Τι φέρνει η αύξηση του κατώτατου μισθού

 

Στην τελική ευθεία βρίσκονται οι διαδικασίες για τον ακαθορισμό του κατώτατου μισθού.
Η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου έχει λάβει το πόρισμα της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων, σύμφωνα με το οποίο ο κατώτατος μισθός πρέπει να αυξηθεί κατά 5% έως 10%. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση υποστηρίζει την «αναδρομική» ανάκτηση του αντίστοιχου ποσοστού μετά από τη μείωση κατά 22% του κατώτατου το 2012…

Η ίδια η υπουργός έχει δηλώσει πως οι κυβερνητικές αποφάσεις (σ.σ. αναμένονται τέλος Γενάρη) θα κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση.
Από την πλευρά τους, οι δανειστές ζητούν μια «προσεκτική» αύξηση, ενώ έχουν ισχυρές ενστάσεις για την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού των νέων έως 25 ετών.
Και αυτό προκειμένου να μη μειωθεί η απασχόληση, λόγω της αύξησης των εργοδοτικών καταβολών για αμοιβές και εισφορές.
Την ίδια άποψη έχουν και στον ελληνικό Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ). Και όχι μόνο αυτό, αλλά με δεδομένο πως η παραγωγικότητα εργασίας, αλλά και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας ως προς τις τιμές κατέρρευσε την τελευταία 10ετία, θα έπρεπε -σύμφωνα με τον ΣΕΒ- να μειωθεί κατά επιπλέον… 15% ο κατώτατος μισθός και όχι να αυξηθεί όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση τάσσεται υπέρ της αύξησης του κατώτατου για λόγους κυρίως πολιτικούς, προκειμένου να «επαναπατρίσει» στον ΣΥΡΙΖΑ υποστηριχτές που έχασε, κατά τη διάρκεια της δεξιάς πορείας που ακολούθησε μετά την προδοσία του λαϊκού «Όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015.
Εξάλλου δεν της… στοιχίζει και τίποτα, καθώς την αύξηση πρέπει να τη δώσουν οι εργοδότες – οι οποίοι φυσικά μπορούν να την «απορροφήσουν» μέσω της μετατροπής των συμβάσεων, την απληρωσιά κ.λπ.

Οι πολιτικές πιέσεις έγιναν τελευταία πιο έντονες λόγω της αποχώρησης από την κυβέρνηση των εθνικιστών «Ανεξαρτήτων Ελλήνων» λόγω της συμφωνίας των Πρεσπών.
Έτσι η κυβέρνηση ( χωρίς πλέον τα εθνικιστικά βαρίδια του Καμμένου και ενώ διευρύνει την επιρροή της προς την «κεντροαριστερά» ) μέσω μίας «εμβληματικής» -όπως διατείνονται τα στελέχη της- αύξησης του κατώτατου, θα επιχειρήσει να διευρύνει την «αριστερή» αναστροφή που ξεκίνησε με την ακύρωση των περικοπών των συντάξεων την 1/1/2019.
Παράλληλα, θα αυξήσει τις δαπάνες της «ελεημοσύνης» μέσω διαφόρων επιδομάτων.
Την ίδια ώρα, έχει ήδη ξεκινήσει τη εξέταση του δημοσιονομικού κόστους των αναδρομικών για τις περικοπές τις οποίες υπέστησαν οι συντάξεις και οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων την περίοδο 2011-2012. Και αυτό εξετάζει πολιτικά να καταβάλλει, έστω και σταδιακά τα αναδρομικά αυτά, καθώς το συνολικό ύψος τους μπορεί να αγγίξει ακόμα και το αστρονομικό ποσό των 29 δις ευρώ.

Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στα 2/3 της ετήσιας δημοσίας δαπάνης για συντάξεις και μισθούς! Παράλληλα, η κυβέρνηση προωθεί τον επανϋπολογισμό των εισφορών 900.000 επαγγελματιών και αγροτών προ του 2017, οι οποίοι χρωστάνε στα ταμεία. Ο επανϋπολογισμός αυτός θα γίνει με βάση το νόμο Κατρούγκαλου και θα οδηγήσει σε μείωση 60% – 65% των παλιών κύριων οφειλών, ενώ θα διαγραφεί το 85% των προσαυξήσεων των παλιών οφειλών. Όλα αυτά υπό τον όρο ότι οι οφειλέτες θα ενταχθούν στη ρύθμιση εξόφλησης των οφειλών τους σε 120 δόσεις. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή δεν θα είναι «μόνιμη», αφού ψηφισθεί, αλλά θα δοθεί για ένα 6μηνο ή 9μηνο, αρχής γενομένης από τον ερχόμενο Μάρτιο.
Πίσω από αυτά τα μέτρα σέρνεται πολιτικά και η Νέα Δημοκρατία, καθώς δεν τολμά να τα αντιστρατευθεί πολιτικά (αν και διαφωνεί), καθώς θα της στερούσε το μεγαλύτερο κομμάτι των υποστηριχτών της. Ψήφισε την ακύρωση των περικοπών στις συντάξεις, τάχθηκε υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού, δεν έχει βγάλει άχνα για τα αναδρομικά, ούτε βέβαια για τις επικείμενες μειώσεις στα χρέη των επαγγελματιών και των αγροτών.
Αφού ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε τον δεξιό μνημονιακό δρόμο της ΝΔ την περίοδο 2015 -2018, είναι η σειρά της ΝΔ να ακολουθήσει το (μεταμνημονιακό) «αριστερό» δρόμο του ΣΥΡΙΖΑ.

Μόνο που και οι δύο, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, πατάνε στο έδαφος της μόνιμης μεταμνημονιακής λιτότητας και πάνω απ’ όλα στο έδαφος της επιδεινούμενης καπιταλιστικής κρίσης, στον κόσμο, στην Ευρώπη αλλά και στην ίδια την Ελλάδα. Δεν πρόκειται για τους πόλους ενός «νέου δικομματισμού», αλλά για τις διαδοχικές εκφράσεις (πρώτα η ακροδεξιά ΝΔ, έπειτα ο ΣΥΡΙΖΑ…) μίας εντεινόμενης πολιτικής αποσταθεροποίησης, οι οποίες κατρακυλούν μαζί, στο πάτο της ιστορίας.
Τα μέτρα που σχεδιάζει η κυβέρνηση και υποστηρίζει, έστω και δειλά, η δεξιά/ ακροδεξιά αντιπολίτευση δεν μπορούν να ανακουφίσουν, παρά μόνο ελάχιστα και πρόσκαιρα, τα λαϊκά στρώματα που επλήγησαν μετά το 2010.
Παράλληλα, δεν μπορούν να αναστρέψουν την φοβερή, ιστορικών διαστάσεων οικονομική παρακμή στην οποία βρίσκεται ο ελληνικός καπιταλισμός ιδίως μετά τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ούτε φυσικά, μπορούν, μέσω της αύξησης της καταναλωτικής ζήτησης που φέρνει μία αύξηση του κατώτατου ή μία καταβολή αναδρομικών, να δημιουργήσουν μια «ατμομηχανή» για μια εντυπωσιακή αύξηση του ΑΕΠ της χώρας.
Πάνω από όλα το διεθνές περιβάλλον της έκρηξης του χρέους και του εμπορικού πολέμου δεν αφήνει ούτε «ψίχουλο» για τον υπερχρεωμένο και μη «ανταγωνιστικό» ελληνικό καπιταλισμό.
Αυτό δεν σημαίνει πως λόγω των επικείμενων ευρωεκλογών και εθνικών εκλογών, η κυβέρνηση (ή/και η αντιπολίτευση) δεν θα υποσχεθεί ή ακόμα και δεν θα δώσει, ίσως, κάποια «ψίχουλα», προκειμένου να διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα που θα επιτρέψει στην ελληνική αστική τάξη και τους ξένους πάτρονές της να μας εκμεταλλευθούν ακόμα περισσότερο μετεκλογικά.

Το αντίθετο, μάλιστα. Αλλά, ”η ώρα του λογαριασμού” δεν θα είναι εκείνη, κατά την οποία ένας ανειδίκευτος εργάτης θα λάβει (αν … λάβει) μια αύξηση 5% ή 10%, ούτε όταν συνταξιούχος ή δημόσιος υπάλληλος πάρει το ≈ ή 1/3 όσων του κόψανε για ένα χρόνο.
Η ”ώρα του λογαριασμού” θα σημάνει όταν το αστικό κράτος δεν θα μπορέσει να δώσει τα υπόλοιπα από τα κομμένα, ενώ τα έχει υποσχεθεί. Γιατί η μεγαλύτερη οργή δεν έρχεται όταν δέχεται κάποιος ένα ξαφνικό χτύπημα (όπως π.χ. συνέβη το 2010-2012), αλλά όταν δεν παίρνει παρά ελάχιστα ή καθόλου από όσα του έταξαν, ενώ είχε χάσει πιο πριν σχεδόν τα πάντα. Αυτό μένει να συμβεί.

Από αυτήν την άποψη ο αγώνας των αναπληρωτών εκπαιδευτικών, ο οποίος είναι ο πρώτος που εκδηλώνεται σε συνθήκες αυξανόμενης λαϊκής διεκδίκησης γενικότερα «αναδρομικών» (από τις παλιότερες περικοπές στον κατώτατο, τις συντάξεις κ.λπ.) έχει να μας διδάξει πολλά.
Δ.Κ.