου – φόβου για τον ιό, φόβου για τον συνάνθρωπο που μπορεί να σού τον μεταδώσει και να νοσήσεις, φόβου για τις οικονομικές και τις κοινωνικές συνέπειες των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας, φόβου γενικά για το απρόβλεπτο που μπορεί, οποιαδήποτε στιγμή να σε οδηγήσει στην καταστροφή. Μια εμπειρία ψυχολογικού χρόνου παρατεταμένης διάρκειας, λόγω της διαρκούς αίσθησης επικείμενου κινδύνου. «Πότε θα τελειώσει αυτό το κακό;».

Η «περιχαρακωμένη ρευστότητα», κατά την έκφραση της Ρέας Γαλανάκη, βιώνεται ακόμα πιο οδυνηρά από τα άτομα με τον πιο ευάλωτο ψυχισμό και τις πιο επισφαλείς συνθήκες ζωής. Δεν είμαστε όλοι ίσοι μπροστά στην πανδημία. Οι επιπτώσεις της έχουν ταξικό πρόσημο. Όχι μόνο ο αριθμός των κρουσμάτων και των θανάτων είναι μεγαλύτερος στα πιο υποβαθμισμένα κοινωνικά στρώματα και στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές, αλλά και οι ψυχολογικές διαταραχές που προκαλούνται, το άγχος, η κατάθλιψη, οι ψυχώσεις, οι εξαρτήσεις, οι αυτοκτονίες έχουν μεγαλύτερες διαστάσεις στα πιο ευάλωτα άτομα.

Σε αυτές τις περιπτώσεις μιας ατομικής ψυχοπαθολογίας, που προϋπήρχε και στις σημερινές συνθήκες παροξύνθηκε, ή που εμφανίστηκε λόγω της πανδημίας, επηρεάζεται, μεταξύ των άλλων, και το βίωμα του ψυχολογικού χρόνου, ανάλογα με την περίπτωση.

Στην κατάθλιψη, για παράδειγμα, ο χρόνος βραδυπορεί, σταματά, συνήθως, στο παρελθόν. Στη μανία ο χρόνος τρέχει, το παρόν απορροφά και εκμηδενίζει το παρελθόν και το μέλλον. Στην ψύχωση, και ιδιαίτερα στη σχιζοφρένεια, ο ασθενής έχει την αίσθηση ότι είναι μόνος μέσα στην αιωνιότητα, στην οποία παγώνει ο χρόνος.

Στην περίπτωση της χρήσης ουσιών, ο ψυχολογικός χρόνος συστέλλεται ή διαστέλλεται, ανάλογα με την ουσία.

Το τελευταίο, ακόμα πιο σκληρό lockdown και η κατάρρευση του ΕΣΥ, δείκτες της κυβερνητικής αδιαφορίας για την υγεία του λαού και τις τραγικές επιπτώσεις των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας στον ψυχισμό του, κάνει την κατάσταση ακόμα πιο ασφυκτική. Βιώνοντας αυτό τον τραυματισμό και τις συνέπειές του σε όλα τα επίπεδα έχει σημασία να αντισταθούμε στην πράξη στο αίσθημα της ματαιότητας και του αβοήθητου, που απειλεί να μας καθηλώσει στην εξατομίκευση και τη μοναξιά μας. Είναι άμεση ανάγκη να διευρύνουμε τους ορίζοντες της κοινωνικής αλληλεγγύης, που απαιτεί συλλογική δράση και γεννά την ελπίδα ότι μπορούμε να σπάσουμε τα δεσμά μας. Να βρούμε, μέσα από τη στήριξη της συλλογικότητας, τη δύναμη της αφήγησης των τραυματισμών και των καημών μας, να σπάσουμε το φράγμα της σιωπής και της «εκούσιας δουλείας. «Να οραματισθούμε την Κοινωνική Επανάσταση και να δώσουμε όλοι μαζί τη μάχη για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος που είναι πλέον ασύμβατο με τις ανάγκες της Ζωής και γεννά θανατηφόρες επιδημίες και κοινωνικές καταστροφές. Να υπερβούμε τη συρρίκνωση της ζωής, που επιβάλει μια ανάλγητη βιοεξουσία και μιας διαστολής του χρόνου, όπως βιώνεται μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο του εγκλεισμού και της καθημερινής ρουτίνας . Να αναζητήσουμε το «ουτοπικό πλεόνασμα», «αυτό που δεν υπάρχει ακόμα», όπως έλεγε ο φιλόσοφος της Ελπίδας Ερνστ Μπλοχ. Να βρούμε την έμπνευση στην επαναστατική προοπτική, που θα δώσει νόημα στη ζωή μας και θα κάνει το χρόνο μας να βγάλει φτερά.

Ο λαός θα σώσει το λαό!

4-3-2021

*Το κείμενο ήταν η εισήγηση της Κατερίνας Μάτσα στη διαδικτυακή εκδήλωση με θέμα: «Το βίωμα του χρόνου στην πανδημία (εργασία, πολιτισμός, προσωπική και κοινωνική ζωή ) που οργανώθηκε το Σαββατο 6-3-2021 από τον «Χώρο π – χώρος κινημάτων, αλληλεγγύης και πολιτισμού»