Δεν υπήρξε κάποια ιδιαίτερη έκπληξη στις εκλογές  της Σερβίας, στις 21 Ιουνίου, τις πρώτες που διεξήχθησαν στην μετά Covid-19 εποχή στην Ευρώπη. Το κυβερνών Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα (SNS) κέρδισε άνετα. Αλλά αυτό αναμενόταν φυσικά, εν μέρει επειδή η αντιπολίτευση μποϊκοτάριζε τις εκλογές, επικαλούμενη την έλλειψη ίσων όρων ανταγωνισμού.

Το μποϊκοτάζ της αντιπολίτευσης θεωρητικά λειτούργησε σε κάποιο βαθμό. Η προσέλευση στις εκλογές μειώθηκε από το 56% του 2016 σε περίπου 47% αυτή τη φορά (σύμφωνα πάντα με τα –μη αξιόπιστα- επίσημα στοιχεία). Αν λάβουμε υπόψη ότι η πανδημία εξακολουθεί να απασχολεί τους πολίτες στη Σερβία όπως και αλλού, δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό η αντιπολίτευση τελικά επηρέασε τη χαμηλή προσέλευση.

Το κυβερνών κόμμα SNS -ένα βαθιά συντηρητικό και νεοφιλελεύθερο κόμμα, φιλικό προς τον Ορμπάν- στην πραγματικότητα, φαίνεται να έχει αυξήσει τις ψήφους του σε απόλυτους αριθμούς και να έχει σαρώσει τα προπύργια της αντιπολίτευσης όπου διεξήχθησαν τοπικές εκλογές. Δεν είναι τυχαίο, καθώς πολλοί στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα ψηφίζουν υπέρ του κυβερνώντος κόμματος από το φόβο ότι θα χαθούν θέσεις εργασίας εάν δεν το κάνουν και αυτό εξακολουθεί να αποτελεί μια σχετική πηγή ανακούφισης για το καθεστώς. Έτσι το κυβερνών κόμμα θα έχει πλειοψηφία που θα αγγίζει το 70% στο κοινοβούλιο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το κυβερνών κόμμα δεν έχει τίποτα να ανησυχεί. Δημοσιεύματα ευρωπαϊκών ΜΜΕ τόνισαν πολλές φορές το μποϊκοτάζ της αντιπολίτευσης.

Η άλλη βασική ανησυχία του SNS είναι οι εγχώριες επιπτώσεις των εκλογών. Εκτός από τους συνεργάτες του στο συνασπισμό, το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σερβίας, και ένα κόμμα με τοπική βάση στο Βελιγράδι υπό την ηγεσία ενός πρώην αστέρα του αθλητισμού ο οποίος διοικεί ένα δήμο του Βελιγραδίου – κανένα άλλο κόμμα ή συνασπισμός δεν πέρασε το φράγμα του 3%.

Μέσα σε μια κατάσταση όπου η κοινωνική δυσφορία θα οξύνεται το ζητούμενο είναι πώς το SNS θα μπορέσει να συγκρατήσει τη δυσαρέσκεια; Αυτό εξαρτάται σε κάποιο βαθμό από την αντιπολίτευση. Ωστόσο, η αντιπολίτευση αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από τους ίδιους ανθρώπους που διοικούσαν τη Σερβία τη δεκαετία του 2000, και των οποίων η μη δημοτικότητα λόγω των ακραίων νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων εξακολουθεί να παραλύει οποιαδήποτε πρόκληση προς το SNS. Ο λαός απλά δεν επιθυμεί μια επιστροφή στο παρελθόν. Η αντιπολίτευση δεν κατάφερε να προσφέρει κάτι νέο: αντιπροσωπεύει απλώς μια πιο φιλελεύθερη παραλλαγή του ίδιου προγράμματος που προωθείται από το SNS σύμφωνα πάντα με τις συνταγές της ΕΕ.

Αρ. Μα.