Όχι στη Διάλυση της Απεξάρτησης – Υπεράσπιση του Ανθρώπου
της Βίκυς Κανατά

Εάν η αξία ενός πολιτισμού μετριέται από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τους πιο ευάλωτους ανθρώπους του, τότε η σημερινή κοινωνία μας βρίσκεται σε βαθιά ηθική κρίση. Η αποδόμηση των στεγνών προγραμμάτων απεξάρτησης δεν αποτελεί απλώς μια τεχνική ή διοικητική μεταρρύθμιση· συνιστά ένδειξη της υποχώρησης του κοινωνικού ανθρωπισμού και της κυριαρχίας μιας ωμής λογικής αγοράς, όπου ακόμη και ο πόνος καθίσταται διαχειρίσιμος δείκτης κόστους.
Η απεξάρτηση δεν είναι ιατρικό πρωτόκολλο· είναι πολιτική διαδικασία χειραφέτησης. Ο Μαρξ μάς υπενθυμίζει ότι «ο άνθρωπος είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων»· συνεπώς, η εξάρτηση δεν είναι ατομική παθολογία, αλλά κοινωνικό σύμπτωμα. Το άτομο που βυθίζεται στη χρήση δεν αποσπάται απλώς από την πραγματικότητα — κατακρημνίζεται μέσα στην αλλοτρίωση ενός κόσμου που του στερεί κάθε ορίζοντα νοήματος. Η απεξάρτηση, επομένως, δεν μπορεί να είναι διαδικασία «ατομικής σωτηρίας»· είναι κοινός αγώνας ανασύστασης του υποκειμένου μέσα στην κοινότητα.
Οι λεγόμενες «στεγνές κοινότητες» υπήρξαν ιστορικά η πιο καθαρή μορφή αυτής της πράξης. Εκεί όπου η κοινωνία αποσύρει το βλέμμα της, εκεί όπου η αγορά δεν βλέπει κέρδος, η κοινότητα των θεραπευομένων επανασυνθέτει το ανθρώπινο πρόσωπο μέσα από την εργασία, τη συλλογικότητα, τη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης και ευθύνης. Είναι μικρογραφίες μιας άλλης κοινωνίας – αυτής που προεικόνιζε ο Ένγκελς όταν έγραφε για την ανάγκη «να αντικατασταθεί η διακυβέρνηση των ανθρώπων από τη διαχείριση των πραγμάτων».
Κι όμως, σήμερα, το κράτος, υποταγμένο στις νεοφιλελεύθερες προσταγές, επιλέγει να υποβαθμίζει, να συγχωνεύει ή και να διαλύει αυτά τα κύτταρα ανθρωπιάς. Στη θέση του συλλογικού, εισάγεται το φάρμακο· στη θέση της σχέσης, η «μείωση της βλάβης»· στη θέση της θεραπείας, η διαχείριση. Η εξάρτηση δεν πολεμάται, αλλά «ρυθμίζεται». Ο άνθρωπος παύει να είναι υποκείμενο μεταμόρφωσης και καθίσταται αντικείμενο βιοπολιτικής διαχείρισης. Ο Φουκώ θα έλεγε πως εδώ διακρίνουμε την πιο τελειοποιημένη μορφή εξουσίας: εκείνη που δεν καταστέλλει, αλλά «φροντίζει» προκειμένου να ελέγχει.
Απέναντι σε αυτή τη σιωπηρή εκμηδένιση του νοήματος, η υπεράσπιση των στεγνών προγραμμάτων καθίσταται πράξη πολιτικής και ηθικής αντίστασης. Διότι οι θεραπευτικές κοινότητες, μέσα στην απλότητά τους, φέρουν ένα ανυπότακτο μήνυμα: ότι ο άνθρωπος μπορεί να αναγεννηθεί όχι μέσα από τη χημική υποκατάσταση, αλλά μέσα από τη συνάντηση με τον Άλλο, μέσα από την εργασία, την τέχνη, τη συμμετοχή και την αυτογνωσία.
Ο Χέγκελ μιλούσε για τη «διαλεκτική της αναγνώρισης», εκείνη τη βαθιά ανάγκη τού ανθρώπου να αναγνωρισθεί ως ελεύθερο υποκείμενο από τους άλλους. Στα στεγνά προγράμματα, η διαδικασία αυτή καθίσταται θεραπευτική πράξη: ο θεραπευόμενος αναγνωρίζεται όχι ως «τοξικομανής» αλλά ως άνθρωπος εν δυνάμει ελεύθερος. Ολόκληρο το θεραπευτικό πλαίσιο, από την καθημερινή συμβίωση έως την ψυχοκοινωνική εργασία, λειτουργεί ως προεικόνιση μιας κοινωνίας χωρίς ιεραρχίες, όπου η αξιοπρέπεια δεν είναι προνόμιο, αλλά δικαίωμα.
Κι όμως, στη γλώσσα της σύγχρονης διοίκησης, οι κοινότητες αυτές θεωρούνται «αντιοικονομικές». Η λογική της απόδοσης, της αποδοτικότητας, της «βιωσιμότητας» αντικαθιστά τη λογική της φροντίδας. Η κοινωνική πρόνοια συρρικνώνεται σε αριθμητικούς δείκτες. Όπως θα έλεγε ο Μπένγιαμιν, «ο πολιτισμός που μετρά την αξία του ανθρώπου με βάση την ωφελιμότητά του φέρει ήδη μέσα του το σπέρμα της βαρβαρότητας».

Αν η εξάρτηση είναι η πιο τραγική μορφή αλλοτρίωσης, τότε το στεγνό πρόγραμμα αποτελεί την πιο ριζοσπαστική μορφή ελευθερίας. Γιατί δεν αρκείται στο να καταστείλει τη χρήση· επιχειρεί να καταλύσει τις κοινωνικές, οικονομικές και ψυχικές συνθήκες που την παράγουν. Σ’ έναν κόσμο που αποθεώνει την κατανάλωση, η κοινότητα του στεγνού προγράμματος προβάλλει ως αντίποδας της εμπορευματοποιημένης ύπαρξης. Είναι πράξη αντι-καπιταλιστική εκ φύσεως, καθώς επαναφέρει το ανθρώπινο υποκείμενο στο κέντρο της θεραπείας.
Η διάλυση των στεγνών προγραμμάτων, επομένως, δεν είναι απλώς καταστροφή ενός θεσμού. Είναι διάλυση μιας ιδέας: της ιδέας ότι ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει συλλογικά, ότι η ελευθερία δεν είναι προϊόν φαρμακολογίας αλλά κοινωνικής πράξης. Πρόκειται για πολιτισμική οπισθοδρόμηση, για επικράτηση ενός τεχνοκρατικού μηδενισμού που αντιμετωπίζει τη ζωή ως διαχειρίσιμο ρίσκο και όχι ως πεδίο δημιουργίας.
Η επιστήμη, εάν θέλει να παραμείνει ανθρώπινη, οφείλει να αρθρώσει λόγο αντιστασιακό. Ο ρόλος του επιστήμονα δεν είναι να προσαρμόζεται στις εκάστοτε πολιτικές σκοπιμότητες, αλλά να υπερασπίζεται την ίδια τη δυνατότητα του ανθρώπου να ορίζει τη μοίρα του. Χρειάζεται πράξη και δράση· και πράξη, σήμερα, είναι η υπεράσπιση των δομών που υπερασπίζονται τη ζωή.
Ας μην ξεχνούμε, τέλος, τον Καμύ, που έγραφε ότι «η εξέγερση είναι η βεβαίωση μιας αξίας». Η υπεράσπιση των στεγνών προγραμμάτων δεν είναι συντεχνιακή διεκδίκηση· είναι μορφή εξέγερσης απέναντι στην απαξίωση του ανθρώπου. Είναι η ηθική επιμονή ότι κάθε ύπαρξη, ακόμη και η πιο τραυματισμένη, έχει δικαίωμα στην αποκατάσταση της αξιοπρέπειάς της.
Αν η κοινωνία μας θέλει να λέγεται πολιτισμένη, οφείλει να διαφυλάξει αυτές τις κοινότητες ως εστίες ανθρωπιάς και παιδείας. Όχι γιατί «κοστίζουν λιγότερο» ή «αποδίδουν περισσότερο», αλλά γιατί αποτελούν τη ζώσα απόδειξη ότι ο άνθρωπος, ακόμη και στην πιο σκοτεινή του στιγμή, μπορεί να μεταμορφωθεί μέσα από τη συλλογικότητα, την ευθύνη και την ελπίδα.
Κλείνω με τα λόγια του Τσε Γκεβάρα: «Αληθινός επαναστάτης καθοδηγείται από αισθήματα αγάπης.»
Η αγάπη αυτή, μεταποιημένη σε επιστημονική πράξη και κοινωνικό αγώνα, είναι η ουσία τής απεξάρτησης. Όπου καταλύεται η κοινότητα, καταλύεται η δυνατότητα του ανθρώπου να αγαπήσει, να θεραπευτεί, να σταθεί. Γι’ αυτό και η υπεράσπιση των στεγνών προγραμμάτων δεν είναι μόνον καθήκον των ειδικών — είναι καθήκον όλων όσοι επιμένουν να πιστεύουν στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.











