του Γιάννη Αγγέλη
(13/07/2022)
Είναι σύνηθες να χρησιμοποιούμε πολλές φορές κάποιες επετείους για να επισημάνουμε την συνέχεια αλλά και τις μεγάλες ρήξεις, που έχουν μεσολαβήσει από το «τότε» της συγκεκριμένης επετείου μέχρι το «σήμερα».
Μια τέτοια αφορμή είναι ο μήνας Ιούλιος. Πριν από δέκα ακριβώς χρόνια, τον μήνα Ιούλιο, εν μέσω μιας χωρίς προηγούμενο κρίσης χρέους και επιβίωσης του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, μαζί του και της ύπαρξης της Ζώνης των Ευρώ, ο Μάριο Ντράγκι, επικεφαλής της ΕΚΤ τότε, είχε δηλώσει επ’ ευκαιρία μιας ομιλίας του στο City του Λονδίνου, ότι η ΕΚΤ θα κάνει ό,τι κι αν χρειασθεί για την διάσωση του Ευρώ.
Ήταν το περίφημο “whatever it takes” που μέχρι σήμερα αποτελεί το σήμα κατατεθέν της ταύτισης της ύπαρξης του ευρώ με την Ε.Ε. και τον στόχο συγκεντροποίησης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers και την κρίση των subprime loans.
Λίγο-πολύ η δήλωση αυτή, που πάρθηκε «τοις μετρητοίς» τότε από τις χρηματαγορές, αποτέλεσε –μαζί με όλα όσα την συνόδευσαν, π.χ. πρόγραμμα ΟΤΜ κ.λπ.– το βαγόνι πάνω στο οποίο ταξιδεύει η ευρω-οικονομία, διασφαλίζοντας, ειδικά για τις ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες της Ευρωζώνης, προνομιακές συνθήκες στις διεθνείς αγορές ακόμα και μετά το 2008.
Τόσο μάλιστα που το ευρώ, παρά την μικρή του ηλικία να αποτελεί μέχρι τώρα το δεύτερο μετά το δολάριο αποθεματικό νόμισμα διεθνώς.
Αυτά μέχρι τώρα…, γιατί μόλις πριν από λίγους μήνες το ευρώ άρχισε ήδη να αντικαθίσταται στις διεθνείς συναλλαγές, όσον αφορά τον σημαντικότερο όλων τομέα της ενέργειας από το ρούβλι(!), μετά την ενεργοποίηση των περιβόητων κυρώσεων της Δύσης εναντίον της Ρωσίας με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία…
Νομισματική κρίση και χρέος
Τώρα όλοι φωνάζουν πανικόβλητοι για την «πτώση» του ευρώ.
Δέκα χρόνια μετά το Whatever it takes, η Ευρώπη και ειδικά η ΕΚΤ εμφανίζεται ανίκανη να κάνει πράξη την υπόσχεση του Μάριο Ντράγκι να στηρίξει το ευρώ, που έχει χάσει ένα υψηλό ποσοστό της συναλλαγματικής του «αξίας» και από το 1,1–1,2 που «ταξίδευε» στις διεθνείς συναλλαγματικές ισοτιμίες με το δολάριο, σήμερα διολισθαίνει ταχύτατα προς το ένα προς ένα με την προοπτική (πρόσφατη Έκθεση της Nomura) ότι, πριν τελειώσει το καλοκαίρι θα έχει πέσει κάτω από το ένα δολάριο.
Μια τέτοια εξέλιξη βέβαια είναι βασική κινητήρια δύναμη περαιτέρω αύξησης των πληθωριστικών πιέσεων στις οικονομίες της ζώνης του ευρώ, μαζί και των υπόλοιπων οικονομιών της Ε.Ε. των οποίων τα νομίσματα συνδέονται με το ευρώ με σχετικά σταθερές σχέσεις ισοτιμίας.
Υπό τις παρούσες συνθήκες μία τέτοια διολίσθηση δεν αφορά μόνο την συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο, αλλά την αποσταθεροποίηση του διεθνούς συστήματος νομισματικών ισοτιμιών, την μεγαλύτερη από την κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς το 1971, όταν οι ΗΠΑ αποφάσισαν να αποσυρθούν από τον μεταπολεμικό νομισματικό θεμέλιο λίθο του συστήματος της σταθερής σχέσης δολαρίου–χρυσού (Σχετικές αναφορές για το πλαίσιο και τις συνθήκες της εν εξελίξει νομισματικής κρίσης στη Νέα Προοπτική, μεταξύ άλλων στο «Το Ευρώ στα πρόθυρα (και) νομισματικής κρίσης», κ.λπ.).
Από πλευράς άμεσης αριθμητικής «ερμηνείας» της ταχείας διολίσθησης του ευρώ η «εξήγηση» είναι προφανής.
Η ταχύτερη αύξηση των επιτοκίων από την Fed έχει ισχυροποιήσει το δολάριο έναντι όλων των νομισμάτων. Με τις προγραμματισμένες αυξήσεις επιτοκίων από την Fed σε σύγκριση με εκείνες που έχουν ανακοινωθεί από την ΕΚΤ στο τέλος του καλοκαιριού οι αποδόσεις του τοκοφόρου κεφαλαίου στις ΗΠΑ θα είναι 2% υψηλότερο από την Ευρωζώνη, πράγμα βέβαια που διαμορφώνει συνθήκες «εξόδου» κεφαλαίων από την Ευρωζώνη στις ΗΠΑ.
Η ΕΚΤ από την πλευρά της δεν είναι σε θέση να… ακολουθήσει με τους ίδιους ρυθμούς τις αυξήσεις επιτοκίων, καθώς η Ευρωζώνη κυριαρχείται από μια χωρίς ιστορικό προηγούμενο ανισομέρεια δημόσιου και ιδιωτικού χρέους ανάμεσα στις οικονομίες της Ευρωζώνης.
Κάθε εκατοστό αύξησης της μονάδας στο επιτόκιο δανεισμού που ορίζει η ΕΚΤ στην Ευρωζώνη, αυξάνει τις εσωτερικές αντιφάσεις και «κατακερματίζει» το κόστος εξυπηρέτησης χρέους με διαλυτικές συνέπειες, οδηγώντας τις υπερχρεωμένες οικονομίες της Ευρωζώνης, όπως για παράδειγμα την Ιταλία, την Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία, αλλά και άλλες οικονομίες της κεντρικής Ευρώπης (π.χ. Βέλγιο) στα… κάγκελα της χρεοκοπίας.
Εξ ου και η άρον–άρον δέσμευση της ΕΚΤ να ενεργοποιήσει ένα νέο έκτακτο εργαλείο σωστικής παρέμβασης για τις οικονομίες που θα υποστούν τις μεγαλύτερες συνέπειες, δηλαδή κυρίως την Ιταλία και την Ισπανία και κατά δεύτερο λόγο την Ελλάδα.
Ο λόγος που η Ελλάδα δεν βρίσκεται στην αιχμή αυτής της κρίσης παρά το γεγονός ότι έχει μεγαλύτερο χρέος –μετά τα τρία μνημόνια– από την Ιταλία, έχει να κάνει με το γεγονός ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει περάσει από την αναδιάρθρωση του PSI και PSI+. Με την μνημονιακή αναδιάρθρωση του χρέους το 80% περίπου του χρέους έχει «μεταφερθεί» στον ESM και δεν υφίσταται τις άμεσες συνέπειες της αναταραχής των επιτοκίων που συμβαίνει στις αγορές.
Δεν ισχύει βέβαια το ίδιο και για το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα, που είναι κυριολεκτικά έρμαιο του νέας φάσης αναταραχής στις χρηματαγορές.
Με άλλα λόγια το Whatever it Takes του Μάριο Ντράγκι δεν μπορεί να εφαρμοσθεί σήμερα για την στήριξη του ευρώ, καθώς κάθε κίνηση στήριξης με την λογική της νομισματικής χαλάρωσης που εισήγαγε ο Μάριο Ντράγκι το 2012, πριν από 10 ακριβώς χρόνια, είτε με την αντίθετη κίνηση, συνθλίβεται από τις ισχυρότερες ανάγκες αφ’ ενός της Σκύλλας του πληθωρισμού και αφ’ ετέρου της Χάρυβδης της ενεργειακής κρίσης και της ύφεσης. Με άλλα λόγια το απόλυτο αδιέξοδο.
Το βαθύτερο επίπεδο της κρίσης
Πίσω όμως από αυτό το αδιέξοδο, λειτουργεί ένα βαθύτερο επίπεδο κρίσης που έχει να κάνει με την ρήξη της συνέχειας στην οικονομική εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας της Ευρωζώνης και του ευρώ, με την ενεργοποίηση των περιβόητων κυρώσεων της (ιμπεριαλιστικής) Δύσης απέναντι στην Ρωσία.
Μια ματιά σήμερα στην κατάσταση που επικρατεί στην Ευρώπη είναι ενδεικτική του οικονομικοπολιτικού αδιεξόδου που κυριαρχεί σχεδόν οριζόντια στην Ε.Ε.
Οι δυο από τις τρεις ισχυρότερες και βαθύτερα αλληλοσυνδεδεμένες οικονομίες της Ευρώπης, η Γερμανία και η Ιταλία, βρίσκονται σε πρωτόγνωρη κρίση.
Η υιοθέτηση της γραμμής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ απέναντι στην Ρωσία, αντί να προκαλέσει την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας, έχει οδηγήσει στην ισχυροποίηση του ρώσικου νομίσματος, σπρώχνοντας ταυτόχρονα στα πρόθυρα κατάρρευσης, οικονομικής και πολιτικής, την Ε.Ε.
Και αυτό γιατί της είναι αδύνατο υπό τις παρούσες συνθήκες να αντικαταστήσει τη Ρωσία και τους ατελείωτους και φθηνούς φυσικούς πόρους της, που αποτέλεσαν καθοριστικό στοιχείο της γερμανικής και ευρωπαϊκής οικονομικής «ευημερίας» των εμπορικών πλεονασμάτων, που αντιστάθμιζαν τις ανεπάρκειες της εσωτερικής πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής συνοχής του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Η Γερμανία έχει ήδη οδηγηθεί στο πρώτο εδώ και 30 χρόνια εμπορικό έλλειμμα, το πρώτο από την ενοποίηση της Γερμανίας. Και έχει υποχρεωθεί από την έλλειψη επάρκειας στην ενεργειακή της τροφοδοσία να εισάγει συνθήκες «πολεμικής οικονομίας» όπως οι ίδιοι την χαρακτηρίζουν.
Η Ιταλία αφού πρωτοστάτησε μαζί με τις ΗΠΑ στην καμπάνια εναντίον της Ρωσίας, ασφυκτιά σήμερα από την έλλειψη ενεργειακής τροφοδοσίας, από την οποία εξαρτάται η βιομηχανική «καρδιά» της στην Βόρεια Ιταλία, από την οποία επίσης εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό η τροφοδοσία της γερμανικής βιομηχανίας σε μηχανές και ανταλλακτικά.
Και οι δύο οικονομίες βυθίζονται σε πρωτοφανείς πληθωριστικές πιέσεις οι οποίες «σκοτώνουν» την εξαγωγική τους δυναμική, που αποτελούσε και την αιχμή της ευρωοικονομίας για το μόνιμο μέχρι πρόσφατα εμπορικό πλεόνασμα…
Χαρακτηριστικά αναφέρεται στις οικονομικές εκτιμήσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας ότι με τις σημερινές συνθήκες, για να μπορέσει η γερμανική βιομηχανία να ξαναγίνει ανταγωνιστική σε σύγκριση με αντίστοιχους τομείς της αμερικάνικης βιομηχανίας θα πρέπει το ευρώ να διολισθήσει στο 0,65 του δολαρίου. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν ισοδύναμο με την πληθωριστική διάλυση του ευρώ και της Ευρωζώνης…
Το οικονομικό αυτό αδιέξοδο έχει ήδη σπρώξει στα όρια της κατάρρευσης την –με χίλια ζόρια– επιβίωση της κυβέρνησης Ντράγκι στην Ιταλία, ενώ οδηγεί σε εσωτερικό πολιτικό κατακερματισμό την κυβέρνηση συνεργασίας του Σολτς στην Γερμανία.
Και για να ξαναγυρίσουμε στην επέτειο των δέκα χρόνων από το Whatever it Takes του Μάριο Ντράγκι, η Ευρωζώνη –και πίσω της βέβαια η Ουάσιγκτον που δρομολόγησε την επίθεση αυτή– έχει καταφέρει:
- αφ’ ενός να διαψεύσει την ικανότητα της ΕΚΤ να κάνει πράξη την δέσμευσή της του Ιουλίου 2012, καθώς η κρίση αυτή δεν επιλύεται με τα μέσα της νομισματικής πολιτικής και πολύ περισσότερο με νέα εργαλεία για την μείωση των spreads και
- αφ’ ετέρου να δρομολογήσει την ισχυρότερη «αυτοκτονική» προοπτική για το ευρώ και την Ε.Ε. «πυροβολώντας» τον εαυτό της με το πιστόλι των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας για λογαριασμό των ΗΠΑ.