Σκηνές αρχαίας τραγωδίας εκτυλίχθηκαν στο κοιμητήριο Μελισσίων το μεσημέρι της Δευτέρας 17 Φεβρουαρίου, όταν πολλές εκατοντάδες κόσμου συγκεντρωθήκαμε για να αποχαιρετίσουμε τον Γιάννη Παπαγεωργίου.

Σε μια πλαγιά της Πεντέλης, με την ομίχλη να τρεμοφεύγει σε κάποιες κορυφές του βουνού, κανείς δεν ήθελε να πιστέψει ότι ο μόλις 24 χρόνων Γιάννης κηδευόταν εκεί, στην άκρη της πόλης.

Ο Γιάννης Παπαγεωργίου ήταν μόλις 24 χρονών, τελειόφοιτος του Πολυτεχνείου. Είχε όλη τη ζωή μπροστά του και φτερά δυνατά για να πετάξει. Όμως, το μεσημέρι της Πέμπτης 13/2/2025 ένα τροχαίο στη διασταύρωση του Χίλτον τού έκοψε το νήμα της ζωής.

Μαζί με τους γονείς του, τη Μάνα Μαργαρίτα Κουτσανέλλου, τον Πατέρα Θανάση Παπαγεωργίου, την αδελφή του Ρένια, όλη την οικογένεια, τους αμέτρητους φίλους, συμμαθητές και συμφοιτητές, τους συναδέλφους της συντρόφισσας Μαργαρίτας στον ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ που προστρέξανε απ’ όλη την Ελλάδα, συντρόφους και συντρόφισσες από το ΕΕΚ, από το ΝΑΡ, ανένταχτους αγωνιστές και συνδικαλιστές, ξεπροβοδίσαμε τον νεαρό Γιάννη. Μαζί ήταν σύντροφοι εκπρόσωποι της Παλαιστινιακής Αντίστασης που τιμούσαν την μάνα του Γιάννη, τη συντρόφισσα Μαργαρίτα, ασίγαστη φωνή, όπως σημείωσε ο Σάββας Μιχαήλ, όλων των μανάδων της Γάζας που κλαίνε κι αυτές τα αδικοχαμένα παιδιά τους.

Συγκλονιστικός ήταν ο αποχαιρετισμός της Μάνας Μαργαρίτας, που διάβασε η ηθοποιός συντρόφισσα Δήμητρα Διαμαντοπούλου και παραθέτουμε εδώ:

Γιάννη μου Γλυκό μου Παιδί,
Μάτια μου!

Γλυκά μου μάτια φλογερά. Μάτια ζυμωμένα με μέλι και ζέστα. Μάτια πυρωμένα, από  χάρη και από χαρά. Από ελπίδες και πόθο και λαχτάρα και γέλιο. Κοίταζες μ’ αυτά και θαύμαζες τον Ήλιο κατάματα, γιατί αγαπούσες τη ζωή. Κι ήταν σαν Ήλιος η ζωή σου. Αυτός σε κατάκλυζε με το θερμό του φως. Μ’ αυτό το φως σ’ έστελνε κάθε μέρα, σε οδηγούσε, να ανοίξεις τη δική σου περπατηξιά στον κόσμο.

Μάτια που στάζανε στη γωνίτσα μια σταλιά μελαγχολία, μια λύπη, απαλή, μια σκοτεινίτσα μικρή από τα μέσα σου. Όταν καταλάβαινες ότι ο δρόμος μπροστά ήταν αδυσώπητος για τους ανθρώπους και σκληρός, και ένιωθες για μια στιγμή, ότι η αγκαλιά σου δεν τους χώραγε όλους που γλίστραγαν στο μισόφωτο, κι ούτε ήξερες αν θα γλιστρούσες κι εσύ μέσα σ’ αυτό.

Φως μου!

Γιε μου Λουσμένε στο φως του Απόλλωνα!

Βαφτίστηκες μέσα στο φως του. Σου μετάδωσε την ομορφιά του και την έφερες κάτω στη γη. Σου ‘δωσε τη δόξα της και τη δόξα μιας δίκαιης ψυχής που έγινε η ψυχή σου μέσα στα χρόνια σου τα λιγοστά, τα εικοσιτέσσερα. Τόσα σου έδωσε… Τη σεβάστηκες αυτή τη θεία χάρη. Δεν την ευτέλισες, δεν την έκανες το λόγο για να υπάρχεις. Δεν υπήρξες για χάρη της ομορφιάς σου. Την εκτίμησες και την προσπέρασες, βρίσκοντας την ομορφιά και των άλλων γύρω σου. Γι’ αυτό και μπήκε το κάλλος ως τα τρίσβαθα της ψυχής σου. Δεν έμεινε έξω. Δεν το ξόδεψες. Το χάρισες.

Γιε μου, Φως μου. Πόση ευτυχία μας έδωσες μ’ αυτό το άγιο φως της χάρης σου! Γλιστράς τώρα σαν φως μέσα από τα χέρια μας, Φως μου! Πώς σβήνεις μέσα από τις χούφτες μας, όπως οι ηλιαχτίδες στο σούρουπο;

Ψυχή Μου!

Ψυχή μου ζεστή, λεβέντικη, αντρίκια, περήφανη κι απέραντη. Ψυχή ζωοδότρα, θαλασσινή, γαλάζια και διάφανη, κυματισμένη. Γεμάτη δίκιο κι αγάπη τρυφερή για κάθε πλάσμα. Ψυχή τρυφερή και τρεμάμενη σαν του μικρού νεοσσού. Καθαρή σαν καυτό φως, που κράταγε γύρω σου κι άλλες ψυχές που γλυκαίνανε μαζί σου, και ξεχείλιζε γύρω σου χαρά επικούρεια. Απλή, λιτή, ταπεινή, όχι ταπεινωμένη. Την έζησες αυτή την ηδονή της Ζωής Γιε μου, Ψυχή μου! Μα ξεσκίζει τα σωθικά η βια που κόπηκε για σένα αυτή. Πού να βρω δύναμη να τη φέρω πίσω εγώ τη ψυχή σου Γιε μου;

Γιάννη μου,
Βράχε μου γρανιτένιε,

Στέρνο μου φαρδύ, σιδερένιο, πέτρινο. Φτερούγες αετίσιες, υψίπετες. Ψηλά πετούμενος, όπως το πνεύμα σου το καθάριο, το λεύτερο. Κι όμως, συνετός και σεμνός σαν το γερο-Νέστορα. Γιε, μου! Πνευμόνια πλημμυρισμένα με αέρα δροσιστικό και παγωμένο της ζωής, του δίκιου, του γέλιου, της ελπίδας. Ταξιδευτή μου, Καβαλάρη στο άτι της ζωής. Δεν πίστεψα ποτέ πως θα σε δω να κείτεσαι νεκρός, τόσο δυνατό που σ’ έβλεπαν τα μάτια μου.

Γιάννη μου δεν φτάνει η φωνή όλου του κόσμου να ακουστεί και να σε φέρει πίσω. Δεν ήταν να φύγεις. Βρέθηκα τώρα εγώ να σε στέλνω στον Άδη, ένα μικρό Προμηθέα, έναν Έκτορα. Πώς να κατέβω να σε φέρω πίσω από τον Άδη, Βράχε μου;

Αχ! αχ, παιδάκι μου, παιδί μου, Ξεσπάω σε μοιρολόγια, το ένα κακό πάνω στο άλλο κι ούτε θα ’ρθει μια μέρα δίχως δάκρυα για μένα…….. Παιδί μου, γιε μου, μάνας δύσμοιρης, με τι θάνατο πήγες, ποια μοίρα σ’ έριξε νεκρό, ποιος σε θανάτωσε; (στ. 678 – 687)    Ω! Δία, τι να πω; Τάχα φροντίζεις για τους θνητούς ή έχουμε του κάκου τη γνώμη αυτήν την ψεύτικη, θαρρώντας πως υπάρχουνε θεοί κι η τύχη μόνο τα πάντα κυβερνά για τους ανθρώπους; (στ. 484 – 7)
 
Ευριπίδη, «Εκάβη»