
Μπορεί τα αποτελέσματα των ομοσπονδιακών των εκλογών της 26ης Σεπτεμβρίου να μην ήταν “έκπληξη” -με την έννοια πως επιβεβαίωσαν τις δημοσκοπήσεις – αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν ήταν… εκπληκτικά και ιστορικής σημασίας.
Και αυτό γιατί το κόμμα της Μέρκελ (Χριστιανική Δημοκρατική Ένωση -CDU) υπό τον Άρμιν Λάσετ, το οποίο κυβερνά τη Γερμανία εδώ και 16 χρόνια και συγκεκριμένα από το 2005 έως και σήμερα, κυριολεκτικά συνετρίβη στις κάλπες.
Συγκεκριμένα, έλαβε ποσοστό λίγο πάνω από 24% ενώ στις περασμένες ομοσπονδιακές, το 2017, είχε λάβει ποσοστό σχεδόν 33%, αλλά τότε κράτησε άνετα την 1η θέση και σχημάτισε τελικά νέα κυβέρνηση “Μεγάλου Συνασπισμού” με το SPD.
Μ΄ άλλα λόγια, έχασε φέτος 9 μονάδες ή το ¼ των ψήφων του σε σχέση με πριν τέσσερα χρόνια. Συνέχισε, δηλαδή και με το παραπάνω την πτωτική πορεία που είχε ξεκινήσει ήδη από το 2013, όταν είχε λάβει πάνω από 41%.
Αυτό σημαίνει πως στο διάστημα 2013-2021, δηλαδή σε 8 χρόνια, έχασε 17 μονάδες (από το 41% έπεσε στο 24%) ή τα 4/10 της εκλογικής δύναμης του.
Το ποσοστό του CDU στις ομοσπονδιακές εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου 2021 δεν έπεσε σαν “κεραυνός εν αιθρία”. Σε όλες τις τοπικές εκλογικές αναμετρήσεις μετά το 2017 μαζί και τις ευρω-εκλογές του 2019, το CDU βρισκόταν σε χαμηλές πτήσεις.
Η απόφαση της Μέρκελ να παραιτηθεί από την προεδρία του κόμματος, μετά την συντριβή του στις εκλογές στο κρατίδιο της Έσσης και, έπειτα η εκλογή της δικής της επιλογής στην ηγεσία του CDU, της Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ (ενάντια στον Φρίντριχ Μερτς που αποτελούσε επιλογή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε) στα τέλη του 2018 (δηλαδή 1 χρόνο μετά τις εκλογές του 2017 και μόλις 6 μετά το σχηματισμό του “Μεγάλου Συναπισμού”!) δεν οδήγησε σε αντιστροφή του κλίματος σε βάρος του CDU.
Έτσι και η Κραμπ-Κάρενμπάουερ παραιτήθηκε και αυτή και στη θέση της εξελέγη ξανά στέλεχος της επιλογής της Μέρκελ, ο Άρμιν Λάσετ (και πάλι έναντι του “σοϊμπλικού” Μερτς), ο οποίος ήταν (και συνεχίζει να είναι) Πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας -Βεστφαλίας που, μάλιστα, είχε στα “γαλόνια” του τον εξοβελισμό του πάλαι ποτέ κραταίου στη βιομηχανική, προλεταριακή αυτή περιοχή της δυτικής Γερμανία, SPD.
Ωστόσο, αυτή τη φορά, το SPD πήρε ρεβάνς ενάντια στον Λάσετ και, μάλιστα, σε ομοσπονδιακό επίπεδο, όχι μόνο νικώντας τον στις κάλπες της 26ης Σεπτεμβρίου, αλλά αφήνοντας το στο χαμηλότερο ποσοστό που έχει λάβει το CDU σε ομοσπονδιακές εκλογές στην ιστορία του, δηλαδή μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Συγκεκριμένα, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD) – αν και συγκυβερνούσε τα τελευταία 8 χρόνια με το CDU ως δεύτερο κόμμα- με τον υποψήφιο Καγκελάριο του, Όλαφ Σολτς, τερμάτισε πρώτο στην εκλογική κούρσα, λαμβάνοντας ποσοστό 25,7%, δηλαδή κέρδισε το CDU διακριτά με 1,6 μονάδες διαφορά.

Το ποσοστό αυτό για το SPD είναι ίδιο με εκείνο που είχε λάβει πριν 8 χρόνια. Ωστόσο απέχει κατά 16 μονάδες από το τελευταίο ιστορικό ρεκόρ του πάνω από 41% που πέτυχε επί Γκέρχαρντ Σρέντερ το 1998.
Πάντως και το SPD πέρασε την εσωκομματική κρίση του μετά το 2017 και τη μετά βίας απόφασή του να συγκυβερνήσει ξανά με το CDU. Ο τότε ηγέτης του, Μάρτιν Σούλτς παραιτήθηκε και στη θέση εξελέγη η Αντρέα Νάλες.
Μετά τη συντριβή του SPD στις ευρωεκλογές του 2019 παραιτήθηκε και αυτή. Έπειτα ανέλαβε την ηγεσία μία διοικούσα επιτροπή, ενώ στα τέλη του 2019 εξελέγη το δίδυμο Έσκιεν -Μπόργιανς, το οποίο στηρίχτηκε από τις πιο αριστερές πτέρυγες του κόμματος.
Αν και το δίδυμο αυτό νίκησε στις εσωκομματικές εκλογές τον Όλαφ Σολτς (ο οποίος είχε στηριχθεί από τις πιο δεξιές πτέρυγες του κόμματος), αποφάσισε να αναδείξει το Σολτς (που ήταν ήδη Ομοσπονδιακός Υπ. Οικονομικών και αντι-Καγκελάριος) ως υποψήφιο Καγκελάριο του κόμματος.
Η νίκη του κεντροαριστερού SPD, το οποίο συνεχίζει να στηρίζεται βασικά σε πλατιά εργατικά στοιχεία (σ.σ. το SPD ελέγχει όλα τα πανίσχυρα συνδικάτα του βιομηχανικού προλεταριάτου και των δημοσίων υπαλλήλων) έναντι του κεντροδεξιού CDU που στηρίζεται στη μεγάλη και μεσαία αστική τάξη (της περίφημης Mittelstand) της Γερμανίας κάθε άλλο παρά πρέπει να υποτιμηθεί, δηλαδή να “συμψηφισθεί” η σημασία της (εξουδετερώνοντας την…) από το ανοιχτά φιλοκαπιταλιστικό χαρακτήρα, αν και με “κοινωνικό” πρόσωπο, του SPD.
Παράλληλα, πρέπει να δει κανείς πως τα ποσοστά των “λαϊκών κομμάτων”, όπως αποκαλούνται στη Γερμανία (Volksparteien) έχουν αμφότερα χάσει τα 4/10 της λαϊκής υποστήριξης την οποία είχαν κάποτε. Και τι εννοούμε λέγοντας “κάποτε”; Μία προσεχτική ματιά στα εκλογικά αποτελέσματα της μεταπολεμικής Γερμανίας, δηλαδή από το 1949 έως και φέτος θα δείξει το εξής : Η τομή στην εκλογική πορεία των δύο “λαϊκών κομμάτων” είναι διπλή: Το 1990 οπότε επανενώθηκαν οι δύο Γερμανίες, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και το 2002 οπότε κυκλοφόρησε το ευρώ.
Από το 1949 έως και τη δεκαετία του ‘90, το CDU και το SPD εναλλάσσονταν σχετικά ομαλά στην κυβερνητική εξουσία γύρω στο 40% ή και ακόμα παραπάνω και χρειαζόταν συνήθως η μικρή (αλλά απαραίτητη για συγκέντρωση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας) υποστήριξη των Φιλελευθέρων ή των Πρασίνων (βλ. κυβέρνηση SPD -Πρασίνων υπό τον Σρέντερ την περίοδο 1998-2005). Επίσης, η νίκη του ενός εκ των δύο κομμάτων δεν σήμαινε ποτέ την εκλογική και πολιτική συντριβή του άλλου, ενώ ουδέποτε έπεσαν και τα δύο μαζί πολύ.
Από τις αρχές, όμως, της δεκαετίας του 2000 και έπειτα, η οποία συμπίπτει με την κυκλοφορία του ευρώ και αφού είχε κάτσει κάπως η σκόνη από την Πτώση του Τείχους, το τοπίο αλλάζει σε βάρος του CDU και του SPD.
Και τα δύο “λαϊκά κόμματα” αρχίζουν να πέφτουν κάτω από το 40% (με μόνη εξαίρεση το CDU, το οποίο έλαβε το 2013 ποσοστό 41,5%), αλλά όχι κάτω από 30%. Το κατώτατο πλαφόν του 30% πέρασε πρώτο το SPD το 2009.
Βασικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε η ίδρυση του κόμματος Αριστεράς (die Linke), μέσα από την ένωση της αριστερής διάσπασης του SPD υπό τον Όσκαρ Λαφονταίν (ενάντια στις αντεργατικές μεταρρυθμίσεις Σρέντερ) και του “διαδόχου” σχήματος του πρώην ανατολικο-γερμανικού Κόμματος Σοσιαλιστικής Ενότητας.
Το CDU, χρειάστηκε άλλα 12 χρόνια, δηλαδή φέτος, έτσι ώστε να περάσει αυτό το όριο (σ.σ. 24,1% φέτος). Είχε μεσολαβήσει η ίδρυση του ακροδεξιού κόμματος “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD) το 2012, σαν μία φασίζουσα “απάντηση” διαφόρων αντιδραστικών κύκλων κατά των “διασώσεων” του χρεοκοπημένων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και των προσφύγων…
Η αποδυνάμωση του CDU και του SPD σταδιακά μετά την επανένωση των δύο Γερμανών μέσα από την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (DDR) κατέστησε αναγκαία τη συμμαχία των δύο κομμάτων για τη διακυβέρνηση της χώρας προκειμένου να διαμορφωθεί κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Έτσι από το 2002 μέχρι το 2021, δηλαδή τα τελευταία σχεδόν 20 χρόνια, το CDU και το SPD κυβέρνησαν μαζί τα 12 (2005-2009, 2013-2021), δηλαδή καθ’ όλη τη διάρκεια των τριών κρίσεων που χρειάστηκε να διαχειρισθεί ο γερμανικός ιμπεριαλισμός: Το διεθνές κραχ του 2008-2009 και μετέπειτα την κρίση στην ευρωζώνη, την προσφυγική κρίση (αποτέλεσμα του αδιεξόδου του αμερικανοκίνητου “πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία κλπ.) και, πιο τελευταία, την κορονο-κρίση…
Μπορεί κανείς, λοιπόν να συμπεράνει πως η επανένωση των Γερμανιών και η δημιουργία της ευρωζώνης οδήγησε όχι μόνο στην αποδυνάμωση των πάλαι ποτέ κραταιών κομμάτων (CDU–SPD) αλλά, πλέον, και στην πολιτική εξάντλησή τους να κυβερνήσουν ακόμα και μαζί -μέσω του σχήματος του “Μεγάλου Συνασπισμού”- τη χώρα.
Χωρίς καμία από τις παραπάνω κρίσεις να έχει ξεπερασθεί -το αντίθετο κιόλας!- το Βερολίνο πρέπει να σχηματίσει μία νέα κυβέρνηση. Η νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση, σύμφωνα με τα κυρίαρχα σενάρια, θα είναι για πρώτη φορά τρικομματική.
Θα πρέπει, σύμφωνα με το βασικό ρεύμα του εκλογικού σώματος ,(αν κρίνει κανείς από τους βασικούς κερδισμένους της τελευταίας κάλπης που δεν είναι άλλοι από το SPD και τους Πράσινους, οι οποίοι κέρδισαν 14,8% διπλασιάζοντας σχεδόν το ποσοστό τους από το 2017) ,να είναι πιο “αριστερόστροφη” σε σχέση με την προηγούμενη. Ωστόσο, ο πιθανότερος τρίτος εταίρος μίας συμμαχίας SPD-Πρασίνων φαίνεται πως θα είναι ένα κόμμα πιο δεξιό από το CDU, oι Φιλελεύθεροι.
Αν το SPD αποτύχει να σχηματίσει κυβέρνηση με τους Πράσινους και τους Φιλελευθέρους -προφανώς με ευθύνη των Φιλελεύθερων (οι οποίοι ήδη έχουν διακηρύξει πως προτιμούν κυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Πράσινους), τότε μένουν δύο εναλλακτικά σενάρια: Είτε και πάλι κυβέρνηση “Μεγάλου Συνασπισμού” με επικεφαλής αυτή τη φορά το SPD, είτε κυβέρνηση CDU-Πρασίνων -Φιλελεύθερων.
Όσον αφορά τα άλλα κόμματα, δηλαδή την Αριστερά και το ακροδεξιό AfD, οι μεν βουλευτές της Αριστεράς (μετά τον υποδιπλασιασμό του εκλογικού ποσοστού της) δεν αρκούν για την κατάκτηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας μαζί με το SPD και τους Πράσινους, το δε ακροδεξιό AfD (το οποίο κράτησε τις δυνάμεις, χάνοντας λιγότερο από 2 μονάδες και κατακτώντας ποσοστό γύρω στο 10%), δεν το θέλει κανείς στην κυβέρνηση του.
Δ.Κ.