Το τραγικό συμβάν της αυτοκτονίας ενός μαθητή “καμπανάκι” για αλλαγή πλεύσης
«Σε 6.043 ανέρχονται από την έναρξη της σχολικής χρονιάς οι αποβολές για χρήση κινητού στα σχολεία, σύμφωνα με τον υπουργό Παιδείας, Κυριάκο Πιερρακάκη. Μιλώντας στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ, ο κ. Πιερρακάκης αναφέρθηκε στο μέτρο της απαγόρευσης των κινητών, χαρακτηρίζοντας “θεαματικά καλό” τον αντίκτυπό του.»
«Μόνο του έπεσε. Πήρε αποβολή από το σχολείο, τον έβαλα και εγώ τιμωρία και έπεσε, πήδηξε από πάνω. Δεν μας έστειλε κάποιο μήνυμα. Έπεσε από ύψος, τον μάλωσα λίγο στο τηλέφωνο, τον έβαλα τιμωρία. Του είπα “σπίτι θα κάτσεις, δεν θα πας πουθενά”. Αυτός διάλεξε να πάει να πηδήξει από εκεί», είπε ο πατέρας του παιδιού που αυτοκτόνησε στο Ναύπλιο.
της Βίκυς Κανατά
Οι πρόσφατες δηλώσεις του Υπουργού Παιδείας Πιερρακάκη σχετικά με την αύξηση των αποβολών ως μέτρο αντιμετώπισης της παραβατικής συμπεριφοράς στα σχολεία αποτελούν μια ανησυχητική ένδειξη για την κατεύθυνση που παίρνει η πολιτική της εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Η προώθηση της καταστολής ως λύση για την πρόληψη και αντιμετώπιση των προβλημάτων συμπεριφοράς εντός των σχολείων δεν είναι μόνο αναποτελεσματική, είναι και κοινωνικά επικίνδυνη, καθώς αγνοεί τις βαθύτερες αιτίες των προβλημάτων και επιβαρύνει περαιτέρω τα παιδιά που έχουν ήδη στοχοποιηθεί. Η αποβολή είναι μια από τις πιο ακραίες μορφές πειθαρχικών μέτρων που μπορούν να επιβληθούν σε ένα μαθητή. Ωστόσο, η εμπειρία δείχνει ότι η αποβολή όχι μόνο δεν επιλύει τα προβλήματα, αλλά συχνά τα εντείνει. Ο αποκλεισμός ενός παιδιού από το σχολικό περιβάλλον το απομακρύνει από τη δυνατότητα να αλληλεπιδρά με τους συνομηλίκους του, να λάβει υποστήριξη από τους εκπαιδευτικούς και να συμμετάσχει σε δραστηριότητες που θα μπορούσαν να το βοηθήσουν να αναπτύξει καλύτερες κοινωνικές και συναισθηματικές δεξιότητες.
Η αποβολή δεν αλλάζει τη συμπεριφορά των παιδιών, ούτε τα καθιστά πιο συμμορφωμένα. Αντιθέτως, τα ωθεί στο περιθώριο και τα στιγματίζει, ενισχύοντας την αίσθηση ότι είναι «προβληματικά» ή «αποτυχημένα». Η αποβολή μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή τιμωρίας που δεν στοχεύει στην εκπαίδευση του παιδιού, αλλά στην εκτόνωση των συναισθημάτων οργής και απογοήτευσης από τους ενήλικες. Η παιδαγωγική, ωστόσο, δεν είναι θέμα εκδίκησης και τιμωρίας αλλά διαπαιδαγώγησης.
Η κατασταλτική πολιτική του υπουργείου παιδείας έφερε ήδη τους πικρούς της καρπούς με την αυτοκτονία ενός παιδιού στο Ναύπλιο. Η τραγωδία σημειώθηκε το μεσημέρι της Τρίτης 22/10/2024, όταν ένας 14χρονος μαθητής έχασε τη ζωή του πέφτοντας από τις κερκίδες του Δημοτικού Σταδίου. Είχε τιμωρηθεί με αποβολή από το σχολείο στο οποίο φοιτούσε, και επιπλέον τον μάλωσε και ο πατέρας του.
Όπως δήλωσε ο πατέρας του : «Μόνο του έπεσε. Πήρε αποβολή από το σχολείο, τον έβαλα και εγώ τιμωρία και έπεσε, πήδηξε από πάνω. Δεν μας έστειλε κάποιο μήνυμα. Έπεσε από ύψος· τον μάλωσα λίγο στο τηλέφωνο, τον έβαλα τιμωρία. Του είπα “σπίτι θα κάτσεις, δεν θα πας πουθενά”. Αυτός διάλεξε να πάει να πηδήξει από εκεί».
Η απόφαση να αποβληθεί το παιδί, αντί να στηριχθεί, δείχνει ανάγλυφα το πρόβλημα της κοινωνίας να διαχειριστεί τα βαθύτερα αίτια που οδηγούν σε τέτοιες συμπεριφορές. Τα παιδιά χρειάζονται φροντίδα, στήριξη και καθοδήγηση, ακόμα κι όταν οι συμπεριφορές τους είναι δύσκολες ή προβληματικές. Οι παραβατικές συμπεριφορές δεν γεννιούνται στο κενό. Είναι συχνά η έκφραση βαθύτερων κοινωνικών και ψυχολογικών προβλημάτων, όπως ενδοοικογενειακή βία, φτώχεια, κοινωνικός αποκλεισμός, ή προβλήματα ψυχικής υγείας.
Όταν ένα παιδί επιλέγει να αυτοτραυματιστεί ή να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του μετά από μια σύγκρουση στο σχολείο ή στο σπίτι, δεν είναι απλώς μια «κακή επιλογή» από το ίδιο το παιδί. Αντίθετα, είναι ένα σύμπτωμα μιας κοινωνίας που αποτυγχάνει να παρέχει την κατάλληλη υποστήριξη και καθοδήγηση στα πιο ευάλωτα μέλη της. Η αύξηση των αποβολών μπορεί να θεωρηθεί ως ένα «εύκολο» μέτρο για την άμεση αντιμετώπιση της παραβατικότητας, αλλά δεν αποτελεί λύση. Αντίθετα, οι εκπαιδευτικές πολιτικές πρέπει να επικεντρωθούν στη δημιουργία ενός υποστηρικτικού σχολικού περιβάλλοντος, όπου κάθε μαθητής θα έχει την ευκαιρία να βρει υποστήριξη και κατανόηση.
Η συμπεριληπτική εκπαίδευση και η ανάπτυξη υποστηρικτικών δομών, όπως η συνδρομή σχολικών ψυχολόγων, συμβούλων και κοινωνικών λειτουργών, μπορούν να αποτρέψουν την εκδήλωση προβληματικών συμπεριφορών. Οι εκπαιδευτικοί και το προσωπικό των σχολείων πρέπει να εκπαιδεύονται κατάλληλα, ώστε να αναγνωρίζουν τα σημάδια που δείχνουν ότι ένα παιδί χρειάζεται υποστήριξη. Η απλή επιβολή ποινών δεν αποτελεί μορφή εκπαίδευσης ούτε οδηγεί στην ανάπτυξη θετικών συμπεριφορών. Η παρέμβαση σε πρώιμο στάδιο και η κατάλληλη διαχείριση των συμπεριφορικών προβλημάτων με έμφαση στην υποστήριξη του παιδιού και την κατανόηση των αιτίων της συμπεριφοράς του, μπορεί να αλλάξει ριζικά την πορεία των μαθητών. Η στροφή από την καταστολή προς την υποστήριξη και την ένταξη μπορεί να επιτευχθεί μέσω της εφαρμογής προγραμμάτων που προωθούν τη συναισθηματική νοημοσύνη, την επίλυση συγκρούσεων, και την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι κάθε παιδί έχει δικαίωμα στην εκπαίδευση και την υποστήριξη, και ότι η κοινωνία φέρει ευθύνη για την εξασφάλιση αυτών των δικαιωμάτων.
Το κράτος και η κυβέρνηση πρέπει να αναγνωρίσουν ότι τα προβλήματα των παιδιών δεν είναι ατομικές αποτυχίες, αλλά εκφράσεις ενός συστήματος -του δικού τους συστήματος- που αποτυγχάνει να παρέχει επαρκή υποστήριξη. Η αύξηση των αποβολών δεν πρόκειται να οδηγήσει σε βελτίωση της κατάστασης, αλλά αντιθέτως, θα εντείνει τον αποκλεισμό και την αποξένωση των μαθητών από το σχολικό περιβάλλον. Οι θεσμοί οφείλουν να αναγνωρίσουν την ευθύνη τους απέναντι στα παιδιά που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και να προσανατολίσουν την εκπαιδευτική πολιτική σε κατευθύνσεις που ενισχύουν τη στήριξη και την ένταξη. Πρέπει να εγκαταλείψουμε τη λογική της καταστολής ως μέσου διαχείρισης των μαθητικών συμπεριφορών και να υιοθετήσουμε μια προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη τις κοινωνικές, συναισθηματικές και ψυχολογικές ανάγκες των παιδιών τόσο των μικρότερων όσο και των εφήβων.
Είναι κρίσιμο να γίνει σαφές προς όλες τις κατευθύνσεις ότι δεν υπάρχουν απλώς «καλά» ή «κακά» παιδιά. Οι συμπεριφορές τους διαμορφώνονται από διάφορους παράγοντες και οι λάθος χειρισμοί από την πλευρά της κοινωνίας και η αδιαφορία για τις βαθύτερες αιτίες των προβλημάτων, συμβάλλουν στην ενίσχυση των παραβατικών συμπεριφορών, οι οποίες πολλές φορές τα ακολουθούν σε όλη τους την ενήλικη ζωή.
Απέναντι στις καταστροφικές συνέπειες της κατασταλτικής πολιτικής, απαιτούνται συγκεκριμένες πολιτικές και πρακτικές που να ενισχύουν την ένταξη και την υποστήριξη των μαθητών:
Ενίσχυση των Υποστηρικτικών Δομών στα Σχολεία: Η παρουσία ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών και ειδικών παιδαγωγών σε κάθε σχολείο θα μπορούσε να προσφέρει έγκαιρη βοήθεια σε παιδιά που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Η τακτική παρακολούθηση της ψυχικής υγείας και της συναισθηματικής ευημερίας των μαθητών είναι απαραίτητη για την πρόληψη και την έγκαιρη διαχείριση προβλημάτων.
Εκπαίδευση των Εκπαιδευτικών για την Αναγνώριση και Διαχείριση Συμπεριφορικών Προβλημάτων: Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τις ανάγκες των μαθητών και να εφαρμόζουν μεθόδους που να προωθούν τη θετική πειθαρχία. Αυτό περιλαμβάνει την παροχή κατάλληλων εργαλείων και τεχνικών για την αντιμετώπιση συγκρούσεων, την ενίσχυση της συναισθηματικής νοημοσύνης και την ενδυνάμωση της επικοινωνίας.
Ανάπτυξη Προγραμμάτων Κοινωνικής και Συναισθηματικής Μάθησης: Τα σχολεία πρέπει να ενσωματώσουν προγράμματα που να στοχεύουν στην καλλιέργεια της συναισθηματικής νοημοσύνης, της ενσυναίσθησης και των κοινωνικών δεξιοτήτων. Αυτό μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να διαχειρίζονται καλύτερα τις συγκρούσεις και τα συναισθήματά τους.
Πρόληψη μέσω της Κοινότητας: Η αντιμετώπιση της σχολικής βίας και των παραβατικών συμπεριφορών δεν είναι μόνο ευθύνη των σχολείων, αλλά και της ευρύτερης κοινότητας. Οι συνεργασίες με τοπικούς φορείς, όπως κέντρα ψυχικής υγείας, οργανώσεις νεολαίας και κοινωνικές υπηρεσίες, μπορούν να προσφέρουν επιπλέον πόρους και όρους στήριξης των παιδιών που το χρειάζονται.
Προώθηση Πολιτικών Κατά της Φτώχειας και του Κοινωνικού Αποκλεισμού: Η παραβατική συμπεριφορά συχνά είναι σύμπτωμα ευρύτερων κοινωνικών προβλημάτων. Η στήριξη των οικογενειών με χαμηλά εισοδήματα, η ενίσχυση της κοινωνικής πρόνοιας και η προώθηση προγραμμάτων που καταπολεμούν τη φτώχεια μπορούν να μειώσουν τις αιτίες που οδηγούν τα παιδιά σε αντικοινωνικές συμπεριφορές.
Η εκπαίδευση είναι, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι, ένα σύστημα που προάγει την ανάπτυξη και την ευημερία όλων των παιδιών, ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς τους. Αν η κοινωνία επιλέγει να αποβάλλει τα παιδιά που δεν συμμορφώνονται με τα καθιερωμένα πρότυπα συμπεριφοράς, τότε αποτυγχάνει στον θεμελιώδη της ρόλο ως μηχανισμός κοινωνικής ένταξης και διαπαιδαγώγησης.
Η πολιτική του Υπουργού Παιδείας Πιερρακάκη και συνολικά της κυβέρνησης, που προωθούν την καταστολή ως λύση, αντικατοπτρίζουν μια αντίληψη που βλέπει τα παιδιά ως προβλήματα προς επίλυση, παρά ως ανθρώπους που χρειάζονται κατανόηση και υποστήριξη. Η αποτυχία να αντιμετωπιστούν οι βαθύτερες αιτίες των προβλημάτων και η εύκολη λύση της αποβολής συνιστούν μια ηθική αποτυχία που μεταφέρει την ευθύνη από την κοινωνία στα ίδια τα παιδιά. Είναι καιρός να επανεξετάσουμε την κατεύθυνση που παίρνει η εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα. Η καταστολή και η τιμωρία δεν προσφέρουν λύση, αλλά εντείνουν τα υπάρχοντα προβλήματα και δημιουργούν νέους κινδύνους για τα παιδιά που βρίσκονται ήδη σε ευάλωτες καταστάσεις. Η υιοθέτηση μιας πολιτικής που ενισχύει την υποστήριξη και την ένταξη, αντί της τιμωρίας και της αποβολής, μπορεί να φέρει πραγματική αλλαγή και να προάγει αποτελεσματικά την κοινωνική συνοχή.
Τα σχολεία πρέπει να είναι χώροι μάθησης και ανάπτυξης για όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν. To κράτος φέρει την ευθύνη να δημιουργήσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα που να προσφέρει ίσες ευκαιρίες και ουσιαστική υποστήριξη σε κάθε παιδί. Αντί να επιδιώκουμε να «απαλλαγούμε» από τα παιδιά που θεωρούνται προβληματικά, πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη να τα φροντίσουμε και να τα εντάξουμε.
Είναι καθήκον όλων μας να αγωνιστούμε για μια εκπαίδευση που προάγει την ισότητα, την ένταξη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αναγνωρίζοντας ότι τα παιδιά δεν είναι το πρόβλημα, αλλά το αποτέλεσμα των επιλογών μας ως κοινωνία. Ασφαλώς αυτό απαιτεί τη σύγκρουση με όλες τις παραδοσιακές πολιτικές καταστολής του κράτους και του κατεστημένου και τη διαμόρφωση των γενικότερων όρων εντός και εκτός του σχολείου για να συμβεί αυτό.