του Γιάννη Αγγέλη

Ο κρατικός Προϋπολογισμός είναι πάντα μια «ευκαιρία» για να διακρίνει κανείς την στρατηγική εκμετάλλευσης της κυβέρνησης απέναντι στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Κάπως έτσι είναι και με το σχέδιο Προϋπολογισμού που κατατέθηκε στις αρχές της εβδομάδας και το οποίο στηρίζεται στη λεγόμενη «διαχείριση μέσω πληθωρισμού».

Μια ματιά τόσο στην εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2025 όσο και στο σχέδιο Προϋπολογισμού του 2026 εύκολα αποκαλύπτει τον μηχανισμό αυτής της «στρατηγικής» που στηρίζεται σε τρία «εργαλεία»:

· Διατήρηση σε πρωτοφανή επίπεδα (μνημονικά) των έμμεσων φόρων ΦΠΑ και ΕΦΚ, για συγκέντρωση φορολογικών εσόδων που τροφοδοτούνται από τον πληθωρισμό. Τα διαθέσιμα στοιχεία καταγράφουν από το 2021 μέχρι και σήμερα τριπλάσιο ρυθμό αύξησης των φορολογικών εσόδων (από ΦΠΑ και ΕΦΚ) από το ποσοστό του πληθωρισμό. Ταυτόχρονα μη τιμαριθμοποίηση των φορολογικών συντελεστών με αποτέλεσμα οι άμεσοι φόροι να τροφοδοτούνται από την ονομαστική αύξηση (λόγω πληθωρισμού) των εσόδων (μισθών, συντάξεων, τζίρο μικρομεσαίων επιχειρήσεων).

· Με την σιωπηρή «ανοχή» στη διατήρηση του πληθωρισμού σε επίπεδα αξιοσημείωτα πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καταστρέφει μεν την ιδιωτική κατανάλωση στην οποία κατά βάση στηρίζεται στον εγχώριο καπιταλισμό η εξέλιξη του ΑΕΠ (ο Προϋπολογισμός προβλέπει μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης το 2026), αλλά καλύπτει το επενδυτικό κενό στο ΑΕΠ κατά βάση με τις επενδύσεις μέσω Ε.Ε. (Ταμείο Ανάκαμψης – ΕΣΠΑ).

· Απομείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, όχι λόγω της πραγματικής επέκτασης της οικονομίας, αλλά λόγω του πληθωρισμού που «φουσκώνει» ονομαστικά τον ΑΕΠ, χωρίς να μειώνεται το απόλυτο χρέος, το οποίο συνεχίζει την αφαίμαξη των δημοσίων εσόδων (φόρων) για την εξυπηρέτησή του…

Αυτή είναι συνοπτικά η εργαλειακή οικονομική «διαχείριση μέσω πληθωρισμού».

Σ’ αυτήν την εικόνα θα πρέπει να συνυπολογίσουμε τις επιπλέον απαιτήσεις που έρχονται και θα τις δούμε να εμφανίζονται μέσα στο 2026 λόγω της αύξησης των εξοπλιστικών δαπανών.

Ο εργασιακός εφιάλτης

Όμως ο καπιταλισμός στην Ελλάδα και η κυβερνώσα ντόπια άρχουσα τάξη δεν στηρίζεται μόνο σ’ αυτή την «στρατηγική». Παρά το μνημονιακό υπόβαθρο μιας οικονομίας της οποίας το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 25% την δεκαετία των μνημονίων, στρέφεται πολύ ενεργητικά στην επέκταση του ρυθμού αύξησης εκμετάλλευσης της εργασίας.

Η «διαχείριση μέσω πληθωρισμού» συνδέεται οργανικά, ιδιαίτερα μετά την επανεκλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με μια εργασιακή πολιτική, που στοχεύει στην άμεση αύξηση του ρυθμού εκμετάλλευσης της εργασίας, δημιουργώντας έτσι έναν διπλό, συμπληρωματικό, μηχανισμό βίαιης αναδιανομής του πλούτου από τα κάτω προς τα πάνω (κρατικό και ιδιωτικό κεφάλαιο).

Από τη μία πλευρά, ο πληθωρισμός λειτουργεί ως ένας αυτόματος μηχανισμός για τη δημιουργία «σχετικού πλεονάσματος» κυρίως μέσω των εφιαλτικών έμμεσων φόρων. Οι αυξήσεις στις τιμές οδηγούν σε αυξημένα ονομαστικά έσοδα από έμμεσους φόρους, όπως ο ΦΠΑ (24% ο βασικός και 13% ο μειωμένος), οι οποίοι βέβαια χτυπάνε εξοντωτικά τα χαμηλά και μικρομεσαία εισοδήματα αφού «ξοδεύονται» 100% στην κατανάλωση για την επιβίωση χωρίς τις περισσότερες φορές να αρκούν. Μέσω αυτού του «αυτοματισμού», το κράτος εισπράττει περισσότερους φόρους, χωρίς να χρειάζεται να «πληρώσει» άμεσο πολιτικό κόστος αυξάνοντας τους άμεσους φόρους.

Ταυτόχρονα, το δημόσιο χρέος φαινομενικά συρρικνώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, όχι λόγω αληθινής ανάπτυξης, αλλά επειδή το ίδιο το ΑΕΠ «φουσκώνει» ονομαστικά με την διατήρηση του πληθωρισμού και των υψηλών τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες.

Από την άλλη πλευρά, η μητσοτακική πολιτική με τους εκάστοτε Υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας επεκτείνεται στην πλευρά της εργασίας αυξάνοντας το ποσοστό εκμετάλλευσης.

Η κυβερνητική πολιτική για την «ευελιξία» στην εργασία, με την επέκταση της εργάσιμης ημέρας έως και 13 ώρες, αποτελεί μια ξεκάθαρη επίθεση για την αύξηση και του «απόλυτου πλεονάσματος».

Αυτή η περιβόητη «μεταρρύθμιση» εκμηδενίζει de facto το οκτάωρο, επιτρέποντας στον εργοδότη να συμπιέζει τον απαιτούμενο εργασιακό χρόνο σε λιγότερες μέρες, αυξάνοντας τους ρυθμούς εκμετάλλευσης της εργασίας με τεράστιο κόστος για τη σωματική και ψυχική υγεία των εργαζομένων και τελικά την επιβίωση.

Επεκτείνει την απαλλοτρίωση υπεραξίας μέσα στην ημέρα χωρίς καν αντίστοιχη αύξηση της αμοιβής, αυξάνοντας απευθείας τον χρόνο που ο εργαζόμενος «δίνει» δωρεάν στον εργοδότη.

Ταυτόχρονα, αποδυναμώνει τις ήδη «σκοτωμένες» συλλογικές διαπραγματεύσεις, δημιουργώντας ένα ισχυρό εργαλείο για πιέσεις και εκβιασμό, που με την αγαστή βοήθεια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, μπλοκάρουν σε μεγάλο βαθμό την απελευθέρωση της δυναμικής αντίδραση της εργατικής τάξης.

Αυτές οι δύο πολιτικές, η διαχείριση μέσω φόρων/πληθωρισμού και η επιμήκυνση/συμπίεση της εργάσιμης ημέρας, αποτελούν την βασική στρατηγική εκμετάλλευσης από την πλευρά της κυβέρνησης μέσω του Προϋπολογισμού.

Ο πρώτος μειώνει το πραγματικό εισόδημα, αυξάνοντας έμμεσα τον ρυθμό εκμετάλλευσης (σχετικό πλεόνασμα), ενώ ο δεύτερος αυξάνει άμεσα τις ώρες εκμετάλλευσης χωρίς καν αντίστοιχη αύξηση αμοιβής (απόλυτο πλεόνασμα). Το συνολικό αποτέλεσμα είναι μια εκρηκτική αύξηση του ρυθμού εκμετάλλευσης, με την εργατική τάξη να πληρώνει διπλά: μέσω της φθοράς της αγοραστικής της δύναμης και μέσω της φθοράς της ίδιας της τής ζωής από τη διευρυμένη και συμπιεσμένη εργάσιμη ημέρα.

Δεδομένου ότι η καπιταλιστική οικονομία στην Ελλάδα, λόγω της πολύ χαμηλής παραγωγικότητας δεν παράγει επαρκές πλεόνασμα, το κράτος και το κεφάλαιο επιδιώκουν να το εξαγάγουν με δύο βασικούς τρόπους: μέσω των τιμών, απορροφώντας ένα μεγαλύτερο μερίδιο του υπάρχοντος «πλούτου» από τις τσέπες των εργαζομένων, και μέσω του χρόνου, εξαναγκάζοντας τους εργαζόμενους να παράγουν περισσότερο πλεόνασμα για τον ίδιο ουσιαστικά ονομαστικό (και όχι πραγματικό) μισθό.

Η οικονομική στρατηγική του μητσοτακισμού επομένως, δεν «καίει απλώς τα έπιπλά της για να ζεσταθεί», όπως έκανε με τις ιδιωτικοποιήσεις του δημόσιου τομέα, αλλά καταστρέφει κάθε δυνατότητα αύξησης της παραγωγικότητας, «καίγοντας» τη φυσική και ψυχική δύναμη της εργατικής τάξης.

Αυτό το αδιέξοδο όμως δεν είναι απλά κυβερνητική «επιλογή». Είναι η σχετική «εγχώρια» έκφραση του απόλυτου ασυμβίβαστου μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων στη διεθνή και εγχώρια οικονομική και πολιτική πραγματικότητα.

* Το κείμενο αυτό έχει αφήσει εκτός θεώρησης, τις καθοριστικές συνέπειες στην εκτέλεση του Προϋπολογισμού του 2026 από την διεθνή και ειδικά την ευρωπαϊκή κρίση, προκειμένου να αναδείξει τα ιδιαίτερα “εθνικά” χαρακτηριστικά του από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.

8/10/2025