1. H Ελλάδα, 100 χρόνια μετά την Μικρασιατική καταστροφή, βρίσκεται μέσα στο μάτι του κυκλώνα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης που πυροδοτεί τον (και πυροδοτείται από τον) πόλεμο στην Ουκρανία. Πιασμένη στη μέγγενη των τριών μνημονίων της καπιταλιστικής χρεοκοπίας του 2010–2012 και 2016, βρίσκεται, από τις αρχές του 2020 βουτηγμένη στην υγειονομική κρίση της πανδημίας του Covid-19 με θανατηφόρα αποτελέσματα από τη θανατοπολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Έναν αιώνα μετά την άδοξη εκστρατεία κατά των Μπολσεβίκων στην Ουκρανία (1918) που συνεχίστηκε με την Μικρασιατική εκστρατεία και την Καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού (1922), η κυβέρνηση Μητσοτάκη, τα αστικά κόμματα και η ελληνική μπουρζουαζία, επαναλαμβάνουν τις ίδιες και χειρότερες πολιτικές που κατέληξαν σε τραγωδίες. Δένουν τις τύχες της χώρας στα επιθετικά σχέδια των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της Ε.Ε., διακινδυνεύοντας μια νέα καταστροφή.
Η Ελλάδα, υπό την κυβέρνηση Μητσοτάκη αναδεικνύεται ως το πιο πολεμόχαρο κυνηγόσκυλο του ιμπεριαλισμού στον πόλεμο αποικιοποίησης της Ρωσίας και των περιοχών της πρώην ΕΣΣΔ. Ύστερα από δεκαετίες, από τον καιρό της ανατροπής της αντικομμουνιστικής στρατιωτικής χούντας (1974), επαναπροσδιορίζεται ως κύριος στρατηγικός εχθρός/απειλή κατά της καπιταλιστικής Ελλάδας ο “από βορράν κίνδυνος” και όχι ο εξ ανατολών, την ίδια ώρα που τα σύννεφα του πολέμου και οι εκατέρωθεν προκλήσεις των καπιταλιστικών κυβερνήσεων σε Ελλάδα και Τουρκία πυκνώνουν και απειλούν με αιματοχυσία στο Αιγαίο και την νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η άρχουσα τάξη, το εφοπλιστικό κεφάλαιο με τις διεθνείς διασυνδέσεις του, η κυβέρνηση και το πολιτικό προσωπικό τους, στοιχιζόμενοι πίσω από τον αμερικανο-νατοϊκό ιμπεριαλισμό, βουλιάζοντας στην οικονομική χρεοκοπία, την πολιτική σήψη και την ιδεολογική και ηθική χρεοκοπία, είναι έτοιμοι, για τα ευτελή καπιταλιστικά συμφέροντά τους, προσδοκώντας κάποια ψίχουλα από τα κέρδη του ιμπεριαλιστικού πολέμου, να ρίξουν τη χώρα στα βράχια και το λαό στην καταστροφή. Έτσι κι αλλoιώς, αυτοί που θα πεθάνουν και θα μείνουν σακάτηδες, θα είναι τα παιδιά των εργατών και αγροτών, ενώ τα δικά τους θα είναι στο απυρόβλητο των γραφείων, των επιτελείων ή στο εξωτερικό…
2. Οικονομική κρίση
Κάθε νέα φάση της διεθνούς κρίσης απειλεί να πυροδοτήσει την κρυμμένη πίσω από τις εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου ωρολογιακή βόμβα του χρέους, ενώ ταυτόχρονα και παρά την πολυδιαφημιζόμενη έξοδο από τα μνημόνια, η καπιταλιστική Ελλάδα παραμένει «αλυσοδεμένη» στις μνημονιακές δεσμεύσεις για απροσδιόριστο διάστημα. Στην τρέχουσα συγκυρία η δυναμική της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα εκδηλώνει τις συνδυασμένες και αντιφατικές συνέπειες αφ’ ενός της πολιτικής Μητσοτάκη να αγκιστρωθεί στο άρμα των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή και αφ’ ετέρου συμπαρασύρεται στην δίνη της ευρωπαϊκής «ενδόρρηξης» από τις συνέπειες (ενεργειακές, επισιτιστικές) των κυρώσεων της Ε.Ε. κατά της Ρωσίας.
Οι πηγές της κρίσης του καπιταλισμού στην Ελλάδα σήμερα
Οι μορφές μέσα από τις οποίες ξεδιπλώνεται η κρίση του καπιταλισμού στην Ελλάδα προσδιορίζονται κυριαρχικά από την διεθνή οικονομική, πολιτική και γεωπολιτική κρίση, αλλά με εγχώριες ιδιοτυπίες οι οποίες πέραν των δομικών χαρακτηριστικών τους, έχουν διαμορφωθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια μετά την κρίση του 2008, με βασικό τους άξονα την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους.
Τα όρια μέσα στα οποία η ντόπια άρχουσα τάξη επιχειρεί να διαχειρισθεί την κρίση αυτή, προσδιορίζονται από την αδυναμία του συστήματος να συγκροτήσει μια συνολική διεθνή απάντηση/διέξοδο στην συνδυασμένη και ανισoμερή «έκρηξη» των αντιφάσεων του συστήματος διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Το βασικό διεθνές «μοτίβο» της εν δυνάμει απάντησης του συστήματος στην συνδυασμένη κατάσταση πληθωρισμού και επιβράδυνσης της οικονομίας, (στασιμότητα και ύφεση) είναι η παρέμβαση των Κεντρικών Τραπεζών που έχει αρχίσει να εκδηλώνεται από το τέλος της άνοιξης. Αυτή η «απάντηση» εμφανίζεται σαν «εξωγενής» παράγοντας στην διαχείριση του όγκου του χρήματος (της αποκαλούμενης «ρευστότητας») με την απόσυρση της νομισματικής χαλάρωσης και την αύξηση των επιτοκίων.
Είναι αυτό δυνατό; Η απάντηση είναι ένα καθαρό ΟΧΙ για δύο βασικούς λόγους:
- Οι Κεντρικές Τράπεζες «ανακηρύχθηκαν» μετά την δεκαετία του ‘80 σαν «ανεξάρτητες αρχές», αλλά ουδέποτε αυτή η ανεξαρτησία υπήρξε πραγματικότητα. Η ανάγκη για την «ανεξαρτησία» τους ξεπήδησε σαν αναγκαίο για το σύστημα «φετίχ», μετά την πληθωριστική έκρηξη της δεκαετίας του ‘70. Και αφορούσε στην δημιουργία ενός «αυτόνομου» από κάθε κοινωνικό έλεγχο θεσμού που θα εμφανίζεται σαν εξωτερικός της λειτουργίας του κράτους και των οικονομικών δομών και θα μπορεί «εξωτερικά» να ρυθμίζει την κυκλοφορία του χρήματος και μέσω αυτού των τιμών κατά τις ανάγκες.
Αυτή η «ανεξαρτησία» και ο «εξωγενής» χαρακτήρας της λειτουργίας των Κεντρικών Τραπεζών είναι μία ψευδής εικόνα. Οι κρατικές και οικονομικές λειτουργίες και αποφάσεις δεν μπορούν να υπάρξουν «έξω» από τις ανάγκες της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Αποτελούν μέρος της διαδικασίας επέκτασης του κεφαλαίου και των αντιφάσεων που αναπτύσσονται στην κίνηση αυτοεπέκτασής του. Κατά συνέπεια οι «πράξεις» τους, όπως η πιστωτική επέκταση για να αντιμετωπίσουν την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος το 2008, ή τώρα η νομισματική «σύσφιξη» για να αναχαιτιστεί ο πληθωρισμός αποτελούν -και πρέπει να αντιμετωπίζονται ως- πράξεις εκδήλωσης των εσωτερικών αντιφάσεων της κρίσης και όχι μία εξωτερική διορθωτική παρέμβαση ικανή με τον τρόπο αυτό να «λύσει» την κρίση. Οι παρεμβάσεις αυτές έχουν εξαιρετικά περιορισμένα όρια και συνήθως επιλέγονται λόγω των συνεπειών τους- σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ή γεωπολιτικές συγκρούσεις με πολέμους, πανδημίες κ.λ.π.
- Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι η νομισματική επέκταση ή η νομισματική σύσφιξη στην εποχή της παρακμής του συστήματος διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου, δεν είναι απλά μία αύξηση ή μείωση της ποσότητας του χρήματος σε κυκλοφορία. Η κυριαρχία του πιστωτικού και χρηματιστικού κεφαλαίου «αφαιρεί» από την Κεντρική Τράπεζα την δυνατότητα πραγματικού ελέγχου της νομισματικής κυκλοφορίας, καθώς το μεγαλύτερο μέρος παραγωγής χρήματος/κεφαλαίου προέρχεται από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις πολλαπλές μορφές μόχλευσης που έχουν δημιουργηθεί στις αγορές χρήματος.
Το σημείο παρέμβασής τους (των Κεντρικών Τραπεζών) αφορά κυρίως στην επιθετική καταστροφή ανταγωνιστικού κεφαλαίου μέσω της αυξομείωσης των επιτοκίων και της νομισματικής χαλάρωσης/σύσφιξης. Στο σημείο αυτό μπορεί να δει κανείς εύκολα το πώς το αμερικανικό κεφάλαιο οδηγεί σε πρωτοφανή καταστροφή κεφαλαίων στην Ευρώπη στο πλαίσιο της εφαρμογής των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, απειλώντας την Ευρωζώνη με «ενδόρρηξη» του εγχειρήματος του ευρώ. Αυτή η διάσταση της κρίσης, ήτοι των συνεπειών για τον καπιταλισμό στην Ε.Ε. σαν συνέπεια της επιλογής ταύτισής του με τις ΗΠΑ στον πόλεμο με την Ρωσία, οδηγεί αναπόφευκτα στην ανάδυση των ισχυρών και ιστορικών αντιφάσεων στις σχέσεις ΗΠΑ–Ευρώπης, που θα ξεδιπλώνονται μέσα από οικονομικούς και πολιτικούς σπασμούς όσο συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Αυτή η παρέμβαση γίνεται περισσότερο αποτελεσματική βέβαια για την Κεντρική Τράπεζα η οποία εκδίδει το ισχυρότερο νόμισμα δηλαδή την Fed και το δολάριο. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμα και σήμερα μετά τον αποκλεισμό της Ρωσίας από το SWIFT και τις μετακινήσεις σημαντικών συναλλαγών εμπορευμάτων και υπηρεσιών σε άλλα νομίσματα, όπως το ευρώ, το Γουάν, το γιέν, κ.λπ., το 90% των ημερήσιων συναλλαγών FX (συναλλαγές συναλλάγματος), ήτοι περί τα 6–6,5 τρις δολ., εξακολουθούν να γίνονται σε δολάρια.
Η παρέμβαση της Fed στη νομισματική κυκλοφορία, με την απόσυρση από το QE, την αύξηση των επιτοκίων, κ.λπ., καθώς το χρήμα είναι κεφάλαιο, οδηγεί σε καταστροφή της επενδυτικής (επεκτατικής) διαδικασίας του κεφαλαίου σε μεγάλα τμήματα της διεθνούς οικονομικής δραστηριότητας, είτε «εχθρικά», είτε «μη ανταγωνιστικά» (δημιουργική καταστροφή), προκαλώντας έτσι χρεοκοπίες σε ένα περιβάλλον «αστρικών» διαστάσεων ιδιωτικού χρέους. Κάτι που ισοδυναμεί με καταστροφή της δυνατότητας μίσθωσης εργασίας και την πρόκληση υψηλής ανεργίας.
Στην πραγματικότητα και επί της ουσίας, η παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών για την αναχαίτιση του πληθωρισμού, δεν είναι μία παρέμβαση σε νομισματικό επίπεδο, αλλά στη σχέση κεφάλαιου/επιχειρήσεων–εργασίας, εκεί που «γεννιέται» η πληθωριστική δυναμική των τιμών και όχι απλά στο επίπεδο ανισορροπίας προσφοράς και ζήτησης.
Αυτό γίνεται περισσότερο φανερό αν συνυπολογίσει κανείς ότι με βάση τα στοιχεία της Fed η πλέον ισχυρή οικονομία, αυτή των ΗΠΑ, από το 2008 και σχεδόν σταθερά λειτουργεί σε συνθήκες μείωσης των ρυθμών αύξησης της παραγωγικότητας. Γεγονός που υποθάλπει με σχεδόν διαρκή τρόπο την δυναμική των τιμών από την πλευρά της προσφοράς στην οποία οι Κεντρικές Τράπεζες δεν έχουν ουσιαστικά περιθώρια παρέμβασης.
Όπως απέδειξε τόσο η δεκαετία του ‘70 όσο και του ‘80, οδηγεί σε γενικές γραμμές σε πρώτη φάση σε ένα εφιαλτικό συνδυασμό πληθωρισμού και στασιμότητας και στην συνέχεια σε ισχυρή ύφεση και ανεργία πριν καν εκτονωθούν οι πληθωριστικές πιέσεις στις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών.
Βασικός ιμάντας μέσω του οποίου ξεδιπλώνεται αυτή η «καταστροφή» στο διεθνές περιβάλλον, είναι το δημόσιο και το ιδιωτικό κυρίως χρέος. Μία διαδικασία που εμπεριέχει ανάλογα με την έντασή της και τον «θερμό» και όχι μόνο τον οικονομικό πόλεμο, όπως ξεκάθαρα εκδηλώθηκε με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την δυναμική των συγκρούσεων ΗΠΑ–Κίνας στην περίπτωση της Ταϊβάν…
Κατά συνέπεια η συγκέντρωση της προσοχής διεθνώς στην παρέμβαση των Κεντρικών Τραπεζών μέσω της νομισματικής τους πολιτικής δεν αφορά μία εξωτερική πράξη έγχυσης ή απόσυρσης χρήματος/κεφαλαίου στο σύστημα για την εκτόνωση της κρίσης, ή την αναχαίτιση του πληθωρισμού.
Αντίθετα αποτελεί μέρος της εσωτερικής διαδικασίας εξάπλωσης της κρίσης στην διαδικασία διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου σε νέα υψηλότερα επίπεδα. Το βασικό στοιχείο πλέον είναι η αμεσότητα της ρήξης μεταξύ κεφαλαίου–εργασίας, σε όλες τις μορφές που αυτή μπορεί να πάρει. Και με κύριο χαρακτηριστικό μέσα από την ύφεση, την μαζική ανεργία που τροφοδοτεί -και τροφοδοτείται από- την κρίση εξουσίας στο πολιτικό εποικοδόμημα από την οικονομική αποσταθεροποίηση.
Το τελευταίο Συμπόσιο της Fed στο Jackson Hole, επιβεβαίωσε την επιλογή της Fed να συνεχίσει την πολιτική της παρέμβασης στο κομμάτι της ζήτησης με αύξηση επιτοκίων και συρρίκνωση της ρευστότητας, μια πολιτική που αποκαλείται «δημιουργική καταστροφή», δηλαδή καταστροφή των μη «ανταγωνιστικών κεφαλαίων» που ισοδυναμεί όπως ο ίδιος ο Τζ. Πάουελ είπε με… πόνο για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που θα κλείσουν με αποτέλεσμα επιστροφή της υψηλής ανεργίας μέσα σε συνθήκες υπερπληθωρισμού. Οι δηλώσεις της Ισαμπέλ Σνάμπελ (ΕΚΤ) στο ίδιο Συμπόσιο κινήθηκαν στην ίδια κατεύθυνση… Με την διαφορά ότι οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ είναι εξ αρχής υπονομευμένες -πολύ περισσότερο από ότι στις ΗΠΑ- από την ανάγκη των κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν τις κοινωνικές εκρήξεις από τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης και των υψηλών τιμών με νέα πακέτα στήριξης που τώρα δρομολογούνται εν όψει του χειμώνα, επιτείνοντας το πληθωριστικό αδιέξοδο και την αδυναμία της ΕΚΤ για έλεγχο των τιμών…
Οι προοπτικές στην Ελλάδα
Μέσα στο περιβάλλον αυτό, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού στην Ελλάδα τον καθιστούν εξαιρετικά «ανοικτό» σε όλα τα επίπεδα της κρίσης στην τρέχουσα συγκυρία, παρά την επιχείρηση επανα-συγκόλλησης του «σπασμένου κρίκου» του 2010–2012–2018 με την αναδιάρθρωση του χρέους (PSI, PSI+).
Αυτό αποτυπώνεται με ξεκάθαρο τρόπο στο γεγονός ότι το «σπάσιμο» στο δημόσιο χρέος, παρά την αναδιάρθρωσή του -η μεγαλύτερη που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα- παραμένει ενεργό μέσω του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και της τιτλοποίησης των κόκκινων δανείων (Npls).
Περισσότερα από 60–70 δις ευρώ σε κόκκινα δάνεια (Npls) έχουν τιτλοποιηθεί ή πουληθεί, με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου, για την οποία συγκροτήθηκε το περιβόητο αποθεματικό «μαξιλάρι». Αυτό το αποθεματικό φυλάσσεται σαν «θησαυρός» από την άρχουσα τάξη και δεν χρησιμοποιήθηκε ούτε ένα ευρώ από αυτό στην διάρκεια της κρίσης από το 2020 αλλά αντίθετα αυξήθηκε κατά 2 δις ευρώ. Αυτός ο «θησαυρός» ήταν εξ αρχής το ανομολόγητο εργαλείο εγγυήσεων για την σωτηρία των τραπεζών μέσω της αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού χρέους που έχει ξεκινήσει από το 2020 (τιτλοποιήσεις Ηρακλής Ι και ΙΙ) και δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Το ελληνικό δημόσιο είναι υποχρεωμένο να τον συντηρεί με τις διαρκείς μνημονιακές δεσμεύσεις για ισοσκελισμένους ή πλεονασματικούς προϋπολογισμούς τα επόμενα χρόνια.
Η απόφαση των Κεντρικών Τραπεζών και ειδικά της ΕΚΤ για αύξηση των επιτοκίων και -κυρίως- μείωση των διαθέσιμων δανειακών κεφαλαίων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα οδηγεί μέσα από τη διαδικασία της «δημιουργικής καταστροφής» κεφαλαίων στη δημιουργία ενός νέου κύματος «κόκκινων δανείων» που ξεφεύγει από τα όρια προστασίας του μνημονιακού «μαξιλαριού» της αναδιάρθρωσης του χρέους…».
Κάθε νέα φάση της κρίσης χρέους μπορεί ανά πάσα στιγμή να «ανατινάξει» αυτή την… κρυμμένη πίσω από τις εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου ωρολογιακή βόμβα, αφ’ ενός μέσα από την κατάρρευση των τιτλοποιήσεων όπως έγινε με τα subprime loans το 2008 στις ΗΠΑ και αφ’ ετέρου μέσα από ένα νέο κύμα «κόκκινων δανείων».
Παρά το γεγονός ότι η πανδημία ανέστειλε το 2020 προσωρινά την αμεσότητα αυτής της έκρηξης, υποχρεώνοντας την ΕΚΤ να ενεργοποιήσει «εργαλεία» στήριξης όπως το PEPP, αυτή η «αχίλλειος πτέρνα» παραμένει σαν δομικό στοιχείο και όρος ύπαρξης για τις κυβερνήσεις στην Ελλάδα.
Σήμερα, μετά την πολεμική έκρηξη στην Ουκρανία, η εφιαλτική «κληρονομία» της κρίσης του 2008–2012–2018, ενεργοποιείται από την πλημμυρίδα των ανατροπών που έφερε αυτός ο πόλεμος. Το ξεδίπλωμα αυτής της νέας φάσης της κρίσης, πυροδοτεί παλιές και νέες αντιφάσεις και αδιέξοδα στην οικονομία και την πολιτική. Έτσι οι συνέπειες των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας από την Ευρώπη, έχουν προκαλέσει την ισχυρότερη στην διάρκεια της ύπαρξης του Ευρώ κρίση στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, συμπαρασύροντας την εγχώρια οικονομία με πληθωρισμό ο οποίος εκτινάχθηκε σε πρωτοφανή επίπεδα και με την μεγαλύτερη ταχύτητα σε σύγκριση με κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Η εφαρμογή της πολιτικής επιλογής της ΕΚΤ στην Ελλάδα αναπόφευκτα και πέρα από κάθε «διορθωτική» κυβερνητική κίνηση με νέα πακέτα στήριξης οδηγεί στο πλαίσιο της «δημιουργικής καταστροφής» σε… ισοπέδωση, την αμέσως επόμενη περίοδο, των χιλιάδων ΜμΕ (Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων) οι οποίες αποτελούν κάτι περισσότερο από το 99% της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία και εκτιμήσεις των επαγγελματικών ενώσεων των ΜμΕ με τα σημερινά δεδομένα το 20% περίπου εξ αυτών είναι υποχρεωμένο να κλείσει. Πρόκειται για επιχειρήσεις που έχουν από 1 έως 49 εργαζόμενους. Την ίδια στιγμή ήδη οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι παραγωγής ενέργειας και στην Ελλάδα, όπως στη Γερμανία, τις Σκανδιναβικές χώρες, την Αυστρία, κ.ά. ζητούν «διάσωση» και… παίρνουν δεκάδες δις ευρώ από τις κυβερνήσεις τους για να μη χρεοκοπήσουν. Στις Σκανδιναβικές χώρες μιλάνε ήδη για μία στιγμή τύπου “Lehman Brothers” στην Ευρώπη…
Η έκρυθμη κατάσταση που έχει ξεδιπλωθεί στις υπερχρεωμένες χώρες, όπως Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα, υποχρέωσε κεντρικές δομές της Ε.Ε. όπως η ΕΚΤ και η Κομισιόν να αναδιπλωθούν προσωρινά και να παρακάμψουν κάθε καταστατικό περιορισμό τους -πολύ πέρα από ότι είχαν αναγκαστεί να κάνουν στην πανδημία (PEPP – αναστολή Συμφώνου Σταθερότητας, προγράμματα στήριξης, κ.λπ.)- και να συγκροτήσουν νέα «εργαλεία» σαν το “TPI” (αγορά κρατικού χρέους υπό προϋποθέσεις), ή να ακυρώσουν στρατηγικές συμφωνίες όπως π.χ. την στροφή στις καθαρές μορφές ενέργειας κ.λπ., που δοκιμάζουν ευθέως πλέον τις υπαρξιακές αντοχές του Ευρώ.
Όπως αναφέρεται ξεκάθαρα στην πρόσφατη Έκθεση της BIS (Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών) όλα αυτά συμβαίνουν, ενώ «ήμαστε ακόμα στην αρχή όσων πρόκειται να συμβούν…».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη «επιβίωσε» μέχρι σήμερα στην εξουσία, παρά τα αλλεπάλληλα κύματα πολιτικής και οικονομικής κρίσης βασισμένη:
- στην απογοήτευση που έσπειρε η εμπειρία της Κυβέρνησης Σύριζα στην εργατική τάξη,
- στην άρνηση του ΚΚΕ να εκμεταλλευτεί την ιστορικής σημασίας ευκαιρία της κολοτούμπας του ΣΥΡΙΖΑ, αφαιρώντας από την εργατική τάξη την δυνατότητα καθοριστικής παρέμβασης στις εξελίξεις,
- την οπισθοχώρηση κατά συνέπεια σημαντικών για το κοινοβουλευτικό σύστημα μικροαστικών στρωμάτων,
- την διαχείριση του περιβόητου «Ταμείου Ανάκαμψης»,
- τα προγράμματα στήριξης που δρομολογήθηκαν από τις ανάγκες της πανδημίας
- και την εξαγορά της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και τον σχεδόν καθολικό έλεγχο των ΜΜΕ, σε συνάρτηση με την κάθε μορφής καταστολή.
Χωρίς όμως να καταφέρει να κάμψει τις αντιστάσεις και την αντίδραση των λαϊκών μαζών και κυρίως της νεολαίας, όπως από πολύ νωρίς φάνηκε με αφορμή τις λαϊκές αντιφασιστικές αντιδράσεις στην απόφαση για την καταδίκη της ΧΑ και στους αγώνες που ακολούθησαν στους δρόμους, στους χώρους δουλειάς και στα σχολεία.
Σ’ αυτή την λαϊκή οργή και αντίσταση βρίσκονται αφομοιωμένες θετικά και αρνητικά, (αλλά χωρίς προς το παρόν ορατή διέξοδο) εμπειρίες μιας δεκαπενταετίας αγώνων από το 2008 μέχρι σήμερα.
Η πτώση της κυβέρνησης Παπαδήμου το 2012 μετά την πρώτη φάση της αναδιάρθρωσης του χρέους και στην συνέχεια η ανατροπή Σαμαρά με την εκλογή και την εμπειρία της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η κοινοβουλευτική ανατροπή του 2019 με την Κυβέρνηση Μητσοτάκη, έχουν συσσωρεύσει ένα δυναμικό και πολύτιμο κεφάλαιο πολιτικής εμπειρίας για τις νεότερες γενιές που στο μεταξύ έχουν μπει στην ταξική πάλη.
Η αποκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών δίνει την δυνατότητα κορύφωσης αυτής κρίσης στην πολιτική της διάσταση, καθώς ξεσκεπάζει όχι μόνο την παρακρατική και κρατική καταστολή που συνδέεται άμεσα με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και της δικαστικής εξουσίας.
Βήμα το βήμα έρχεται στο φως η πολυδιάσπαση στους κόλπους του αστικού καθεστώτος, καθώς κατάρρευση του μητσοτακισμού τροφοδοτεί και τον κατακερματισμό της ΝΔ. Η κρίση που έχει αναδυθεί εξ αιτίας της αποκάλυψης των υποκλοπών έχει αρχίσει να απομακρύνει τα «ποντίκια» της συνοδοιπορίας του μητσοτακισμού, όπως αναδεικνύει η εύγλωττη «σιωπή» της καραμανλικής δεξιάς, τα «καρφιά» από τα ΜΜΕ του εφοπλιστικού κεφαλαίου (Νέα, Καθημερινή, κ.λπ.) που αποτελούσαν βασικό στήριγμα της κυβέρνησης, όπως επίσης και η θορυβώδης αποστασιοποίηση του πάλαι ποτέ «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ.
Κυρίως όμως το κυβερνητικό επιτελείο των «αρίστων» βλέπει να χάνει τα στηρίγματά του στα κέντρα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να θέτει ζητήματα ευθείας αμφισβήτησης της «αξιοπιστίας» της κυβέρνησης με αφορμή τις αποκαλύψεις των υποκλοπών. Ακόμα περισσότερο ο «πανικός» αυτής της κατάστασης εκδηλώνεται στους εγχώριους και διεθνείς «αποδέκτες» της κατανομής των δεκάδων δις. ευρώ των γιγάντιων συμβάσεων του ΕΣΠΑ και κυρίως των έργων του «Ταμείου Ανάκαμψης» που δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί και …υπογραφεί.
Αν όπως πρόσφατα είπε ο Ρεσελέρ, επικεφαλής της BAFIN (Χρηματοπιστωτική Εποπτεία του τραπεζικού συστήματος στην Γερμανία), «οι συνθήκες για την… τέλεια καταιγίδα είναι ήδη εδώ» αναφερόμενος στην πραγματική κατάσταση του ευρωπαϊκού και ειδικά του γερμανικού τραπεζικού συστήματος, το ερώτημα που τίθεται για την κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι αν η «καταιγίδα» θα προλάβει την κατάρρευσή της ή η κατάρρευσή της θα προλάβει την «καταιγίδα».
Σ’ αυτό το περιβάλλον η απειλή μιας πολεμικής ρήξης μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής άρχουσας τάξης, «γεννιέται» κάθε στιγμή από την πολιτική και οικονομική κρίση που τις συγκλονίζει. Εν τούτοις η τάση αυτή αν και ιδιαίτερα ισχυρή «φρενάρεται» -άγνωστο μέχρι πότε- από τις ανάγκες του ΝΑΤΟ (αμερικάνικου και ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού), έτσι όπως αυτές ξεδιπλώνονται στην περιοχή μετά την «εισαγωγή» της ρήξης με την Ρωσία στην Ουκρανία.
Η ρήξη στο εσωτερικό της ΝΔ
Το μείζον ζήτημα που αναδύεται μέσα στην άρχουσα τάξη στην τρέχουσα συγκυρία είναι η έλλειψη εναλλακτικών πολιτικών «λύσεων», πέραν του οικονομικού αδιεξόδου.
Η εξαιρετικά πιθανή πλέον «κατάρρευση» της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όποια μορφή και αν πάρει, συμπαρασύρει και τον κύριο πολιτικό φορέα της, ταυτίζεται με την «κατάρρευση» του κόμματος της ΝΔ στο οποίο η μεν καραμανλική «λαϊκή δεξιά» παίρνει σαφείς αποστάσεις από τις εξελίξεις και η ακροδεξιά πτέρυγα των σαμαρικών ενδιαφέρεται περισσότερο πλέον για την αποφυγή ειδικών δικαστηρίων (Novartis, κ.λπ.) παρά για την διάσωση της «παράταξης».
Αυτό είναι ένα νέο σημαντικό πολιτικό στοιχείο που πρέπει να συνυπολογίσει η ανάλυση και η οργάνωση της παρέμβασης της εργατικής ταξικής στο νέο τοπίο της ταξικής πάλης, με αφορμή το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Η διαδικασία διάλυσης της ΝΔ που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη, είναι μία εντελώς διαφορετικής φύσης και σημασίας για το σύστημα διαδικασία, από εκείνη της ΚΙΝΑΛοποίησης του ΠΑΣΟΚ.
Ολοκληρώνει την ανατροπή της αποκαλούμενης «μεταπολίτευσης» και γι’ αυτό, ανοίγει τον Ασκό του Αιόλου για επαναστατικούς αλλά και αντιδραστικούς πολιτικούς σπασμούς στην ταξική πάλη, τουλάχιστον βραχυμεσοπρόθεσμα.
Και αυτό συμβαίνει σε ένα οικονομικό περιβάλλον που θα κυριαρχείται από την «επιστροφή» στην ΑΝΕΡΓΙΑ μεγάλων στρωμάτων της εργατικής τάξης, αλλά και μικροαστικών στρωμάτων, κυρίως όμως της νεολαίας, που θα συμβαδίζει με τις ήδη μεγάλες απώλειες του πραγματικού εισοδήματος των λαϊκών στρωμάτων από το κύμα του ΥΠΕΡΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΥ που έχει προηγηθεί.
Είναι προφανής πλέον η άμεση ανάγκη διαμόρφωσης, εν όψει αλλά και μέσα από τις διαδικασίες του 18ου Συνεδρίου, ενός σχεδίου προγραμματικών στόχων και κεντρικής οργάνωσης της δράσης του ΕΕΚ, με σκοπό να αποκτήσει δυνάμεις στην εργατική τάξη και την νεολαία στην επερχόμενη μετωπική αναμέτρηση της πάλης για την εξουσία της εργατικής τάξης και την ανατροπή του συστήματος εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Αυτός δεν είναι ένας στόχος, είναι ο λόγος ύπαρξης για το ΕΕΚ, τόσο για την Ελλάδα όσο και Παγκόσμια.
3. Πολιτική κρίση και κρίση εξουσίας
To σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών των συνομιλιών του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ Ν. Ανδρουλάκη ανέδειξε σε όλο της το “μεγαλείο” την καταλυτική πολιτική κρίση που μαστίζει την κυβέρνηση Μητσοτάκη αλλά και το πολιτικό σύστημα συνολικά. Η εικόνα που επιχειρούσαν να φιλοτεχνήσουν για τον “Μωυσή”(!)-Μητσοτάκη τα Πετσοταϊσμένα ΜΜΕ ξεσχίστηκε κυριολεκτικά και ο “βασιλιάς” αποκαλύφθηκε γυμνός. Το παιδί του κομματικού-οικογενεικακού σωλήνα αποκαλύπτεται ως ένα μηδαμινό τίποτα. Το δε σκάνδαλο των υποκλοπών έρχεται να επικαθήσει στον ανεξέλεγκτο καλπασμό των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, τη θανατική διαχείριση της πανδημίας, την απαξίωση του δημόσιου συστήματος υγείας και των νοσοκομείων, στη διαφθορά και τα σκάνδαλα με κορυφαίο αυτό της Νovartis και τη σήψη που αναδύεται από όλους τους πόρους της αστικής κοινωνίας. Και, επίσης, στην πανθομολογούμενη ανικανότητα να αντιμετωπίσουν ακόμη και τα φυσικά φαινόμενα, τις πυρκαγιές, τις πλημμύρες και τα χιόνια – για να μη μιλήσουμε για την πλήρη έλλειψη μέτρων για την κλιματική κρίση. Τώρα, σε μια χώρα που έχει γνωρίσει την οικονομική χρεοκοπία με την υπαγωγή στο καθεστώς των μνημονίων, αλλά και τα μεγάλα λαϊκά κινήματα του 2010-12 και 2015, οι πολιτικές συνέπειες όλων αυτών απειλούν όχι απλώς την κυβέρνηση ή την κυβερνώσα παράταξη αλλά το σύστημα αστικής κυριαρχίας.
Η λαϊκή οργή που αναζητά τρόπους έκφρασης που πυροδοτεί και την κρίση στις γραμμές της ΝΔ απειλεί με κατάρρευση την κυβέρνηση Μητσοτάκη, έστω και αν βρίσκεται σε προεκλογική χρονιά. Πάνω απ’ όλα απειλεί να εισάγει σε μια περίοδο ακυβερνησίας που το σύστημα θα είναι δύσκολο να απορροφήσει, καθώς καθιστά δύσκολη την διαμόρφωση συγκυβερνήσεων εν όψει προβλεπόμενων διπλών εκλογών λόγω του εκλογικού νόμου. Παρά τη βιαιότητα με την οποία επιχείρησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη να αντιμετωπίσει το εργατικό και λαϊκό κίνημα, το πανθομολογούμενο αποτέλεσμα είναι η πλήρης αποτυχία της. Παρά την ψήφιση του αντεργατικού–αντισυνδικαλιστικού νόμου είναι σαφές ότι δεν έχει μπορέσει να νικήσει την εργατική τάξη που, όπως στην απεργία της 3 Ιουνίου 2021, εμποδίστηκε να δώσει τη μάχη. Το ίδιο και στα πανεπιστήμια. Μπορεί να ψήφισε τον νόμο για την πανεπιστημιακή αστυνομία, αλλά η εφαρμογή του είναι διαφορετικής τάξης ζήτημα και θα κριθεί στο πεδίο της μάχης.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αναρριχήθηκε στην εξουσία πατώντας στην τρομερή απογοήτευση και διάψευση προσδοκιών που έσπειρε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με την “κωλοτούμπα” Τσίπρα, την επιβολή του τρίτου μνημόνιου και την εν γένει διακυβέρνηση με την εθνικιστική δεξιά των ΑΝΕΛ του Καμμένου. Συγκροτούμενη ως αμάλγαμα νεοφιλελεύθερων και ακροδεξιών-φασιστών επιχείρησε να επιβληθεί ως κυβέρνηση δεξιάς αντεπανάστασης και εργαλειοποιώντας την πανδημία επιχείρησε να επιβάλλει μια σειρά απαγορεύσεων καταπατώντας δημοκρατικά και συνταγματικά δικαιώματα. Ιδιαίτερος στόχος της έγιναν οι εκδηλώσεις του Πολυτεχνείου, της Πρωτομαγιάς και της 6ης Δεκέμβρη, επετείου της εξέγερσης του 2008. Παρά την τεράστια αστυνομική κινητοποίηση και βαρβαρότητα, απέτυχε. Όπως απέτυχε να απαγορεύσει τις διαδηλώσεις αλληλεγγύης στον φυλακισμένο απεργό πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα τους πρώτους μήνες του 2021 παρά την αστυνομική αγριότητα. Όλο το κύμα αστυνομικής τρομοκρατίας σκόνταψε μπροστά στο μαζικό νεολαιίστικο–λαϊκό ξέσπασμα στη Νέα Σμύρνη και μετά σε όλη την Ελλάδα. Αλλά όλα είναι ζητήματα που κρίνονται καθημερινά στους δρόμους της ταξικής πάλης και της αναμέτρησης με τις δυνάμεις της καταστολής όπως έδειξαν οι απόπειρες περιορισμού εργατικών κινητοποιήσεων σε μία λωρίδα κυκλοφορίας ή των κινητοποιήσεων αλληλεγγύης στον απεργό πείνας Γιάννη Μιχαηλίδη.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αποτύχει να νικήσει το κίνημα παρά τη χρήση όλων των μέσων βάρβαρης αστυνομικής καταστολής. Αλλά η αναμέτρηση είναι μπροστά μας και πηγάζει από την άλυτη κρίση του συστήματος και την ανάγκη του να τσακίσει το κίνημα και την αριστερά έτσι ώστε, όπως το διατύπωσε ο υπουργός του Μητσοτάκη Βορίδης, αρχηγός παλαιότερα της νεολαίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου, η αριστερά να ηττηθεί συντριπτικά, “να υπάρξει στρατηγική ήττα των ιδεών της Αριστεράς για να μην ξαναβρεθεί στην εξουσία με οποιαδήποτε μορφή της”.
Όμως, με το βάθεμα της κρίσης και την απογοήτευση που σπέρνουν οι πολιτικές της, η κυβέρνηση της ΝΔ χάνει την κρίσιμη υποστήριξη των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων πάνω στα οποία στηρίχθηκε και χωρίς τα οποία δεν μπορεί να σταθεί στην εξουσία. Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να σταθεί προσφέροντας στα καταστρεφόμενα μικροαστικά στρώματα θεάματα καταστολής με τα ΜΑΤ στις διαδηλώσεις, εργατικές κινητοποιήσεις ή στα Εξάρχεια, ή με απάνθρωπες ρατσιστικές πολιτικές κατά των προσφύγων και μεταναστών. Το μεγάλο τους πρόβλημα είναι ότι επιχειρούν να προσφέρουν “θεάματα” στο μικροαστικό εθνικιστικό κοινό τους, χωρίς όμως το αναγκαίο συμπλήρωμα του “άρτου” και μάλιστα σε συνθήκες όπου ο άρτος και άλλα στοιχειώδη αφαιρούνται από μεγάλα στρώματα της εργατικής και της μικροαστικής τάξης από τον πληθωρισμό και την ακρίβεια… Η μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια από τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη αντανακλάται στις γραμμές της ΝΔ και των φιλικών της συγκροτημάτων, ενώ διάφοροι κύκλοι αναζητούν άλλες εναλλακτικές με παραμερισμό του “Κούλη” Μητσοτάκη. Αλλά επίσης, η τυφλά αμερικανόδουλη πολιτική του, σε μια χώρα που μετά την πτώση της χούντας “πατάει σε δύο βάρκες”, στηριζόμενη οικονομικά στην Ευρώπη και πολιτικο-στρατηγικά στις ΗΠΑ, δυναμώνει τις διεθνείς πηγές των αντιφάσεων αποσταθεροποιώντας παραπέρα την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
4. Κρίση του κράτους
Στην πραγματικότητα η κρίση δεν περιορίζεται στην κυβέρνηση Μητσοτάκη ή στη ΝΔ. Ολόκληρο το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση και απαξίωση, με ένα σκιώδες κοινοβούλιο όπου κανένα από τα μεγάλα ζητήματα δεν συζητιέται ή όταν εισάγεται προς συζήτηση διεκπεραιώνεται όπως όπως με τις διαδικασίες του κατεπείγοντος χωρίς καμία συζήτηση, με μόνη συμμετοχή των βουλευτών στη ρίψη των… κουκιών. Μαζί με την κυβέρνηση βουλιάζει συνολικά η αστική αντιπολίτευση, συμπεριλαμβανομένης της αξιωματικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ. Παρά τη φθορά της κυβέρνησης, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε κανένα από τα κόμματα του κοινοβουλίου μπορούν να αποτελέσουν εναλλακτική λύση. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τις μεγάλες απώλειες της Δεξιάς ελάχιστα ή καθόλου δεν φαίνεται να κερδίζει καθώς οι μάζες έχοντας περάσει από την εμπειρία της “πρώτη φορά αριστεράς” (μαζί με τον εθνικιστή Καμμένο) και της “κωλοτούμπας” του Τσίπρα δύσκολα θα πέσουν στην παγίδα. Οι προσδοκίες τους επικεντρώνονται στο να αποτελέσουν τη βάση, τη συγκολλητική ουσία, για τη για συγκρότηση συμμαχικών αστικών κυβερνήσεων. Όμως, ακόμη και μια τέτοια προοπτική δεν φαίνεται να ευοδώνεται. Όλο το υπάρχον πολιτικό σύστημα, τουλάχιστον υπό την παρούσα μορφή του, βυθίζεται και με ένα είδος χρονοκαθυστέρησης έχει μπροστά του την προοπτική της διάλυσής του όπως σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον πολιτικής κρίσης, είτε με τη Δεξιά σήμερα είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ πριν μερικά χρόνια είτε με τις συγκυβερνήσεις ΝΔ/ΠΑΣΟΚ κ.λπ. ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός υπερδιογκώνεται, αποκλειστικά στο σκέλος του κράτους καταστολής, ενώ ό,τι σχετίζεται με το λεγόμενο κοινωνικό κράτος, τις κοινωνικές υπηρεσίες, συρρικνώνεται και οδηγείται στην καταστροφή όπως φάνηκε στην πανδημία με τα νοσοκομεία. Τόσο με την κυβέρνηση της ΝΔ όσο και με του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην κοινωνία ορθώνεται ένα κράτος μαμούθ, με συνεχώς διευρυνόμενα τα σώματα καταστολής. Σε αυτά τα πλαίσια υπήρξε και ο πολλαπλασιασμός των παρακολουθήσεων χιλιάδων πολιτών από την αμαρτωλή ΕΥΠ που δείχνει ισχυρό ενδιαφέρον για τις συνδικαλιστικές και αριστερές πολιτικές οργανώσεις και συλλογικότητες, τηρώντας ευλαβικά τις επιταγές της αμερικανικής CIA, της ισραηλινής Μοσάντ, ενώ συνεργάζεται και με την τουρκική ΜΙΤ κατά των αριστερών Τούρκων και Κούρδων προσφύγων. Προφανώς, ο “εσωτερικός εχθρός”, το ταξικό κίνημα της εργατικής τάξης, αποτελεί προτεραιότητα για τους ΚΥΠατζήδες του κράτους, που μέσα σε συνθήκες απαξίωσης του πολιτικού συστήματος θεωρούν “εθνικό” ό,τι επιθυμούν τα άμεσα αφεντικά τους. Στο δε λεγόμενο επιτελικό κράτος του Μητσοτάκη, τα πιο ταπεινά και ιδιοτελή συμφέροντα του “αρχηγού” Μωυσή(!;), γίνονται εθνικό συμφέρον το οποίο η ΕΥΠ πρέπει να υπηρετήσει.
Αλλά πέραν της ένταξης της ΕΥΠ στην άμεση εποπτεία του (με διοικητή ένα κατώτερο μέλος του προσωπικού της αμερικάνικης πρεσβείας και αφεντικό μιας ιδιωτικής σεκιούριτι – φοβερά εφόδια για έναν αρχηγό των μυστικών υπηρεσιών και εν πολλοίς διαμορφωτή της “εθνικής πολιτικής”), και πέραν του άμεσου ελέγχου των μέσων ενημέρωσης από το πρωθυπουργικό γραφείο, στο επιτελικό κράτος σημειώθηκε μια άλλη μεταβολή που ξεπερνάει τις άμεσες φιλοδοξίες ενός ανασφαλούς πρωθυπουργού: η ένταξη του υπουργείου δικαιοσύνης ως υφυπουργείο-παράρτημα του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη (Δημόσιας Τάξης) συνιστά μια μεγάλης κλίμακας μεταβολή στο εσωτερικό του αστικού κράτους. Με τη νομοθετική εξουσία υποτιμημένη, με ένα κοινοβούλιο υποταγμένο στο κυρίαρχο κόμμα και τον αρχηγό του / αρχηγό της κυβέρνησης, η εκτελεστική εξουσία, ο ρόλος του κρατικού μηχανισμού υπερδιογκώνεται. Ακόμα και το υπουργικό συμβούλιο έγινε δεύτερο βιολί έναντι του επιτελικού κράτους.
Το άλλο βήμα ήταν η ανάδειξη της δικαστικής εξουσίας σε μέρος του κατασταλτικού μηχανισμού όπως φάνηκε στην πρόσφατη απεργία πείνας του αναρχικού φυλακισμένου Γ. Μιχαηλίδη όπου το δικαστικό συμβούλιο Λαμίας επέλεξε το ρόλο όχι μόνο του Ιαβέρη αλλά και του δήμιου. Μπλεγμένη άμεσα στα σκάνδαλα, και υπηρετώντας άμεσα τα ενεχόμενα υπουργεία και τα κυβερνητικά στελέχη, η δικαστική εξουσία, χάνοντας κάθε μέτρο (αστικού) δικαίου, κατάφερε στην υπόθεση Νovartis να επικυρώσει με τη βούλα της ότι δεν υπήρξε σκάνδαλο Νοvartis (παρότι η αμερικάνικη δικαιοσύνη επέβαλε πρόστιμο εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ στην πολυεθνική εταιρεία για τη χρηματοδότηση Ελλήνων πολιτικών!). Για λόγους πολιτικής εχθρότητας και φατριαστικής διαμάχης θεώρησε “σκάνδαλο” την διερεύνηση της υπόθεσης από δικαστές, τους οποίους παραπέμπει στην… δικαιοσύνη!
Σε πάμπολλες υποθέσεις γίνεται εμφανές ότι η δικαιοσύνη αποβάλλοντας και το τελευταίο φύλλο συκής της δήθεν ανεξάρτητης και αδέκαστης εξουσίας, δεν είναι παρά ένα μέρος πολύ σκληρό, του σκληρού κρατικού μηχανισμού – παραβιάζοντας ακόμη και τους αστικούς νόμους και τις νομικές διαδικασίες όταν πρόκειται για ανθρώπους που θεωρούνται επικίνδυνοι για το αστικό καθεστώς (π.χ. άρνηση άδειας εξόδου στον φυλακισμένο πολυϊσοβίτη Δημήτρη Κουφοντίνα), ενώ αναγνωρίζει κραυγαλέα ελαφρυντικά σε “ημέτερους” φυλακισμένους σαν τον Λιγνάδη, τους όμοιούς του και τους φασίστες.
Η λειτουργία του δικαστικού συστήματος πέραν των νόμων και νομικών κανόνων, η καρκινώδης υπερδιόγκωση του κράτους, η υποκατάσταση ακόμη και κυβερνητικών λειτουργιών με το Μητσοτακικό “επιτελικό” βαθύ κράτος των κοριών, δεν συνιστά δύναμη αλλά αδυναμία. Είναι αδιάψευστη έκφραση της κρίσης της αστικής εξουσίας εν όλω. Επιχειρώντας να ελέγξουν την ταξική πάλη, τις εργαζόμενες και καταπιεζόμενες μάζες με το κράτος σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης οξύνουν παραπέρα την ταξική πάλη και το αν θα βγουν νικητές τους είναι άγνωστο. Προφανώς αυτό το γνωρίζουν, γεγονός που φοβίζει και διασπά την κυρίαρχη τάξη.
Στην προηγούμενη δεκαετία, ιδίως από το 2009, μετά τον κεραυνό της εξέγερσης του Δεκέμβρη 2008, το ίδιο το κράτος, υπουργοί της τότε κυβέρνησης Καραμανλή όπως ο Μαρκογιαννάκης που υποδέχθηκε στη Βουλή την επιτροπή κατοίκων Αγ. Παντελεήμονα, μερίδες του εφοπλιστικού κεφαλαίου και παραδοσιακοί ακροδεξιοί, δοκίμασαν να ενισχύσουν την ισχύ του κράτους με την χρησιμοποίηση του φασιστικού παρακράτους. Τμήματα της επίσημης αστυνομίας έδρασαν ως εκπαιδευτές και στρατολόγοι των νεοναζιστικών συμμοριών της Χρυσής Αυγής, ενώ τα σώματα καταστολής των ΜΑΤ και της αστυνομίας ποτέ δεν έκρυψαν τις φιλοναζιστικές τους τάσεις, οι δε εισαγγελείς και τα δικαστήρια εξασφάλιζαν την ατιμωρησία των εγκληματιών ναζί. Παρά τις πρώτες επιτυχίες τους, μόλις η ναζιστική Χρυσή Αυγή δοκίμασε να κυριαρχήσει στο δρόμο με βία, μαχαιρώματα και δολοφονίες, με εμβληματικές τη δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν και κυρίως του Παύλου Φύσσα, βρήκε απέναντί της ένα εκρηκτικό μαζικό κίνημα. Πριν την ανακοίνωση της καταδικαστικής απόφασης με ένα πλήθος 50 χιλιάδων λαού έξω από το εφετείο Αθήνας, η ναζιστική παρακρατική οργάνωση είχε νικηθεί στο δρόμο, στα εργοστάσια, στις γειτονιές… Η αστυνομική επίθεση ένα μόλις λεπτό μετά την ανακοίνωση της δικαστικής καταδίκης, μια απροκάλυπτη έκφραση αλληλεγγύης της αστυνομικής διεύθυνσης στους ναζί, δεν μπορούσε να αλλάξει το συσχετισμό δυνάμεων. Και παρότι η καταφυγή της άρχουσας τάξης στις τραμπούκικες φασιστικές ομάδες κρούσης είναι πλέον κανόνας σε όλες τις εποχές κρίσης του καπιταλισμού μετά την εμπειρία του Μουσολίνι και του Χίτλερ, η ήττα τους στο δρόμο και η καταδίκη της Χ.Α. ως εγκληματικής ναζιστικής οργάνωσης είναι μια σημαντική νίκη για το αντιφασιστικό εργατικό και το επαναστατικό κίνημα. Όμως, καμία νίκη δεν μπορεί να απολυτοποιείται όταν το κεφάλαιο και το κράτος τους βρίσκονται στην εξουσία και η οικονομική και κοινωνική κρίση καταστρέφουν τα μικροαστικά στρώματα που δηλητηριάζονται με εθνικισμό, ρατσισμό και αντιμεταναστευτικές ρητορείες. Η αναμέτρηση του προλεταριάτου με το κράτος του κεφαλαίου και τα παρακρατικά φασιστικά τους υποστηρίγματα είναι μπροστά μας.
Σε αυτή την αναμέτρηση το αποτέλεσμα είναι ανοικτό. Κανένας αφηρημένος ιστορικός νόμος δεν προκαθορίζει την νίκη ή την ήττα έξω και πάνω από την σύγκρουση ζωντανών κοινωνικών δυνάμεων σε εθνική και διεθνή κλίμακα. Είναι οι ζωντανοί άνθρωποι που φτιάνουν την Ιστορία τους, όπως τόνιζε ο Μαρξ, προσθέτοντας “όχι, όμως, σε συνθήκες που διαλέγουνε οι ίδιοι”. Οι υλικές ιστορικές συνθήκες, οι κινητήριες αντιφάσεις τους, οι ιστορικές νομοτέλειες “διαθλούνται μέσα από τα τυχαία συμβάντα” και γίνονται η βάση για την συνειδητή ανθρώπινη δραστηριότητα και τις επιλογές που θα κάνει (Τρότσκυ). Από αυτή την άποψη, υπογράμμιζε ο ιδρυτής του Κόκκινου Στρατού και της Τέταρτης Διεθνούς: “Η Ιστορία δεν είναι αυτόματη διαδικασία. Η νίκη είναι στρατηγικό καθήκον” και γι’ αυτό ο ρόλος -και η ευθύνη- της επαναστατικής οργάνωσης και ηγεσίας είναι κολοσσιαίος, προπαντός στις κρίσιμες καταστάσεις του πολέμου, της επανάστασης και αντεπανάστασης. Εξοπλισμένοι με την επιστημονική -μαρξιστική- μέθοδο κατανόησης των ιστορικών διαδικασιών, οι επαναστάτες πρέπει να θέσουν όλη τους την πρωτοβουλία, το ταλέντο, την ενέργεια και τον ηρωισμό, στον αγώνα για τη νίκη της εκμεταλλευόμενης και καταπιεζόμενης τάξης.
Το εργατικό και επαναστατικό κίνημα στη χώρα που έζησε τη μεγαλειώδη επανάσταση, το αντάρτικο των εργατών και αγροτών στη δεκαετία του 1940 (τη νικηφόρα επανάσταση που προδόθηκε), την εξέγερση του Πολυτεχνείου και του Δεκέμβρη του 2008, έχει όλες τις δυνάμεις και τις δυνατότητες να νικήσει. Σε έναν κοινωνικό πόλεμο εν εξελίξει, όπου το αποτέλεσμα δεν είναι δεδομένο, οι εκμεταλλευόμενοι και καταπιεσμένοι δεν έχουν μόνο το δίκιο με το μέρος τους, έχουν και την ελπίδα – την ελπίδα της καταπιεσμένης, αδικημένης, εκμεταλλευομένης, απελπισμένης τάξης. Η εργατική τάξη, τα λαϊκά εργαζόμενα στρώματα και η επαναστατική τους πρωτοπορία, βγάζοντας τα μαθήματα από τις πολιτικές των ηττών, το “πνεύμα” των ταξικών συμβιβασμών και της “Βάρκιζας”, που κληροδότησε ο σταλινισμός και ο ρεφορμισμός, έχουν όλες τις δυνατότητες νίκης – για να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση, για να μπει τέλος στην εκμετάλλευση και την καταπίεση, στην ανεργία και τη φτώχεια, στην πολιτική και πολιτιστική βαρβαρότητα, στο φασισμό και την ιμπεριαλιστική κυριαρχία. Εξ άλλου στις γραμμές τους δεν έχουν γραφειοκράτες υπαλλήλους της μπουρζουαζίας αλλά μαχητές με πνεύμα αυτοθυσίας…
Συνοψίζοντας, η άλυτη οικονομική κρίση, η κρίση του κράτους και η συνολική έκπτωση της αστικής κοινωνίας, σηματοδοτούν την επικαιρότητα και την αναγκαιότητα της πάλης για την εξουσία της εργατικής τάξης και των φτωχών εργαζόμενων στρωμάτων. Αυτό είναι το καθήκον των επαναστατών.
5. Εργατική αντεπίθεση
Η εργατική τάξη και το εργατικό-λαϊκό κίνημα πρέπει να οργανώσει τη δική του ανεξάρτητη δράση και αντεπίθεση. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και κάθε διάδοχή της καπιταλιστική κυβέρνηση πρέπει και μπορεί να σαρωθεί από τη μαζική ταξική δράση. Τώρα, είναι η ώρα. Αυτή είναι η δική μας εποχή! Η εποχή που το εργατικό, φοιτητικό, φεμινιστικό, νεολαιίστικο κίνημα αναδεικνύεται ως το πιο ελπιδοφόρο κομμάτι της κοινωνίας που δεν παραιτείται και μπαίνει μπροστά, αγωνιζόμενο με το όραμα μιας ζωής με αξία, για όλους. Το κίνημα των αποφασιστικών εργατικών αγώνων από την COSCO, την e-food, τη ΛΑΡΚΟ, τα Λιπάσματα Καβάλας, τα Πετρέλαια Καβάλας, ως τη ΜΑΛΑΜΑΤΙΝΑ. Το κίνημα που πετά έξω από τα Πανεπιστήμια τους μπάτσους. Το κίνημα που καθίζει στο εδώλιο και καταδικάζει τους βιαστές-εκμεταλλευτές. Το κίνημα που πλημμυρίζει τους δρόμους στη δίκη της Χρυσής Αυγής και διατρανώνει την αποφασιστικότητά του να αντιπαρατεθεί με τις μαύρες δυνάμεις του φασισμού και του ρατσισμού. Το κίνημα που πλημμυρίζει τους δρόμους υπερασπιζόμενο τους φυλακισμένους απεργούς πείνας, αυτούς που το δήθεν κράτος δικαίου εκδικείται με ασίγαστο μένος και μεροληψία παραβιάζοντας ακόμη και τους δικούς τους νόμους.
Στην περίοδο που πέρασε, στην ασύδοτη κρατική καπιταλιστική βία που εξαπέλυσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη ορθώθηκε η μαζική αντίσταση, με κορυφαία στιγμή την εξεγερτική διαδήλωση στη Νέα Σμύρνη και τις εκατοντάδες μαζικές διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα.
Από την πλευρά του οργανωμένου εργατικού/συνδικαλιστικού κινήματος σημαντικές υπήρξαν οι δράσεις στα λιμάνια, των λιμενεργατών της Cosco, της ΣΒΕΟΔ, στα πετρέλαια Καβάλας, κ.ά. Σίγουρα είναι πλούσιες σε εξαγωγή μαθημάτων για το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Όμως, υπάρχει μία κομβικής σημασίας απεργία που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, αν και αποφασίστηκε από εκατοντάδες σωματεία, εργατικά κέντρα και ομοσπονδίες. Πρόκειται για την αποφασισμένη, και ουδέποτε πραγματοποιημένη γενική απεργία στις 3 Ιουλίου 2021, ενάντια στην ψήφιση του αντισυνδικαλιστικού νόμου. Ενώ μια μη ελεγχόμενη από την κρατική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ, γενική απεργία αποκτούσε μεγάλη δυναμική, τις παραμονές, η ηγεσία του ΠΑΜΕ την ακύρωσε, για να διατηρήσει τους διαύλους επικοινωνίας με την ηγεσία της ΓΣΕΕ – αφήνοντας μόνο του το πρωτοβάθμιο ναυτεργατικό σωματείο της ΠΕΝΕΝ να εμμένει και να πραγματοποιεί την απεργία. Αντί να ενθαρρύνουν την ανεξάρτητη ταξική δράση έφεραν ξανά το εργατικό κίνημα δίπλα στην εντελώς απαξιωμένη κρατική γραφειοκρατία. Και ενώ κανένας αγώνας κατά του αντισυνδικαλιστικού νόμου 4808/2021 δεν οργανωνόταν, μένοντας στην κενή περιεχομένου φρασεολογία “ο νόμος θα μείνει στα χαρτιά”, η βαρύγδουπη μαχητική φρασεολογία της ηγεσίας του ΠΑΜΕ λειτούργησε ως δόλωμα για αρκετά πρωτοβάθμια σωματεία και κεντριστικές ηγεσίες της λεγόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς να δοκιμάσουν να συνταχθούν με το ΠΑΜΕ, εγκαταλείποντας την ανεξάρτητη δράση για την κατάργηση του νόμου 4808. Για τους πρωτοπόρους εργάτες πρέπει να είναι σαφές: ούτε η κρατική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ μεταρρυθμίζεται, ούτε μπορεί να διεξαχθεί η αναγκαία πάλη για την απαγκίστρωση της εργατικής τάξης από τη μέγγενή τους από τον σταλινικό “μαχητικό” ρεφορμισμό. Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, η απελευθέρωση της εργατικής τάξης από τη μέγγενη της κρατικής γραφειοκρατίας δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την ήττα τής -με αριστερή φρασεολογία- σταλινικής ρεφορμιστικής γραφειοκρατίας. Όπως η εργατική συνομοσπονδία έχει καταντήσει όργανο στα χέρια του κράτους και της εργοδοσίας, από άλλους δρόμους, το ηρωικό επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης έχει καταλήξει να αφομοιωθεί από το αστικό καθεστώς ως η “άκρα” αριστερή πτέρυγα της αστικής δημοκρατίας. Αυτό δεν απορρέει από τακτικές θέσεις στο συνδικαλιστικό κίνημα αλλά από όλη την ιστορία. Σε όλες τις κρίσιμες καμπές της ιστορίας των τελευταίων 75 χρόνων το ΚΚΕ έχει παίξει τον ρόλο του υποστηρίγματος της αστικής εξουσίας. Από το “πνεύμα της Βάρκιζας” και την παράδοση των όπλων του αντάρτικου, έως την αντίθεσή τους στην κατάληψη του Πολυτεχνείου και την καταγγελία του ως έργου “300 προβοκατόρων του Ρουφογάλη και του Παπαδόπουλου” και από την Τζανετακειάδα μέχρι την εχθρότητα απέναντι στην εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 (η δικής τους εξέγερση δεν θα έσπαγε… ούτε τζάμι!) υπάρχει μια εσωτερική συνοχή και συνέχεια. Το ίδιο αντιτάχθηκαν στο θολό μεν, αλλά ριζοσπαστικό λαϊκό ξεσηκωμό ενάντια στα μνημόνια με τα κινήματα των πλατειών, όσο και στο δημοψήφισμα του 2015. Αντί μιας πολιτικής εναντίωσης στον ΣΥΡΙΖΑ για τις ταλαντεύσεις και το θολό ριζοσπαστικό του πρόγραμμα, στην πραγματικότητα πίεζαν από τα αριστερά να μην συντελεστεί η ρήξη με το ευρώ. Αντί μέσα από αυτή τη “στρατηγική εμπειρία” των μαζών να αναπτύξει τη συνείδηση της εργατικής τάξης και της πρωτοπορίας της, η ηγεσία του ΚΚΕ, ήταν ο συντηρητικός παράγοντας.
Διαχρονικά, από το 1934, το ΚΚΕ ποτέ δεν εγκατέλειψε την πολιτική της ταξικής συνεργασίας που ο εκλεκτός του ηγέτης Νίκος Ζαχαριάδης και ο Ιωσήφ Στάλιν πίσω από αυτόν, εγκαινίασαν υπό τη μορφή του “λαϊκού μετώπου”. Η επιστροφή της ηγεσίας του ΚΚΕ στον Στάλιν και τον Ζαχαριάδη και τον σταλινισμό δεν πηγάζει από τις ανάγκες του παρελθόντος, αλλά από τις πολιτικές ανάγκες του παρόντος. Τα “λαϊκά μέτωπα”, στα οποία και άλλοι πέραν του ΚΚΕ επιστρέφουν, δεν είναι παρά η παραλλαγή των κυβερνήσεων “εθνικής ενότητας” του προλεταριάτου με την μπουρζουαζία, για να διατηρηθεί η ταξική κυριαρχία της στις κρίσιμες στιγμές, για τις οποίες ετοιμάζονται καθώς η αστική εξουσία κλονίζεται από τα συμβάλλοντα κύματα των πολλαπλών κρίσεων. Ταυτόχρονα, όπως ο Τρότσκι επεσήμαινε στο Μεταβατικό Πρόγραμμα (1938) «Κάτω από το λάβαρο της Επανάστασης του Οκτώβρη, η συμφιλιωτική πολιτική των “Λαϊκών Μετώπων” καταδικάζει την εργατική τάξη και ανοίγει το δρόμο στο φασισμό». Αυτός ο κίνδυνος ποτέ δεν εξέλιπε και σήμερα είναι ξανά ορατός σε όλη την Ευρώπη.
Η εργατική τάξη δεν μπορεί να ελευθερωθεί από την αστική ιδεολογική κυριαρχία και τον ρεφορμισμό, με ή χωρίς αριστερή φρασεολογία, χωρίς την οργάνωση και ανάπτυξη μιας επαναστατικής πρωτοπορίας μέσα στο εργατικό κίνημα, χωρίς αυτό το ιστορικό πολιτικό όργανο που χαρακτηρίζεται ως επαναστατικό κόμμα, με καθαρή επαναστατική γραμμή και αποφασιστικότητα, που συσπειρώνοντας γύρω της τα πιο συνειδητά και μαχόμενα τμήματα της εργατικής τάξης θα δώσει νικηφόρα τη μάχη για τη χειραφέτηση της εκμεταλλευόμενης τάξης από τις γραφειοκρατίες, όρο εκ των ων ουκ άνευ για τη χειραφέτηση από τα δεσμά της καπιταλιστικής σκλαβιάς. Με τη σειρά του, αυτό το καθήκον απαιτεί και προϋποθέτει την ήττα των κεντριστικών αντιλήψεων και ομαδοποιήσεων μέσα στο εργατικό κίνημα.
Το δεύτερο πεδίο μάχης, καθοριστικό για τη νίκη της κοινωνικής επανάστασης είναι το κέρδισμα της νεολαίας στην επαναστατική πολιτική. Τα πανεπιστήμια εξακολουθούν να είναι πεδίο αντιπαράθεσης με το κράτος και την “ειδική” πανεπιστημιακή αστυνομία του, αλλά και με τις δεξιές και ρεφορμιστικές πολιτικές. Η συνειδητή και μεθοδική παρέμβαση είναι καθήκον του επαναστατικού κόμματος και των μελών του.
Την ίδια στιγμή, μια ευρεία και σημαντική μαχόμενη πρωτοπορία έχει αναπτυχθεί σε διάφορες περιοχές, στο κέντρο της Αθήνας και στις συνοικίες, αλλά και σε όλη την Ελλάδα, με συλλογικοποιήσεις υπό την μορφή στεκιών, αντιφασιστικών ομάδων, συλλογικοτήτων για την υπεράσπιση της δημόσιας υγείας, αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και μετανάστες, αλληλεγγύης σε καταπιεζόμενες κοινότητες (Λοάτκι κινήματα, γυναικείες οργανώσεις ενάντια στις γυναικοκτονίες, την πατριαρχία και τον καπιταλισμό), υπεράσπισης των φυλακισμένων κ.λπ. Με ευαισθησία πρέπει όλες αυτές οι μαχόμενες συλλογικότητες να πεισθούν ότι στα ζητήματα της κοινωνικής απελευθέρωσης και της μάχης με το καταπιεστικό κατασταλτικό κράτος δεν υπάρχουν μονοθεματικές λύσεις. Μπορεί να δοθούν μονάχα κοινωνικές λύσεις με την μαζική, ενωτική δράση, ενώνοντας όλα τα τα ρυάκια της κοινωνικής δυσαρέσκειας και διαμαρτυρίας, σε ένα μεγάλο εξεγερτικό ποτάμι κοινωνικής επανάστασης.
6. Μαρξισμός
Όλες οι μαχόμενες συλλογικότητες πρέπει να ενωθούν στον αγώνα κατά του καπιταλισμού που σαπίζει και του κράτους του, στη μεγάλη μάχη, ορθότερα, στον ταξικό πόλεμο κατά του καπιταλισμού, έναν πόλεμο που όπως σημειώσαμε απαιτεί στρατηγική, τακτική και πολιτική, αλλά επίσης, και αυτό είναι ουσιώδες, την νικηφόρα έκβαση της ιδεολογικής αναμέτρησης με την κυρίαρχη αστική ιδεολογία. Γιατί καμία κοινωνική χειραφέτηση δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν νικήσουμε την ιδεολογική κυριαρχία των κατεχουσών τάξεων, των ΜΜΕ και των κονδυλοφόρων τους. Από αυτήν τη σκοπιά, για την ήττα της αστικής ιδεολογικής κυριαρχίας, για το σπάσιμο των ιδεολογικών δεσμών που κρατούν τις κατώτερες τάξεις υποταγμένες, αλλά και για τη διαμόρφωση της επαναστατικής στρατηγικής για τη σοσιαλιστική επανάσταση, την αντιμετώπιση του ιμπεριαλισμού, των μηχανισμών των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, αλλά και για την εκπαίδευση στην αναγκαία ευλυγισία της σκέψης, τα όπλα του μαρξισμού είναι απολύτως αναγκαία και αναντικατάστατα. Ενός μαρξισμού ανοικτού στο καινούργιο, διαρκώς εμπλουτιζόμενου από την εμπειρία της κοινωνικής πράξης και των επαναστατικών εγχειρημάτων, αλλά και από την επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση που βρίσκεται εν εξελίξει, και εν γένει από όλο τον πλούτο της ανθρώπινης γνώσης στην φιλοσοφία, την επιστήμη, την κριτική της πολιτικής οικονομίας, την τέχνη και τον πολιτισμό. Ενός μαχόμενου μαρξισμού, διαλεκτικού και ιστορικο-υλιστικού που υπερασπίζεται την παράδοση από την χειραγώγησή της από την κυρίαρχη τάξη και τον ρεφορμισμό και τον κομφορμισμό.
Σε αυτά τα πλαίσια, η υπεράσπιση της επαναστατικής παράδοσης των καταπιεσμένων, η υπεράσπιση της ιστορικής μνήμης ενάντια στη λήθη, τη διαστρέβλωση και την παραχάραξη είναι ουσιώδες καθήκον των επαναστατών. Γιατί, όπως το εξέφραζε ο ρηξικέλευθος μαρξιστής Βάλτερ Μπένγιαμιν :
«Ανασύνθεση του παρελθόντος δεν σημαίνει αναγνώρισή του “με τον τρόπο που υπήρξε πραγματικά”. Σημαίνει το άρπαγμα μια μνήμης καθώς αστράφτει σε μια στιγμή κινδύνου. Για τον ιστορικό υλισμό το ζήτημα είναι να συλλάβει μια εικόνα του παρελθόντος, καθώς αυτή εμφανίζεται απροσδόκητα στο ιστορικό υποκείμενο τη στιγμή του κινδύνου. Ο κίνδυνος απειλεί τόσο το περιεχόμενο της παράδοσης όσο και τους παραλήπτες του. Και για τους δύο είναι ο ίδιος: να γίνουν όργανα της κυρίαρχης τάξης. Κάθε εποχή πρέπει να κάνει τη δύσκολη προσπάθεια για την εκ νέου αρπαγή της παράδοσης από τον κομφορμισμό, που είναι έτοιμος να την καταδυναστεύσει. Γιατί ο Μεσσίας δεν έρχεται μόνο σαν λυτρωτής, αλλά και σαν νικητής του αντίχριστου. Το χάρισμα να αναζωπυρώνει τη σπίθα της ελπίδας στο παρελθόν έχει εκείνος μόνο ο ιστορικός που είναι απόλυτα πεισμένος ότι ακόμη και οι νεκροί δεν θα ‘ναι ασφαλείς από τον εχθρό, εάν αυτός νικήσει. Και ο εχθρός αυτός δεν έχει πάψει να νικά.» (Βάλτερ Μπένγιαμιν, Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, θέσηVI).
Σε τούτη τη συναστρία επαναστατικής κρίσης και ευκαιριών, την συγκυρία των αλληλένδετων και αλληλοεπιδρώντων παγκόσμιων κρίσεων, οικονομικής, υγειονομικής, κλιματικής, που τις ανατινάσσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, το επαναστατικό εργατικό κίνημα έχει την ευκαιρία να πάρει εκδίκηση για τις γενιές των υποδουλωμένων και ηττημένων προγόνων. Με την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση, στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον Κόσμο. Χτίζοντας το αναγκαίο κοινωνικό όργανο πάλης, το εργατικό επαναστατικό κόμμα στην Ελλάδα, το ΕΕΚ και την Επαναστατική Διεθνή στον κόσμο, που για εμάς πρέπει να είναι η Τέταρτη Διεθνής.
Η κεντρική επιτροπή του Εργατικού Επαναστατικού Κόμματος
Σεπτέμβρης 2022