Της Κατερίνας Μάτσα

Ξεπερνούν τις 23.000 οι θάνατοι από κορονοϊό στην Αμερική, ξεπερνούν τις 121.000 σε παγκόσμια κλίμακα. Τα συστήματα υγείας έχουν καταρρεύσει, δεν υπάρχουν διαθέσιμα κρεβάτια στα νοσοκομεία. Ολόκληρη η ανθρωπότητα βρίσκεται σε καραντίνα. Κανείς δεν επιτρέπεται να μετακινηθεί, να βγει από το σπίτι του, ελλοχεύει ο κίνδυνος της τιμωρίας.

Και οι νεκροί; Πώς, πού και μέσα σε ποιες συνθήκες θάβονται, ιδιαίτερα όταν είναι μαζικοί οι θάνατοι, όπως για παράδειγμα στη Βόρεια Ιταλία στην αρχή της πανδημίας ή αυτές τις μέρες στις ΗΠΑ και αλλού; Προκαλεί φρίκη η είδηση που διαβάσαμε σήμερα στις εφημερίδες ότι σε νοσοκομεία του Ντιτρόιτ στις αρχές Απρίλη σακούλες με πτώματα ασθενών από κορονοϊό στοιβάζονταν σε άδεια δωμάτια η στο πάρκιν του νοσοκομείου, γιατί δεν υπήρχε άλλος διαθέσιμος χώρος. Στους συγγενείς δεν επιτρέπεται να τα παραλάβουν, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος της μετάδοσης. Κάποιοι μιλούν για κοινούς τάφους…

Θάβονται λοιπόν αυτοί οι νεκροί χωρίς τις επιθανάτιες τελετές, χωρίς τις τιμές που οφείλουν να αποδίδουν οι ζωντανοί στους νεκρούς τους. Με αυτούς τους όρους οι συγγενείς δεν μπορούν να θρηνήσουν την απώλεια του αγαπημένου προσώπου, δεν μπορούν να επιτελέσουν το πένθος τους. Γνωρίζουμε, όμως ότι το πένθος για τους νεκρούς βρίσκεται στη ρίζα του ανθρώπινου πολιτισμού. Στις παραδοσιακές μάλιστα κοινωνίες η εργασία του πένθους είχε κοινωνικό χαρακτήρα, συμμετείχε η κοινότητα Αυτόν τον κοινωνικό χαρακτήρα τον έχασε στις κοινωνίες της αστικής νεωτερικότητας. Το πένθος έγινε ατομική υπόθεση, στην καλύτερη περίπτωση αφορά το στενό κύκλο των συγγενών. Και αυτός ο αποκλεισμός του νεκρού από τη ζωή των ζωντανών και από τις διαδικασίες του πένθους, αυτή η απώθηση του πένθους δεν είναι παρά ένας δείκτης του βαθμού αποξένωσης των ανθρώπων, μια μορφή κοινωνικής παθολογίας.

Σήμερα, στις συνθήκες της πανδημίας και της διαρκούς απειλής της μετάδοσης του ιού από το σώμα του νεκρού στους συγγενείς που θα τον θάψουν, η μη-επιτέλεση του πένθους είναι άνωθεν επιβαλλόμενη, από τις Αρχές, υγειονομικές και πολιτικές. Κανείς δεν δικαιούται να την παραβεί, όσο και αν διαμαρτύρεται. Οι νεκροί παίρνουν μαζικά το δρόμο προς το μοναχικό ταξίδι της ταφής τους και, ίσως, όταν τελειώσει η επιδημία, οι στενοί συγγενείς λάβουν ένα μήνυμα με την τοποθεσία και την ημερομηνία ενταφιασμού.

Έτσι το αδύνατο πένθος των νεκρών του κορονοϊού στην δυστοπική εποχή μας της αστικής παρακμής αποτελεί, ίσως ένα από τους πιο σημαντικούς παράγοντες σοβαρού ψυχικού τραυματισμού, που τα αποτελέσματά του θα εκδηλωθούν στην πορεία.

Άραγε, αυτοί οι νεκροί θα χαθούν σε μια κρύπτη του σημερινού πολιτισμού της παρακμής, στοιχειώνοντας τους ζωντανούς;

Ο νους μας ας πάει, για μια στιγμή στα λόγια του Χορού στην Αντιγόνη του Σοφοκλή (στίχοι 1251-1252)

Δεν ξέρω αν από τη μάταιη μεγάλη βοή

Είναι πιο βαριά η μεγάλη σιγή

14\4\20