Η κατάσταση της εργατικής τάξης στις σύγχρονες συνθήκες της καπιταλιστικής παρακμής
Η πάλη ενάντια στην εξαθλίωση και η ανάγκη επαναστατικής προοπτικής στην πορεία προς την κοινωνική απελευθέρωση

Από το 2012 μέχρι και σήμερα οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα έχουν υποστεί την κατακρεούργηση δικαιωμάτων, αποδοχών και εργασιακών σχέσεων που κανείς τους δεν μπορούσε να φανταστεί στις αρχές της δεκαετίας του 2010.
Οι συμβάσεις μερικής και ελαστικής απασχόλησης που όμως αντιστοιχούν σε πραγματική 8ωρη, 10ωρη ή και 12ωρη εργασία, με αποδοχές μεταξύ 350 ευρώ και 650 ευρώ καθαρά, κυριαρχούν σε έναν κόσμο εργασίας που αν προστεθούν σε αυτό το κομμάτι οι άνεργοι, μπορεί να αγγίζει πάνω από το 40% του ενεργού εργασιακά πληθυσμού της χώρας. Αυτό το τμήμα της τάξης μας είναι αυτό που πλήρωσε και πληρώνει με την φτώχεια και το αίμα του, χωρίς καμία προστασία, όλη την μνημονική πολιτική, την προδοσία των πολιτικών και των συνδικαλιστικών του ηγεσιών.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΕΦΚΑ, ο μέσος μηνιαίος μισθός των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα ανέρχεται σε 954 ευρώ μικτά ή 820 ευρώ καθαρά.

Σήμερα, πέρα από τις δραματικές απώλειες που έχουν προκληθεί από την απότομη αύξηση του πληθωρισμού, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι «διαδοχικές» αυξήσεις στον κατώτατο μισθό (Φλεβάρης 2019, Ιανουάριος 2022 και Μάιος 2022), έχουν χαθεί μέσα στο μνημονιακό και μεταμνημονιακό κύμα των ατομικών συμβάσεων, των ελαστικών συμβάσεων και της “μαύρης” (αδήλωτης, υποδηλωμένης ανασφάλιστης) εργασίας – μέσω των οποίων μειώθηκε η ανεργία τα τελευταία χρόνια, ενώ το μόνο εισοδηματικό σωσίβιο για τα φτωχά εργατικά στρώματα ήταν και παραμένουν τα διάφορα νέα μαζικά προνοιακά επιδόματα (τέκνων, εισόδημα αλληλεγγύης κ.λπ.). Αλλά αυτά τα επιδόματα θα μπουν σε τροχιά περικοπής (πιθανόν μετά τις επόμενες εθνικές εκλογές), υπό το βάρος της επερχόμενης ανοιχτής δημοσιονομικής κρίσης της χώρας και των συστάσεων της επιτροπής Πισσαρίδη.
Στο Δημόσιο, ο μέσος μισθός ανέρχεται γύρω στα 1100 ευρώ, δηλαδή είναι μεγαλύτερος από ό,τι στον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο, η ανωτερότητα των μισθών στο δημόσιο τομέα σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα είναι φαινομενική. Και αυτό γιατί στο Δημόσιο έχουν καταργηθεί ο 13ος και 14ος μισθός και έτσι σε ετήσια βάση οι μέσες αποδοχές σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα είναι εφάμιλλες.
Στο Δημόσιο , σε αντίθεση με τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος γνώρισε ορισμένες αυξήσεις, έστω και στα χαρτιά σε πολλές περιπτώσεις (λόγω των μετατροπών συμβάσεων, της αδήλωτης ή υποδηλωμένης εργασίας αλλά και του καλπάζοντος πληθωρισμού), μέσω των τριών αυξήσεων στον κατώτατο μισθό το 2019 -2022, οι μισθοί είναι παγωμένοι, όχι από το 2010, αλλά από το 2008. Και η απασχόληση στο δημόσιο σε αντίθεση με τον ιδιωτικό τομέα είναι μειωμένη κατά 25%, σε σχέση με το προμνημονιακό επίπεδο, λόγω των μνημονιακών κανόνων προσλήψεων – αποχωρήσεων, οι οποίοι συνεχίζουν να ισχύουν και μετά την έξοδο από τα Μνημόνια, αλλά και την ενισχυμένη εποπτεία, στερώντας εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις απασχόλησης από τη νέα γενιά, δυσκολεύοντας την εργασία των υφιστάμενων υπαλλήλων, αλλά και τη συναλλαγή με τους πολίτες.
Και ενώ τα νούμερα από μόνα τους δείχνουν ότι το επίπεδο του μέσου μισθού είναι χαμηλό, η πραγματική εικόνα είναι ακόμα πιο σύνθετη. Μια επιμέρους ανάλυση, στα στοιχεία του ΕΦΚΑ, είναι αποκαλυπτική. Από τους περίπου 2.500.000 μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, 1.800.000 είναι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης ή ποσοστό 72% και το υπόλοιπο 28% μερικής απασχόλησης. Οι 1.800.000 μισθωτοί πλήρους απασχόλησης έχουν μέσες μηνιαίες αποδοχές 1.175 ευρώ μεικτά, ενώ από αυτήν την κατηγορία περίπου 590.000 αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, δηλαδή 713 μεικτά (καθαρά 613). Οι υπόλοιποι 700.000 από τα 2.500.000 του ιδιωτικού τομέα, είναι με συμβάσεις μερικής απασχόλησης, με 4ωρα ή με συμβάσεις μερικών μηνών και τα 2/3 αυτών αμείβονται με κάτω από 500 ευρώ. Μόνο το 1/3 είναι μεταξύ 500 και 700 ευρώ, πάντα μεικτά.
* Έτσι, το πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι σχεδόν 1.200.000 εργαζόμενοι (με κατώτατο μισθό εξ αυτών οι 590.000 και οι 700.000 με μερική απασχόληση), επιβιώνουν με μεικτό μηνιαίο μισθό από 713 ευρώ, δηλαδή, 613 ευρώ καθαρά ή λιγότερο, χωρίς να συνυπολογίσουμε την πραγματική μείωση από τον πληθωρισμό μέσα στο τελευταίο 12μηνο. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν οι 1.000.000 περίπου άνεργοι, εκ των οποίων μόνο 1 στους 10 παίρνει κάποιο επίδομα.
Αυτά συμβαίνουν σε συνθήκες όπου η ακρίβεια τόσο των ειδών πρώτης ανάγκης όσο και της ενέργειας και των καυσίμων, κάνει αβίωτη την ζωή τους. Όλοι αυτοί αποτελούν το 40% περίπου, του ενεργού εργατικού πληθυσμού.

Αυτό το 40% των εργαζομένων αποτελείται από εργατικά και πρώην μικροαστικά στρώματα, τα οποία αντιμετωπίζουν εκρηκτικά προβλήματα επιβίωσης, με εκρηκτικά κοινωνικά χαρακτηριστικά, που το πολιτικό σύστημα προσπαθεί να διαχειρισθεί με τις ανεπαρκείς αυξήσεις του κατώτατου μισθού και των ανεπαρκέστερων επιδομάτων (ενοικίου, καυσίμων, πας κ.λπ.).
Εδώ πρέπει να προστεθoύν και 1.100.000 ή το 45% των συνταξιούχων που ζουν με έως 658 ευρώ καθαρά, για να έχουμε την εικόνα του κοινωνικού δράματος που βιώνεται από το 1/3 του συνόλου της Ελληνικής κοινωνίας.
Η μίνι – 13η σύνταξη την οποία έδωσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σε μερίδα των συνταξιούχων (την οποία κατάργησε αργότερα η κυβέρνηση της ΝΔ) και οι αυξήσεις που έδωσε η κυβέρνηση της ΝΔ στις επικουρικές συντάξεις και στις κύριες συντάξεις, σε μία πολύ μικρή μερίδα συνταξιούχων, με πάνω από 30 έτη ασφάλισης, αύξησαν μόλις κατά 3,5% την ετήσια δαπάνη για συντάξεις, όταν μόνο η 13η και 14η σύνταξη (δηλαδή χωρίς να λαμβάνει κανείς υπόψη το μπαράζ των εισφορών που επιβλήθηκαν στις λεγόμενες υψηλές συντάξεις κ.λπ.), που κόπηκαν επί μνημονίων, αντιστοιχούσαν στο 15% της ετήσιας δαπάνης. Με άλλα λόγια, οι αυξήσεις που έχουν δοθεί στην καλύτερη περίπτωση αποτελούν το 1/5 των απωλειών των συνταξιούχων επί μνημονίων! Και όχι μόνο αυτό, αλλά η κυβέρνηση σε συμπαιγνία με τους δικαστές, έχει αποφύγει να επιστρέψει το σύνολο των αναδρομικών που δικαιούνται όλοι οι συνταξιούχοι!
Όλο αυτό το στρώμα εργαζόμενων, είναι στην πλειοψηφία του χωρίς συνδικαλιστική οργάνωση. Όπου υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση, συνήθως είναι σε κλαδικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, ενώ οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι εργάζονται σε εταιρείες που σε ποσοστό 88%, απασχολούν από 1 έως 10 εργαζομένους. Η δυνατότητα να διαπραγματευτεί κανείς λύσεις χάνεται στο δαίδαλο της πανσπερμίας των χιλιάδων μικρών αυτών επιχειρήσεων (συνήθως οικογενειακές), που συνήθως η ύπαρξή τους είναι και ανταγωνιστική, αναγκάζοντάς τους τελικά να παραμένουν σιωπηλά ανήσυχοι και απελπισμένοι. Αν και είναι το τμήμα της τάξης που πλήττεται πρώτο από την ακρίβεια γιατί δεν μπορεί να επιβιώσει και ανυπομονεί για μια άμεση λύση, ταυτόχρονα δεν έχει την αντοχή να δράσει μόνο του για παρατεταμένο διάστημα, λόγω της έλλειψης των μέσων για να επιβιώσει. Είναι εργαζόμενοι σε μικρές επιχειρήσεις, εργοληπτικές, υποστηρικτικές σε μεγαλύτερες ή και επιχειρήσεις που δανείζουν προσωπικό στο δημόσιο, στις ΔΕΚΟ και στον ιδιωτικό τομέα. Οι εργαζόμενοι αυτοί είναι σε καθεστώς διαρκούς ανασφάλειας, με την έννοια να μην πέσουν στη δυσμένεια του αφεντικού από το οποίο κρέμεται κυριολεκτικά η δυνατότητα να εργαστούν. Αδυνατούν να ακούσουν όταν τους μιλά κάποιος για οργάνωση.
Αντίθετα, στην περίπτωση των εργαζόμενων ντελίβερι στην e-food, έχουμε μια ηχηρή διαφοροποίηση. Η οργάνωσή τους και η πετυχημένη απεργιακή κινητοποίηση, έδωσε μια νίκη που έγινε φάρος ανάτασης σε παγκόσμιο επίπεδο, λόγω της αλληλεγγύης στον απεργιακό αγώνα, ο οποίος έδωσε και τη νίκη στους εργαζόμενους. Μια νίκη που πρέπει να συζητηθεί και τα μαθήματα να φωτίσουν προοπτικές στους εργαζόμενους αυτού του κατακερματισμένου χώρου.
Και ενώ η αθλιότητα χαρακτηρίζει τις κυβερνητικές πολιτικές για το παραπάνω αόρατο στρώμα του ενεργού και απόμαχου ελληνικού πληθυσμού, για το υπόλοιπο 1,8 εκ εργαζομένους (1,2 εκατ. μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και 600.000 του Δημόσιου), που λόγω ικανοτήτων ή κλαδικών και επιχειρησιακών συμβάσεων, κινούνται στη ζώνη άνω των 750 ευρώ, υπάρχει από μικρή έως πλήρης απουσία μέριμνας.
Αυτή η κατηγορία σήμερα υφίσταται μεγάλη μείωση του εισοδήματος και λόγω πληθωρισμού και λόγω της ενεργειακής ακρίβειας.

Το τμήμα αυτό της τάξης είναι και το πιο μαζικά οργανωμένο στα συνδικάτα. Είναι 1.200.000 εργαζόμενοι (600.000 ιδιωτικό και 600.000 δημόσιο), με αποδοχές από 900 και πάνω. Είναι αυτό που ενώ βίωσε τις μεγάλες περικοπές στα δικαιώματά του από το 2012, αποτραβήχτηκε από την συνδικαλιστική δράση γιατί:
α) οι συνδικαλιστικές ηγεσίες με τα κυβερνητικά και εργοδοτικά «κονέ», διαπραγματεύτηκαν συναλλαγές για την διάσωση επιλεγμένων τμημάτων του.
β) δεν μπορούσαν να επιβάλουν την κλαδική σύμβαση που υπέγραφαν, είτε με δικαιολογία την επιβίωση της επιχείρησης ή από αδυναμία του συνδικάτου να την επιβάλει.
γ) αποδιοργανωνόταν κατά συνέπεια, η συνοχή της συλλογικής απεργιακής αντίδρασής τους, απογοητεύονταν και ενώ αποστρατεύονταν από τις απεργίες, ήρθε και ο ΣΥΡΙΖΑ και τους είπε να μην ανησυχούν, όλα θα γίνουν στη Βουλή με την ψήφο και ένα νόμο. Έτσι απογοητευμένοι από τους συλλογικούς αγώνες που περιόριζε την δυναμική τους η ηγεσία της ΓΣΕΕ, αποσύρονταν και από απεργίες, διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες για να εκμεταλλευτεί εν τέλει ο ΣΥΡΙΖΑ τη ψήφο τους και να τους προδώσει στη συνέχεια.
* Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η αποδιοργάνωση του αγώνα αυτού του στρώματος των εργαζόμενων, του οργανωμένου σε συνδικάτα, έφερε και την πιο εύκολη επέκταση του «εργασιακού Αρμαγεδδώνα» (με την ελαστικοποίηση ωρών, μισθών και εργασίας που νομοθέτησαν τα μνημόνια) και για το 40% των «αόρατων» του εργατικού δυναμικού της χώρας. Είναι αυτό το στρώμα για το οποίο η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μερίμνησε να μειώσει την διαπραγματευτική του δύναμη, εξοπλίζοντας το οπλοστάσιο των μνημονιακών νόμων, με το νόμο 4808/21 του Χατζηδάκη.

Τα δήθεν φιλεργατικά φτιασιδώματα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό εργασιακό καθεστώς (που κάθε άλλο παρά τελείωσε με τα Μνημόνια το 2018 ή ακόμα και την έξοδο από την εποπτεία, φέτος το καλοκαίρι) δεν οδήγησαν σε καμία ανάκαμψη του πλήθους των συλλογικών συμβάσεων (κλαδικών ή επιχειρησιακών), που είχαν σχεδόν εκμηδενιστεί από τις παρεμβάσεις των κυβερνήσεων του 2010-2015, ενώ αύξησε το ποσοστό των συμβάσεων μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης. Έτσι όταν ήρθε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μετά το 2019, αυξήθηκαν και άλλες μορφές ελαστικής απασχόλησης, (γνωστές ως «με μπλοκάκι» ή «με αποδείξεις δαπάνης» ή συμβάσεις έργου) και μάλιστα σε μεγάλες επιχειρήσεις του λιανεμπορίου, οι οποίες -κατά τα άλλα– θησαύρισαν την περίοδο της πανδημίας χάρη στη χρήση των ηλεκτρονικών αγορών .
Στις πρώτες φάσεις των μνημονίων η προδοσία τις συνδικαλιστικής ηγεσίας με την ταυτόχρονη ανεργία που εξαπλώνονταν λόγω της κρίσης και την επακόλουθη διάψευση της «ελπίδας» από τον ΣΥΡΙΖΑ, πολλαπλασίασε την επέκταση του τμήματος της εργατικής τάξης που κινείται σε εργασιακά όρια που δεν ξεχωρίζουν εισοδηματικά τον εργαζόμενο από τον άνεργο. Αυτό το εκρηκτικό φαινόμενο προωθήθηκε με κυβερνητική νομοθέτηση και προτροπή (καθαρίστριες) και την εσκεμμένα ανέλεγκτη εργασία των μεταναστών, με την συνδρομή των κυβερνητικών και εργοδοτικών συνδικαλιστικών ηγεσιών, ακόμα και πριν τα μνημόνια, αλλά έγινε κυρίαρχο μοντέλο εργασίας με τα μνημόνια και τη νομοθέτηση του υπο-κατώτατου βασικού μισθού των νέων κάτω από τα 25 έτη.

* Το τρίτο συμπέρασμα είναι ότι ο πληθωρισμός σήμερα και η ενεργειακή κρίση, κάνει αβίωτη την ζωή, όχι μόνο αυτού του μεγάλου ποσοστού, αόρατων και αυτοαπασχολούμενων, αλλά και αυτών που μέχρι τώρα η συνδικαλιστική τους ισχύ, τους είχε δώσει την δυνατότητα να διασώσουν μερικώς τη βιωσιμότητά τους, σε ένα επίπεδο που τους κράτησε σε μια ανενεργή ανησυχία, με την προσδοκία να ξεπεραστούν οι δύσκολες μέρες της χρεοκοπίας και να μπουν πάλι στην «κανονικότητα». Σήμερα αυτοί οι εργαζόμενοι και η συνδικαλιστική τους ηγεσία, δεν έχουν κάτι να τους κρατά, όπως το καρότο του «αποπληθωρισμού των τιμών» με τα φτηνά κινέζικα προϊόντα. Μόνο ο φόβος του νόμου, της βίας και της ανεργίας υπάρχει, που ειδικά όμως η ανεργία για ένα μεγάλο ποσοστό εργατών θα είναι αναπόφευκτη γιατί:
α) τα σαθρά πόδια του βασικού κορμού του ελληνικού καπιταλισμού, που η πανδημία έχει πλήρως αποκαλύψει, είναι οι μικρές εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά και ο τουρισμός στη θέση της «βαριάς βιομηχανίας». Ένα εύθραυστο οικονομικό περιβάλλον, ευάλωτο στις απότομες αρνητικές διεθνείς οικονομικές αλλαγές που έχουν συνέπειες στον τουρισμό. Έστω και αν το παραπάνω συμπέρασμα των αστών αναλυτών «ξεχάστηκε» πολύ γρήγορα από τους ίδιους φέτος, με το νέο ρεκόρ επισκεπτών (εν καιρώ πανδημίας, κριτίκαραν το εν πολλοίς «τουριστικο-κεντρικό παραγωγικό μοντέλο» της χώρας), το οποίο επλήγη βάναυσα το 2020 -2021 και διασώθηκε με την κρατική στήριξη, ζητώντας για άλλη μια φορά ενδυνάμωση της εγχώριας βιομηχανίας, που όπως έχουμε όμως διαπιστώσει και αυτό θέλει στήριξη.
β) Τα κουφάρια των πληττόμενων από την πανδημία μικρών και πολύ μικρών ελληνικών επιχειρήσεων τα οποία διατηρήθηκαν αποκλειστικά τα περασμένα δύο χρόνια μόνο με το οξυγόνο του κράτους (δηλαδή μέσω της αύξησης του ελληνικού δημοσίου χρέους), πλήττονται τώρα από την πρωτοφανή “ενεργειακή” κρίση, οδηγώντας κάποιες από αυτές σε παραπέρα επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων (βλέπε ως παράδειγμα τον τουρισμό, στον οποίο σημειώθηκε φέτος μεγάλη έλλειψη προσωπικού, καθώς το εργατικό δυναμικό αρνούνταν να πάει να δουλέψει στις τρώγλες του ελληνικού τουρισμού). Οδήγησαν παραπέρα επίσης σε κατακερματισμό (βλέπε παραπέρα άνθηση πολύ μικρών επιχειρήσεων στο χώρο της εστίασης, με ελάχιστους εργαζομένους), αλλά εξαφανίστηκαν και πάνω από 50.000 ή το 7% αυτών των επιχειρηματιών έγιναν αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό ανάμεσα στο 2018 και το 2021. Υπήρξαν βεβαίως και τάσεις συγκεντροποίησης σε χώρους, όπως του εμπορίου, στις επιχειρήσεις του οποίου (π.χ. σούπερ μάρκετ), συσσωρεύονται ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι, την ίδια ώρα που η βιομηχανία συνεχίζει να παρακμάζει, καθώς οι υποσχέσεις για μαζικές άμεσες ξένες επενδύσεις, του σαλτιμπάγκου υπ. Ανάπτυξης Άδωνη Γεωργιάδη έχουν πάει περίπατο.
γ) Στο κενό έχουν πέσει και οι μεγαλόστομες υποσχέσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη για αναχαίτιση του brain-drain, και έτσι η αναβάθμιση της εργατικής τάξης με ειδικευμένο προσωπικό. Αρκεί να δει κανείς πως βάσει στοιχείων της ίδιας της ΕΛΣΤΑΤ, ένας στους τέσσερις αποφοίτους μεταπτυχιακών σπουδών έφυγε στο εξωτερικό το 2020-2021. Υπό αυτές τις συνθήκες τα νέα προγράμματα κατάρτισης της ΔΥΠΑ – ΟΑΕΔ πέραν του να γεμίσουν για άλλη μια φορά τις τσέπες των διαφόρων ΙΕΚ, ΚΕΚ, κ.λπ. δεν αποτελεί παρά ένδειξη αυτογελοιοποίησης του εκπαιδευτικού συστήματος που υποτίθεται παίζει το ρόλο του μεσάζοντα προς την αγορά εργασίας.
δ) Καθώς εντείνεται η ενεργειακή κρίση και θα αυξάνεται το κόστος βιομηχανικής παραγωγής στην Ευρώπη, θα επιδεινωθεί παραπέρα και ο πληθωρισμός στην Ελλάδα.
Έτσι λόγω της παραπάνω πραγματικότητας, μένει μόνο η βία της καταστολής και της ανεργίας για να συγκρατήσει τις αντιδράσεις του κόσμου της εργασίας που θα παλέψει για την ζωή του. Αλλά ιστορικά, πουθενά μόνο ο φόβος, δεν έχει συγκρατήσει τις μάζες από το να αντιδράσουν για να ζήσουν. Και πλέον αυτό το κομμάτι των εργαζόμενων έχει μια εμπειρία από το πάθημα του 2011-2014 που τώρα θα μπορούσε να κάνει πολύ δύσκολη την διαχείριση των αντιδράσεών του, από την κυβερνητική και εργοδοτική συνδικαλιστική ηγεσία που ελέγχει την ΓΣΕΕ.

* Το τέταρτο συμπέρασμα είναι ότι αυτή η υλική βάση, τροφοδοτεί τον τελευταίο καιρό μια ανήσυχη κινητικότητα ενός μέρους της συνδικαλιστικής ηγεσίας, η οποία το προηγούμενο διάστημα είχε πιστέψει στη συντομία και στην παροδικότητα της κρίσης, στηρίζοντας τις επιλογές των κυβερνητικών/εργοδοτικών συνδικαλιστών, που απογοήτευσαν το κίνημα.
Σήμερα οι αξιόπιστοι συνδικαλιστές παραπαίουν, ψάχνοντας για να βρουν νέα ελπίδα. Μέρος τους προσανατολίζεται και στο ΚΚΕ, που κάνει ένα άνοιγμα για να μπορεί να συγκεντρώσει τμήμα τους στο χώρο του, για εκλογικούς αλλά και για λόγους εσωτερικής του συνοχής.
Σε αυτή την διαδικασία εντάσσεται και η εμπειρία στο Εργατικό Κέντρο Λιβαδειάς, που έφερε μια συμμαχική ηγεσία που αποτελούνταν από ένα μέλος του ΕΕΚ μαζί με ανεξάρτητους αριστερούς συνδικαλιστές που δεν ήθελαν να χάσουν την αξιοπρέπειά τους, σε συμμαχία με το ΠΑΜΕ και έτσι στην πλειοψηφία του ΔΣ του ΕΚΛ. Η παρουσία αυτού του συνδικαλιστικού στρώματος στο συνέδριο του ΠΑΜΕ, ήταν περισσότερο από εμφανής.
Από την μια η έλλειψη μαζικού επαναστατικού κόμματος, με ικανή οργάνωση δικτυωμένη σε όλη την χώρα και από την άλλη η ελευθερία άποψης αυτών των αγωνιστών, στο μεγαλύτερο ιστορικό χώρο της αριστεράς στην Ελλάδα, που οι ανάγκες ύπαρξης της ηγεσίας του το κάνουν να ξαναφορά τώρα τον πλουραλιστικό της μανδύα, αποκαλύπτει την στροφή των πιο πρωτοπόρων εργατών στα αριστερά, αλλά και την γύμνια των δυνάμεων της επαναστατικής αριστεράς που στη μορφή που υπάρχει, αδυνατεί να γίνει πόλος έλξης, αφήνοντας τον χώρο στη χώρα μας στα χέρια της ιστορικής τάσης του σταλινισμού που εδώ διασώζεται σαν διεθνής παραδοξότητα.
* Το πέμπτο συμπέρασμα είναι ότι η νέα αυτή κατάσταση βάζει σε άλλη φάση τη στάση των συνδικάτων που η όποια αντίδρασή τους θα βρει απέναντί της το νόμο Χατζηδάκη, κάνοντας εκρηκτικά απρόβλεπτες τις διαμαρτυρίες τους. Δημιουργούνται έτσι προϋποθέσεις ρήξης στη συνείδηση των μαζών και μερίδας συνδικαλιστών σαν και αυτή που έζησε η γενιά των εργατών το 1976-1981, τότε που η σύγκρουσή τους με τον νόμο 330 του Λάσκαρη, έφερε τις ιστορικές απεργίες (ΛΑΡΚΟ, ΙΖΟΛΑ, Μιχαηλίδη, ΠΕΣΙΝΕ, Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, ΠΕΤΣΕΤΑΚΗΣ, κ.λπ.).
Συμπερασματικά λοιπόν, η κινητικότητα στο εργατικό κίνημα που η νέα υλική πραγματικότητα, μπορεί να δημιουργήσει, έχει εντοπισθεί από το ΕΕΚ και έχει προβληθεί σωστά και εγκαίρως. Γι’ αυτό άλλωστε προχωρήσαμε στην ίδρυση της Μαχόμενης Εργατικής Κίνησης. Κατανοήθηκε η ανάγκη της συμμαχίας με άλλους, πρωτοπόρους αγωνιστές που μπορεί να μην εντάσσονται στο ΕΕΚ, αλλά συμφωνούν στη συνδικαλιστές δράση για την ανάγκη να αποκτήσει μεγαλύτερη πρόσβαση στην εργατική τάξη η πολιτική προοπτική της εργατικής εξουσίας.
Και αυτό το βλέπουμε έμπρακτα να γίνεται μέσα στο εύρος της δικής μας έστω περιορισμένης παρέμβασης, τόσο κεντρικά, όπως με την Πρωτοβουλία για την ανατροπή του ν. Χατζηδάκη, όσο και περιφερειακά όπως στην εμπειρία του Εργατικού Κέντρου Λιβαδειάς, ή στη συγκρότηση και δράση της Εργατικής Συμμαχίας στα Δυτικά. Γιατί η ανάγκη για άμεσες πρωτοβουλίες, ώστε η δράση των εργατών να ξεφύγει από τα χέρια των εργοδοτικών – κυβερνητικών συνδικαλιστών, επιβάλει την στράτευση πολύ περισσότερων δυνάμεων στον αγώνα από αυτές που έχει το ΕΕΚ.

Είναι απόλυτη ανάγκη να μπορούν να οργανωθούν και να υλοποιηθούν ενιαιομετωπικές δράσεις, εξασφαλίζοντας την ανεξαρτησία της τάξης από το κράτος, την εργοδοσία και την υποταγμένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Σαν πρώτη και καθοριστική προϋπόθεση στην πορεία της πάλης για αξιοπρέπεια και χειραφέτηση και για να υλοποιηθούν σε κλίμακα που να καταγραφεί στη συνείδηση της τάξης, χρειάζεται να συσπειρωθούν προς την κατεύθυνση αυτή μια ποσότητα επαναστατών με υπολογίσιμη δυναμική.
Η πράξη μας αυτή είχε μεγάλη σημασία, γιατί χάρη σε αυτή τη προετοιμασία μας, για την συγκρότηση μιας αγωνιστικής ενιαίας εργατικής δράσης ανεξάρτητης από την ΓΣΕΕ, βρεθήκαμε στο κέντρο μιας πάλης που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να κηρύξει ακόμα και πανελλαδική κινητοποίηση, κόντρα στην προσπάθεια αφωνίας που ήθελε η εκφυλισμένη ηγεσία της ΓΣΕΕ.
Ότι αυτό δεν είναι απλή μεγαλοστομία και κυνήγι ανεμόμυλων, φαίνεται αν εξετάσουμε την εμπειρία από την δράση συνδικαλιστών του ΕΕΚ στο Εργατικό Κέντρο Αθήνας, στον κινηματογράφο ΤΡΙΑΝΟΝ για την κήρυξη της απεργίας στις 3/6/21 και όσα την ακολούθησαν. Εκεί η ΔΑΣ πιεσμένη από τις ανάγκες της βάσης, εμφανίστηκε τότε δυναμικά στη συνδιάσκεψη, υποστηριζόμενη από σωματεία και συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ, γιατί κατανοώντας τα «δώρα» που φέρνει ο «πρόθυμος Χατζηδάκης», πάλευαν με αποφάσεις για στήριξη της απεργίας στις 3 Ιούνη, κάνοντας σαφή τη διαφορά τους από τη στάση των υπόλοιπων παρατάξεων του Προεδρείου του ΕΚΑ.
Τον αγώνα, όμως, που έδιναν και κέρδιζαν οι μαχητικοί αγωνιστές συνδικαλιστές, κατά πλειοψηφία απλά μέλη του ΠΑΜΕ, στους χώρους δουλειάς, στα σωματεία, τα Εργατικά Κέντρα, τις ομοσπονδίες και στον κινηματογράφο Τριανόν, που μαζί με τρεις συντρόφους του ΕΕΚ, επέβαλαν την απεργία για τις 3 Ιουνίου 2021 στη διοίκηση του ΕΚΑ, την έγραψε στα παλιά της τα παπούτσια η ηγεσία του ΠΑΜΕ, που συντάχτηκε πίσω από την ΓΣΕΕ στην απεργία της 10ης Ιούνη, η οποία υποβιβάστηκε από τον Παναγόπουλο και την ΑΔΕΔΥ, σε συλλαλητήριο, απογοητεύοντας τους αγωνιστές και τους εργάτες που πρόσβλεπαν σε μια δυναμική σύγκρουση για να μην περάσει ο νόμος.
Ήταν αυτή ακριβώς η πράξη του ΠΑΜΕ που εμπόδισε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις μιας ρήξης με την συνδικαλιστική γραφειοκρατία του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού, από μια ενιαιομετωπική δράση των πιο πρωτοπόρων και μαζικά κινητοποιήσιμων δυνάμεων, του εργατικού κινήματος.
Σαμποταρίστηκε έτσι να δράσει με άξια λόγου δυναμική το πιο πρωτοπόρο τμήμα της ηγεσίας του εργατικού κινήματος που αφουγκράζεται το βουητό της τάξης.
Το ΕΕΚ που με την ΜΕΚ, αντιλήφθηκε από νωρίς τον ρόλο που ήρθε να παίξει ο αντισυνδικαλιστικός νόμος 4808/21 του Χατζηδάκη, κατανόησε την ανάγκη της πάλης ενάντια στο νόμο σαν καθήκον, το οποίο για να παλευτεί αποτελεσματικά χρειάζεται να στοχευτεί απεργιακά από το σύνολο της τάξης.
Έτσι θέλοντας να δουλέψει για την οργάνωση της δράσης για γενική απεργία, για την κατάργηση του νόμου 4808/21, σαν ένα βήμα προς την κατεύθυνση της πάλης και για εργατική εξουσία, πάλεψε μπαίνοντας μπροστά στη σύσκεψη της 8ης Ιανουαρίου του 2022, στο Εργατικό Κέντρο της Αθήνας για τη συγκρότηση της Πρωτοβουλίας για την κατάργηση του νόμου 4808/2021. Ένα βήμα που θα μπορούσε να δώσει φωνή και ορμή στην προδομένη προσδοκία σκόνταψε εξαιτίας των «υπαρξιακών» και μικροκομματικών ανασφαλειών των οργανώσεων του χώρου της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και τον ανταγωνισμό μεταξύ τους, τα οποία εμπόδισαν για άλλη μια φορά να δημιουργηθεί μια μαγιά εργατικών εργασιακών χώρων και πρωτοπόρων συνδικαλιστών που να προκαλέσουν την προσοχή της τάξης.
Η αρνητικότητα κομματιών της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, πυροδότησε την εγωιστική αντίδραση μελών της πρώτης συνέλευσης, σαμποτάρισε την κίνηση και εμπόδισε ουσιαστικά, όχι τη δημιουργία της, αλλά την διευρυμένη μορφή που είναι αναγκαία για να έχει το εγχείρημα μια άξια λόγου προσοχή από την τάξη, ώστε να μπορεί να επηρεάσει ευρύτερα τμήματά της.
Οι αδυναμίες που αποκαλύπτονται από τη δική μας πράξη, στο να «κατανοήσουμε» τις υπαρξιακές και πολιτικές αντιθέσεις του χώρου, ώστε να είμαστε προετοιμασμένοι κατάλληλα, για να δράσουμε άμεσα και να επηρεάσουμε θετικά τις εξελίξεις, πρέπει να συζητηθούν και να γίνουν πηγή μαθημάτων που να μπορούν να οδηγήσουν την πράξη μας στις εν δυνάμει μετωπικές δράσεις που θα εμπλακούμε σε αυτή την νέα και πολύ πιο πλούσια σε ευκαιρίες εποχή, που ανοίγεται μπροστά μας.
Το καθήκον, όμως που έχουμε μπροστά μας, ως Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα και ως Μαχόμενη Εργατική Κίνηση, είναι να ανοίξουμε νέους ορίζοντες στη δράση της εργατικής τάξης, με στόχο το ξεπέρασμα της παρούσας ζοφερής πραγματικότητας με την πάλη για την εργατική εξουσία και τον κομμουνισμό.
Το σύνολο σχεδόν των συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων, από τους πουλημένους της ΓΣΕΕ μέχρι τα πιο μαχητικά κομμάτια της εργατικής τάξης, βλέπουν τη δράση τους με όριο τις διεκδικήσεις τους από το κράτος και τα αφεντικά. Οι μεν πρώτοι, γιατί έτσι τους συμφέρει, οι δε άλλοι, γιατί είναι μπλοκαρισμένοι θεωρητικά από την συνδικαλιστική συνείδηση (τρεϊντγιουνισμός), η οποία σύμφωνα με τον Λένιν -ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους- είναι αστική συνείδηση. Αυτή η τακτική διαθλά παραμορφωτικά στο εργατικό κίνημα το απόλυτο αδιέξοδο της καπιταλιστικής κρίσης. Οδηγείται έτσι το ίδιο σε αδιέξοδο και, υιοθετώντας αναποτελεσματικό σχέδιο στη δράση των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, δημιουργεί κλίμα απογοήτευσης και αποστράτευσης.
Στα περισσότερα κομμάτια της Αριστεράς, από το σταλινικό ΚΚΕ μέχρι την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, μπορεί να μιλάνε για την προοπτική της εργατικής εξουσίας και επανάστασης, αποσυνδέοντας όμως πλήρως τη στόχευση αυτή από την άμεση πρακτική δραστηριότητα της τάξης, μεταθέτοντάς την σε ένα απώτερο μακρινό μέλλον. Ζούμε σε ένα κόσμο που η διαρκώς επιδεινούμενη κρίση και παρακμή του παγκόσμιου καπιταλισμού -πληθωρισμός, ύφεση, ανεργία, χρεοκοπίες, οικολογική καταστροφή, Πόλεμος- βάζουν στην ημερήσια διάταξη την πάλη για κομμουνιστική επανάσταση, σαν την μόνη ρεαλιστική διέξοδο της κοινωνίας. Η πάλη για ανατροπή της κυβέρνησης και για εργατική εξουσία είναι ένα άμεσο και επιτακτικό καθήκον. Αυτό όμως δεν μπορεί να αποτελεί ένα απλό προπαγανδιστικό σλόγκαν, αλλά πρέπει να μετατραπεί σε σχέδιο δράσης για όλη την τάξη. Είναι επιτακτικό καθήκον, η σύνδεση κάθε μικρού ή μεγάλου αιτήματος με την αναγκαιότητα της ανατροπής του καπιταλισμού. Έτσι και αλλιώς ο καπιταλισμός στην κρίση του αδυνατεί να ικανοποιεί οτιδήποτε.
Τα Μεταβατικά Αιτήματα δεν μπορεί να είναι μια σειρά αιτημάτων γραμμικής αντίληψης, με την οποία μια σειρά αριστερών κεντριστικών οργανώσεων επιχειρούν να συγκαλύψουν τον ρεφορμισμό τους. Τα μεταβατικά αιτήματα, ξεπερνώντας την απολυτότητα διαχωρισμού του μίνιμουμ από το μάξιμουμ πρόγραμμα της εποχής πριν την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς των 4 πρώτων συνεδρίων, συνδέουν τις σημερινές διεκδικήσεις με το σοσιαλιστικό πρόγραμμα της επανάστασης. Ξεκινούν, όπως γράφει το Μεταβατικό Πρόγραμμα γραμμένο από τον Τρότσκι το 1938, από τις σημερινές συνθήκες κι από τη σημερινή συνείδηση των πλατιών στρωμάτων της εργατικής τάξης και οδηγούν αμετάκλητα σε ένα και μόνο τελικό αποτέλεσμα: την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη.
Στις παρούσες συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης, οι όποιες επιμέρους επιτυχίες μπορεί να είναι παράγωγο της επαναστατικής πάλης, η οποία προχωρώντας με τη δράση της για την ικανοποίηση του άμεσου αιτήματος, θέτει το ζήτημα της εργατικής εξουσίας. Αυτή η πάλη, είναι που διαπαιδαγωγεί ταυτόχρονα την εργατική τάξη στα επαναστατικά της καθήκοντα. Η εργατική τάξη καλείται εδώ και τώρα, να παλέψει για την οργάνωση της Γενικής Πολιτικής Απεργίας, για την ανατροπή της κυβέρνησης και κάθε αστικής κυβέρνησης, με προοπτική την εργατική εξουσία, διεκδικώντας:
- Ενάντια στην ακρίβεια που συνθλίβει το λαϊκό και εργατικό εισόδημα και κάνει αφόρητη τη ζωή ιδίως των χαμηλοσυνταξιούχων, να χτυπηθεί το καπιταλιστικό κέρδος των μεσαζόντων στα αγροτικά προϊόντα και τα είδη πρώτης ανάγκης.
- Αυξήσεις των μισθών και συντάξεων πάνω από τον πληθωρισμό. Αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή (ATA).
- Ενάντια στο κλείσιμο των εργοστασίων και την ανεργία, έλεγχο στα βιβλία των επιχειρήσεων που επικαλούμενες την κρίση κάνουν μαζικές απολύσεις, κλείνουν ή μεταφέρουν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες σε άλλες χώρες. Εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση και λειτουργία τους κάτω από εργατικό έλεγχο. Κατάσχεση των προσωπικών περιουσιακών στοιχείων των καπιταλιστών που ενώ παίρνουν τα γνωστά θαλασσοδάνεια χρεοκοπούν και κλείνουν τις επιχειρήσεις.
- Για την ανεργία: Κανένας άνεργος – Αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας και της Τεχνητής Νοημοσύνης προς όφελος των εργαζόμενων, για τη μείωση του χρόνου εργασίας, χωρίς ελάττωση μισθού και διατήρηση των δικαιωμάτων. Λιγότερη δουλειά – Δουλειά για όλους.
- Κατάργηση του νόμου Χατζηδάκη και όλων των αντεργατικών νόμων που μετατρέπουν την εργασία σε κάτεργο.
- Κατάργηση κάθε διάκρισης στις αμοιβές και στα δικαιώματα των εργαζόμενων, βάσει φύλου ή καταγωγής. Πλήρης κοινωνική ένταξη των μεταναστών και προσφύγων, με όλα τα δικαιώματα.
- Κρατικό πρόγραμμα προμήθειας με φθηνά βιομηχανικά είδη και λιπάσματα στους αγρότες, έναντι φθηνών αγροτικών προϊόντων με ικανοποιητικές τιμές για τους παραγωγούς.
- Οργάνωση της εγχώριας παραγωγής με στόχο την κάλυψη των διατροφικών αναγκών του λαού, τη διατροφική αυτάρκεια και την προστασία από την επισιτιστική κρίση, με βάση τον μικρομεσαίο αγρότη και όχι τα συμφέροντα των πολυεθνικών αγροτοβιομηχανικών μονοπωλίων.
- Εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ, ντόπιων και πολυεθνικών.
- Ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις των δημοσίων επιχειρήσεων. Λειτουργία των επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας κάτω από εργατικό έλεγχο και διαχείριση προς όφελος του κοινωνικού συμφέροντος και όχι με σκοπό το κέρδος (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, Συγκοινωνίες). Επανεθνικοποίηση όλων των επιχειρήσεων που ξεπουλήθηκαν χωρίς αποζημίωση στα τρωκτικά του κεφαλαίου, ντόπια και ξένα.
- Κατάργηση του Χρηματιστήριου Ενέργειας –Απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση των παρόχων ενέργειας. Αντιμετώπιση της ηλεκτρικής ενέργειας ως κοινωνικού αγαθού και όχι ως εμπορεύματος. Ακριβό ρεύμα σημαίνει την καταστροφή και χρεοκοπία οποιασδήποτε βιομηχανικής δραστηριότητας αυξάνοντας ακόμα περισσότερα την ανεργία.
- Μονομερής ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ στους διεθνείς τοκογλύφους
- Άμεση εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση και κάτω από εργατικό έλεγχο όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων, τραπεζών και ασφαλιστικών ιδρυμάτων.
- Δημιουργία ενός κεντρικού τραπεζικού οργάνου που θα ελέγχει την πορεία της οικονομίας και θα παρεμβαίνει για να αντιμετωπιστεί η ύφεση, έχοντας ως αποστολή να μη χάσουν τα λεφτά τους οι μικροκαταθέτες, οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι και να προστατευθεί η στέγη από τις κατασχέσεις για τους μισθοσυντήρητους.
- Παιδεία – Υγεία – Ενέργεια – Νερό – Συγκοινωνίες: Κοινωνικά αγαθά και όχι εμπορεύματα για τους κερδοσκόπους.
- Καθολική, Δημόσια και Δωρεάν Εκπαίδευση και Υγεία για όλο το λαό. Απεξάρτηση των κρατικών λειτουργιών από τη διείσδυση του ιδιωτικού τομέα και των ιδιωτικοοικονομικών συστημάτων διοίκησης.
- Απαλλοτρίωση όλης της μοναστηριακής και εκκλησιαστικής μεγάλης περιουσίας και των τσιφλικιών. Πλήρης διαχωρισμός της εκκλησίας από το κράτος.
- Άμεση διάλυση των κατασταλτικών μηχανισμών, των MAT και των ομάδων ΔEΛTA. Κατάργηση των ειδικών δικαστηρίων και των αντιδημοκρατικών τρομονόμων.
* φωτογραφίες: Νέα Προοπτική