
της Μαργαρίτας Κουτσανέλλου*
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε η συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε από συνδικαλιστές και εκπροσώπους σωματείων σε ανταπόκριση του καλέσματος της Διοίκησης του Εργατικού Κέντρου τη Δευτέρα 28 Μάρτη, με θέμα συζήτησης την προετοιμασία της Γενικής Απεργίας που προκήρυξε η ΓΣΕΕ για τις 6 Απρίλη.
Το ενδιαφέρον εντοπίζεται όχι στο γεγονός ότι προέκυψε ξαφνικά, κάποια πραγματικά διαφορετική στάση από την ηγεσία του μεγαλύτερου Εργατικού Κέντρου της χώρας, αλλά γιατί για όποιον παρακολούθησε τη συνάντηση υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ότι ακόμα και από αυτούς τους εκπροσώπους του λεγόμενου κυβερνητικού-εργοδοτικού συνδικαλισμού, εκφερόταν λόγος αρκετά αντιπολιτευτικός προς την κυβέρνηση, αλλά και επικριτικός προς τη ΓΣΕΕ, κάτι που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο, γιατί δεν έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, όσο καιρό παρακολουθώ τις διαδικασίες αυτές. Η αλήθεια είναι πως για λόγους που δεν μπορούμε παρά να υποθέσουμε, οι αρχισυνδικαλιστές των παρατάξεων ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ φάνηκε ότι ήθελαν να δώσουν την εντύπωση ότι έληξε η πίστωση χρόνου και έχουν «άγριες διαθέσεις», λέμε τώρα… Έφθασε στο σημείο ο αρχισυνδικαλιστής της ΔΑΚΕ, Πρόεδρος στο συνδικάτο ΟΑΣΑ-ΟΣΥ να εγκαλεί τη ΓΣΕΕ για ενδοτική στάση και να επικαλείται ότι όταν χάνεις στον πόλεμο, δεν αλλάζεις τους φαντάρους, αλλάζεις τους στρατηγούς!
Βέβαια, την ίδια στιγμή δεν παρέλειψαν να ομνύουν στις αξίες του κοινωνικού εταιρισμού με τον Πρόεδρο του ΕΚΑ, Ηλία Γκιουλάκη, συνδικαλιστή των συγκοινωνιών, με καταβολές ΠΑΣΚΕ και πλέον ΣΥΡΙΖΑ, να υπερηφανεύεται για την ημερίδα που διοργάνωσε το ΕΚΑ τον Δεκέμβριο 2021 με θέμα την ακρίβεια, στην οποία συμμετείχαν εργοδοτικές οργανώσεις και εκπρόσωποι των κοινοβουλευτικών κομμάτων, όπου όλοι μαζί συμφωνούσαν ότι η κρίση είναι παροδική και δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, παραδεχόμενος ταυτόχρονα ότι οι απανωτές συνδικαλιστικές ήττες έχουν απομακρύνει τους εργαζόμενους από τα σωματεία και τη συλλογική δράση.
Γενικά, η συγκέντρωση στο ΕΚΑ, αν και δεν πήραν το λόγο πολλοί από τους περίπου 70-80 παρόντες, πρέπει να αποτελούνταν από συνδικαλιστές κυρίως των συγκοινωνιών, όλων των παρατάξεων.
Όσον αφορά την εκπροσώπηση των ταξικών δυνάμεων στο ΕΚΑ, ΔΑΣ-ΠΑΜΕ και Αγωνιστική Ταξική Ενότητα-ΕΚΑ, η τοποθέτηση της ΔΑΣ ήταν σε γενικές γραμμές σωστή, αλλά ως προς το θέμα του νόμου Χατζηδάκη επιεικώς απαράδεκτη. Είναι πασιφανές ότι το νόμο Χατζηδάκη το ΠΑΜΕ τον έχει εγκαταλείψει και τον αντιμετωπίζει μόνο ως παράπλευρο και παρεμπίπτον ζήτημα στη γενικότερη συνδικαλιστική δράση του. Ήταν δε τόσο φανερή η αντιφατική αυτή θέση, ώστε ο συνδικαλιστής από το Σωματείο Επισιτισμού που ανέλαβε να μιλήσει εκ μέρους της ΔΑΣ έφτασε να ασκεί κριτική για το γεγονός ότι το ΕΚΑ ανέβαλε τη στάση εργασίας που είχε κηρύξει για τις 29/3, οπότε θα εκδικαζόταν η προσφυγή στο ΣτΕ κατά του νόμου Χατζηδάκη, με ποιο σκεπτικό λέτε; Με το σκεπτικό ότι χάθηκε μία ευκαιρία να γίνει η στάση εργασίας για να αναδειχτούν τα εργατικά ζητήματα της περιόδου! Όχι μόνο δεν έβγαλε μιλιά για το νόμο 4808/2021 και τις συνέπειές του στα συνδικαλιστικά και εργατικά θέματα, μόνο είπε κι από πάνω –άκουσον, άκουσον- ότι η στάση εργασίας με αφορμή το ΣτΕ θα ήταν μία καλή κινητοποίηση για την ανάδειξη των υπόλοιπων σοβαρών ζητημάτων της εργατικής ατζέντας!
Την τιμή του Εργατικού Κέντρου Αθήνας για το θέμα του νόμου Χατζηδάκη, έσωσε ο εκπρόσωπος της Αγωνιστικής Ταξικής Ενότητας, Σταύρος Μανίκας και αυτός από τις συγκοινωνίες που είχαν χθες την τιμητική τους, αφού ούτε ο Πρόεδρος, ούτε ο Γραμματέας (εκτός από κάποια μισόλογα) ασχολήθηκαν με το ζήτημα.
Την κατάσταση αυτή καυτηρίασα με τη σειρά μου, όταν ζήτησα το λόγο επιλέγοντας να αναδείξω τα εξής, στο λίγο χρόνο που είχα στη διάθεσή μου να μιλήσω:
«Το Εργατικό Κέντρο Αθήνας και οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που το ελέγχουν, βαδίζουν όπως και η ΓΣΕΕ, εδώ και πολλά χρόνια -όλα τα χρόνια των μνημονίων- το δρόμο του κοινωνικού εταιρισμού, ο οποίος με το τεκμήριο του τραγικού απολογισμού των απωλειών της εργατικής τάξης όλη αυτή τη μαύρη περίοδο, αποδεικνύεται με αδιάσειστο τρόπο, ότι λειτούργησε καταστροφικά για τους εργαζόμενους και τα συμφέροντά τους. Η επιλογή αυτή από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες έχει χρεωκοπήσει, έχει αποτύχει και έχει αποδειχτεί ότι κανένας δρόμος συνεννόησης δεν μπορεί να υπάρχει μέσα στις οξυμένες συνθήκες του παρακμασμένου θνήσκοντος καπιταλισμού. Το αντίθετο. Η ταξική πάλη οξύνεται και ο ταξικός πόλεμος γενικεύεται. Και μέσα σε αυτήν την κατάσταση, την ώρα που η εργατική τάξη πρέπει να δώσει αυτό τον τιτάνιο αγώνα, ο νόμος Χατζηδάκη ήρθε για να αφοπλίσει και να ακρωτηριάσει το συνδικαλιστικό και εργατικό κίνημα. Γι’ αυτό είναι απαράδεκτο το γεγονός ότι κανένας δεν θέλει να μιλάει πλέον για το νόμο αυτό, τη στιγμή που το Εργατικό Κέντρο Αθήνας θα έπρεπε, γιατί έχει τους συσχετισμούς, να έχει καλέσει τα σωματεία του σε ανυπακοή-απειθαρχία στο νόμο, να τα στηρίξει και το ίδιο επίσης να μπει μπροστά με τον ίδιο τρόπο.
Εξίσου εσφαλμένη είναι και η στάση της ΔΑΣ-ΠΑΜΕ, τον εκπρόσωπο της οποίας μόλις ακούσαμε να επαναλαμβάνει τις θέσεις της απαράδεκτης ανακοίνωσης που έβγαλε για το θέμα της αναβολής της στάσης εργασίας στις 29/3, σύμφωνα με την οποία η στάση εργασίας για το νόμο Χατζηδάκη ήταν πρώτης τάξεως ευκαιρία να αναδειχτούν άλλα ζητήματα από αυτά για τα οποία γίνεται η στάση εργασίας! Πραγματικά πρόκειται για μία θέση που είναι εντελώς ακατανόητη, από τις συνδικαλιστικές δυνάμεις που πριν ένα χρόνο είχαν ξεσηκώσει τον τόπο για το νόμο αυτό. Τι άλλαξε αλήθεια και έπαψε να είναι πλέον τόσο άγριος και καταστροφικός;»
Όσο για το συνδικαλιστή του ΕΚΑ και του ΣΕΤΗΠ, Περάκη, ο οποίος έκανε φιλότιμες προσπάθειες όταν πήρε κατόπιν το λόγο για να μην καταλογιστεί στη ΔΑΣ-ΠΑΜΕ η εγκατάλειψη του αγώνα κατά του νόμου Χατζηδάκη, εγώ αυτό που κατάλαβα είναι ότι αυτός ο αγώνας δίνεται κατ’ αυτούς «εμμέσως πλην σαφώς». Δηλαδή, την ώρα που κάνουμε εκείνο και το άλλο, στην απεργία, στη διαδήλωση κ.λπ., ε, εκείνη την ώρα μαχόμαστε κατά του νόμου Χατζηδάκη και τον πετάμε κάθε φορά στα σκουπίδια. Κατά την ταπεινή μου άποψη, αυτό που συμβαίνει όλο κι όλο είναι ότι κάθε που ανοίγει συζήτηση για το αντισυνδικαλιστικό τερατούργημα, η απάντηση είναι «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε». Η υπόθεση έχει εγκαταλειφθεί, αφού μετά την άδοξη κατάληξη του εργατικού αγώνα και τη ψήφιση του νόμου τον περσινό Ιούνιο, και για την καθησύχαση της συνείδησης των έντιμων αγωνιστών και συνδικαλιστών έγινε και ένας γύρος συγκεντρώσεων και συλλαλητηρίων, ο οποίος έκλεισε όπως – όπως τον αγωνιστικό κύκλο για το θέμα.
Θα κλείσω το κείμενο με ένα σχόλιο πάνω στη διαρκή επίκληση από όλο το φάσμα των συνδικαλιστών στη χθεσινή συζήτηση σε διάφορες νίκες που σημειώνονται από διάφορους σωματειακούς αγώνες σποραδικά εδώ κι εκεί. Φυσικά και κάθε νίκη σε ένα σωματειακό αγώνα είναι ένα μήνυμα ελπίδας για όλο το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα και ένα φωτεινό παράδειγμα, αλλά με τον τρόπο που μπαίνει θα μπορούσε να πει κάποιος ότι υπαινικτικά αφήνεται να εννοηθεί ότι πρόκειται για «ατομική υπόθεση» και αποδίδεται κάτι σαν «ατομική ευθύνη» σε κάθε σωματείο, εάν θα τα καταφέρει σε ένα αγώνα και μία διεκδίκησή του. Σαν να λέγεται κάπως ότι τα πλήγματα που δέχονται οι εργαζόμενοι και τα σωματεία τους εδώ κι εκεί και είναι ο κανόνας, είναι επειδή αυτά δεν δίνουν τις μάχες που πρέπει και με τους όρους που πρέπει, όπως αναλογεί στην περίσταση. Νομίζω ότι κάποιο λάκκο έχει η φάβα στην προσέγγιση αυτή, καθώς είναι λυμένο ότι οι δυνατότητες των σωματείων μόνο μέχρι ενός σημείου μπορούν να φθάσουν και δεν είναι τα σωματεία που μπορούν να φέρουν εις πέρας μόνα τους την ταξική πάλη και να αντιπαρέλθουν την ανίερη συμμαχία του εργοδότη τους με ένα ολόκληρο κράτος που νομοθετεί, ασκεί τη διακυβέρνηση και ελέγχει τη δικαιοσύνη και τις δυνάμεις καταστολής υπέρ του. Η εγκατάλειψη των σωματείων στην τύχη τους μέσα στις δεδομένες πολιτικές συνθήκες, δεν ισοδυναμεί με χειραφέτησή τους, ούτε μπορεί να θεωρείται ότι οι επιμέρους συγκρούσεις στους διάφορους χώρους δουλειάς μπορούν να αναχαιτίζουν τις αντεργατικές πολιτικές.
*Η Μαργαρίτα Κουτσανέλλου είναι γραμματέας στο σωματείο ΕΛΓΟ – Δήμητρα και εκπρόσωπος στο ΕΚΑ.