Τι σημαίνει η συμφωνία, πόσο μακριά ήμαστε από το 2014, τι κάνουμε

Στις 17 Μαΐου σύμφωνα με τον κυβερνητικό σχεδιασμό θα πάνε στη Βουλή τα νομοσχέδια της συμφωνίας για το νέο μνημόνιο.

Αυτό που επιτρέπει στο ΔΝΤ και την ευρωπαϊκή τρόικα να μειώνουν τις συντάξεις και να αυξάνουν την φορολογία στα χαμηλά εισοδήματα ακόμα και μετά το τέλος του τρέχοντος μνημονίου, δηλαδή μετά τον Αύγουστο του 2018 για τα χρόνια που ακολουθούν αρχής γενομένης από το 2019.

Με λίγα λόγια μία συμφωνία που προβλέπει ότι από το 2019 και για όσο θα ισχύουν οι νόμοι που θα ψηφισθούν στις 16 ή/και 17 Μαΐου οι φτωχοί θα πληρώνουν περισσότερους φόρους και οι συνταξιούχοι θα παίρνουν ακόμα μικρότερες συντάξεις οι οποίες επιπλέον θα φορολογούνται με βάση το χαμηλότερο αφορολόγητο όριο.

Και αυτήν τη συμφωνία η Κυβέρνηση την ονομάζει… επιτυχία !

Επιτυχία πράγματι είναι, αλλά μόνο γι’ αυτούς που συνήθως ονομάζουμε “αγορές” και κεφάλαιο. Πράγματι δεν θα υπάρχει άλλη χώρα στην Ευρωζώνη που η ωμή εκμετάλλευση της εργασίας θα είναι νόμιμη σε τόσο υψηλό ποσοστό…

Ο παράδεισος των “αγορών” οι οποίες ήδη γιορτάζουν πριν καν πέσουν οι τελικές υπογραφές: τα spreads και οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν πέσει κάτω από το 6%, ενώ οι διαφορές μεταξύ των spreads ελληνικών και πορτογαλικών ομολόγων είναι πια κάτω από τις 2,5 μονάδες.

Όλα αυτά δείχνουν ότι “ο στόχος της κυβέρνησης να βγει στις αγορές” είναι πολύ κοντά.

Τι σημαίνει όμως αυτό και πόσο “αυτό” μοιάζει με το success story του Σαμαρά το 2014; Και γιατί έχει σημασία να το δει κανείς αυτό από σήμερα;

  • Ας ρίξουμε μια ματιά στην “άνοιξη” του 2014. Τότε, στο πλαίσιο της συζήτησης που είχε γίνει στην Ευρωμεσογειακή Συνδιάσκεψη είχαν υπογραμμιστεί ορισμένες προβλέψεις οι οποίες επιβεβαιώθηκαν 6 – 7 μήνες αργότερα μαζί με την κατάρρευση του περιβόητου success story. Στα μέσα του 2014 η Ευρώπη είχε προγραμματισμένες τις Ευρωεκλογές και μαζί με αυτές στην Ελλάδα διεξήχθησαν οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Οι συνθήκες τότε καθορίζονταν από τις ακόλουθες εξωτερικές και εσωτερικές εξελίξεις. Εξωτερικά κυριαρχούσε το γεγονός ότι οι ΗΠΑ είχαν δρομολογήσει το τέλος της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης. Ενώ στην Ευρωζώνη η ΕΚΤ δρομολογούσε από την δική της πλευρά ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για να αντιμετωπίσει (ειδικά στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα) τις συνέπειες από την αναστροφή των ροών κεφαλαίου διεθνώς λόγω της αλλαγής πολιτικής της Fed. Αποτέλεσμα αυτού ήταν μία κατακόρυφη άνοδος της ζήτησης ομολόγων υψηλών αποδόσεων. Στο εσωτερικό μέτωπο η κυβέρνηση Σαμαρά με την υποστήριξη της τρόικας (έδωσε το Ο.Κ. για την έξοδο στις αγορές λόγω των εξαιρετικά ευνοϊκών έστω και προσωρινά συνθηκών στις αγορές) εμφάνισε την εντελώς ψευδή εικόνα της επιστροφής στην “κανονικότητα” και την επικείμενη έξοδο από τα μνημόνια με το success story εν όψει των εκλογών.

Στόχος τους ήταν να αντιστρέψουν το κύμα αγανάκτησης που από τις εκλογές του 2012 είχε αρχίσει να αναζητά πολιτική διέξοδο προς τα αριστερά (μέσω της διαφαινόμενης επικράτησης του Σύριζα με σύνθημα «αριστερή κυβέρνηση»). Και δεν τα κατάφεραν καθώς τα αποτελέσματα στις ευρωεκλογές και τις δημοτικές επιβεβαίωσαν πως το βαθύτερο κύμα που ερχόταν ήταν αδύνατο να αντιστραφεί. Η συνέχεια, παρά την επιτυχή “έξοδο”, πριν από τις εκλογές, στις αγορές, είναι γνωστή…

 

  • Σήμερα η εφιαλτική “συμφωνία” που πάει για ψήφο στην Βουλή στις 15 Μαίου για ορισμένους είναι κάτι ανάλογο με εκείνο της άνοιξης του 2014.

Σε ορισμένα εξωτερικά σημεία θα μπορούσε να το πει κανείς.

Η αλήθεια όμως είναι εντελώς διαφορετική.

Και τώρα όπως και τότε οι ΗΠΑ με την επικείμενη αύξηση των επιτοκίων (συν την πολιτική προστατευτισμού Τραμπ) δημιουργούν τις προϋποθέσεις μιας χωρίς προηγούμενο μετακίνησης κεφαλαίων, που πράγματι αναζητούν και πάλι υψηλές αποδόσεις, όπως αυτές που θα μπορούσαν να δώσουν τα ελληνικά ομόλογα. Από αυτήν την άποψη, μετά την εφιαλτική συμφωνία, αν δοθεί το Ο.Κ. για έκδοση ομολόγων αυτά θα έχουν μεγάλη “ζήτηση” (ιδιαίτερα αν προηγηθεί το QE, κ.λπ.). Και οι αγορές ήδη προεξοφλούν την “χαρά” τους αυτή που έχει εξαργυρωθεί με το “αίμα” των ανέργων, των συνταξιούχων και της νεολαίας.

Το ευρωπαϊκό περιβάλλον όμως πάνω στο οποίο μία τέτοια κίνηση θα μπορούσε να γίνει, έχει ανατραπεί.

Αφ’ ενός το Brexit του οποίου οι διαλυτικές συνέπειες ακόμα δεν έχουν ξεδιπλωθεί και αφ’ ετέρου η οικονομική – τραπεζική και πολιτική αποσταθεροποίηση της Ευρωζώνης, δεν επιτρέπουν σε κανέναν να “γιορτάζει” την δυνατότητα επιβίωσης μιας οικονομίας υπό τον ζυγό ενός πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξης του 3,5% ετησίως για τα επόμενα 4 – 5 χρόνια.

Δεν έχει ξαναγίνει στις “καλές” εποχές του καπιταλισμού και δεν μπορεί ακόμα περισσότερο να γίνει σήμερα… Από πλευράς οικονομικής είναι μία προγραμματισμένη “καταστροφή”.

Από πλευράς πολιτικής όμως το πρόβλημα είναι πολύ πιο σημαντικό και καθοριστικό. Το 2014 είχαν δρομολογηθεί ήδη οι προσδοκίες της “ροζ” άνοιξης του Σύριζα. Σήμερα αυτή η στρατηγικής σημασίας εμπειρία της κοινωνίας και της εργατικής τάξης είναι πίσω μας. Και είναι φορτισμένη με απογοήτευση και… ξεπούλημα.

Το αισιόδοξο στοιχείο εδώ είναι ότι παρά τις δημοσκοπικές στρεβλώσεις η εγχώρια αστική τάξη διασπασμένη και κυρίως απολύτως ξεπουλημένη στους “δανειστές”, είναι ανίκανη να εμφανισθεί και πάλι σαν διάδοχη λύση στον Σύριζα. Δεν θα μείνουν όμως τα πράγματα έτσι για πολύ ακόμα.

Αυτό το μεταβατικό ενδιάμεσο “χρονικό” περιθώριο είναι το εν δυνάμει χρονικό και πολιτικό κέρδος, που μπορεί να έχει το εργατικό κίνημα για να αναπτύξει έγκαιρα την δική του εναλλακτική προοπτική απέναντι στο καπιταλιστικό αδιέξοδο. Αυτή είναι η “ευκαιρία” μας τόσο σε επίπεδο στρατηγικής όσο και τακτικής. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.

Αλλά ο χρόνος αυτός μετράει πλέον… αντίστροφα.

Γ. Αγγ.