Δεν είναι η πρώτη φορά που τα τελευταία 11 χρόνια το εργατικό κίνημα καλείται να συζητήσει το ”καυτό” μέτωπο της ανεργίας από την σκοπιά της δράσης ενάντιά της.

H χρεωκοπία του ελληνικού καπιταλισμού το 2010 και τα μετέπειτα διαδοχικά Μνημόνια οδήγησαν -σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ- το ποσοστό της ανεργίας επί του εργατικού δυναμικού πάνω από το 27% (το 2013) έναντι του 11% (το 2010) και τους ανέργους να ξεπερνούν τα 1.300.000 έναντι των 500.00. Και αυτό λόγω της σωρευτικής ύφεσης πάνω από 22% που έφεραν τα Μνημόνια.

Από το αποκορύφωμα του ποσοστού και πλήθους των ανέργων -βάσει της ΕΛΣΤΑΤ- το 2013 οδηγηθήκαμε σταδιακά στην αποκλιμάκωσή τους, η οποία παρά την νέα χρεωκοπία του ελληνικού καπιταλισμού λόγω της κορωνο-κρίσης δεν έχει σταματήσει.

Όσον και αν ακούγεται “παράδοξο”, τον Νοέμβριο του 2020, παρά το γεγονός ότι κατά το μήνα αυτό η χώρα μπήκε στο 2ο lock down, το ποσοστό της ανεργίας -με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ- ανήλθε στο 16,2% έναντι 16,4% του Οκτωβρίου, δηλαδή ένα μήνα πριν το 2ο lock down και, κυρίως, έναντι 16,6% που ήταν το Νοέμβριο του 2019, δηλαδή τέσσερις μήνες πριν κηρυχθεί το lock down. Στο ίδιο διάστημα οι άνεργοι έπεσαν στους 753.000 έναντι 781.000 το Νοέμβριο του 2019…

Μ’ άλλα λόγια, η ΕΛΣΤΑΤ, μας λέει πως μειώθηκε τόσο το ποσοστό ανεργίας (κατά 0,4 μονάδες!) όσο και το πλήθος των ανέργων εν μέσω της πανδημίας, παρά το γεγονός ότι η οικονομία βυθίστηκε το 2020 σε ύφεση πάνω από 8%.

Οι εργαζόμενοι στην τέχνη και τον πολιτισμό από τους περισσότερο πληγέντες.

Πόσο πραγματικά αυξήθηκε η ανεργία

Υπάρχουν τρεις παρατηρήσεις σε σχέση με αυτό το “παράδοξο” φαινόμενο:

  1. Η πρώτη παρατήρηση είναι η εξής: Άλλο το ποσοστό της ανεργίας επί του εργατικού δυναμικού και άλλο το πλήθος των ανέργων…

Το ποσοστό της ανεργίας επί του εργατικού δυναμικού μετρά το ποσοστό των ανέργων επί του αθροίσματος ανέργων και απασχολουμένων (δηλαδή άνεργοι διά άνεργοι και απασχολούμενοι). Μεταξύ Νοεμβρίου 2019 – Νοεμβρίου 2020, οι άνεργοι μειώθηκαν κατά 28.000 όσο περίπου μειώθηκαν και οι απασχολούμενοι.

Ωστόσο, το πλήθος του εργατικού δυναμικού μειώθηκε πολύ περισσότερο και συγκεκριμένα κατά 55.000 ή 13,5%.

Τι συνέβη στους άλλους 27.000 που “εξαφανίστηκαν” από το εργατικό δυναμικό;

Εντάχθηκαν στους οικονομικά μη ενεργούς πολίτες, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό και έτσι δεν συνυπολογίζονται στο ποσοστό της ανεργίας, που εξ αιτίας αυτού εμφανίζεται μειωμένο.

  1. Η δεύτερη παρατήρηση: Η εικόνα την οποία μας δίδουν τα στοιχεία του ΟΑΕΔ είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη που δίνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΕΔ, το μέσο μηνιαίο πλήθος των ανέργων το 2020 σε σχέση με το μέσο μηνιαίο πλήθος των ανέργων του 2019 ήταν πάνω από 100.000 ή 10%, ξεπερνώντας τα 1.100.000 το 2020 έναντι λίγο πάνω από 900.000 το 2019.

Κανείς επισήμως δεν έχει εξηγήσει που οφείλεται η γιγάντια διαφορά στις μετρήσεις μεταξύ ΕΛΣΤΑΤ και ΟΑΕΔ.

Γιατί, δηλαδή, η ΕΛΣΤΑΤ βλέπει μείωση των ανέργων (κατά 28.000) και ο ΟΑΕΔ αύξηση (κατά 100.000); Γιατί η ΕΛΣΤΑΤ βλέπει μόνο 753.000 ανέργους και ο ΟΑΕΔ βλέπει 1.100.000 δηλαδή περισσότερους από 300.000, ή σχεδόν κατά 1/3 ; Μάλιστα, η διαφορά στις μετρήσεις δεν εμφανίστηκε τελευταία, λόγω της κορωνο-κρίσης, αλλά ήδη μετά το λεγόμενο τέλος των Μνημονίων το 2018. Ωστόσο, τελευταία, έχει γίνει πιο έντονη. Η πιο πιθανή -θεωρητική όμως- εξήγηση είναι πως οι 300.000 και πλέον άνεργοι είναι αδήλωτοι -στο σύστημα “Εργάνη” – εργαζόμενοι, οι οποίοι ενώ στις δημοσκοπήσεις της ΕΛΣΤΑΤ δηλώνουν απασχολούμενοι, είναι ταυτόχρονα εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ, καθώς αυτό αποτελεί τεκμήριο για μια σειρά κοινωνικών επιδομάτων…

  1. Η τρίτη παρατήρηση έχει ως εξής: Ό,τι και αν “κρύβεται” πίσω από τις εκ διαμέτρου αντίθετες μετρήσεις (όχι μόνο ως προς τη μέθοδο αλλά και ως προς το αποτέλεσμά τους) το σίγουρο είναι ένα: Η ανεργία -με ύφεση 8%- θα ήταν πολύ μεγαλύτερη αν δεν είχαν ληφθεί τα μέτρα της αναστολής των συμβάσεων εργασίας και της επιστρεπτέας προκαταβολής για τις κλειστές και πληττόμενες επιχειρήσεις.

Στο 1ο lock down, οι αναστολές ξεπέρασαν τις 900.000, ενώ στο 2ο, τις 600.000. Αν δεν υπήρχε το μέτρο αυτό οι άνεργοι θα είχαν ξεπεράσει τους 1.600.000 και το 35% στο 1ο lock down και τους 1.300.000 ή το 29% στο 2ο, βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ. Δηλαδή, οι άνεργοι θα είχαν ξεπεράσει άνετα το ιστορικό υψηλό του 27% των Μνημονίων.

Oι εργαζόμενοι στην τέχνη και τον πολιτισμό είναι «εξαφανισμένοι» από τις στατιστικές.

Πως η πανδημία άλλαξε το εργασιακό πεδίο

Με βάση τα παραπάνω, μπορεί κανείς να συμπεράνει, μιλώντας για την ανεργία, ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα της κορωνο-κρίσης, πως το καινούριο και σημαντικότερο στοιχείο δεν είναι αυτή τη στιγμή η αύξηση των εγγεγραμμένων ανέργων του ΟΑΕΔ, αλλά η διαμόρφωση μιας νέας κατηγορίας, αυτής των απασχολούμενων οι οποίοι βρίσκονται σε αναστολή ακόμα και έναν χρόνο και αμείβονται από το κράτος με τη μορφή των ειδικών αποζημιώσεων των 534 ευρώ. Αυτοί, κατά την τρέχουσα περίοδο ανέρχονται γύρω στους 600.000, δηλαδή αντιστοιχούν στο 1/3 περίπου των απασχολούμενων του λεγόμενου ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Επίσης, δεδομένου ότι η κρατική αποζημίωση είναι κοντά στα επίπεδα του μέσου μισθού τους, σύμφωνα τουλάχιστον με όσα διαρρέουν αρμόδια στελέχη, (σ.σ. 530 ευρώ) και τα περιοριστικά μέτρα έχουν κόψει κατά πολύ τα έξοδά τους (π.χ. κίνησης, διασκέδασης, αναψυχής, κ.λπ.), το μεγάλο ζήτημα για αυτούς –προς το παρόν- δεν είναι το εισοδηματικό, αλλά η επισφάλεια της θέσης απασχόλησής τους αλλά και γενικότερα του εργασιακού μέλλοντός τους.

Η μεγάλη πλειοψηφία όσων έχουν βγει σε αναστολή απασχολούνται στους κλάδους της εστίασης και του τουρισμού και του λιανικού (μη ηλεκτρονικού) εμπορίου, καθώς αυτοί έχουν πληγεί πιο πολύ από τα διαδοχικά lock down και τις συνέπειές τους.

Δηλαδή οι περισσότερες αναστολές αφορούν σε κλάδους στους οποίους απασχολούνται μισθωτοί με χαμηλή έως μηδαμινή ειδίκευση. Αυτό σημαίνει πως, σε περίπτωση που απολυθούν από την επιχείρηση στην οποία απασχολούνται, δύσκολα -πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να ”απορροφηθούν” σε κάποια επιχείρηση κάποιου άλλου κλάδου ακόμα και αν αυτός ανήκει σε εκείνους που έχουν σημειώσει μεγάλη κερδοφορία εν μέσω πανδημίας, όπως π.χ. το ηλεκτρονικό εμπόριο, οι ταχυμεταφορές, τα supermarkets, γεγονός που θα έχει ως συνέπεια να αρχίσουν σιγά-σιγά ακόμα και τα αμφίβολης ποιότητας ”μηχανάκια” της ΕΛΣΤΑΤ να μετράνε την αύξηση της ανεργίας.

Αυτή η εξέλιξη δεν είναι μακρυά, καθώς όπως όλα δείχνουν το προσεχές καλοκαίρι, ελάχιστα θα διαφέρει, από σκοπιάς ”επιδόσεων” του τουρισμού και της εστίασης, από το περσινό. Αυτό σημαίνει πως, αν μη τι άλλο, γύρω στους 100.000 – 150.000 από όσους βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε αναστολή θα συνεχίσουν να υπάγονται στο ”καθεστώς” των αναστολών, ενώ όσοι από τους 300.000-350.000 (αν δεν απολυθούν) επιστρέψουν στη δουλειά, θα γυρίσουν, πιθανότατα (λόγω της αναμενόμενης συνέχισης της ύφεσης και τα επόμενα τρίμηνα) με υποδεέστερους όρους από πλευράς αμοιβών και πραγματικών εργασιακών δικαιωμάτων σε σχέση με πριν.

Συμπερασματικά, τα τρία βασικά θέματα τα οποία θα απασχολήσουν έως το τέλος του έτους την μεγάλη μάζα της εργατικής τάξης (του λεγόμενου ιδιωτικού τομέα, αλλά εμμέσως και του δημόσιου, καθώς στα περισσότερα νοικοκυριά όπου υπάρχει ένας δημόσιος υπάλληλος, υπάρχει και ένας ιδιωτικός υπάλληλος ή άνεργος) είναι τα ακόλουθα:

  • Το πρώτο θέμα είναι η παραμονή μιας πολύ μεγάλης μερίδας της (έως 1 εκατ.) στην “καραντίνα” της αναστολής, δηλαδή στον ”προθάλαμο” της απόλυσης ή της υποβάθμισης των συμβάσεών τους.
  • Το δεύτερο πρόβλημα είναι η υποβάθμιση των μισθών και δικαιωμάτων για μια άλλη μερίδα εργαζομένων (από 1 έως 1,5 εκατ.) που εργάζονται (χωρίς να έχουν μπει σε αναστολή) υπό την απειλή, όμως, της απόλυσης.
  • Η παραμονή ιδίως των νέων, δηλαδή όσων μόλις τέλειωσαν τα προηγούμενα χρόνια ή τελειώσουν φέτος και του χρόνου το Λύκειο (είτε ακολουθούν τη ”μεταδευτεροβάθμια”, είτε την τριτοβάθμια εκπαίδευση) στον άδειο “προθάλαμο” της εργασίας μαζί με άλλο ένα εκατ. ανέργους. Να σημειωθεί πως σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στο προηγούμενο ”κύμα” της ανεργίας (δηλαδή της περιόδου 2010-2013), το μεγαλύτερο πρόβλημα εύρεσης εργασίας θα το έχει η πιο χαμηλά ειδικευόμενη ή ανειδίκευτη νεολαία, καθώς οι κλάδοι οι οποίοι αποτελούσαν τους κατεξοχήν ”χώρους υποδοχής” τους στην αγορά εργασίας (εστίαση, τουρισμός, κ.λπ.) είναι εκείνοι που περνούν και θα περάσουν τη μεγαλύτερη κρίση.

Δ.Κ.