ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 18 ΑΝΩ

Τις αντιδραστικές -και αντιεπιστημονικές θέσεις– του υφυπουργού Βαρτζόπουλου σχολιάζουν οι Συλλογικές Δράσεις Κοινωνικής Αλληλεγγύης για το 18 Άνω:

Τον κύριο Βαρτζόπουλο, υφυπουργό υγείας, τον γνωρίζαμε έως τώρα ως τον εμπνευστή τού νομοσχεδίου-εκτρώματος για την ιδιωτικοποίηση – διάλυση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και απεξάρτησης. Πρόσφατα, όμως, παρακολουθήσαμε δηλώσεις του σχετικά με το ζήτημα της βίας των ανηλίκων με αφορμή τα νέα μέτρα του υπουργείου Παιδείας για την «αντιμετώπιση» της σχολικής βίας. Θεωρώντας πως οι επιλογές της κυβέρνησης στους τομείς της υγείας και της παιδείας ούτε τυχαίες ούτε συμπτωματικές είναι αλλά εκφράζουν έναν σχεδιασμό και αφορούν την κοινωνία συνολικά, αποφασίσαμε να τοποθετηθούμε τόσο σε σχέση με τα μέτρα του υπουργείου Παιδείας όσο και σε σχέση με τις δηλώσεις του υφυπουργού Υγείας.

Η βία μεταξύ των ανηλίκων και η αυξανόμενη επιθετικότητα παιδιών και εφήβων μάς ανησυχεί όλους. Αποτελεί κοινή διαπίστωση πως τα όρια έχουν χαθεί τόσο στην οικογένεια όσο και στο σχολείο και σίγουρα η οριοθέτηση είναι αναγκαία για την ομαλή ψυχική ανάπτυξη και την κοινωνικοποίηση του παιδιού. Όμως, αδυνατούμε να κατανοήσουμε πώς η προτεινόμενη από το υπουργείο Παιδείας αυστηροποίηση των ποινών, που μεταφράζεται σε αύξηση των αποβολών και των αλλαγών σχολικού περιβάλλοντος, μπορεί να συμβάλει στην ομαλή κοινωνικοποίηση των παιδιών.

Αντιθέτως, ποινές, όπως η αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος, παγιώνουν την ταυτότητα του «νταή», δημιουργούν την ταμπέλα του παραβατικού και διευκολύνουν τη δημιουργία νέας «συμμορίας» στο καινούργιο σχολικό περιβάλλον. Η ποινή, όσο αυστηρότερη είναι, σπρώχνει το άτομο στο περιθώριο, επιταχύνει την περιθωριοποίηση και τελικά το προσφέρει σαν «ζεστό ψωμί» στην παραβατικότητα, στο εμπόριο ναρκωτικών και γενικά στην παρανομία. Με αυτή την έννοια, τα μέτρα που ανακοίνωσε το υπουργείο Παιδείας δεν αποτελούν λύση του προβλήματος αλλά μετάθεση και ανακύκλωση του προβλήματος. Κρύβουν την ουσία «κάτω από το χαλί». Στην ουσία πρόκειται για μέτρα που αυξάνουν την καταστολή και δεν ακουμπούν την αιτία ή τις αιτίες που απομακρύνουν τα παιδιά από τη μάθηση και την υγιή συναναστροφή με τους συμμαθητές τους.

Τα σημερινά παιδιά μεγαλώνουν «χωρίς να τους λείψει τίποτα», με ένα τάμπλετ στο χέρι σχεδόν από την κούνια τους. Οι γονείς υποστηρίζουν: «ό,τι μού έλειψε εμένα, δεν θέλω να λείψει στο παιδί μου», όμως ξεχνούν ότι τελικά τούς στερούν το πιο σημαντικό: την ανθρώπινη επικοινωνία, την επαφή, το χάδι, τις σχέσεις, τα συναισθήματα και τα υποκαθιστούν με υλικά αγαθά. Το σχολείο, από την άλλη, από την πρώτη παιδική ηλικία αντί για το παιχνίδι, την επικοινωνία με τους συμμαθητές και την ανακάλυψη, επιβραβεύει τις υψηλές επιδόσεις και τον ανταγωνισμό, ενώ η φύση των μαθητών είναι πρωτογενώς αντίθετη με το να είναι «άλογα κούρσας». Οι έφηβοι δέχονται βροχή από πρότυπα που ωραιοποιούν την παραβατικότητα, τον ακραίο ατομικισμό και τον αμοραλισμό. Δυστυχώς, αυτό που κυριαρχεί είναι ότι επιβραβεύεται το «να κλέψεις, αρκεί να μην σε πιάσουν» όχι η ευθύνη των ορίων και των συνεπειών τους.

Η κυβέρνηση με τα μέτρα που έλαβε αντί να αναζητήσει «τι φταίει», ενοχοποιεί και τιμωρεί μαθητές και γονείς, με το επιχείρημα, δια στόματος του ψυχιάτρου υπουργού Υγείας, πως «είναι γεννημένοι επιθετικοί». Με το ρατσιστικό αυτό επιχείρημα, που βασίζεται σε ξεπερασμένες επιστημονικά απόψεις του προ-προηγούμενου αιώνα, όπως αυτές του Cesare Lombroso, επιχειρεί να ιατρικοποιήσει ένα κοινωνικό ζήτημα, όπως ακριβώς συμβαίνει με την κυρίαρχη άποψη για την εξάρτηση, πως αποτελεί υποτροπιάζουσα νόσο του εγκεφάλου, αντί να εξεταστούν οι κοινωνικές συνθήκες που γεννούν τόσο τις εξαρτήσεις όσο και τη βία.

Εμείς, όμως, πιστεύουμε πως ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει και το αποδεικνύουμε με την ίδια μας την ιστορία, ως απεξαρτημένα άτομα που κέρδισαν τη ζωή τους. Η δική μας ιστορία λοιπόν μάς διδάσκει πως ένα παιδί που έχει στραφεί προς τη βία και την παραβατικότητα μπορεί να γυρίσει πίσω, όχι με το αντι-κίνητρο της επιβολής αλλά με τη θέλησή του, με δικά του βήματα, αρκεί να έχει κάτι να κερδίσει και αυτό είναι οι σχέσεις και τα συναισθήματα που έχει στερηθεί. Οφείλουμε, λοιπόν, να το ακούσουμε και να το πιάσουμε στο φιλότιμο. Αν νιώσει πως η φωνή του μπορεί να ακουστεί, πως η βούλησή του έχει σημασία, πως έχει την ελευθερία επιλογής, τότε θα δεσμευτεί, θα αυτοδεσμευτεί και θα αλλάξει. Η διεκδίκηση και η ικανοποίηση πως κατάφερε κάτι μόνο του αποτελούν από μόνες τους επιβράβευση. Σε αυτή την πορεία είναι αναγκαία η συμπόρευση και η αλληλεγγύη μεταξύ των μαθητών και όχι ο καλλιεργούμενος ανταγωνισμός και η απόρριψη.

Για εμάς σε αυτά τα ζητήματα τίθεται ένα γενικότερο αλλά πολύ ουσιαστικό ερώτημα: Τελικά ποια κοινωνία θέλουμε; Μια κοινωνία που αποβάλει, απομονώνει και τοποθετεί στο περιθώριο; ή μία κοινωνία συμπεριληπτική, μία κοινωνία αποδοχής;

ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 18 ΑΝΩ