Το «σκάνδαλο» με τη Novartis έφερε στο κέντρο της προσοχής, για πρώτη φορά σ’ αυτή τη χώρα, τις λεγόμενες «αθέμιτες» πρακτικές βάσει των οποίων λειτουργεί η διεθνής (αλλά και η εγχώρια) φαρμακοβιομηχανία.
Πρακτικές που εδώ και δεκαετίες έχουν πάρει μεγάλη δημοσιότητα διεθνώς, μέσα από τις αποκαλύψεις για το πώς δομείται και λειτουργεί η «κακοήθης σχέση» ανάμεσα σε φαρμακευτικές εταιρείες, ερευνητικά κέντρα, πανεπιστήμια, ιατρική κοινότητα και κράτος, με αποτέλεσμα την χειραγώγηση, αφενός της αγοράς (προώθηση/απόσυρση, τιμολόγηση φαρμάκων κ.λπ.) και αφετέρου των ερευνητικών δεδομένων που μας πλασάρουν για τις ενέργειες και παρενέργειες των φαρμάκων, τα οποία είναι από ερευνητικές διαδικασίες ελεγχόμενες και χρηματοδοτούμενες από τις ίδιες τις εταιρείες.
Η αντίδραση της κυβέρνησης Σύριζα/Ανελ. κυμάνθηκε από τις συνήθεις, κενές περιεχομένου, μεγαλοστομίες του Πολάκη, μέχρι τις δηλώσεις, τύπου «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε», του Ξανθού ότι «η απάντηση θα είναι : διαπραγμάτευση τιμών αποζημίωσης, διαφανές και δίκαιο σύστημα τιμολόγησης, έλεγχος της ζήτησης και θεσμικές δικλείδες ασφαλείας, όπως δημοσίευση των συναλλαγών των φαρμακευτικών εταιρειών με γιατρούς κ.λπ.». Η συνέχιση, δηλαδή, της πλοήγησης εντός του συστήματος, του οποίου η υπόθεση Novartis, όπως και αυτή της Siemens, δεν είναι μια ακόμα «υπόθεση διαφθοράς», αλλά ο τρόπος ύπαρξης και λειτουργίας του.
Λόγω αυτών των καθιερωμένων πρακτικών τους, όλες σχεδόν οι φαρμακοβιομηχανίες, η μια πίσω από την άλλη, έχουν βρεθεί, μετά από καταγγελίες, αποκαλύψεις κ.λπ., στα δικαστήρια, που συχνά τους έχουν επιβάλλει τεράστια πρόστιμα, ενίοτε δισεκατομμυρίων. Αλλά η πληρωμή αυτών των προστίμων είναι μέσα στον επιχειρησιακό σχεδιασμό των φαρμακοβιομηχανιών, καθώς η κερδοφορία τους είναι πολύ υψηλότερη και μπορεί να επιτυγχάνεται ακριβώς μέσω αυτών των «αθέμιτων» πρακτικών που έχουν, ως «ελαφρά παρενέργεια», αυτά τα πρόστιμα.
Η αποκάλυψη του «σκανδάλου» δεν προέκυψε φυσικά (και ούτε επρόκειτο ποτέ να προκύψει) από τον όποιο εγχώριο φορέα, αλλά από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ. Οι δυο υπάλληλοι που κατέθεσαν τα έγγραφα, τα οποία αποκαλύπτουν την καταβολή χρηματικών ποσών σε πάνω από 4000 γιατρούς, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, προκειμένου να προωθούν και να συνταγογραφούν φάρμακα της εταιρείας και που, μάλιστα, πήγαν στις ΗΠΑ για να δώσουν αυτά τα στοιχεία που γνωρίζουν για την υπόθεση, μπόρεσαν να κινηθούν με αυτό τον τρόπο γιατί ήταν οι αρμόδιες υπηρεσίες των ΗΠΑ που είχαν ήδη κινηθεί, εδώ και δυο χρόνια, ενάντια στις πρακτικές της Novartis στη διαμόρφωση των τιμών των φαρμάκων. Δεν ήταν για την αποκατάσταση των κανόνων του λεγόμενου «υγιούς ανταγωνισμού», αλλά γιατί η Ελλάδα είναι μεταξύ των τριών ευρωπαϊκών χωρών όπου οι τιμές των φαρμάκων διαμορφώνουν τον μέσο όρο από τον οποίο συγκροτείται ο δείκτης τιμολόγησης για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Και οι δραστηριότητες κερδοφορίας της Novartis είχαν ως αποτέλεσμα αλλαγές προς όφελός της σε σχέση την διαμόρφωση των τιμών. Πρόκειται, δηλαδή, για μιαν αντιπαράθεση που έχει να κάνει με τον πόλεμο των μονοπωλίων μεταξύ τους και όχι για μια κίνηση που αποσκοπεί στην όποια «προστασία των καταναλωτών».
Όπως έχει δείξει η μακρά διεθνής εμπειρία, σε αυτές τις περιπτώσεις, πάντα θα βρεθούν «πρόθυμοι συνεργάτες», στελέχη, δηλαδή, της εταιρείας, που λόγω ενδοεταιρικών αντιπαραθέσεων, διάψευσης προσδοκιών ανέλιξης κλπ, θα σπεύσουν να καταθέσουν στοιχεία που εκθέτουν την εταιρεία. Κάποιοι που δε αντέχουν την πίεση της όποιας αντιπαραθετικής απόδοσης ευθυνών και αισθάνονται να χάνουν ξαφνικά το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, αυτού μέχρι πρότινος απέφερε παχυλές αμοιβές, μπορεί και να αποπειραθούν να αυτοκτονήσουν, όπως έγινε με το συμβάν στο Χίλτον, ή και να αυτοκτονήσουν τελικά. Το συγκεκριμένο στέλεχος είχε ως αρμοδιότητα την προώθηση στην αγορά αντιδιαβητικών φαρμάκων – και μάλιστα «δεύτερης» και όχι «πρώτης γραμμής». Ηταν, μεταξύ των άλλων, για την «αθέμιτη» προώθηση, μέσω του χρηματισμού των γιατρών (αλλά και άλλων) ενός τέτοιου, «δεύτερης γραμμής» αντιδιαβητικού, που γίνεται η δικαστική έρευνα.
Με τις αποκαλύψεις για χειραγώγηση και διαφθορά να βγαίνουν ως παρενέργεια και όχι ως σκοπός – που, μάλιστα, χρησιμοποιούνται ως ένα μέσο για την αναπαραγωγή και την διαιώνιση του κυρίαρχου συστήματος και όχι, φυσικά, για την αλλαγή του.
Γιατί, αν και το φάρμακο είναι ένα κατ’ έξοχήν «κοινωνικό αγαθό», ωστόσο, ποτέ, στον καπιταλιστικό κόσμο, η παραγωγή και η εμπορική διάθεσή του δεν ήταν στα χέρια του κράτους, ούτε η σχετική έρευνα στα χέρια των πανεπιστημίων ως ανεξάρτητων φορέων. Γινόταν, πάντα, από ιδιωτικές επιχειρήσεις (σήμερα μερικές από αυτές είναι από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές παγκοσμίως) με κίνητρο το κέρδος. Η φαρμακοβιομηχανία είναι σήμερα η δεύτερη πιο κερδοφόρα βιομηχανία στον καπιταλιστικό κόσμο, μετά την πολεμική βιομηχανία.
Μόνο όποιος εθελοτυφλεί, δεν μπορεί να δει τον καθοριστικό ρόλο που παίζει η νομοτελειακή ανάγκη της κάθε φαρμακοβιομηχανίας να προωθήσει το προϊόν της και να κερδίσει από αυτή την προώθηση. Και όχι απλώς να κερδίσει, αλλά και να εξάγει ένα αυξημένο ποσοστό κέρδους σε σχέση με το κεφάλαιο που έχει επενδύσει. Είναι επόμενο ότι, όπως συμβαίνει σε κάθε καπιταλιστική εταιρεία, θα γίνει η κάθε δυνατή προσπάθεια να πεισθεί ο καταναλωτής για την ποιότητα του προϊόντος και ότι θα χρησιμοποιηθεί κάθε δυνατό μέσο επηρεασμού της «επιλογής» του, θεμιτό και αθέμιτο.
Μάλιστα, όπως έχει εδώ και πολλά χρόνια αποκαλυφθεί (με δημοσιεύματα του Observer και άλλων μέσων), στη διεθνή φαρμακοβιομηχανία ανθεί το φαινόμενο των ghost writers (συγγραφέων – φαντασμάτων) και των «εταιρειών συγγραφής» επιστημονικών εργασιών, που ανακοινώνονται σε συνέδρια, δημοσιεύονται και διανέμονται, χρηματοδοτούμενες και κατευθυνόμενες από τις φαρμακευτικές εταιρείες και στις οποίες βάζουν τα ονόματα τους με το αζημίωτο, γνωστοί επιστήμονες, πανεπιστημιακοί και άλλοι. Αν και όλα αυτά έχουν αποκαλυφθεί με αδιάψευστα στοιχεία, η κατάσταση δεν άλλαξε και εξακολουθεί να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο.
Το γεγονός ότι μεσολαβούν ελεγκτικοί μηχανισμοί για την καταλληλότητα του φαρμάκου, τις παρενέργειές του και τους κινδύνους από τη χρήση του (έτσι ώστε να δοθεί ή όχι άδεια κυκλοφορίας με συγκεκριμένες, κάθε φορά, ενδείξεις), δεν αποτελεί ασφάλεια για τον καταναλωτή, δεδομένου ότι η φαρμακευτική εταιρεία έχει τα μέσα να επηρεάζει όχι μόνο την έρευνα και την παραγωγή επιστημονικών εργασιών, που επιβεβαιώνουν την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, ελαχιστοποιώντας ή και αποκρύπτοντας τις παρενέργειες και τους κινδύνους, αλλά και τους ίδιους τους ελεγκτικούς / αδειοδοτικούς μηχανισμούς, μέσα από ένα πολυδαίδαλο δίκτυο διαπλοκής και διαφθοράς, που υφαίνεται γύρο από τα τεράστια κονδύλια των εταιρειών για δωροδοκία και εξαγορά όλων των κομβικών σημείων στην διακίνηση και προώθηση του φαρμάκου – με πρώτους, μια μεγάλη μερίδα, την πλειονότητα γιατρών.
Μάλιστα σε τομείς όπως ο ψυχιατρικός (αν και όχι μόνο) συμβαίνει συχνά τα ίδια στελέχη των φαρμακοβιομηχανιών, που παράγουν τα φάρμακα, να συμμετέχουν ταυτόχρονα και στις επιτροπές της συγκρότησης των ταξινομικών συστημάτων (όπως τα διαδοχικά DSM στις ΗΠΑ), που ορίζουν και κατασκευάζουν τις διαταραχές, για τις οποίες, εν συνεχεία, προβάλλεται ως μόνο «κατάλληλο» το φάρμακο που η φαρμακοβιομηχανία έχει ήδη έτοιμο για προώθηση στην αγορά (κατάθλιψη, κρίσεις πανικού, γενικευμένη αγχώδης διαταραχή κ.λπ.). Όπως, επίσης, συμβαίνει μια εταιρεία που ένα φάρμακό της έχει πάρει ένδειξη για μια νόσο/διαταραχή, να επιδιώκει και να παίρνει ενδείξεις για πολλές ακόμα νόσους/διαταραχές.
Είναι παγκοίνως και ανέκαθεν γνωστό ότι δεν υπάρχει ιατρικό συνέδριο που να μη χρηματοδοτείται από φαρμακευτικές εταιρείες, συχνά σε πεντάστερα ξενοδοχεία σε ειδυλλιακές βουνοκορφές ή ακροθαλασσιές, με όλα τα έξοδα των συμμετεχόντων πληρωμένα και, σε ορισμένους, «κάτι παραπάνω» για τις «περαιτέρω» υπηρεσίες που προσφέρουν στις φαρμακευτικές εταιρείες. Είναι, επίσης, παγκοίνως και ανέκαθεν γνωστή και αποδεκτή, ως μια αυτονόητη, «φυσική» πρακτική, η καθημερινή πολιορκία των νοσοκομείων και όλων γενικά των μονάδων υγείας, από τους ιατρικούς επισκέπτες των εταιρειών, με στόχο κυρίως τους γιατρούς, αλλά, ενίοτε, και άλλες ομάδες του προσωπικού που έχουν σχέση την διακίνηση του φαρμάκου; Εξίσου γνωστό είναι, ακόμα, ότι μεγάλο μέρος της εκπαίδευσης των ειδικευομένων έχει αφεθεί να περάσει στα χέρια των φαρμακευτικών εταιρειών, που επιχειρούν, έτσι, να πλάθουν, ήδη από την αρχή, την κουλτούρα, τη νοοτροπία και το προφίλ του γιατρού, προκειμένου να βγει «έτοιμος», κομμένος και ραμμένος στα μέτρα των αναγκών προώθησης των προϊόντων τους;
Ας αναρωτηθούμε : γιατί χρειάζεται το φάρμακο να πλασάρεται μέσα από την άμεση επαφή γιατρών και αντιπροσώπων των εταιρειών; Γιατί δεν θ΄ αρκούσε στους γιατρούς η αποστολή ενός ενημερωτικού φυλλαδίου με ό, τι η εταιρεία θα ήθελε να γνωστοποιήσει για το φάρμακό της;
Η υπόθεση Novartis δεν είναι παρά μια μικρή σχισμή στο κέλυφος που καλύπτει την λειτουργία του γνωστού ως βιο-φαρμακο-βιομηχανικού συμπλέγματος, – αυτού που, «σε τελευταία ανάλυση», καθορίζει την διαμόρφωση του συστήματος υγείας, αλλά και την ίδια την έννοια της υγείας.
Οσο η παραγωγή του φαρμάκου παραμένει στα χέρια των ιδιωτικών εταιρειών, όσο το φάρμακο παραμένει εμπόρευμα και αντικείμενο κερδοφορίας, αυτή η κατάσταση δεν θ’ αλλάξει.
Θ. Μεγαλοοικονόμου