του Σαλάχ αλ-Μούσα

Βροχή κόκκινη πέφτει αδιάκοπα, ποτίζει με αίμα το πρόσωπο της γης, σκορπίζει στον αέρα τη ζεστασιά της ένταξης στις ανάσες της μάνας που εγκατέλειψε το κλάμα ώσπου να αποτυπωθούν στις κόρες των ματιών της τα χαρακτηριστικά τού μάρτυρά της· και βγάζει τον ουρανό από το θαμπό γκρίζο του γαλάζιο, για να φυτέψει μέσα του τα ονόματα εκείνων που μας άφησαν, κι έτσι γίνεται ένας κήπος από τριαντάφυλλα.

Κόκκινη βροχή ξεπλένει τα πρόσωπα κι ο Παλαιστίνιος ανοίγει ξανά τους δρόμους που είχαν κλείσει απ’ το ψέμα, φορτωμένους με σκυλιά φρουράς, εκπαιδευμένα να καταπνίγουν την αλλαγή.

Η Παλαιστίνη κυλά με το αίμα της από την άκρη της γης ως την άλλη, ξυπνώντας τούς κοιμισμένους.

Κόκκινη βροχή αιμορραγεί αδιάκοπα, ξεσκίζει από το πρόσωπο του Ισραήλ τις μάσκες της μεταμφίεσής του, μάσκα τη μάσκα: καταρρέουν οι σημαίες της «δημοκρατίας» κάτω από τα δόντια του ρατσισμού που διψάει για αίμα, πέφτουν οι αφηγήσεις του ιστορικού διωγμού που κυνηγούσε τον «εκλεκτό λαό» στις χώρες που η ηγεσία του ταξινόμησε ως «πάνω απ’ όλους», κάτω από τα βήματα των ισραηλινών ταγμάτων της «καταιγίδας» που προσπαθούν στην Παλαιστίνη να εκδικηθούν για όσα συνέβησαν στη Γερμανία, σκοτώνοντας γυναίκες, παιδιά, πουλιά, σπίτια, πεταλούδες και δέντρα· στολίζοντας τους καρπούς των νέων με αριθμούς και στίγματα που κληρονόμησαν από τον ναζισμό· οδηγώντας καραβάνια αιχμαλώτων, άοπλων ανδρών με τα χέρια αναγκαστικά υψωμένα πάνω στα κεφάλια τους, σε στρατόπεδα μαζικής κράτησης· ενώ τα πλήθη των νεοφερμένων, που ήρθαν να πλαστογραφήσουν την ταυτότητα της Παλαιστίνης, φωνάζουν για την ανάγκη εκδίωξης εκείνων που έδωσαν στη χώρα το όνομά της, την ιστορία της, την ταυτότητά της, που τους χάρισε τα χρώματα των ματιών τους, το μελαψό των προσώπων τους και την τιμή της ιερής δημιουργίας.

Να που η ιστορία επαναλαμβάνεται για να διορθώσει ένα εξόφθαλμο σφάλμα στη διαδρομή της: ό,τι συμβαίνει στη γη της Παλαιστίνης σήμερα, ήταν αυτό που έπρεπε να ζήσει αυτή η γη την ύστερη δεκαετία του ’40. Μπορεί κάποιοι να ζουν με τον λογαριασμό των άλλων, αλλά κανείς δεν πεθαίνει αντί άλλου.

Η επανάσταση δεν είναι πια μνήμη ενός παρελθόντος που διπλώθηκε κι έφυγε και δεν θα επιστρέψει. Η ιστορία δεν τελείωσε. Η γη γεννά ιστορία. Η ιστορία δεν γεννιέται κρυφά, ούτε είναι ορφανή. Δεν είναι νόθος γιος φυγάδων απ’ το ίδιο τους το δέρμα, τ’ όνομά τους, τον λαό τους, τη γη που ούτε τους αρνείται ούτε τους απορρίπτει.

Να η Παλαιστίνη που ποτίζει με το αίμα της όλες τις πρωτεύουσες και τις συνειδήσεις. Να που γεννά την άνοιξη κατακόκκινη, φλογισμένη, προχωρώντας με το μεγαλείο της αυγής που βγαίνει από τα σπλάχνα της αδικίας και του σκότους.

Εισβάλλει στις πόρτες κλεισμένες από τον φόβο και τις μετατρέπει σε φυλακές πιο φριχτές απ’ τα υπόγεια των μυστικών υπηρεσιών, διώχνει τη νωθρότητα και φυτεύει μέσα στα σπίτια παραδείσους από τριαντάφυλλα με τα ονόματα των μαρτύρων.

Να ο Παλαιστίνιος που ξαναγεννιέται από την ίδια του την αδυναμία, και γυρίζει στον δρόμο οπλισμένος με τη θέλησή του.

Να που η ζωή ξαναβρίσκει τον παλμό της, και η καρδιά είναι η Παλαιστίνη.

Τη γη την φυλάει μόνο ο ιδιοκτήτης της, ζωντανός ή μάρτυρας. Οι στρατοί είναι για τους θρόνους, μα η γη για εκείνον που τη προστατεύει.

Να που το Ισραήλ γκρεμίζει τα στρατόπεδα προσφυγιάς για να επιβάλει σ’ εκείνους που, τη πρώτη φορά, πίστεψαν πως άλλοι θα πολεμήσουν αντί γι’ αυτούς, μια μόνη επιλογή: το σπίτι σου είναι όλη η Παλαιστίνη· αν τη χάσεις, δεν είσαι κανένας, δεν έχεις δικαίωμα ούτε στη γη ούτε στον παράδεισο.

Και να οι εγγονοί εκείνων που ξεριζώθηκαν απ’ τα σπίτια τους για χάρη δολοφόνων ερχόμενων από τη μακρινή Δύση, προσπαθούν με το αίμα τους να διορθώσουν το ιστορικό λάθος: αντιστέκονται, έστω με σάρκα ζωντανή, και δεν εγκαταλείπουν τη γη τους. Τα παραπήγματα της προσφυγιάς σωριάζονται κάτω από τις οβίδες, τα σπίτια εκτελούνται από τα αεροπλάνα, ειδικοί στον φόνο των αναμνήσεων επιστρατεύονται, τα περιβόλια και οι καλλιέργειες ισοπεδώνονται, τα δέντρα καταδικάζονται σε θάνατο, ασθενοφόρα εμποδίζονται να μεταφέρουν τραυματίες, η ταφή των νεκρών απαγορεύεται, τα νοσοκομεία μετατρέπονται σε ομαδικούς τάφους· κι όμως ο δρόμος εξακολουθεί να βρυχάται στο όνομα της ελευθερίας.

Τους διηγήθηκαν οι πατέρες που δοκίμασαν την προσφυγιά ότι όποιος φύγει δεν γυρίζει, κι ότι όποιος μείνει δεν πεθαίνει, κι ότι η προδοσία της γης δεν έχει συγχώρεση.

Όποιος παραχωρεί τη θέση του στον ξένο που ήρθε να πάρει ένα σπίτι που δεν έχτισε, να μαζέψει ελιές που δεν φύτεψε, πρέπει να γίνει ο ίδιος ξένος, να ζήσει τη ζωή του κυνηγημένος, δίχως γη που να τον δεχθεί.

Το σπίτι το φυλάει μόνο η οικογένειά του· στη γη μένουν μόνο οι δικοί της, που σ’ αυτήν γεννιούνται, απ’ αυτήν παίρνουν το χρώμα του προσώπου τους, μ’ αυτήν μεγαλώνουν, κι εκεί ανανεώνονται γενιά με γενιά.

Η Παλαιστίνη υψώνει το κεφάλι της, που τώρα έγινε θρυλικό. Σχίζει τα κύματα του ίδιου της του αίματος, υψωμένη πάνω από την κορυφή, ώστε να μην την αγγίξει χέρι, να μην την δει μάτι συνεδρίων, ενώ οι σουλτάνοι καταρρέουν κάτω απ’ αυτήν, στα κατώτερα των κάτω. Η Παλαιστίνη άρχισε το ταξίδι επιστροφής στη συνείδησή της, και να που ο παλμός ξαναγυρίζει στον δρόμο, κι ο φόβος ανεβαίνει στην κορυφή για να την περικυκλώσει· και το Ισραήλ ξεκινά το ταξίδι της επιστροφής προς τη μαύρη σελίδα τής ιστορίας, ξανά.