Το αδιέξοδο του ρεφορμισμού και του «δημοκρατικού» δρόμου προς τον σοσιαλισμό
Εισαγωγή
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1973 ο στρατηγός Πινοσέτ ανατρέπει τον εκλεγμένο πρόεδρο της Χιλής Σαλβαντόρ Αλιέντε με πραξικόπημα και εγκαθιδρύει μια σκληρή δικτατορία, η οποία δολοφόνησε και βασάνισε χιλιάδες ανθρώπους και συντρόφους, εγκαθιστώντας οικονομικά το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο που βιώνουμε σήμερα σε όλο τον κόσμο.
Ωστόσο εδώ αξίζει να δούμε μια πλευρά της ιστορίας που συνήθως δεν ακούγεται από τα αστικά Μ.Μ.Ε. ή τη «δημοκρατική» Αριστερά και τα Κομμουνιστικά Κόμματα. Ειδικά το κομμάτι της αριστεράς που προσπαθεί να δημιουργήσει ένα φωτοστέφανο δόξας γύρω από τον Αλιέντε –για να πάρει και το ίδιο μερίδιο της ακτινοβολίας;-, «ξεχνά» ότι ήταν η ίδια η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας που ενδιαφερόταν περισσότερο να περιορίσει την εργατική τάξη παρά να αντιμετωπίσει τους πραξικοπηματίες.
Η κυβέρνηση του Αλιέντε έδειξε πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον Πινοσέτ και τις αστικές Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες αργότερα θα ηγηθούν του πραξικοπήματος. Ενώ η εργατική τάξη ήθελε να εξοπλιστεί, οι Ένοπλες Δυνάμεις εφάρμοσαν τον «νόμο περί ελέγχου των όπλων» που ψηφίστηκε από την ίδια την κυβέρνηση του Αλιέντε το 1972 για να την αφοπλίσουν και στη συνέχεια να μπορέσουν να την συντρίψουν.
Αυτά τα διδάγματα από την ιστορία για μια ακόμη φορά χρησιμεύουν για να μας θυμίσουν ότι δεν υπάρχει «ειρηνικός δρόμος προς το σοσιαλισμό» και ότι η εργατική τάξη πρέπει να αγωνιστεί ανεξάρτητα ως τάξη, ενάντια σε όλες τις παραλλαγές των αφεντικών, δεξιές και «αριστερές» ανατρέποντας το αστικό κράτος και όλους τους πολιτικούς και κατασταλτικούς θεσμούς του. Η καταστροφή του καπιταλιστικού κράτους και η επιβολή του κράτους της εργατικής τάξης είναι το μόνο δυνατό βήμα: αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε προς μια κοινωνία χωρίς τάξεις και αφεντικά. Ας δούμε όμως τα γεγονότα.
- Εκλογική νίκη και κοινοβουλευτικός δρόμος
Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1970, ο Αλιέντε κερδίζει στις προεδρικές εκλογές στη Χιλή. Αυτός ο εκλογικός θρίαμβος αντανακλούσε την άνοδο της εργατικής τάξης και του αγροτικού και λαϊκού κινήματος που είχε αρχίσει να δυναμώνει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η Λαϊκή Ενότητα, που σχηματίστηκε βασικά από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα και το Ενωμένο Κίνημα Λαϊκής Δράσης (MAPU), αναδύθηκε ως ένας ρεφορμιστικός συνασπισμός που πρότεινε ως στρατηγικό προσανατολισμό τον «Χιλιανό δρόμο προς το σοσιαλισμό». Αυτός ο πολιτικός προσανατολισμός βασίστηκε στην υποτιθέμενη δυνατότητα απόκτησης, μέσω εκλογών, μεγαλύτερης εξουσίας στο Κοινοβούλιο και ως εκ τούτου, εμβάθυνσης των μέτρων που απαιτούνται για τον μετασχηματισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας και την μετάβαση στο σοσιαλισμό.
Μάλιστα, ο Λουΐς Κορβαλάν, γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής τότε έγραφε στο περιοδικό Chile Hoy: «Δεν έχουμε επισημάνει δύο υποχρεώσεις (των κομμουνιστών μετά τις εκλογές) αλλά τρεις. Η τρίτη είναι να διασφαλίσουμε ότι θα φτάσουμε στις εκλογές του 1976 και θα εξασφαλίσουμε τη νίκη μιας νέας λαϊκής και επαναστατικής κυβέρνησης που συνεχίζει το έργο που έχει ανατεθεί στο σύντροφο Αλιέντε. Αυτές οι τρεις υποχρεώσεις είναι στενά συνδεδεμένες και ουσιαστικά σκιαγραφούν μια επαναστατική προοπτική που απλώς επιβεβαιώνει τον γνωστό προσανατολισμό του Κομμουνιστικού Κόμματος με την έννοια ότι είναι δυνατόν στις συγκεκριμένες συνθήκες της χώρας μας, να γίνει η αντιιμπεριαλιστική και αντιολιγαρχική επανάσταση και να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός χωρίς την ανάγκη ένοπλης αντιπαράθεσης». Ο «ειρηνικός δρόμος» σε όλο του το μεγαλείο. Και η αναθεώρηση του Μαρξισμού επίσης.
- Πριν τις εκλογές: αστική τάξη και εργατικό κίνημα
Αλλά ήδη πριν από τις εκλογές, η αστική τάξη της Χιλής και ο Αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, ή όπως οι Λατινοαμερικάνοι συνηθίζουν να τον αποκαλούν ο «Γιάνκικος ιμπεριαλισμός», συζητούσαν την ανάγκη να σταματήσει η άνοδος της Λαϊκής Ενότητας στην κυβέρνηση. Ωστόσο, οι εργατικές απεργίες και οι καταλήψεις γης που λάμβαναν χώρα ανήγγειλαν μια πολιτική ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών και των καταπιεζόμενων μαζών γενικότερα. Στις 20 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε απόπειρα πραξικοπήματος στο σύνταγμα Tacna στο Σαντιάγο· η CUT (ΓΣΕΕ) κάλεσε σε γενική απεργία. Οι εργάτες και υποστηρικτές του Αλιέντε περικύκλωσαν το σύνταγμα, και αμέσως μετά οι ηγέτες του πραξικοπήματος παραδόθηκαν. Ο Ιανουάριος του 1970 ξεκίνησε με απεργίες στις μεγάλες βιομηχανίες του Σουμάρ και της Φένσα και με μια δραματική «πορεία πείνας» των ανθρακωρύχων του Οβάλ. Τον Φεβρουάριο οι εργάτες κατέλαβαν το εργοστάσιο νουντλς Carozzi, εργάτες στον τομέα των δερμάτινων ειδών και υποδημάτων τον παρέλυσαν και δεκάδες χιλιάδες συνταξιούχοι κινητοποιήθηκαν σε όλη τη Χιλή για να ζητήσουν αύξηση της των άθλιων συντάξεών τους. Οι αγροτικοί αγώνες επίσης αναπτύχτηκαν παράλληλα με τον αγώνα των εργατών στις επαρχίες Κουρικό, Νούμπλε και Μαγαλάνες. Τον Μάρτιο, οι λιμενεργάτες παρέλυσαν τα λιμάνια, οι καταλήψεις κτιρίων επεκτάθηκαν στο Κοκουΐμπο και στο O’Higgins ξέσπασε απεργία.
Αντιμέτωποι με τη δύναμη της εργατικής ανόδου, οι καπιταλιστές αποφάσισαν να περιμένουν τις εκλογές για να πραγματοποιήσουν ένα στρατιωτικό πραξικόπημα που θα ανέστρεφε τη σχέση δυνάμεων μεταξύ των τάξεων. Μετά τη νίκη στις εθνικές εκλογές, η πόλωση έγινε ακόμα βαθύτερη. Η δεξιά, η οποία είχε κερδίσει τη δεύτερη θέση με τον υποψήφιό της Χόρχε Αλεσάντρι, ξεκίνησε μια σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων και λίγες ημέρες πριν την κοινοβουλευτική συνεδρίαση που επρόκειτο να δώσει την εξουσία στον Αλιέντε, δολοφονήθηκε ο αρχηγός του στρατού, Ρενέ Σνάιντερ. Οι Χριστιανοδημοκράτες απαίτησαν από τον Αλιέντε να σεβαστεί τις «δημοκρατικές εγγυήσεις» ως αντάλλαγμα για την αποδοχή του διορισμού του ως Προέδρου του Έθνους. Τέλος, ο Αλιέντε διορίστηκε αρχηγός της κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση, η δεξιά και η αστική τάξη συνέχιζαν να συνωμοτούν, ήδη αποφασισμένοι να ανατρέψουν την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας.
- Ανάληψη εξουσίας και διάλογος με… την αστική τάξη
Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο Αλιέντε θα προβεί πράγματι σε μια σειρά σημαντικών βημάτων, όπως η παύση πληρωμής του εξωτερικού χρέους και η αποκατάσταση των σχέσεων με την Κούβα. Αύξηση των μισθών κατά 35% και εθνικοποίηση των τραπεζών αγοράζοντας τις μετοχές τους, χωρίς όμως να τις απαλλοτριώσουν. Εθνικοποιεί το χαλκό, το κύριο προϊόν της Χιλής, και προωθεί την αγροτική μεταρρύθμιση που είχε ξεκινήσει διστακτικά ο προκάτοχός του, ο Χριστιανοδημοκράτης Εδουάρδο Φρεϊ.
Στον τομέα της οικονομίας, η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας όρισε τρεις τομείς: «κοινωνικούς», που αποτελούνταν από τις κρατικές εταιρείες, «μικτούς», στους οποίους η κυβέρνηση είχε μερίδιο και τους καθαρά «ιδιωτικούς». Τα μέτρα που πήρε ο Αλλιέντε όξυναν τις κοινωνικές συγκρούσεις. Οι εργάτες απαίτησαν περισσότερα και κατέλαβαν τα εργοστάσια οργανώνοντας τις Βιομηχανικές Κορντόνες, πραγματικά έμβρυα εργατικής δύναμης, ενώ οι καπιταλιστές εναντιώθηκαν στην κυβέρνηση και οργάνωσαν μποϊκοτάζ και λοκ άουτ.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, ο κυβερνητικός ρεφορμισμός επιδίωξε να συμφιλιωθεί με τα κόμματα της αστικής τάξης και τις Ένοπλες Δυνάμεις. Η Λαϊκή Ενότητα και η Κυβέρνηση ξεκίνησαν… διάλογο με την αστική τάξη και προσπάθησε να θέσει φρένο στα σώματα της δυαδικής εξουσίας που απέκτησαν δύναμη τον Οκτώβριο του 1972, όπως τα Συμβούλια Εφοδιασμού και Ελέγχου Τιμών, για παράδειγμα, που ξεκίνησαν τον Οκτώβριο για να ελέγξουν τη διανομή, ανοίγοντας καταστήματα μέσω της δράσης των μαζών, επιτιθέμενοι στην κερδοσκοπία και τη μαύρη αγορά. Από την άλλη πλευρά, μη απαλλοτριώνοντας την αστική τάξη, η κυβέρνηση επέτρεψε στους θεμελιώδεις μοχλούς της οικονομίας να παραμείνουν στα χέρια των καπιταλιστών που, με τη σειρά τους, οργάνωσαν τη μαύρη αγορά και προώθησαν το οικονομικό χάος για να αποσταθεροποιήσουν το καθεστώς.
- Απόπειρα πραξικοπήματος και εμπιστοσύνη στο στρατό
Στις 29 Ιουνίου, ένα τμήμα των Ενόπλων Δυνάμεων οργάνωσε μια απόπειρα πραξικοπήματος, γνωστή ως «el tancazo». Γρήγορα ο Αλιέντε απευθύνεται στους εργάτες για να αποφύγει την αντιπαράθεση: «Και από εκεί κάλεσα το λαό δύο φορές στο ραδιόφωνο. Πρώτον για να δείξω ότι πίστευαν στις Ένοπλες Δυνάμεις, στους Καραμπινιέρος και την Αστυνομία». Ποιος ήταν επικεφαλής αυτών των ενόπλων δυνάμεων; Οι στρατηγοί Πινοσέτ, Πίκερινγκ και Σεπουλβέδα, μεταξύ άλλων, που επρόκειτο να ηγηθούν και του τελικού πραξικοπήματος που ανέτρεψε την κυβέρνηση το 1973! Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, η κυβέρνηση του Αλιέντε επεδίωξε να… διευρύνει το διάλογο με τα ζόμπι της Χριστιανοδημοκρατίας. Τον Απρίλιο του 1973, ο Λουΐς Κορβαλάν, ο κύριος ηγέτης του ΚΚ στο περιοοδικό Chile Hoy, δηλώνει: «Είμαι βέβαιος ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις, είτε αποτελούν μέρος της κυβέρνησης είτε όχι, θα συνεχίσουν να υπερασπίζονται και να σέβονται τη νόμιμα συσταθείσα κυβέρνηση και, ως εκ τούτου, όσοι πιστεύουν ότι η αποχώρηση του στρατού από το υπουργικό συμβούλιο αφήνει τις πόρτες ανοιχτές για να ξεκινήσουν, όποτε τους βολεύει, ένα στασιαστικό κίνημα όπως αυτό του Οκτωβρίου, κάνουν λάθος».
Αλλά και το φιλο-επαναστατικό και υπέρ του… ανταρτοπόλεμου Αριστερό Επαναστατικό Κίνημα (Movimiento de Izquierda Revolucionaria – MIR) δήλωνε: «Οι Ένοπλες Δυνάμεις έχουν έναν πραγματικά πατριωτικό και δημοκρατικό ρόλο να παίξουν με το λαό υποστηρίζοντας τον αγώνα των εργατών ενάντια στην εκμετάλλευση της αστικής τάξης. (Punto Final περιοδικό, όργανο του MIR)
- Αλλά οι Κορντόνες…
Τη στιγμή που ο σταλινικός Κορβαλάν και το MIR έλεγαν αυτά, ο Αρμάντο Κρούσες, πρόεδρος των εργατών της Κορντόν Βικούν Μακένα, έλεγε ακριβώς το αντίθετο στη συνέντευξή του στην Avanzada Socialista Αρ. 72 στις 16/ 8/ 1973: «Στη Χιλή, αυτή τη στιγμή, το ίδιο πράγμα συμβαίνει και σε εμάς. Ο σύντροφος Αλιέντε, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είναι ρεφορμιστής, αγωνιστής του Σοσιαλιστικού μου Κόμματος, το οποίο διαπραγματεύεται με τον εχθρό κάθε στιγμή. Υπάρχουν δισταγμοί. Επιπλέον, το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει αποδείξει ότι είναι απόλυτα προσηλωμένο στην «κοινωνική ειρήνη» και σε αυτό έσυρε τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας; Και συνεχίζει: «Οι κινητοποιήσεις που κάνουν οι βιομηχανικές Κορντόνες στη Χιλή είναι ισχυρές. Στη Βικούνα Μακένα κινητοποιούμε 5.000 έως 7.000 εργαζόμενους και σε κάθε κινητοποίηση τρεις ή τέσσερις άνθρωποι πεθαίνουν». Τον Σεπτέμβριο του 1973, ο 26χρονος Αρμάντο Κρούσες δολοφονείται τελικά από τις Ένοπλες Δυνάμεις, ενώ αντιστεκόταν, μαζί με τους συντρόφους του, στο πραξικόπημα του Πινοσέτ στη Βικούνα Μακένα.
Το Kομμουνιστικό Kόμμα και το MIR όχι μόνο ταυτίστηκαν επαινώντας τον «πατριωτικό» στρατό, αλλά συμφώνησαν επίσης ότι οι βιομηχανικές Κορντόν πρέπει να προσαρτηθούν στη γραφειοκρατική CUT, την οποία ήλεγχαν οι Σταλινικοί, δηλαδή το Κομμουνιστικό Κόμμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η γνήσια αυτο-οργάνωση των εργαζομένων στις Κορντόνες θα ελεγχόταν και θα περιοριζόταν από τη γραφειοκρατία, κάτι το οποίο επιθυμούσε και η κυβέρνηση.
- Το τέλος και τα διδάγματα
Στο Βαλπαράϊζο και το Ταλκαουάν, οι πεζοναύτες ξεσηκώθηκαν τον Αύγουστο του 73 εναντίον των αρχηγών τους, διεκδικώντας το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και της οργάνωσης. Ζήτησαν υποστήριξη από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κομμουνιστικό Κίνημα και το Επαναστατικό Αριστερό Κίνημα (MIR) για να καταγγείλουν ένα πραξικόπημα που επρόκειτο να λάβει χώρα στις 6 Αυγούστου. Τέλος, και παρά το γεγονός ότι συμφώνησαν να καταγγείλουν δημοσίως το πραξικόπημα, τα εν λόγω κόμματα δεν έκαναν τίποτα. Οι πεζοναύτες συνελήφθησαν και βασανίστηκαν. Ενώ μια διακήρυξη του Σοσιαλιστικού Κόμματος και του Κομμουνιστικού Κόμματος ένα μήνα μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του Αυγούστου του 1973, συνεχίζει να επαινεί τις Ένοπλες Δυνάμεις: «…Για εμάς είναι σαφές ότι ποτέ δεν θα προσβάλλουμε τις Ένοπλες Δυνάμεις για ένα ασήμαντο περιστατικό, αδιάφορο για τη διαδικασία που περνάει η χώρα».
Την Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 1973, ο στρατός επιχείρησε να κάνει επιδρομή στο εργοστάσιο Sumar-Nylon, που ηγούνταν της Κορντόν του Σαν Χουακίν. Οι εργάτες αντιστάθηκαν και κάλεσαν τους εργάτες των άλλων εργοστασίων και πόλεων της περιοχής, οι οποίοι στράφηκαν εναντίον των κατασταλτικών δυνάμεων και τις ανάγκασαν να υποχωρήσουν. Ωστόσο την Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου, νωρίς το πρωί, μια δεξιά ομάδα εισέβαλε στο ραδιόφωνο του Πολυτεχνείου, και ο στρατός έκανε το ίδιο με το Εθνικό Ραδιόφωνο. Ο Αλιέντε μίλησε στο ραδιόφωνο στις 7: 30 π.μ. και ζήτησε από τους εργάτες να είναι «σε εγρήγορση και επαγρύπνηση» στους χώρους εργασίας τους. Αλλά δεν έδωσε συγκεκριμένα καθήκοντα πώς η εργατική τάξη θα αντιμετωπίσει το στρατό. Ήταν ήδη αργά. Κάθε βήμα της κυβέρνησης για διάλογο με την αστική τάξη, είχε σταματήσει την επαναστατική άνοδο της εργατικής τάξης της Χιλής και διευκόλυνε την προετοιμασία του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Στις δέκα το πρωί μίλησε και πάλι δημοσίως για να αναφέρει ότι του ζητήθηκε να παραιτηθεί. Είπε ότι δεν θα παραιτηθεί και αποχαιρέτησε το λαό. Έτσι το πραξικόπημα είχε θριαμβεύσει, σφάζοντας χιλιάδες εργάτες και φοιτητές που ηρωικά προσπάθησαν να αντισταθούν. Ο θάνατος/αυτοκτονία του Αλλιέντε, ήταν απλά μια ηρωική επισφράγιση του ρεφορμισμού του. Από την πλευρά του, το Κομμουνιστικό Κόμμα απέδειξε για άλλη μια φορά την ικανότητά του να θάψει το «επαναστατικό προτσές».
Οι Κόρντονες, ωστόσο, ήταν το τελευταίο προπύργιο αντίστασης στον Πινοσέτ. Βομβαρδισμένοι και χτυπημένοι από τη Χιλιανή Πολεμική Αεροπορία, εγκαταλελειμμένοι στη μοίρα τους από τα κόμματα της Αριστεράς και χωρίς καλό εξοπλισμό, έδωσαν ένα απίστευτο παράδειγμα εργατικού ηρωισμού και αυτοθυσίας.
Σήμερα, η Χιλή διέρχεται μια νέα επαναστατική πολιτική διαδικασία. Μια νέα γενιά αγωνίζεται στους δρόμους για να ξεφορτωθεί την κληρονομιά του Πινοσέτ. Είναι θεμελιώδες να αφομοιώσουμε τα διδάγματα από την εμπειρία των ρεφορμιστικών ηγεσιών του Σοσιαλιστικού Κόμματος και του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο σήμερα στη Χιλή μιλά για «πολιτική» επανάσταση και όχι κοινωνική, προκειμένου να προχωρήσουμε προς την πραγματική ταξική ανεξαρτησία της εργατικής τάξης στην πάλη για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης και την αταξική κοινωνία.
Αρ. Μα.
* Φωτογραφία : Coup of September 11, 1973. Bombing of La Moneda (presidential palace) By Biblioteca del Congreso Nacional, CC BY 3.0 cl, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=16325488