Αδυνατεί η Αριστερά από τη θέση της αντιπολίτευσης να απαντήσει στο δόγμα ΤΙΝΑ – Συμπεράσματα και προβληματισμοί για την επόμενη ημέρα των εκλογών
της Μαργαρίτας Κουτσανέλλου
Έχουν ήδη μεσολαβήσει δύο μήνες από την πρώτη εκλογική κοινοβουλευτική μάχη της 21ης Μαῒου και ένας από τη δεύτερη, κατά τις οποίες εκτυλίχθηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας η μεγαλύτερη πολιτική ψυχρολουσία για την Αριστερά, το λιγότερο, από την έναρξη το 2010 της εποχής των μνημονίων, για να μη μιλήσουμε για την περίοδο από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Η ψυχρολουσία είναι η πιο ελαφριά λέξη για να περιγράψει κανείς αυτό που συντελέστηκε στο πολιτικό σκηνικό αυτούς τους δύο βαρυσήμαντους μήνες. Καθώς, αν η μία ανάγνωση είναι ο εκλογικός θρίαμβος της δεξιάς, ο οποίος είναι αντικειμενικός και αυταπόδεικτος, η ταυτόχρονη ανάγνωση είναι η εκλογική συντριβή της αριστεράς ως πολιτικού πόλου υπό την ευρεία έννοιά της στη λαϊκή συνείδηση. Όσον αφορά την εκτίμηση για εκλογική συντριβή της αριστεράς, ισχύει υπό την έννοια ότι πρέπει να είναι κάποιος ανησυχητικά ομφαλοσκόπος και αυτοαναφορικός για να διαβάσει με το στανιό, βασιζόμενος σε επιμέρους νούμερα, τα εκλογικά αποτελέσματα ως ενίσχυση των δυνάμεων της αριστεράς. Δεν απαιτούμε βεβαίως από όποιον είδε εντός του αριστερού πολιτικού φάσματος, τα ποσοστά του, τις εκλογικές επιδόσεις του εν γένει, να ανεβαίνουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να μην το αναδείξει αυτό ή να μην το επικαλεστεί. Αλίμονο όμως, εάν ο ίδιος «καθεύδει» ικανοποιούμενος από την όποια ατομική επιτυχία του, χωρίς να παίρνει θέση για τη συνολική θλιβερή κατάσταση και παρά το γεγονός ότι στη γενική συνείδηση, το εκλογικό τρόπαιο αυτή τη στιγμή βρίσκεται πανηγυρικά στα χέρια της μαύρης και της ολόμαυρης δεξιάς.
Η συζήτηση λοιπόν για το τι σημαίνει αυτή η εξέλιξη, ποια είναι τα συμπεράσματα και με ποιο σχέδιο θα αντιμετωπιστεί η γενικότερη πολιτική κατάσταση που διαμορφώνεται με ενδείκτη τους πρόσφατους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, δεν θα εξαντληθεί, ούτε πρέπει να εξαντληθεί, σύντομα. Αντίθετα, πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια, ώστε να αποτελέσει αυτό το αρνητικό πολιτικό ορόσημο, αφετηρία συστηματικού και ακάματου διαλόγου στο φάσμα των πολιτικών δυνάμεων που διατείνονται και διακηρύσσουν ότι υπάρχει πολιτική και κοινωνική εναλλακτική και αγωνίζονται ειλικρινά να αφυπνίσουν, να πείσουν και να φέρουν με το μέρος τους τις κοινωνικές δυνάμεις που είναι ικανές να ανατρέψουν την εφιαλτική «κανονικότητα» των πρόσφατων αντιδραστικών θριαμβευτών του μαυρομπλε κοινοβουλίου και να κάνουν πράξη το δήθεν αδύνατο.
Η Αριστερά πρέπει να προβληματιστεί σοβαρά σε όλο της το φάσμα. Έστω και για διαφορετικούς λόγους η κάθε τάση ή ρεύμα της, πρέπει να θορυβηθεί από την άνευ προηγουμένου εκλογική κατάρρευση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και μάλιστα μετά από μία τετραετία διακυβέρνησης από την πιο σκληρή δεξιά, νεοφιλελεύθερη, φανατικά αντεργατική Νέα Δημοκρατία, η οποία συγκέντρωνε στην καμπούρα της κυβερνητικής θητείας της όλο το φάσμα σκανδάλων που θα μπορούσε κάποιος να διανοηθεί. Αυτή η κατάρρευση δεν αφορά μόνο το ΣΥΡΙΖΑ, ούτε «πενθεί» για το ΣΥΡΙΖΑ, όποιος προβληματίζεται από την πτώση του.
Ξεκινώντας από την κεντροαριστερά, η οποία απηχεί το ιδεολογικό ρεύμα της σοσιαλδημοκρατίας, τα πράγματα είναι αρκετά προφανή. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και οι δυνάμεις που τη στήριζαν πήραν την πιο σκληρή αλλά αναγκαία απάντηση στο πολιτικό καιροσκοπικό σχέδιο τους, το οποίο συνιστούσε ξεκάθαρο εμπαιγμό σε όλους όσοι πείστηκαν απ’ αυτό. Η «υπεύθυνη» αριστερά, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να εκπροσωπεί ως πολιτικό ρεύμα, διαβεβαίωνε ότι το μόνο «ρεαλιστικό σχέδιο» μέσα στο σήμερα είναι να εξασφαλιστούν οι «αναγκαίες υποχωρήσεις» προς το στρατόπεδο των αστών και του κεφαλαίου, προς υπεράσπιση των αδυνάτων, στο μέτρο βεβαίως πάντοτε του «εφικτού», με τη λογική του μικρότερου κακού. Φυσικά, ο πραγματικός στόχος αυτής της στρατηγικής «υποχώρησης» δεν ήταν άλλος από το να διατηρηθεί αυτό το πολιτικό σχήμα ως επιλογή διακυβέρνησης μέσα στο αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Το σχέδιο διατεινόταν ότι με την επιλογή ΣΥΡΙΖΑ ως διεκδικητή της κυβερνητικής εξουσίας, μπορεί να μην εξαλειφόταν η κοινωνική αδικία και ανισότητα, αλλά τουλάχιστον δεν θα έσφιγγε μέχρι θανάτου, η θηλιά γύρω από το λαιμό του λαού, ο οποίος αναξιοπαθεί κάτω από τη μπότα της χρεωδουλίας.
Με αυτό το σχέδιο, προσδοκούσαν οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ ότι είτε ως κυβέρνηση, είτε ως αξιωματική αντιπολίτευση, θα εξασφάλιζαν για τον εαυτό τους το ρόλο του ενός από τους δύο πόλους του δικομματισμού, τον οποίο το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα χρειάζεται για να λειτουργεί υπό «κανονικές συνθήκες». Αυτό ήταν το μακρόπνοο και μακροπρόθεσμο σχέδιο τους. Να παραμείνουν οι ίδιοι, ο ένας από τους βασικούς παίχτες στο αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Πότε ως κυβέρνηση και πότε ως αξιωματική αντιπολίτευση. Αυτό τους αρκούσε, αυτό ήθελαν και γι’ αυτό έκαναν ό,τι περισσότερο μπορούσαν. Δηλαδή τίποτα. Επί του πρακτέου μιλώντας, έκαναν ό,τι μπορούσαν λιγότερο για το λαό, είτε ως κυβέρνηση, είτε ως αντιπολίτευση. Για να μιλήσουμε για τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η Νέα Δημοκρατία κυβέρνησε χωρίς αντιπολίτευση από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε μέσα στη Βουλή, ούτε έξω από αυτή. Και οι αρχιτέκτονες αυτού του σχεδίου στις πρόσφατες εκλογές του 2023, πήραν τη σκληρότερη απάντηση. Πήγαν σπίτι τους.
Η κατάρρευση αυτή δεν θα μας απασχολούσε περισσότερο, εάν δεν συμπαρέσυρε μαζί της και πολλά ακόμα πράγματα με βαθιά πολιτική σημασία, τα οποία διόλου δεν αφορούν μόνο τους καιροσκόπους του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορά μόνο τις ηγεσίες του και τα οπορτουνιστικά σχέδια της. Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ αφορά όλη την Αριστερά. Ακόμα και αν έγινε πολύ γρήγορα αντιληπτό από όλους ότι η πολιτική ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν μία αριστερή πολιτική, εν τούτοις ο λαός εξακολουθούσε να βλέπει στο ΣΥΡΙΖΑ την αριστερά. Είτε για να εξακολουθήσει να έχει κάποια ελπίδα σε αυτήν, είτε για να χρεώσει επίσης σε αυτήν την προδοτική πολιτική ΣΥΡΙΖΑ (εγκατάλειψη δημοψηφίσματος το 2015, συντηρητικοποίηση ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνησης, ανυπαρξία ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματικής αντιπολίτευσης). Την προδοσία ΣΥΡΙΖΑ δεν τη χρεώθηκε μόνο το κόμμα αυτό. Τη χρεώθηκε η αριστερά.
Προχωρώντας στο ΚΚΕ, ήδη στην εισαγωγή του άρθρου, περιγράφηκε στην ουσία η περίπτωσή του. Το ΚΚΕ φάνηκε σαν να μην ένιωσε τι έγινε. Επέχαιρε για την αύξηση των ποσοστών του και υποσχέθηκε στους εργαζόμενους και στο λαό συνεπή αντιπολίτευση. Έδειξε να μην κατάλαβε (για άλλη μία φορά) ότι πραγματική ενδυνάμωση στις γραμμές του θα έχει, όχι προτάσσοντας το σχέδιο του ως αντιπολίτευση, αλλά υψώνοντας το ανάστημά του για την κατάκτηση της εξουσίας. Διότι, για να μιλάμε για εκλογική ενδυνάμωση ενός κόμματος, η οποία να έχει βαθύτερο πολιτικό νόημα, πρέπει να μιλάμε για μία περίπτωση όπως του ΣΥΡΙΖΑ στη φάση της ανόδου του μετά την είσοδο της χώρας στη μνημονιακή εποχή ή όπως των φασιστικών, ακροδεξιών κομμάτων που σταθερά την ίδια περίοδο εμφανίζουν εκτίναξη των εκλογικών ποσοστών τους.
Το ΚΚΕ δεν έβαλε, ούτε αναμένεται να βάλει το ζήτημα της εξουσίας με τρόπο πειστικό, υψώνοντας μαζί με το ανάστημά του και το ηθικό των μαζών. Το ΚΚΕ κάνει ό,τι μπορεί για να μην δημιουργήσει για τον εαυτό του την παράσταση νίκης. Το είδαμε ξεκάθαρα στο δημοψήφισμα του 2015, τότε που άφησε χώρο στο ΣΥΡΙΖΑ για να πάρει κεφάλι διακηρύσσοντας την κατάργηση των μνημονίων στη Βουλή με ένα νόμο και ένα άρθρο. Και τα δύο κόμματα εμμέσως πλην σαφώς, επέλεξαν για τον εαυτό τους το ρόλο της αντιπολίτευσης σε διαφορετικές εκδοχές της, το οποίο επίσης εμμέσως πλην σαφώς, δεν θέτει σε αμφισβήτηση το δόγμα «Δεν Υπάρχει Εναλλακτική» (ΤΙΝΑ – There is no alternnative). Διότι τι νόημα έχει να διακηρύσσεις ότι μπορεί να γίνουν τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο, εάν δεν διεκδικείς για τον εαυτό σου την ανάληψη της ευθύνης να αναλάβει τα ηνία αυτής της πορείας προς την αλλαγή. Δεν κρατά τυχαία το ΚΚΕ, ως μόνιμη επωδό σε όλους τους πολιτικούς-συνδικαλιστικούς αγώνες του, το σύνθημα «Να μείνει ο νόμος στα χαρτιά» (με πρόσφατο και χαρακτηριστικό το παράδειγμα του νόμου Χατζηδάκη (ν.4808/2021).
Σε αυτό το τόσο αγαπητό στο ΚΚΕ σύνθημα, συνοψίζεται μία ολόκληρη πολιτική στρατηγική που λέει ότι: Επειδή οι συσχετισμοί είναι αρνητικοί, οι αστοί θα έχουν την εξουσία και το κράτος στα χέρια τους και θα αποφασίζουν. Οι εργάτες θα παλεύουν για να πιέζουν τους αστούς, ώστε οι αποφάσεις που θα παίρνουν οι δεύτεροι να μην είναι εξοντωτικές για τους εργάτες. Και τίποτα δεν δείχνει ότι έχει σκοπό να αλλάξει αυτή τη γραμμή σύντομα.
Και ας περάσουμε στην αριστερά που δείχνει ότι (και πράγματι) προσπαθεί, να ξεπεράσει το φράγμα που θέτει το δόγμα της μη ύπαρξης εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου για το ξεπέρασμα της βαθιάς παγκόσμιας κρίσης. Που προσπαθεί να σπάσει τη βαθιά εμπεδωμένη κυρίαρχη προπαγάνδα ότι στην αντικειμενικά οδυνηρή κοινωνική, οικονομική κατάσταση, είναι μονόδρομος για την κοινωνία να βαδίσει το μονοπάτι της στέρησης, του πόνου, της υποβάθμισης της ζωής και της έκπτωσης των θεμελιακών αξιών που κρατάνε τον άνθρωπο στην κατάσταση της ανθρωπινότητας.
Και σε αυτή την περίπτωση, μια τεράστια απόσταση και αντίφαση χωρίζει την πολιτική γραμμή-στρατηγική της ανατρεπτικής έστω, αντιπολίτευσης παρόλα αυτά, από το στόχο της εφαρμογής μίας εναλλακτικής πολιτικής. Δεν μπορείς από τη μία να διακηρύσσεις ότι αμφισβητείς το δόγμα ΤΙΝΑ και από την άλλη να μην αμφισβητείς την εξουσία αυτών που το επιβάλλουν.
Το ΤΙΝΑ υπάρχει και μέχρι στιγμής επικρατεί αδιαφιλονίκητα ως πολιτική θέση γιατί η Εξουσία την επιβάλλει. Αυτή η Εξουσία έχει αυτή τη θέση. Μία άλλη θέση, μόνο από μία άλλη Εξουσία μπορεί να εκφραστεί και αυτό είναι νομοτελειακό.
Όπως και η Αντιπολίτευση, εξ ορισμού είναι η μειονεκτική δύναμη που αδυνατεί να έχει την εξουσία. Πώς είναι δυνατόν να εφαρμόσεις μία άλλη πολιτική, όντας ή παραμένοντας στην Αντιπολίτευση; Εάν το συστημικό σχέδιο, δηλαδή το σχέδιο της εξουσίας λέει ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν μόνο με αυτό και όχι με ένα άλλο τρόπο, δεν μπορείς να απαντάς από τη μία, ότι εγώ είμαι ικανός μόνο μέχρι του σημείου να συγκροτήσω ισχυρή εργατική και λαϊκή αντιπολίτευση, αλλά από την άλλη να διατείνεσαι ότι έχεις τρόπο να επιβάλλεις μία άλλη πολιτική. Κι από την άλλη, τι πάει να πει ανατρεπτική αντιπολίτευση; Πού είναι η πρόταση εξουσίας; Τι είδους σχέδιο είναι αυτό που λέει ότι «η αντιπολίτευσή μου έχει τη δύναμη να σε ανατρέψει», αλλά δεν απαντά στο ερώτημα: «εσύ που ως αντιπολίτευση θα ανατρέψεις, έχεις πρόταση εξουσίας και ποια είναι αυτή»; Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ γιατί γι’ αυτή μιλάμε εν προκειμένω, επίσης δεν καταφέρνει να μη μπερδέψει. Κολλημένη και αυτή στο μίζερο και ηττοπαθές ταμπού ότι η Αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι αλυσσοδεμένη στην αντιπολίτευση, σαν τον Προμηθέα Δεσμώτη στον Καύκασο. Μία Αριστερά τόσο σοφή, ενίοτε τόσο επαναστατική, αλλά αλίμονο τόσο αδύναμη και καταδικασμένη να μην ανέβει η ίδια στον Όλυμπο ποτέ, αλλά μόνο να μάχεται είτε με τα καλοπιάσματα (ΣΥΡΙΖΑ), είτε με το άγριο (μαχητική αριστερά) να επηρεάζει τις αποφάσεις τού Δία (αστική τάξη), την εξουσία της οποίας δεν τολμά κανείς να αμφισβητεί, άρα δεν αμφισβητεί και την πιθανότητα της χάραξης και της εφαρμογής ενός εναλλακτικού σχεδίου, μίας εναλλακτικής πολιτικής. Για να μη μιλήσουμε για την καταθλιπτική, επίσης αριστερή διακήρυξη που λέει ότι «για να ζήσουμε, πρέπει να αγωνιστούμε», η οποία στην ουσία προτείνει ένα αγώνα, μία μάχη επιβίωσης στην οποία καμία αμφισβήτηση της καθεστηκυίας τάξης, από την πλευρά των εργαζόμενων, δεν τίθεται.
Συμπέρασμα: Οι προβληματισμοί πάνω στο θεμελιώδες ζήτημα της διεκδίκησης της εξουσίας από την αριστερά, δεν θα μπορούσαν παρά ακροθιγώς να αναπτυχθούν σε ένα άρθρο γνώμης. Η αριστερά πρέπει να προβληματιστεί για το γεγονός ότι το «παράσημο» του αντισυστημικού φαίνεται να το κερδίζει η ακροδεξιά, παρόλο που ξέρουμε πολύ καλά ότι είναι η πιο συστημική από τις συστημικές πολιτικές δυνάμεις. Ας διερευνήσει η Αριστερά το ενδεχόμενο ότι όσο λιγότερο μιλά για την εξουσία και όσο λιγότερο τη διεκδικεί, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από το ενδεχόμενο να την κατακτήσει. Ας συνειδητοποιήσει επιτέλους η Μαχητική Αριστερά ότι κανένας δεν μπαίνει στη μάχη για ένα πόλεμο, στον οποίο το περισσότερο που έχει να περιμένει είναι να παραμείνει στη μειονεκτική θέση της Αντιπολίτευσης, από την οποία δεν της μένει τίποτα άλλο παρά να φωνασκεί, άλλοτε αρκετά πειστικά και άλλοτε λιγότερο, ότι το δυστοπικό σχέδιο που έχει η Εξουσία δεν είναι μονόδρομος. Γιατί πρέπει να αρκείται σε τόσο λίγα η Αριστερά; Γιατί θα πρέπει να πείθει η Αριστερά και να δημιουργεί παράσταση νίκης, όταν διατείνεται ότι μπορεί να ανατρέψει το δόγμα ΤΙΝΑ, αλλά ούσα η ίδια στην Αντιπολίτευση και με τη Δεξιά να έχει στα χέρια της τη δύναμη των αποφάσεων; Γιατί θα πρέπει να την ακολουθήσει κάποιος σε αυτό το καταθλιπτικό σχέδιο;
Ο επόμενος προβληματισμός είναι ποια είναι τα καθήκοντα της επαναστατικής, μαχητικής, αγωνιστικής Αριστεράς, εάν συμφωνήσουμε ότι εναλλακτική πολιτική υπάρχει όταν υπάρχει εναλλακτική εξουσία!