Νικόλαος Κάλας
Η Αίσθηση της Εθνικής Τραγωδίας
Οι τραγικές συνέπειες του εθνικού πεπρωμένου έρχονται βίαια στην σκέψη όταν παρατηρούμε πόσο απότομα οι μεταστροφές της τύχης μπορούν να καθορίσουν την ανεξαρτησία ενός έθνους. Η παρατεταμένη περίοδος αναταραχής μετά την απελευθέρωση τόσων πολλών χωρών που ήταν υπό την ναζιστική κατοχή και η απίθανη δυνατότητα οποιασδήποτε λύσης σε αυτήν την αναταραχή στο άμεσο μέλλον φέρνει κάποιον να διερωτηθεί με οξύτητα για τις βαθύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα μικρό κράτος όπως η σύγχρονη Ελλάδα στην πάλη της για ύπαρξη. Πόσο μικρό μπορεί να είναι ένα έθνος προκειμένου να διατηρήσει την πλήρη του ανεξαρτησία στον όλο και πιο συρρικνωμένο κόσμο του καιρού μας; Τι σκοπός μπορεί να υπάρχει στην διατήρηση μιας εθνικής ύπαρξης που υπονομεύει παρά προωθεί την πραγματοποίηση Ενός Κόσμου;
Σαν μια φούσκα, ένα έθνος μπορεί να στηριχτεί στην επιφάνεια της ταραγμένης θάλασσας ή, σαν πετράδι, μπορεί να πέσει, από ένα κύμα της άμπωτης στο βυθό της ιστορικής σιωπής. Για αιώνες οι Έλληνες καταπιέστηκαν από τους Οθωμανούς άρχοντες και, για μια ακόμα φορά, έπρεπε να γευτούν όλη την πικρία της υποδούλωσης. Σήμερα, κρίνοντας με καθαρά κοινοβουλευτικά κριτήρια, η Ελλάδα μοιάζει να είναι πολιτικά η πιο ελεύθερη από όλες τις Βαλκανικές χώρες. Την ίδια στιγμή, είναι η πιο αγχώδης από όλες τις άλλες, από τη στιγμή που η ανεξαρτησία της έχει γίνει επισφαλής.
Παρεκτός αν πρόκειται να ταυτίσουμε τη ζωή των λαών με αυτήν των ατόμων μιλώντας αποκλειστικά με όρους γέννησης και θανάτου, υγείας και ασθενικότητας, πρέπει να καταλάβουμε ότι υπάρχουν και άλλες λύσεις στις συλλογικές μορφές ύπαρξης πέραν της εθνικής. Ο Άρνολντ Τόϋνμπι, ο οποίος είναι πιθανότατα ο μεγαλύτερος εν ζωή ιστορικός, αποκάλεσε το πνεύμα της εθνικότητας «το ξινό ένζυμο του νέου κρασιού της δημοκρατίας στα παλιά μπουκάλια του φυλετισμού». Σε αυτόν τον φυλετισμό, αντιπαραθέτει κανείς την δημοκρατική αντίληψη της αδελφοσύνης όλης της ανθρωπότητας. Εν τούτοις, όσο τα μικρά έθνη δεν πείθονται ότι οι μεγάλοι αδερφοί που διαρκώς επεμβαίνουν στις υποθέσεις τους δεν είναι ούτε καλά σκεπτόμενοι ούτε καλοπροαίρετοι, είναι υποκριτικό να απαιτείται να αρνηθούν οποιαδήποτε από τις προκαταλήψεις τους. Στην παρούσα πολιτική συγκυρία, τίποτα δεν είναι πιο φυσικό από το ότι τα μικρά έθνη αντιστέκονται σε όλες τις προσπάθειες που γίνονται να τους ενσωματώσουν –εξομοιώσουν σε οποιαδήποτε υπερεθνική τάξη, είτε φασιστική, κομμουνιστική ή φιλελεύθερη. Για να λάβει ένα συγκεκριμένο νόημα το ιδανικό της αδελφοσύνης δεν είναι μόνο απαραίτητο να αναγνωρίσουμε τα βασικά δεδομένα γνωρίσματα, κοινά σε όλους τους λαούς, τα οποία οι ρατσιστικές και πολιτισμικές θεωρίες βάναυσα απαξιώνουν, αλλά επίσης να σεβαστούμε τις διαφορές τις οποίες οι παπάδες της ισότητας τόσο εύκολα υποτιμούν.
Καθώς είναι αναγκαίο να δούμε τη ζωή των λαών στο φως των επικίνδυνων διεθνών απροόπτων, η κάθε ξεχωριστή εθνική ύπαρξη αποκτά ένα τραγικό νόημα.
Η Ελληνική Αίσθηση της Τραγωδίας
Το νόημα της εθνικής τραγωδίας των Ελλήνων έχει αξιοθαύμαστα εκφραστεί από τον ύστερο Κόμη Κέυσερλινγκ στο έργο του Ευρώπη: «Στην εγγύς Ανατολή υπάρχουν ελάχιστα λιγότεροι ελληνόφωνοι σήμερα από πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Και τώρα ας δούμε την κατάσταση μέσα από τα μάτια των Ελλήνων. Δεν υπάρχει κάτι το τρομακτικό στο γεγονός ότι αυτός ο κόσμος, τόσο παλιότερος από οποιοδήποτε άλλο κόσμο που κέρδισε αναγνώριση σήμερα· ότι αυτός ο κόσμος ο οποίος σε αντίθεση με τον Ιταλικό παρέμεινε από τους κλασσικούς χρόνους ουσιαστικά ο ίδιος· ότι αυτός ο κόσμος του οποίου τα παιδιά είναι σχεδόν χωρίς εξαίρεση πιο προικισμένα από οποιαδήποτε άλλου – δεν σημαίνει τίποτα πια; Όταν αυτή η πλευρά του ζητήματος έγινε καθαρή σε μένα για πρώτη φορά, συγκλονίστηκα. Ήταν μια αληθινή τραγωδία να είσαι ένας σύγχρονος Έλληνας».
Κανείς δεν είναι σε καλύτερη θέση να εγκαθιδρύσει εθνικές διαφοροποιήσεις από έναν έντονα αφυπνισμένο αριστοκράτη, γιατί η όλη του αντίληψη της ζωής είναι βασισμένη σε μια διαδικασία εκλογίκευσης των κοινωνικών διαφορών. Δυστυχώς ο Κόμης Κέυσερλινγκ μοιράζεται την ανικανότητα της τάξης του να αξιολογήσει την ισχύ των δυνάμεων οι οποίες, σαν ζήτημα αρχής, αντιτίθενται στις ελίτ. Απέτυχε συνεπώς να συλλάβει το ότι η τραγωδία των μαζών δεν μπορεί ποτέ να εξισωθεί με την τραγωδία της πολιτικής και διανοούμενης ελίτ που τις κυβερνά.
Η τραγωδία της Σύγχρονης Ελλάδας μπορεί να ειδωθεί πιο καθαρά μετά από μια εξέταση ξεχωριστά των ανθρώπινων στοιχείων που την απαρτίζουν. Η τραγωδία των μαζών είναι η δοκιμασία της στέρησης· η τραγωδία των κυβερνώντων είναι ο πειρασμός της εξουσίας· τέλος, η τραγωδία της νεολαίας είναι η δοκιμασία του πάθους. Τοποθετημένες στο πρότυπο ενός δράματος, οι μάζες ενσαρκώνουν τον χορό του αρχαίου Ελληνικού θεάτρου· η νεολαία ενσαρκώνει το πνεύμα του Ορέστη και του Άμλετ· ενώ στην εξουσία δίνεται ο ρόλος ενός Αγαμέμνονα ή ενός Ληρ.
Η Δοκιμασία της Στέρησης
Οι αγρότες και οι εργάτες συγκροτούν, αντίστοιχα, τον χορό και τον κόντρα-χορό στην τραγική τοποθέτηση της μαζικής ύπαρξης. Η τραγωδία της Ελληνικής αγροτιάς, που ιστορικά δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτήν της αγροτιάς της Νότιας Ανατολικής Ευρώπης, συνίσταται στην εξάντληση, την πείνα και τη βαθιά θλίψη. Για ιστορικούς λόγους, από τον πρώιμο Μεσαίωνα αυτό το τμήμα της Ηπείρου στερήθηκε των οικονομικών πλεονεκτημάτων που προήλθαν από την κατάργηση της σκλαβιάς και την εξοικονόμηση ανθρώπινης ενέργειας που δημιουργήθηκε από την μερική υποκατάσταση της εργασίας με την ιπποδύναμη και την δύναμη του νερού, δύο μέτρα που έδωσαν μεγάλη ώθηση στην γεωργία. Κάτω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία για αιώνες περιλάμβανε τα Βαλκάνια, οι πόλεις δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μεγάλα στρατιωτικά και διοικητικά κέντρα. Η εξουσία του Σουλτάνου ήταν απόλυτη, γιατί δεν ήταν υποχρεωμένος να μοιράζεται την διοίκηση με τους ημι-φεουδαρχικούς άρχοντες και συνεπώς δεν υπήρχε η ανάγκη για αυτόν να συνδεθεί με τους ανθρώπους της πόλης ενάντια στους φεουδαλικούς λόρδους όπως οι βασιλιάδες της Δυτικής Ευρώπης πάντοτε έκαναν. Αυτό σήμαινε παραπέρα ότι οι φεουδαλικές τάσεις θα μπορούσαν να αναπτυχθούν μόνο ενάντια στον Σουλτάνο και με τη βοήθεια των ξένων δυνάμεων και σήμαινε επίσης ότι ο αγροτικός πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Τουρκίας δεν επρόκειτο να γνωρίσει τα σχετικά πλεονεκτήματα της δουλοπαροικίας παρά μόνο πολύ αργότερα· σε κάποια τμήματα των Βαλκανίων όπως η Ρουμανία αυτό έγινε στο τέλος του 18ου αιώνα όταν ο φεουδαλισμός εισήχθη κάτω από την Ρωσική πίεση.
Η σημασία του αγροτικού τομέα της οικονομίας μπορεί καλύτερα να κατανοηθεί όταν συνειδητοποιούμε ότι στην Ελλάδα, η οποία είναι σχετικά το πιο βιομηχανοποιημένο Βαλκανικό κράτος, τρία τέταρτα ενός συνολικού πληθυσμού 7.150.000 (μέτρηση 1940) εξαρτώνται από την γεωργία για την επιβίωσή τους. Η καλλιεργήσιμη γη της χώρας δεν είναι μεγαλύτερη από 1.975.000 εκτάρια που εμφανέστατα είναι ανεπαρκής. Τόσο οι Έλληνες όσο και οι ξένοι παρατηρητές είναι απαισιόδοξοι για τις προοπτικές αύξησης της γεωργικής παραγωγής ώστε να ανταποκριθεί στις ανάγκες του πληθυσμού. Με ένα ετήσιο ποσοστό γεννήσεων 30,94 τοις χιλίοις ανάμεσα στον αγροτικό πληθυσμό, η αύξηση της καλλιέργειας της αγροτικής γης, σε σύγκριση με το 23,84 τοις χιλίοις ποσοστού γεννήσεων ανάμεσα στον αστικό πληθυσμό θα πρέπει να φτάνει στα 70.000 εκτάρια το χρόνο για τα επόμενα 15 χρόνια.
Εν τούτοις, όπως η Ντόρριν Γουόριμερ ορθά λέει στο εξαιρετικό βιβλίο της «Τα οικονομικά της Αγροτικής Καλλιέργειας»:Είναι ο βαθμός της εκβιομηχάνισης, σε συνδυασμό με την πολιτική χειραφέτηση, που καθορίζει το επίπεδο της αγροτιάς. Σε μια βιομηχανική χώρα ο αγρότης έχει το πλεονέκτημα της πρόσβασης στην αστική αγορά, στην οποία μπορεί να αγοράσει κρέας και γαλακτοκομικά· ο γεωργικός εξοπλισμός είναι φτηνότερος και η πίστη μπορεί να κερδηθεί με ευκολία. Το πιο σημαντικό είναι ότι σε μια βιομηχανική χώρα η αγροτική γη μπορεί να είναι μεγάλη γιατί ο αυξανόμενος πληθυσμός κινείται προς την βιομηχανία… Είναι στην Ανατολή, στη ζώνη ανάμεσα στην Βαλτική, την Αδριατική και τη Μαύρη Θάλασσα που το αληθινό πρόβλημα της Ευρωπαϊκής γεωργίας υπάρχει. Δυναμώνει γιατί αυτές οι περιοχές είναι κομμένες από την Ευρωπαϊκή βιομηχανική αγορά».
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η αγροτική οικονομία όλων των Βαλκανικών χωρών, με την εξαίρεση της Ελλάδας, δέθηκε στη σοβιετική βιομηχανία. Έχει μικρή σημασία για τον Έλληνα αγρότη να ξέρει ότι η μοίρα του πρόκειται να δεθεί με την βιομηχανία της Δυτικής Ευρώπης και τη Μεγάλη Βρετανία στον καιρό που η Γερμανική βιομηχανία καταστρέφεται και όλη της η οικονομία έχει κατρακυλήσει· όταν η Γαλλική οικονομία έχει χάσει όλη την διεθνή της σημασία και αναπροσαρμόζεται στις περιορισμένες δυνατότητες που προσφέρονται από την εγχώριά της αγορά· όταν η Βρετανική οικονομία, που ήδη αρκετά χρόνια πριν τον πόλεμο σταθερά μείωνε τις εισαγωγές της από την Ευρώπη, είναι στερημένη από τις βασικές της πηγές. Αφημένη στον εαυτό της, φυσιολογικά η Ελληνική βιομηχανία δεν μπορεί να είναι σε καλύτερη θέση από την γεωργία της.
Η Ελληνική βιομηχανική ανάπτυξη ήταν αναιμική και έδειξε σημάδια μιας σοβαρής προόδου μόνο στα χρόνια που ακολούθησαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή ήταν η περίοδος της επέκτασης, παρόλο που το κεφάλαιο σπάνιζε και τα επιτόκια ήταν πολύ ψηλά, το τραπεζικό σύστημα ασθενικό για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της βιομηχανίας, τα εμπορικά δάνεια πολύ σύντομα και η εξειδικευμένη εργασία πρακτικά ανύπαρκτη. Η έλλειψη κάρβουνου ήταν ένα εμπόδιο στην ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας και έμμεσα συνεπώς της χημικής βιομηχανίας. Εν τούτοις, ο πιο ανησυχητικός παράγοντας για την Ελληνική βιομηχανία, περιλαμβάνοντας την βιομηχανία τροφίμων, την ένδυση, την μεταλλουργική και την χαρτοβιομηχανία είναι το γεγονός ότι, επειδή ήταν μια ντόπια βιομηχανία που δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί με τις διεθνείς αγορές, οι τιμές των προϊόντων είχαν την τάση να πέφτουν ενώ αυτές των διεθνών αγορών αυξάνονταν ξανά κατά τη διάρκεια των τελευταίων προπολεμικών χρόνων.
Καθώς μόνο μια μεγαλύτερη βιομηχανική παραγωγή μπορεί να απορροφήσει τον πλεονάζοντα αγροτικό πληθυσμό, η Ελληνική οικονομία είναι αντιμέτωπη με την επιτακτική ανάγκη τόσο να βρει ένα επαρκές ποσό μακροπρόθεσμων δανείων για την αναδιοργάνωση και επέκτασή της και την απόκτηση των απαραίτητων ξένων αγορών για να απορροφήσει μια βιομηχανική παραγωγή που δεν μπορεί να παραμείνει στα τόσο στενά πλαίσια της εγχώριας αγοράς. Από τη στιγμή της ενσωμάτωσης των βόρειων Βαλκανικών χωρών στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, οι ευκαιρίες είναι πρακτικά μηδαμινές τα ελληνικά βιομηχανικά προϊόντα ακόμα και να περάσουν την Ντανούμπια.
Όταν ένα έθνος συρρικνώνεται σε μια κατάσταση ζητιανιάς ή απόλυτης εξάρτησης σε μια ξένη εξουσία που στοχεύει στην μονοπώληση του εμπορίου του, αυτό το έθνος παύει να παίζει έναν ιστορικό ρόλο· η εθνική του ζωή χάνει όλη την πολιτισμική σημασία και η μοίρα του σταδιακά παύει να κινεί οποιοδήποτε αληθινό ενδιαφέρον στις χώρες που κάνουν ιστορία. Αυτή είναι η τραγική κατάσταση της Ελλάδας σήμερα.
Τελικά, η μόνη πιθανή διέξοδος από μια τέτοια μοίρα θα είναι για τις μάζες να πάρουν την μοίρα τους στα χέρια τους. Εν τούτοις, από τη σκοπιά των πραγματικών σχέσεων των διεθνών δυνάμεων, η εξέγερση του Ελληνικού λαού δε θα συναντήσει αποτελεσματική υποστήριξη και θα οδηγήσει μόνο στην αντικατάσταση της Ελλάδας από μια σφαίρα επιρροής σε μια άλλη και θα σημάνει την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην τροχιά της Ρωσίας. Σε ποιά έκταση αυτή θα ωφελήσει τις μάζες είναι φυσικά ζήτημα υπολογισμού. Ο τρόπος όμως με τον οποίο η Ρωσία λύνει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τις εθνικές και αγροτικές ανάγκες των χωρών στις οποίες κυριαρχεί δεν δίνει εγγυήσεις ότι, από τη στιγμή που θα τεθούν κάτω από τα προστατευτικά της φτερά, οι Έλληνες θα πετύχουν αυτήν την ελευθερία από τον φόβο, και την ελευθερία από την ζητιανιά, που τους υποσχέθηκε ο Ατλαντικός Χάρτης.
Αυτήν την ώρα οι Έλληνες δεν ξέρουν σε ποιόν να κοιτάξουν για υποστήριξη και περισυλλογή. Το μόνο που ζητούν είναι οι ζωές τους να μην είναι άλλο πια πιασμένες στα φαντάσματα της πείνας και της εξάντλησης.
Ο Πειρασμός της Εξουσίας
Οι κυρίαρχες τάξεις στην Ελλάδα πάντοτε ήταν πεισμένες ότι η αποστολή της χώρας ήταν η περιφρούρηση της κληρονομιάς ενός ένδοξου παρελθόντος και να επανακτήσει την εξουσία και το κύρος των Αρχαίων και Βυζαντινών καιρών. Οι Έλληνες εθνικιστές, δημόσια τουλάχιστον, ποτέ δεν διερωτήθηκαν για την ιστορική και πολιτική εγκυρότητα αυτής της οπτικής γωνίας.
Η σύγχρονη Ελλάδα πέτυχε την ανεξαρτησία της μετά από μια μακρά και πικρή μάχη στη δεκαετία του ‘20 τον 19ο αιώνα ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι συνθήκες οι ευνοϊκές για την απελευθέρωση εγκαθιδρύθηκαν στο τέλος του 18ου αιώνα με την άνοδο της Μεσαίας Τάξης. Ήταν αυτή η τάξη των εμπόρων που προίκισε την Ελλάδα με την πολιτική βούληση και την οικονομική δυνατότητα να αποτινάξει τον Τουρκικό ζυγό. Οι ελληνικές θαλάσσιες πόλεις και η ελληνική μπουρζουαζία όφειλαν την περιουσία τους στη Ρωσία. Ήταν αυτή που ανάγκασε την Τουρκία να επιτρέψει στα Ελληνικά καράβια να πλεύσουν στην Μαύρη Θάλασσα και την Μεσόγειο με Ρωσική σημαία. Έχοντας εξαιρεθεί από τους βαρείς τουρκικούς φόρους οι Έλληνες πλοιοκτήτες συσσώρευσαν αξιοπρόσεκτες περιουσίες και φυσιολογικά ήταν επίσης ικανοί να πάρουν πλεονεκτήματα από την κρίσιμη κατάσταση που δημιουργήθηκε για τους Γαλλικούς και Αγγλικούς εμπορικούς στόλους στη Μεσόγειο λόγω των Ναπολεόντειων Πολέμων.
Κάτω από την ώθηση της Γαλλικής Επανάστασης η Ελληνική μπουρζουαζία θέσπισε ένα φιλελεύθερο σύνταγμα, αλλά η πίεση της πολύ αντιδραστικής Ιερής Συμμαχίας έδειξε σε αυτήν ότι η εξουσία, στην απελευθερωμένη Ελλάδα, έμεινε στα χέρια των πιο συντηρητικών στοιχείων, τους φεουδαλικά σκεπτόμενους υπαλλήλους του τσάρου και του σουλτάνου και τους ηγέτες των ανταρτών που είχαν μετατραπεί σε γαιοκτήμονες. Παρά τις εσωτερικές τους διαμάχες οι Έλληνες γαιοκτήμονες και οι έμποροι μοιράστηκαν την πεποίθηση ότι το λιλιπούτειο Ελληνικό κράτος, δημιουργημένο το 1930, ήταν προορισμένο να αναγεννήσει την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Για 90 χρόνια οι κυβερνήτες της Ελλάδας μοιράστηκαν την ελπίδα ότι ο Βασιλιάς των Ρωμιών θα στεφθεί αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη αφότου τα Ελληνικά στρατεύματα την ανακαταλάβουν από τον Άπιστο.
Τέτοια αφοσίωση στο Βυζαντινό παρελθόν οδήγησε στην αποστέωση της Ελληνικής κουλτούρας, καθώς η μεζούρα του Βυζαντινού αρχαϊσμού εφαρμόστηκε στο νόμο, την γλώσσα, την ιστορία, την τέχνη και την φιλοσοφία. Ήταν μόνο στα 1922, όταν το αναγεννημένο από την ισχυρή ώθηση του Κεμαλικού κινήματος Τουρκικό κράτος, έδωσε στα ελληνικά στρατεύματα ένα συντριπτικό χτύπημα, τότε που η Ελλάδα τελικά ξύπνησε στην πραγματικότητα και απελευθέρωσε τον εαυτό της από την εμμονή των Βυζαντινών ονείρων. Η εγκαθίδρυση μιας δημοκρατίας ήταν η πιο εμφανής μορφή μιας σειράς αλλαγών με τις οποίες εφαρμόζονταν μια σειρά ιδεολογικών αναπροσαρμογών. Ο Ελληνικός εθνικισμός ήταν τώρα ελεύθερος από την αίσθηση της αποστολής και βαθμιαία συνδέθηκε με τα δημοκρατικά ιδανικά της οικονομικής ευημερίας, της πολιτικής ισότητας και του κοινωνικού κράτους.
Δυστυχώς οι Έλληνες επρόκειτο γρήγορα να χάσουν την πίστη τους στα νέα ιδανικά τους και δέκα χρόνια μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας η απελπισία και η μιζέρια είχαν ήδη αντικαταστήσει την αυτοπεποίθηση των αρχών του ‘20. Στα μέσα του ‘30 η δημοκρατία ανατράπηκε αλλά η αποκατεστημένη μοναρχία δεν σηματοδότησε μια επιστροφή στα ρομαντικά όνειρα της προηγούμενης περιόδου. Ο βασιλιάς δεν είχε επανέλθει με σκοπό να αναγεννήσει τον ξεπερασμένο μύθο ενός Βυζαντινού παρελθόντος. Τα νέα ιδεολογικά ενδύματα της μοναρχίας ήταν κομμένα και ραμμένα στα μέτρα της συρρικνωμένης περιουσίας των στεγνών χρόνων και αποτελούνταν από ένα φασιστικό μπλουζάκι βαμμένο στο ελληνικό μπλε. Το παλάτι επρόκειτο να υπηρετήσει σαν το σημείο επιτάχυνσης μιας σθεναρής αντιμπολσεβίκικης εκστρατείας που τότε εξαπλώνονταν σε όλη την Ευρώπη. Οδηγημένες στην αντιπολίτευση, οι δημοκρατικές δυνάμεις απάντησαν με μια αντεπίθεση η οποία στηρίχτηκε σε συνθήματα παραγμένα στα εργαστήρια των λαϊκομετωπικών ιδεολογιών. Ενώ η μοναρχία έγινε το πιο ισχυρό σύμβολο του αντιμπολσεβικισμού, η δημοκρατία έγινε η σημαία του αντιφασισμού.
Πριν οι Έλληνες προλάβουν να σκεφτούν σοβαρά για την ιδεολογική φτώχεια του πολιτικού δόγματος και των δύο στρατοπέδων βρέθηκαν πιασμένοι στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι μία από τις τραγικές ειρωνείες της ιστορίας ότι μόνο κατά τη διάρκεια αυτής της σύγκρουσης οι Έλληνες βρήκαν την ευκαιρία να ταυτιστούν με επιτυχία με το παρελθόν τους. Η περίσταση δόθηκε όταν, στην επική υποχώρησή τους από τα βόρεια σύνορα, έστησαν μια λυσσαλέα αντίσταση στο πεδίο μάχης των Θερμοπυλών. Αναμφίβολα η ικανοποίηση που προκλήθηκε από μια ταύτιση με ένα ένδοξο και αρχαίο παρελθόν βοήθησε πολύ τον Έλληνα κατά τη διάρκεια της εχθρικής κατοχής να φέρει σε πέρας τις πιο τολμηρές και ηρωικές πράξεις αντέχοντας με σθένος τις στερήσεις και τις συμφορές που προκλήθηκαν από έναν αδίστακτο εχθρό. Δυστυχώς τα συμπεράσματα που βγήκαν από τους Έλληνες με τη βιαστική σύγκριση ανάμεσα στην αντίσταση των Σπαρτιατών ενάντια στους Πέρσες και τον αγώνα ενάντια στα στρατεύματα του Χίτλερ δεν είναι σε καμία περίπτωση δικαιωμένα και, μακροπρόθεσμα, το μόνο που βοήθησαν ήταν να αυξηθεί η πικρία και το αίσθημα της αυταπάτης που ακολούθησε την απελευθέρωση. Οι Έλληνες ξέχασαν ότι η ιστορία δε δίνει σημασία σε αυτές τις τυχαίες υποτροπές των γεγονότων που τόσο συχνά φλογίζουν τη φαντασία του ανθρώπου.
Στον δυστυχισμένο Έλληνα το πρόβλημα της εξουσίας εμφανίζεται τώρα σε όλη του την τρομακτική σκληρότητα. Το κύριο καθήκον μιας Ελληνικής κυβέρνησης, είτε είναι βασιλική ή δημοκρατική, φιλο-Βρετανική ή φιλο-Ρωσική είναι να παραμείνει στην εξουσία και να διατηρήσει την τάξη. Για να το πετύχει αυτό πρέπει να στηριχτεί στην οικονομική και στρατιωτική βοήθεια μιας προστάτιδας δύναμης. Τα Ελληνικά στρατεύματα εμφανώς δεν μπορούν να προσφέρουν οποιαδήποτε σοβαρή αντίσταση στα στρατεύματα που μια ξένη μεγάλη δύναμη μπορεί να συγκεντρώσει στα σύνορά της. Παραπέρα, καθώς μια αλλαγή φρουράς δεν θα συναντήσει την ολόψυχη αποδοκιμασία της χώρας, το καθήκον ενός ξένου εισβολέα θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από την υποστήριξη που θα συναντήσει από την αντιπολίτευση. Τα πολιτικά κόμματα στα Βαλκάνια ποτέ δεν έχουν δυσκολία να αποδείξουν ότι η Κυβέρνηση προδίδει τα εθνικά συμφέροντα. Λιγότερο εύκολο είναι να καθοριστεί ποιες είναι οι αληθινές εθνικές φιλοδοξίες. Αυτό το τραγικό δίλημμα έχει γίνει τώρα μια έμμονη ιδέα στην Ελλάδα. Το να κυβερνάς σήμερα έχει γίνει συνώνυμο με το να υπηρετείς ξένα συμφέροντα και να καταπιέζεις τον ντόπιο πληθυσμό. Ακόμα και η απλή άσκηση της εξουσίας μπορεί τώρα να ερμηνευτεί σαν κατάχρηση εξουσίας. Τα μόνα μέσα της διακυβέρνησης συνίστανται στην προδοσία των εθνικών ιδανικών στο όνομα των οποίων οι κυβερνώντες ήρθαν στην εξουσία. Τίποτα το παράλογο τότε που κάτω από τέτοιες συνθήκες λίγοι ιδεαλιστές θα υποκύψουν στον πειρασμό να κυβερνήσουν.
Η Δοκιμασία του Πάθους
Πιασμένες ανάμεσα στην εμμονή της πείνας και τον φόβο της τυραννίας οι φιλοδοξίες μιας παθιασμένης νεολαίας είναι περιορισμένες στο έπακρο. Σε σύγκριση με τα διεθνή δεδομένα, η Ελληνική νεολαία ζει σε μια ατμόσφαιρα αυξανόμενης διανοητικής φτώχειας. Αυτοί που φιλοδοξούν να χτίσουν μια περιουσία θα κοιτάξουν να ικανοποιήσουν τον πάθος τους για λεφτά σε ξένα εδάφη˙ αυτοί που το πάθος τους κατευθύνεται προς την εξουσία, θα κοιτάξουν να αποκτήσουν ξένη προστασία˙ αυτοί που καταλαμβάνονται από το πάθος για επιστημονική και καλλιτεχνική γνώση θα μεταναστεύσουν, γιατί η χώρα τους δεν μπορεί να τους παράσχει επαρκώς εξοπλισμένα εργαστήρια, βιβλιοθήκες και μουσεία.
Περιορισμένος στη χρήση της εθνικής γλώσσας μόνο, ο Έλληνας συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να προσαρμόσει τον εαυτό του στην τραγωδία της χώρας του. Διαφορετικά απ’ ό,τι η γλώσσα κάποιων άλλων μικρών Ευρωπαϊκών κρατών, τα ελληνικά δεν είναι συμβατά με την ομιλούμενη οποιουδήποτε άλλου μείζονος σύγχρονου ιδιώματος. Η λυρική ποίηση έχει γίνει το όχημα με τα μέσα του οποίου η ιδιωτική και εθνική απομόνωση και μια κραυγή αγωνίας για μια κοινότητα με την ανθρωπότητα ή το εθνικό παρελθόν, προκαλούνται εύστοχα. Οι νουβέλες και τα δράματα ωστόσο, εξαιτίας του ότι είναι εκφράσεις υψηλά ανεπτυγμένων κοινωνιών δεν έχουν βρει σε μια χώρα, κοινωνικά και πολιτικά τόσο διαταραγμένη όπως η Ελλάδα, ένα έδαφος στο οποίο να απλώσουν στέρεες ρίζες.
Συμπέρασμα
Το Ελληνικό πεπρωμένο σχηματίζει μία παράλληλο με το Εβραϊκό πεπρωμένο. Ενώ η Εβραϊκή τραγωδία είναι αυτή της διασποράς, η Ελληνική είναι αυτή του περιορισμού σε μια χώρα πολύ μικρή για να είναι άλλο πια ο οίκος των ονειρευτών εξαίσιων ονείρων. Αυτή η τραγωδία είναι ένα εθνικό θέμα που συχνά έχει επαναληφθεί. Ήδη στην Αρχαιότητα, ο Αριστοτέλης προέβλεψε ότι σκοπός της Ελλάδας είναι να υπηρετήσει το ανερχόμενο αστέρι της Μακεδονίας. Ήταν ο εκρωμαϊσμένος Πολύβιος ωστόσο, ο πιο φιλοσοφημένος Έλληνας ιστορικός, που έφερε την αλλαγή της υποταγής μέχρι το ύψος μιας ιστορικής αναγκαιότητας. Αιώνες μετά, αφότου η χριστιανοσύνη πλούτισε την αρχαία σοφία με το βαθύ νόημα του έρωτα, ο Ελ Γκρέκο, με καταγωγή την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στην Ισπανία. Ασπαζόμενος τα ιδανικά και τη θρησκεία της νέας του χώρας αυτός ο μεγάλος καλλιτέχνης πρόσθεσε στην αλλαγή της υποταγής την κινητήρια δύναμη μιας νέας πίστης.
Σε έναν κόσμο που παλεύει απεγνωσμένα, όπως ο δικός μας σήμερα, να εναρμονίσει συγκρουόμενες εθνικές και διεθνείς τάσεις, ο ρόλος των προικισμένων με βαθιά ιστορική συνείδηση διανοούμενων που έρχονται από μικρές χώρες, είναι, αφήνοντας στην άκρη πολιτισμικές διαφορές, να συγχρονιστούν με τις ανάγκες μιας ανθρωπότητας που υποφέρει, προσπαθώντας να τις εκφράσουν με προνοητικότητα και διορατικότητα.
Μετάφραση Ερνέστο Αγγελής
Σ.τ.Μ.: Το άρθρο του σουρεαλιστή ποιητή και δοκιμιογράφου Νικόλαου Κάλα είναι αχρονολόγητο. Είναι όμως πιθανότατα γραμμένο στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου 1946-1949. Ο Κάλας απευθύνεται στην διανόηση της Αμερικής όπου και ο ίδιος ζει από το 1940.