του Νίκου Λέκκα
Σε μια ρευστή εποχή, με τα πάντα ρευστά, το μόνο που μας σώζει είναι η αγάπη. Η αγάπη εντός. Αυτή που μπορεί και να μην φαίνεται αλλά υπάρχει. Κόντρα σε ό,τι και αν επικρατεί παντού. Και στα Εξάρχεια ακόμα. Τώρα που την ΑΚΟΕ ούτε που την θυμούνται πια. Και τα μαγαζιά της Ιεράς Οδού επίσης. Αλλά αυτή ήταν η αγάπη. Η αγάπη η ουσιαστική. Που την δώσαμε και την δεχτήκαμε συμπυκνωμένη. Γιατί έτσι είναι η αγάπη εκ των έσω.
Και ποτέ δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο πονάει αυτό. Που αυτόν το πόνο, τον ισορροπεί η υγεία των λαϊκών τραγουδιών. Πέρα σε ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Που στην φαντασία του θα μείνει. Η αγάπη παίζει κάτωθεν την Πατησίων. Το άνωθεν είναι της κοινωνικοποίησης. Που όσο και αν την προσπαθήσαμε δεν μας βγήκε. Και το πάρτυ της ζωής σαν το πάρτυ της Βουλιαγμένης. Με το Λουκιανό αρχηγό. Γι’ αυτά που ποτέ δεν είναι όπως φαίνονται. Ακόμα και η Αμερική έχει το φως της και το υποφωτισμένο της. Τι και αν το υποφωτισμένο το νομίσαμε στα Τζαζ μπαρ της Ελλάδος εφάμιλλα ως αυτά της Αμερικής. Μες τους πούστηδες ποιητές και όλες τις φτωχικά ντυμένες αρτίστες. Που οι γκέι δεν πρόκειται να φτάσουν το ήθος τους. Και απέναντι από το νεκροταφείο, εκεί που οι φίλοι μας θάψανε συντρόφους, μια και για πάντα. Και το μπαρ με τα μπριγιάν, και χωρίς πλερέζες στην ψυχή. Ακόμα και…
Αλλά αγαπητοί μου σύντροφοι οι πούστηδες είναι άλλης συνομοταξίας άνθρωποι. Που δεν υπόσχονται άλλα πράττουν. Την χειροπιαστή αγάπη. Που κανείς δεν θα την βρει πουθενά αλλού. Φτωχική σαν τα δωμάτια των ντίλερ. Και μια Ομόνοια να βγάζει φως.
Ένα φως που σκορπίζει χωρίς την δυνατότητα να το καταλάβει ο όχλος. Ένας όχλος που όσο δηλώνει, ό,τι αυτός πιστεύει σωστό να δηλώσει, δεν θα βρει ποτέ το φως που εκπέμπουν οι πούστηδες. Αυτούς που χρεωθήκαμε ως κρυφούς αλλά μας σκόρπισαν τόσο φως που μας φτάνει για μια ολόκληρη ζωή. Μια ζωή εντός. Μια ζωή που δεν φτάνει για τίποτε της ζωής ή μήπως περισσεύσει;. Μιας ζωής που η λέξη αγάπη είναι άγνωστη. Σαν την μαστούρα που παίζει στα Εξάρχεια που δεν έχει σχέση, με την μαστούρα που διαβάσαμε ακόμα και από τους ποιητές των Εξαρχείων. Αγάπη μαστούρα.
Ίσοι σχεδόν ταυτόσημοι όροι για άλλους ναι, για άλλους όχι, και η διαφυγή είναι αμφιλεγόμενο θέμα, σαν τα ταβόρ που έπαιρναν οι σύντροφοι που έφυγαν, σαν την πίκρα που είναι όλη δική μας, αυτήν που δεν χρωστάγαμε ποτέ πουθενά και σε κανένα, και σ’ ένα κενοτάφιο αναμνήσεων που το μόνο που προσφέρει είναι η πίστη για αυτά που μας γνώρισαν οι μακαρίτες. Σε μια συμπυκνωμένη αγάπη.
«Τι και αν γνώρισα κάποτε τον Μαραντόνα», μου είπε ο Γιώργος δύο μέρες πριν φύγει και το λείψανό του κοσμούσε την εφημερίδα Φως, για 3 μέρες, έτος 2010. Μια ύστατη δημοσιότητα από αυτή που όρισε ο Άντι Γουόρχολ, από 10 λεπτά στα 3- 4 εικοσιτετράωρα
Χωρίς ποτέ να έχουμε την δυνατότητα της κουβέντας πια, αλλά αυτά που μας είπαν, ήταν η συμπυκνωμένη αγάπη της ύπαρξης και του έρωτα, που μπορεί να μας κρατήσει τόσο ζωντανούς όσο σαν το Χριστό ζωντανό σαν σε κρίση. Την κατανόηση, την συγχώρεση και την συμπυκνωμένη αγάπη. Και εμείς μπορούμε να υπάρχουμε με όλα αυτά τα ελάχιστα. Έστω και αν μας αφαιρέσουν την συγχώρεση και την κατανόηση, τουλάχιστον ας μας αφήσουν την συμπυκνωμένη αγάπη των πούστηδων αυτή που κανένα φεστιβάλ υπερηφάνειας όπως έχει καταντήσει δεν έχει την παιδεία να κατανοήσει. Εκλιπαρούμε σύντροφοι, όσο και αν υποστηρίζεται το pride της Σταδίου και όχι τα παλιά στα πιθαράδικα (Λόφος Στρέφη). Τουλάχιστον να βγάλουμε σπαθί αυτούς που χάθηκαν, από την κακία του κόσμου και της κακώς εννοούμενης οικογένειας.
Κορωπί
29/7/2021