Τελευταίο αντίο σε μια αγρότισσα

 

 

”Να προσέχετε το παιδί μας” είπε πριν πεθάνει. ”Ποιο παιδί μας, μητέρα;”, ρώτησε η νύφη της.

 

”Τον …”, απάντησε και πέθανε. Ενενήντα δύο χρονών.

 

Η θανάσιμη αγωνία της δεν αφορούσε την ίδια, αλλά  κάποιον άλλο.

 

Τα λόγια της τελευταίας στιγμής της ήταν όπως οι πράξεις όλων των προηγούμενων στιγμών της, ολόκληρης της ζωής της:

”Έζησα με τη γειτονιά”, έλεγε πάντα, θέλοντας να πει ότι χωρίς τη βοήθεια των γειτόνων της στο χωριό, δεν θα μπορούσε η ίδια να επιβιώσει.  

Δεν έγινε αντάρτισσα, όταν ήταν νέα, στα 40, αλλά μεγάλώσε με τέτοιον τρόπο παιδιά και εγγόνια που θα μπορούσαν να γίνουν. Γιατί δεν έζησε μόνο χάρη στην κοινότητα, αλλά την υποστήριζε σε προσωπικό επίπεδο με κάθε τρόπο.

 

Και αυτό γιατί η ίδια δεν γνώρισε μάνα ποτέ. Ούτε σε φωτογραφία δεν την είχε δει.  

 

Ο δε πατέρας της ήλθε σώγαμπρος στο χωριό. Η πρώτη του γυναίκα που ήταν από το χωριό, πέθανε. Η δεύτερη γυναίκα του, η μάνα της αγρότισσας που μνημονεύουμε, ήλθε από άλλο μακρινό χωριό. Πέθανε, όμως, στη γέννα. 

 

Έτσι η μικρή αγρότισσα, που την έλεγαν Γιωργία, ορφανή και ”ξένη” εξαρχής στο ίδιο το χωριό που γεννήθηκε, μεγάλωσε μόνο με τον πατέρα της. Και αυτός, όμως, πέθανε νωρίς, λίγο αφού η νεαρή αγρότισσα παντρεύτηκε έναν άνδρα από τη μεγαλύτερη οικογένεια του χωριού, το Γιάννη.

 

Ορφανή και νιόπαντρη, η Γιωργία  έκανε το πρώτο της παιδί γύρω στα ’50  και ήταν γιος, κοιλοπονώντας δύο μέρες, όπως έλεγε.

 

Παράλληλα, όσο περνούσαν τα χρόνια, η ορφανή έγινε ”μάνα” για όλους στο χωριό, αλλά και πέρα από αυτό. 

 

Θήλαζε όχι μόνο τους γιούς της, αλλά και τις κόρες άλλων γονιών.

 

Η έλλειψη της μάνας και του πατέρα την έκανε να χρειαστεί την κοινότητα. Η κοινότητα τη στήριξε και αυτή της το ανταπέδιδε μέχρι το τέλος της.

 

Περιμένοντας το τρίτο παιδί του, ο άντρας της Γιωργίας έλεγε στο μικρότερο γιο του πως ”σήμερα κρίνεται η τύχη μας”. Τι εννοούσε; Αν η Γιωργία έκανε κορίτσι, θα έπρεπε να το προικίσει ο Γιάννης με προίκα που δεν υπήρχε. Έτσι η φτωχή οικογένεια του Γιάννη και της Γιωργίας θα γινόταν πάμπτωχη.

 

Τελικά και το τρίτο παιδί ήταν ”ευτυχώς” αγορι. Έτσι δεν χρειάστηκε προίκα να ετοιμάσει ο Γιάννης. Παρόλα αυτά η φτώχεια παρέμεινε, μαζί με το μετεμφυλιακό μπαστούνι, το οποιο δοκίμασε ο Γιάννης. 

 

Ο πρώτος γιος έφυγε μετά την έκτη δημοτικού σε μία μακρινή πόλη για να πάει Γυμνάσιο, γιατί ”έπαιρνε” τα γράμματα.

 

Έζησε εκεί τρία χρόνια ως μαθητής Γυμνασίου και παραγιός στο σπίτι που έμενε. Κρατούσε με το ίδιο χέρι το πηρούνι και ψωμί, όταν έτρωγε, γιατί φοβόταν πως αν το άφηνε στο τραπέζι, κάποιος άλλος θα έπαιρνε. Έτσι είχε μάθει στο φτωχικό σπίτι του. Συνέχισε, τελικά, το Γυμνάσιο σε πόλη κοντά στο χωριό του, αλλά με δυσκολία περνούσε τις τάξεις.

 

Μία φορά που έδινε εξετάσεις, ο πατέρας του ο Γιάννης, έξω από το παράθυρο της τάξης, του έδειχνε κρυφά  τις λύσεις μιας άσκησης, γραμμένες στο πακέτο από τα τσιγάρα του.

 

Μετά το Γυμνάσιο, ο πρωτότοκος γιος και οι άλλοι δύο μικρότεροι γιοί της Γιωργίας ”σκόρπισαν σαν τα πουλιά”, όπως έλεγε η ίδια.

 

Έφυγαν γύρω στα ’70  φαντάροι, μετά πήγαν στην Αθήνα για δουλειά, σπουδές, οικογένεια.  

”Τι έχεις Γιωργία;” τη ρώτησε μία γειτόνισσα της, βλέποντας την στεναχωρημένη μία μέρα.

 

”Σκέφτομαι, τα παιδιά μου που΄ φύγαν, θείτσα”, της απάντησε.

 

”Ας λάμπει ο ήλιος και ας είν΄και στα βουνά”, απάντησε η γειτόνισσα. Ήθελε να πει πως ας είναι τα παιδιά της, δεν έχει σημασία που είναι μακρυά της.

 

Η ίδια, η Γιωργία έλεγε πως ”ποτέ δεν έκλαψε, όταν έφευγαν τα παιδιά της”, για να μην τα στεναχωρήσει.

 

Καταλάβαινε πως το μεγαλύτερο  πρόβλημα το έχει εκείνος που φεύγει και όχι αυτός που μένει. Ωστόσο η ”πρόοδος” των ’80  έσβησε για λίγο τις παλιές πληγές, μέχρι που ήλθαν οι καινούριες. Όχι δικές της, αλλά πληγές των παιδιών της. Χώρισε ο ένας της γιος και πολύ αργότερα και ο  άλλος, εγχειρήσεις μπαι-πας και οι τρεις και ο ένας εκ των τριών δεν άντεξε τελικά, πέθανε. ‘

 

Σε γυάλινο πύργο θα σε βάλω πιδί’ μ’‘ σπάραζε στην κηδεία του.

 

Λίγο νωρίτερα είχε πεθάνει και ο άντρας της, ο Γιάννης. Δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά οι δυό τους, αλλά όταν έμεινε μόνη της πια, έλεγε : ” Ας ζούσε και ας καθόταν μόνο σε ένα σκαμνί, με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, αμίλητος”.

 

Αυτή έζησε για χρόνια μετά το θάνατο του άντρα και του γιου της. ”Όλοι οι δικοί μου πέθαναν. Εγώ γιατί να ζήσω;” έλεγε λίγες ώρες πριν ξεψυχήσει. Και λίγο μετά, ξεψύχησε.

 

Τώρα , ”βρίσκεται” μαζί με τους δικούς της και η αυλή του σπιτιού της, χωρίς κανένα.

 

Η ”νέα”, εθνική ”οδός” μετέτρεψε το χωριό σε συνοικισμό που ίσα που φαίνεται από το πέρασμα του καινούριου δρόμου.

 

Λίγο πριν περάσει η ”νέα οδός”, το νεκροταφείο του  είχε περισσότερα επώνυμα μνήματα από όσους ζωντανούς κατοίκους είχε το χωριό. 

 

Η παλιά εθνική οδός δεν αποτελεί καν ένα”φυσικό” όριο μεταξύ χωριού και νεκροταφείου, μεταξύ ζώντων και νεκρών, μεταξύ μνημών και μνημάτων. Και αυτό γιατί δεν περνά πλέον σχεδόν κανένας από αυτό το δρόμο. Απλά υπάρχει, χωρίς ουσιαστικό λόγο. Απλά υπάρχει.

 

Πιο πριν, το τοπικό  τεχνολογικό εκπαιδευτικό ίδρυμα έχει ερημώσει, γιατί ”η πόλη μας δεν έχει βουλευτή” για να παλέψει στη Βουλή για το αντίθετο, όπως πιστεύουν στην πόλη αυτή.

 

Και αυτό παρά το γεγονός ότι η ίδια  πόλη έχει βγάλει κάποτε πέντε πρωθυπουργούς και είναι και ”ιερή”,λόγω της ηρωικής όσο και αναγκαίας εξόδου που έκαναν κάποτε οι πολιορκημένοι της.

 

Και η αυλή στο σπίτι της κυρα-Γιωργίας, τι γίνεται τώρα ; Ένας από τους γιους της έγραψε κάποτε προνοητικά γι΄αυτήν την αυλή  πως  :

 

”Με κλειστή πόρτα

 

 η αυλή θα κοιμάται.

 

Μέσα οι γονείς μεγαλώνουν για τα σύννεφα

 

 και τα παιδιά για τον ήλιο”.

 

Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε για να περάσεις, σε ”αιώνιο ύπνο” αυτή τη  φορά. Εκείνη τη στιγμή, ”ο  ήλιος ήταν στα βουνά”. Δεν μπορούσε, όμως, να σου ζεστάνει τα χέρια. 

 

Δ.Κ.