Πού πάει η Ελλάδα;
1. Τίποτα δεν είναι πια ίδιο στην Ελλάδα. Τα πάντα αλλάζουν ραγδαία μετά την 26η Ιανουαρίου και προπαντός την ιστορική 28η Φεβρουαρίου 2025 με την Γενική Πολιτική Απεργία και την μαζικότερη κινητοποίηση του ελληνικού λαού στη σύγχρονη ιστορία του, καθώς η οργή του ξεχείλισε ενάντια στην ενοχή και τη συγκάλυψη των κυβερνώντων στο φοβερό έγκλημα των Τεμπών με τα 57 αθώα θύματα, κυρίως νεαρά παιδιά.

Εκατομμύρια λαού πλημμύρισαν πλατείες και δρόμους στην πρωτεύουσα και σε κάθε πόλη σε όλη τη χώρα, σε κάθε χωριό και νησί, ακόμα και στο μικρότερο, κι ακόμα πέρα από τα σύνορα, σε κάθε ελληνική κοινότητα παγκόσμια. Μετά από χρόνια διάσπασης κι εξατομίκευσης, εργάτες και μικροαστοί βρίσκονται στην ίδια πλευρά του οδοφράγματος. Σε συνθήκες συστηματικής διάρρηξης του κοινωνικού δεσμού, ένας νέος κοινωνικός δεσμός γεννιέται, στον αγώνα. Ο καθένας κι η καθεμιά θέλει να λέει “ήμουν κι εγώ εκεί” στις 28 Φεβρουαρίου -και μετά.
Ο πρωτόφαντος αυτός παλλαϊκός ξεσηκωμός με το βαθύ αποτύπωμα δεν σταματά σε ένα παροδικό, εκτονωτικό ξέσπασμα. Εγκαινιάζει μια νέα δυναμική Έχει διάρκεια και μέλλον. Το δείχνει η πλημμυρίδα κινητοποιήσεων κι εκδηλώσεων κάθε μορφής που ακολουθεί, με μαζική παρουσία από όλα τα λαϊκά στρώματα κι από όλες τις γενιές, με επικεφαλής παντού τη νέα και νεότατη γενιά.
Ο λαός γράφει Ιστορία για να σώσει τον λαό!
Εισβάλει ορμητικά “στην αρένα όπου ρυθμίζονται τα δικά του συμφέροντα” (Λέον Τρότσκι, Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης). Ρίχνεται στη μάχη όχι “με ένα ολοέτοιμο σχέδιο κοινωνικής αλλαγής, μα με το στυφό αίσθημα ότι δεν μπορούν πια να υποφέρουν άλλο το παλιό καθεστώς” (ό.π). Ή, όπως είπε σε μια κινητοποίηση, μιλώντας για όλους και όλες, ο τραγουδιστής Φοίβος Δεληβοριάς, επειδή “δεν μπορούμε πια να ζούμε όπως πριν”. Χωρίς οξυγόνο.
Η τελευταία κραυγή των παιδιών της προαναγγελθείσας τραγωδίας των Τεμπών -“δεν έχω οξυγόνο”- έγινε κραυγή της συντριπτικής πλειοψηφίας του φτωχού, αδικημένου και καταπιεσμένου λαού που ασφυκτιά κάτω από το ανάλγητο και διεφθαρμένο αστικό καθεστώς με επικεφαλής την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Όλοι οι αδικημένοι βλέπουν τον εαυτό τους και τη μοίρα της κοινωνίας όλης να καίγεται μαζί με τους πιο αθώους των αθώων, των παιδιών του στα πυρωμένα χέρια του Μολώχ του καπιταλιστικού κέρδους.
Η πάλη με κύριο σύνθημα Δικαιοσύνη και Αλήθεια δεν αναφέρεται σε αφηρημένες ηθικολογικές αρχές. Είναι κάλεσμα αγώνα να μπει τέλος στο κυρίαρχο καθεστώς της αδικίας που συγκαλύπτει συστηματικά, προκλητικά και βίαια το υπάρχον εγκληματικό καθεστώς του ψεύδους της κυρίαρχης τάξης και του κράτους της.

2. Αντικειμενικά, η μαζική, μαχητική διεκδίκηση για Δικαιοσύνη και Αλήθεια για τα εγκλήματα της εξουσίας είναι ασύμβατη όχι μόνο με την τωρινή δεξιά αστική κυβέρνηση αλλά με τις ίδιες τις δομές της καπιταλιστικής κυριαρχίας κι αποτελεί άμεση απειλή για την ίδια την ύπαρξή της. Κι είναι αυτό που δεν συγχωρούν στο σύλλογο των συγγενών των θυμάτων των Τεμπών και στη Μαρία Καρυστιανού. Γι’ αυτό τους καθυβρίζει όλο το φάσμα των καθεστωτικών δυνάμεων, δεξιά κι “αριστερά”, από τον Βορίδη και τον Άδωνη ως τον Τσακαλώτο. Δεν συγχωρούν τους συγγενείς των θυμάτων γιατί δεν σκύψανε το κεφάλι. Δεν αποδέχτηκαν την ανώτατη εισαγγελική εντολή να περιοριστούν στο σπίτι τους και στο ατομικό πένθος.
Ο διαχωρισμός του ιδιωτικού από το δημόσιο είναι σύμφυτος με τον καπιταλισμό. Η οδύνη των οικογενειών, όμως, δεν κλείστηκε στον ιδιωτικό χώρο, μακρυά από τη δημόσια σφαίρα. Έγινε πάνδημο πένθος, όπως γινόταν στην αρχαία Πόλη και την αρχαία τραγωδία. Και στην εποχή μας, ένα πάνδημο πένθος που ορθώνεται εγκαλώντας την ενοχή τής ίδιας της κρατικής εξουσίας αποτελεί απειλή επαναστατικής ανατροπής της. Το δείχνει η ιστορική εμπειρία των επαναστάσεων της εποχής μας, από την Ρωσική επανάσταση του 1905 ως την Ιρανική Επανάσταση του 1978-79 ή και την “Αραβική Άνοιξη” του 2010-11.
Ο ξεσηκωμός για το έγκλημα των Τεμπών απονομιμοποίησε την κυβέρνηση, ιδιαίτερα λόγω του προκλητικού και συνεχούς οργίου συγκάλυψης του εγκλήματος, του “μπαζώματος” κάθε τεκμηρίου αποκάλυψης της αλήθειας θάβοντάς την μαζί με ό,τι απέμεινε από τους νεκρούς.
Δεν απονομιμοποίησε, όμως, μόνο την κυβέρνηση της Δεξιάς ή και μαζί της τις προηγούμενες, ιδιαίτερα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που ιδιωτικοποίησε για πενταροδεκάρες τους σιδηροδρόμους εφαρμόζοντας δουλικά τις εντολές του τρίτου μνημονίου της τρόικας ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ. Η κρίση νομιμοποίησης απλώνεται σε όλους του κλάδους της αστικής κρατικής εξουσίας. Είναι:
Κρίση νομιμοποίησης της άμεσα ένοχης εκτελεστικής εξουσίας και των υπαγόμενων σ’ αυτήν κρατικών μηχανισμών.

Κρίση νομιμοποίησης της νομοθετικής εξουσίας που έχει κλειστά τα μάτια και τα παράθυρα της Βουλής στην οργισμένη λαοθάλασσα που κατακλύζει το Σύνταγμα, αναγορεύει τον κατηγορούμενο για συγκάλυψη Πρόεδρο της Βουλής σε Πρόεδρο της “Δημοκρατίας”, και σκιαμαχεί με διάτρητο άλλοθι προανακριτικές παρωδίες.
Κρίση νομιμοποίησης της δικαστικής εξουσίας, από την κορυφή ως τα νύχια, που αθωώνει εγκληματίες και καταδικάζει τα θύματα της κοινωνίας του κεφαλαίου. Το λεγόμενο “κράτος δικαίου” και οι θεσμοί του δεν είναι μόνο οφθαλμαπάτη αλλά και το διαμετρικά αντίθετο της Δικαιοσύνης.
Η σημερινή Ελλάδα βρίσκεται σε μια οξύτατη, συνολική κρίση κρατικής εξουσίας.
Όλο το αστικό πολιτικό σύστημα βουλιάζει στην αναξιοπιστία, κυβέρνηση κι ανύπαρκτη αντιπολίτευση. Ο “ανασχηματισμός” – ανακύκλωση των ενόχων της κυβέρνησης ήταν ταυτόχρονα αυτογελοιοποίηση, επιβεβαίωση του αγεφύρωτου χάσματος κυβέρνησης – κοινωνίας, και εξοργιστική πρόκληση στο λαϊκό αίσθημα. Κι οι πρόωρες εκλογές που διαφαίνεται να πλησιάζουν, με τα αξεπέραστα χάλια κυβέρνησης και ψευτοαντιπολίτευσης δεν πρόκειται να λύσουν αλλά θα επιδεινώσουν την κρίση και την αποσταθεροποίηση. Ο γνωστός αστικός κοινοβουλευτικός ισχυρισμός “η δημοκρατία δεν γνωρίζει αδιέξοδα” ακούγεται σαν κακόγουστο ανέκδοτο.
Αναπτύσσεται πλέον, όχι ευθύγραμμα αλλά με αντιφάσεις, πολλούς σπασμούς, ενδιάμεσα επεισόδια και πιθανά απρόοπτα, μια βαθειά κρίση πολιτικής εξουσίας και ταξικής κυριαρχίας. Το ερώτημα που τίθεται επιτακτικά είναι: ποια πολιτική-κοινωνική δύναμη μπορεί να δώσει διέξοδο από την κρίση και το ιστορικό αδιέξοδο; Μόνον η εργατική τάξη, επικεφαλής του φτωχού λαού, εκείνοι που παράγουν τα πάντα και στερούνται τα πάντα από τους κυρίαρχους κηφήνες, μπορούν και πρέπει να γίνουν η εναλλακτική δύναμη εξουσίας
Οι “από πάνω” δεν μπορούν να δώσουν οξυγόνο ζωής. Οι “από κάτω” δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς οξυγόνο. Δεν έχουν άλλη διέξοδο από το να βρουν τους δρόμους του αγώνα, τα μέσα και τις μεθόδους πάλης, την οργάνωση, τον επαναστατικό πολιτικό προσανατολισμό για ανατρέψουν τους “από πάνω” και να αναδιοργανώσουν την κοινωνία σε νέα θεμέλια.

Όταν δεν αλλάζει τίποτα, πρέπει να αλλάξουν τα πάντα.
3. Η παρούσα σύγκρουση με το καθεστώς και τα εγκλήματά του ενσωματώνει, ξαναζωντανεύει και ξεπερνά όλες τις προηγούμενες αναμετρήσεις με την αστική εξουσία, που πυροδοτήθηκαν μετά το παγκόσμιο κραχ του 2008 και την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση: την εξέγερση του 2008 μετά την δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, τους αντιμνημονιακούς αγώνες του 2010-15, τις κινητοποιήσεις μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα, του Λουκμάν, του Ζακ Κωστόπουλου, του Βασίλειου Μάγγου.
Πολύ σκόπιμα οι κυβερνώντες επιστρατεύουν πάλι την απειλητική -γι’ αυτούς- εμπειρία “των πλατειών”, για να τρομοκρατήσουν τα μικροαστικά στρώματα, να εξουδετερώσουν την έκδηλη πια οργή τους, να τα απομακρύνουν από το κίνημα για Δικαιοσύνη και Αλήθεια για το έγκλημα των Τεμπών διασπώντας το, να τα υποτάξουν ξανά στο ζυγό των δυσφημισμένων εξουσιών του κράτους.
Αλλά κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει το εξής σημαντικό γεγονός: από τις “πλατείες” του αντιμνημονιακού αγώνα ως σήμερα, στην τελευταία δεκαετία 2015-25, οι λαϊκές μάζες έχουν ζήσει, γνωρίσει και περάσει μέσα από δύο αλληλένδετες και αντίθετες στρατηγικές εμπειρίες· εμπειρίες, δηλαδή, με επίκεντρο την ίδια την κυβερνητική εξουσία μέσα στο αστικό κράτος σε συνθήκες κρίσης: την άνοδο και πολιτική χρεοκοπία:
α) της “πρώτης κυβερνώσας Αριστεράς” του ΣΥΡΙΖΑ και αμέσως μετά,
β) της Νεοδημοκρατικής κυβέρνησης υπό τον Κυριάκο / “Κούλη”Μητσοτάκη
Σημαδεύουν και οι δύο μια οικτρή διπλή αποτυχία να βρεθεί διέξοδος από την κρίση στην οποία βουλιάζει η κοινωνία μέσα στο υπάρχον καπιταλιστικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Το βαρύ κόστος το πλήρωσε και το πληρώνει ο λαός, τα χαμένα ή προσδοκώμενα κέρδη από τη νομή της εξουσίας τα διεκδικούν οι πρωταίτιοι ηγήτορες της ολοσχερούς πολιτικής χρεοκοπίας μετά την καταστροφική οικονομική χρεοκοπία του συστήματος που υπηρετούν.
Στην πρώτη περίπτωση, διαψεύστηκαν οικτρά οι προσδοκίες του λαού ότι θα γλύτωνε από τον κανιβαλισμό των δρακόντειων μνημονίων εκλέγοντας μια κυβέρνηση της Αριστεράς, μιας “Αριστεράς”, όμως, συμβιβασμένης εκ των προτέρων που ούτε ήθελε ούτε διανοούνταν καν ότι είναι δυνατό να έρθει σε ρήξη με το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό της ΕΕ, των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ αλλά και την δηλωμένη προσκόλληση στην “συνέχεια του (αστικού) κράτους”, την άρχουσα μεγαλοαστική τάξη της χώρας, το καπιταλιστικό σύστημα. Αλλά χωρίς την άμεση κινητοποίηση των ριζοσπαστικοποιημένων μαζών για την ρήξη με την τρόικα, σπάζοντας τα όρια του ίδιου του καπιταλισμού και του κράτους του, στην οξύτατη κρίση τους και κάνοντας διεθνιστικό κάλεσμα κοινού αγώνα στους εργατικές – λαϊκές μάζες της Ευρώπης που ταλανίζονταν από την κρίση της ευρωζώνης, δεν υπήρχε διέξοδος .

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και η χωρίς αρχές συγκυβέρνηση με τους αντικομμουνιστές εθνικιστές ΑΝΕΛ έχουν την πρωταρχική ευθύνη της πολιτικής χρεοκοπίας που επισφράγισε η προδοσία της “κωλοτούμπας Τσίπρα” το 2015 και η δουλική εφαρμογή του τρίτου και χειρότερου μνημονίου το 2015-19, σπέρνοντας απογοήτευση στο λαό και άτακτη οπισθοχώρηση.
Ευθύνη, όμως, έχουν κι οι άλλες πολιτικές δυνάμεις της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, την κρίσιμη εκείνη περίοδο που είτε γίνανε αριστερή ουρά του ΣΥΡΙΖΑ ενισχύοντας τις αυταπάτες που έσπερνε στον λαό είτε, γυρνώντας τις πλάτες στις μάζες, περιχαρακώθηκαν στον εαυτό τους, όπως το ΚΚΕ, χωρίς μια ενιαιομετωπική πολιτική κι ενιαία δράση, χωρίς μια εναλλακτική προοπτική εργατικής εξουσίας και σοσιαλιστικής διεξόδου, στο όνομα του “αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων”, με εκλογικά κριτήρια και όχι με όρους κλιμάκωσης της ταξικής πάλης που απαιτούσε η ιστορική στιγμή.
Το αποκορύφωμα φάνηκε στο Δημοψήφισμα του 2015. Όταν ο λαός διατράνωνε το δικό του μεγάλο ΟΧΙ στην τρόικα, η σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ τον καλούσε να κάνει αποχή από την κρίσιμη εκείνη μάχη και θεωρητικολογούσε για το ευρώ και τη δραχμή, κάτι που συνέφερε μόνο την τρόικα και τους έτοιμους για συνθηκολόγηση ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ. Ουσιαστικά, δεν διέφερε από το ΝΑΙ της υποταγής ή την χωρίς χρονοτριβή ακύρωση του ΟΧΙ με την προδοτική “κωλοτούμπα” της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Μια δεκαετία μετά, από τη μια, τα ηγετικά στελέχη στα κομμάτια του νικημένου και κατακερματισμένου ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν αναγνωρίσει τις ευθύνες τους και δικαιολογούν σαν “αναπόφευκτη ήττα” την προδοτική συνθηκολόγηση κι από την άλλη, οι γραφειοκράτες του ΚΚΕ θεωρούν το εαυτό τους “δικαιωμένο”. Και τους μεν και τους δε τους απασχολεί κυρίως η δική τους πολιτική επιβίωση, η απολογητική και αυτοσυντήρηση κι όχι το παρόν, παρελθόν και μέλλον της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Όσον αφορά, πάλι την εξωκοινοβουλευτική ή ριζοσπαστική Αριστερά, στον χώρο της επικρατούν η πολυδιάσπαση, η αμηχανία, η αναπαραγωγή των ίδιων συγχυσμένων αντιλήψεων και ατελέσφορων πρακτικών που δείξανε ήδη τα ασφυκτικά τους όρια. Ο ίδιος ο σχηματισμός της Ανταρσύα, από την ίδρυσή της πρότασσε την εκλογική κοινοβουλευτική παρέμβαση, αρχίζοντας με την εκλογική “αξιοποίηση” του κινήματος του Δεκέμβρη του 2008 και όχι την στρατηγική και τακτική ανάπτυξης της εξέγερσης, σε συνθήκες κρίσης της κρατικής εξουσίας. Ακολούθησε η αποχώρηση ενός τμήματος της Ανταρσύα προς τον ανερχόμενο ΣΥΡΙΖΑ και, στη συνέχεια, η διάψευση των προσδοκιών μεγάλου μέρους του δυναμικού των μελών της, ιδιαίτερα με την ανάλωση σε αδιέξοδες φραξιονιστικές συγκρούσεις των μεγαλύτερων συνιστωσών ΝΑΡ και ΣΕΚ για την πρωτοκαθεδρία.
Μέσα στην Αριστερά και το εργατικό κίνημα, ακόμα και στη μαχητική πρωτοπορία του καθυστερεί ή απουσιάζει εντελώς η εξαγωγή των απαραίτητων μαθημάτων της στρατηγικής εμπειρίας όλης της ιστορικής περιόδου του Δεκέμβρη του ‘08 καιτων αντιμνημονιακών αγώνων, αναπόσπαστου μέρους του διεθνούς ανατρεπτικού κύματος της πρώτης φάσης της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, ιδιαίτερα στη Νότια Ευρώπη και την αραβική Ανατολή, των φραγμών που προσέκρουσε και της δραματικής υποχώρησης.
4. Εάν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ “σέρφαρε”πάνω στο παλιρροϊκό κύμα των αντιμνημονιακών αγώνων για να έρθει στην κυβέρνηση και να το μετατρέψει σε άμπωτη υποχώρησης, στη δεύτερη περίπτωση, η Δεξιά του Μητσοτάκη “σέρφαρε” πάνω στη λαϊκή απογοήτευση, την οργή από την διάψευση των προσδοκιών, την σύγχυση, την υποχώρηση του κινήματος, για να πάρει τα ηνία της κυβερνητικής εξουσίας στο όνομα ενός “αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου” μαζί με την άκρα Δεξιά και το “ακραίο Κέντρο” των πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ.

Ο ιδιαίτερος στρατηγικός στόχος της κυβέρνησης Μητσοτάκη, και στην πρώτη και στη δεύτερη θητεία της,δεν ήταν απλώς η επιστροφή και παλινόρθωση των κυβερνήσεων της Δεξιάς του καιρού της Μεταπολίτευσης. Ήταν η υπέρβαση της ίδιας της κρίσης της αστικής κρατικής εξουσίας, μετά την εκπνοή της Μεταπολίτευσης και την εξάντληση του αστικού πολιτικού της συστήματος. Ή, όπως είπε εξαρχής και απροκάλυπτα ο φασίστας Βορίδης, ο ρόλος της είναι να καταφέρει “να μην μπορέσει ποτέ ξανά η Αριστερά να διεκδικήσει την εξουσία είτε με τα όπλα, όπως παλιά (στην Κατοχή και τον εμφύλιο στη δεκαετία του 1940), είτε με τις εκλογές”. Ένας ρόλος ξεκάθαρα αντεπαναστατικός, ώστε να προλάβει και να πνίξει στην γένεσή της οποιαδήποτε νέα απειλή για την αστική εξουσία που μπορεί να προκαλέσει η επιδείνωση της άλυτης αλλά υπαρκτής κι αναπτυσσόμενης με διαδοχικά σοκ παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης.
Από αυτήν τη σκοπιά πρέπει να εξεταστούν και οι αλλαγές του αστικού κράτους τον καιρό τού Μητσοτάκη και ΣΙΑ: η ενίσχυση του αστυνομικού και “βαθέος κράτους” με τις παρακρατικές του προεκτάσεις ή και με τις συνδέσεις του με τον υπόκοσμο· το μικρό, κλειστό κι απόκρυφο “επιτελικό κράτος”, συγκεντρωτικό κέντρο λήψης αποφάσεων, εν αγνοία συχνά μιας υπερτροφικής, πολυάριθμης, μη λειτουργικής κυβέρνησης που ασχολείται βασικά με τα ρουσφέτια στο κομματικό πελατειακό κράτος· η οικοδόμηση ενός “καπιταλισμού της επιτήρησης” που μια πτυχή του έδειξε το σκάνδαλο των υποκλοπών για να θαφτεί αμέσως· ο νέος ποινικός κώδικας και οι αλλαγές στο δικαστικό-νομικό σύστημα, η παγίωση της “κατάστασης εξαίρεσης” κ.λπ., κ.λπ.
Το κράτος υψώθηκε με βοναπαρτιστικά χαρακτηριστικά πάνω από την κοινωνία σαν ανεξέλεγκτος “ρυθμιστής”. Κι όμως απορυθμίστηκαν τα πάντα. Η κοινωνία τελικά ξεσηκώθηκε ενάντια στο ένοχο κράτος της αδικίας και της συγκάλυψης των κρατικών εγκλημάτων, με κραυγαλέο το έγκλημα στα Τέμπη.
Η ίδια η συντηρητική οπισθοδρόμηση που έφερε η χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ κι ανέδειξε την χειρότερη αστική κυβέρνηση από τον καιρό της πτώσης της χούντας ήρθε σε σύγκρουση με την επιδείνωση των συνθηκών της ζωής, την ακρίβεια, την ανεργία, την υπερεκμετάλλευση της εργασίας-λάστιχο, την κρίση στέγης, την διάλυση της δημόσιας Υγείας και της Παιδείας, την έλλειψη μέλλοντος για τη νέα γενιά, την εγκατάλειψη των συνταξιούχων, την διευρυνόμενη ανισότητα και κοινωνική ανέχεια, την προκλητική διαφθορά των προνομιούχων, τα σκάνδαλα και την ατιμωρησία των κρατούντων, την άγρια κρατική καταστολή. Τελικά, το λαϊκό ελατήριο που συμπιέστηκε από τα πάνω εκτινάχτηκε βίαια μετά το σοκ των Τεμπών.
Δεν πρόκειται πια για τις σποραδικές κινητοποιήσεις μιας προηγούμενης περιόδου. Οι μάζες βγαίνουν ξανά στους δρόμους της αναμέτρησης, αλλά τώρα με νέους όρους, έχοντας περάσει μέσα από την διπλή οικτρή αποτυχία ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ την τελευταία δεκαετία: την αποτυχία μιας “αριστερής” διεξόδου μέσα στον καπιταλισμό και το κράτος του, αλλά και την αποτυχία του αντεπαναστατικού κυβερνητικού μετώπου Δεξιάς – ακροδεξιάς – “ακραίου Κέντρου” να ματαιώσει οριστικά κάθε προοπτική να απειληθεί ξανά η αστική εξουσία από τα κάτω και τ’ αριστερά. Τώρα βρίσκεται απονομιμοποιημένο συνολικά το ντόπιο αστικό πολιτικό σύστημα κι όλοι οι κλάδοι της κρατικής εξουσίας μέσα σε ένα χαοτικό, επικίνδυνο όσο ποτέ κι εκρηκτικό διεθνές περιβάλλον κρίσης και πολέμων σε Μέση Ανατολή και Ευρώπη.
Μια κοινοβουλευτική – εκλογική “λύση” είναι εξαρχής υπονομευμένη. Δεν υπάρχουν περιθώρια σχηματισμού “αυτοδύναμης” κυβέρνησης, ενώ καθίσταται σαθρός κάθε πιθανός κυβερνητικός συνασπισμός. Μια κυβέρνηση Μητσοτάκη (ή δελφίνου) – Ανδρουλάκη, φαντάζει σαν παρωδία τού φιάσκου της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου που σχεδόν διέλυσε τα δύο “κόμματα εξουσίας” της Μεταπολίτευσης. Μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ και λοιπών αναξιόπιστων συντριμμιών του θα δυσκολεύεται να παραστήσει έστω το “μικρότερο κακό”, με όσα τραυματικά έχει γνωρίσει ήδη ο τόπος.
Ο κίνδυνος μιας φασίζουσας κυβέρνησης Δεξιάς – Ακροδεξιάς, ακολουθώντας τις ευρωπαϊκές και διεθνείς τάσεις, είναι εν δυνάμει υπαρκτός μέσα σε ένα κλίμα ξενοφοβίας, αντι-προσφυγικού μίσους, ρατσισμού κάθε μορφής, θρησκευτικών προλήψεων, ένα κλίμα που καλλιεργείται συστηματικά από κρατικούς και άλλους σκοταδιστικούς μηχανισμούς (εκκλησιαστικούς και παραεκκλησιαστικούς, ΜΜΕ, κοινωνικά μέσα κ.ά.). Παρά την προκλητική, όμως, εύνοια και ατιμωρησία του Κράτους, η διασπασμένη πια ναζιστική “Χρυσή Αυγή” είναι καταδικασμένη κυρίως στη συνείδηση του λαού και την αδιάλειπτη πίεσή του, με ζωντανή πάντα δύναμη κινήματος την μνήμη του Παύλου Φύσσα. Διασκορπισμένες, για την ώρα, είναι και οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις της ξενόφοβης, σκοταδιστικής, θρησκόληπτης, φασιστικής Άκρας Δεξιάς παρά το πατρονάρισμα και την προβολή από ΜΜΕ κι άλλους μηχανισμούς (Βελόπουλος, “Νίκη”, “Σπαρτιάτες”, Λατινοπούλου).
Καμιά επανάπαυση δεν επιτρέπεται. Ο φασισμός δεν φωλιάζει μόνο βαθιά μέσα στο κράτος, δεν έχει μόνο ήδη τους δημόσιους κραυγαλέους και τσεκουροφόρους εκπροσώπους του μέσα στην κυβέρνηση, αλλά, προπαντός, πηγάζει και τροφοδοτείται από την επιδεινούμενη κρίση του καπιταλισμού, τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την πολεμοκαπηλία, τους εθνικισμούς, την γενοκτονία στην Παλαιστίνη και τις εθνοκαθάρσεις σαν “καθημερινότητα”, την Μεσόγειο, το Αιγαίο και την Πύλο – νεκροταφείο προσφύγων, την στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης και της οικονομίας της, το χάος που σπέρνει η Αμερική του Τραμπ.
Μόνον συνειδητοποιημένη κι οργανωμένη η επαναστατική εργατική τάξη επικεφαλής του λαού μπορεί να σώσει, μαζί με τον λαό, τον λαό!
Ανατρέποντας την εγκληματική κυβέρνηση της Δεξιάς και κάθε διάδοχη κυβέρνηση-υπηρέτη του κεφαλαίου. Παίρνοντας την εξουσία και την μοίρα της κοινωνίας στα χέρια της κι ανοίγοντας μια σοσιαλιστική διέξοδο από την κρίση, σε επαναστατική ρήξη με το καπιταλιστικό σύστημα, το κράτος του, τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, της ΕΕ, του ΝΑΤΟ
5. Καμιά “σταθεροποίηση” δεν μπορεί να αποκαταστήσει στο καθεστώς της η άρχουσα τάξη, το πολιτικό της προσωπικό σε κυβέρνηση κι αντιπολίτευση, το κράτος της και οι μηχανισμοί του με το υπονομευμένο έδαφός της να κλονίζεται διαρκώς μέσα στους σεισμούς της διεθνούς συστημικής οικονομικής, πολιτικής και γεωπολιτικής κρίσης, με την ευάλωτη Ελλάδα να βρίσκεται στον κρατήρα του ηφαιστείου που έχει εκραγεί σε Μέση Ανατολή και Ευρώπη.

Από την κατάρρευση της χούντας το 1974 μέχρι σήμερα, η αστική κυριαρχία και το κράτος της στην Ελλάδα, στηρίχτηκε πρωταρχικά στον λεγόμενο “ευρωπαϊκό προσανατολισμό” της στην ιμπεριαλιστική ΕΕ και στη συνέχεια στο ευρώ, χωρίς βέβαια να σπάζει τους δεσμούς με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, τις βάσεις του και το ΝΑΤΟ. Όμως, όλα όσα θεωρούνταν μέχρι τώρα δεδομένα έχουν ανατραπεί από την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και τις συνέπειές της.
Η κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά, ακόμα και σε σχέση με την περίοδο της κρίσης τής ευρωζώνης και της χρεοκοπίας της Ελλάδας, με την ΕΕ, την Γερμανία του Σόϊμπλε και της Μέρκελ, την ΕΚΤ του Ντράγκι να φαντάζουν παντοδύναμοι, κι όπου το εκφοβιστικό σύνθημα “Μένουμε Ευρώπη, μένουμε στο ευρώ ή χάος” γινόταν η σημαία της αντεπανάστασης, της άτακτης συνθηκολόγησης και συσπείρωσης της αστικής και μικροαστικής τάξης.
Η επιδείνωση της παγκόσμιας κρίσης, το πανδημικό σοκ, ο Νατοϊκός πόλεμος δια πληρεξουσίου στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση μετά την διακοπή παροχής φτηνής ενέργειας από την Ρωσία, η ρήξη του γαλλογερμανικού άξονα οικοδόμησης της ΕΕ, με την Γερμανία, βιομηχανική καρδιά της Ευρώπης να βουλιάζει στην ύφεση και την Γαλλία του Μακρόν ακυβέρνητο καράβι, το βούλιαγμα της ευρωπαϊκής οικονομίας στον στασιμοπληθωρισμό, όξυναν όλες τις αντιφάσεις και κυρίως κατέδειξαν την ιστορική αδυναμία και αποτυχία των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων να ξεπεράσουν τον κατακερματισμό της Ευρώπης σε κράτη-έθνη με ανταγωνιστικά συμφέροντα.
Παρόλο που η κρίση έπληξε βαριά και την παρακμασμένη αλλά ακόμα ηγεμονική ιμπεριαλιστική Αμερική το χάσμα με την Ευρώπη διευρύνθηκε σε βάρος της τελευταίας. Η ΕΕ έγινε ο πιο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα των ιμπεριαλισμών του Παγκόσμιου Βορρά. Και η Αμερική τού Τραμπ σήμερα χτυπάει να σπάσει με το σφυρί αυτόν τον κρίκο, με όλα τα μέσα.
Με τον εμπορικό-οικονομικό πόλεμο των δασμών. Διεκδικώντας την Γροιλανδία από την Δανία, κράτους-μέλους της ΕΕ. Παρεμβαίνοντας προκλητικά ενάντια στην ΕΕ, υπονομεύοντας ανοικτά τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, χτυπώντας το κλυδωνιζόμενο πολιτικό σύστημα, στηρίζοντας τον φασισμό στη Γερμανία κι όλη την Ευρώπη. Προπαντός, επεμβαίνοντας μονομερώς κι αγνοώντας την ΕΕ στον πόλεμο στην Ουκρανία, προσεγγίζοντας το Κρεμλίνο διαλύοντας την “συλλογική” μέχρι τώρα Δύση, αποσύροντας την μεταπολεμική αμερικανική στρατιωτική κάλυψη της Ευρώπης, απαιτώντας την πολυδάπανη στρατιωτικοποίησή της, ενώ ο φασίστας δισεκατομμυριούχος υπερ-πρόεδρος Μασκ απαιτεί διαρκώς, με ανακοινώσεις στο Χ/πρώην Twitter, να φύγουν οι ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ.
Ήδη, οι ισχυρότερες στρατιωτικές Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία και ο σκανδιναβικός Βορράς, επεξεργάζονται σχέδιο 5-10 ετών για την αναδόμηση του ΝΑΤΟ μετά από μια βαθμιαία ή και βραχυπρόθεσμη αποχώρηση των ΗΠΑ (Financial Times, 20 Μαρτίου 2025).
Η ΕΕ συμμετέχει σε στενές συνόδους κορυφής με εκτός της ΕΕ δυνάμεις, την Βρετανία, την Νορβηγία και την Τουρκία (αλλά όχι με την Ελλάδα του Μητσοτάκη). Με επικεφαλής την μιλιταριστική Γαλλία του Βοναπαρτίσκου Μακρόν και την επανεξοπλιζόμενη Γερμανία προχωράει στο πρόγραμμα με το πομπώδες όνομα Rearm-EU για την μετατροπή της οικονομίας της σε πολεμική οικονομία σε βάρος των ήδη οικονομικά εξουθενωμένων εργατικών και μικροαστικών μαζών της Ευρώπης.
Οι πρώτες ομοβροντίες μέτρων για την ευρωπαϊκή οικονομία πολέμου ακούστηκαν: από την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν με το σχέδιο εξοπλισμών 800 δις ευρώ, αλλά και με το “δημοσιονομικό μπαζούκα” των 1,3 τρις ευρώ για πολεμικές δαπάνες και υποδομές του προαλειφόμενου νέου δεξιού χριστιανοδημοκράτη καγκελάριου της Γερμανίας Μερτς, με την πλήρη υποστήριξη της σοσιαλδημοκρατίας και των πολεμοκάπηλων “Πρασίνων”. Υπάρχουν βέβαια οι εσωτερικές αντιφάσεις και αντιρρήσεις στην ΕΕ, οι εθνικοί ανταγωνισμοί αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων σε Βορρά και Νότο. Μόνον ο “αναμενόμενος” εθελόδουλος πυρομανής Μητσοτάκης δεν προβάλει αντίρρηση. Αντίθετα, αν και περιθωριοποιημένος, υπερακοντίζει στη λήψη μέτρων οικονομίας πολέμου, την ίδια στιγμή που η χρεοκοπημένη Ελλάδα στενάζει από τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες και φορτώνεται με επιπλέον τα 28 δις ευρώ του 5ετούς προγράμματος Δένδια. Αν και κανείς δεν του το ζήτησε, είναι ο μόνος ηγέτης χώρας της ΕΕ που διακήρυξε ότι η χώρα του (η Ελλάδα) βρίσκεται σε πόλεμο με τη Ρωσία, ενώ με τον άξονα Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, συμβάλει στον γενοκτονικό πόλεμο του σιωνιστικού κράτους κατά των Παλαιστινίων – διαρρηγνύοντας όλες τις ιστορικές σχέσεις με τον Αραβικό κόσμο.

Στις Συμπληγάδες της ρήξης Ευρώπης – Αμερικής συνθλίβεται τώρα η διπλά εξαρτημένη καπιταλιστική Ελλάδα, καθώς βρίσκεται στο στρατηγικό γεωπολιτικό σταυροδρόμι όλων των διεθνών συγκρούσεων και πολέμων στην Ανατολική Μεσόγειο, Δυτική Ασία / Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική αλλά και στα αποσταθεροποιημένα Βαλκάνια, τον πρώην σοβιετικό χώρο και την Ρωσία. Η ελληνική αστική τάξη και οι κυβερνήσεις της ακολουθούν πιστά και τυφλά το δόγμα “ανήκομεν εις την Δύση” ακόμα και τώρα που δεν υπάρχει “συλλογική Δύση” και η ίδια η “Δύση” γίνεται πια αμφίβολη σαν ενιαία γεωπολιτική οντότητα.
Η χώρα, από τη μια, είναι ενταγμένη και υποταγμένη ολόπλευρα στην ιμπεριαλιστική ΕΕ, και από την άλλη, παραμένει δεμένη χειροπόδαρα από την Αμερική, από τον καιρό του εμφυλίου πολέμου, του Δόγματος Τρούμαν, της ένταξης στο ΝΑΤΟ και τον Ψυχρό Πόλεμο ως την μεταψυχροπολεμική περίοδο και την σημερινή κατολίσθηση προς έναν παγκόσμιο πολεμικό Αρμαγεδδώνα.
Στην πολεμική διεθνή εκστρατεία της ιμπεριαλιστικής Αμερικής να ξεπεράσει την παρακμή της παγκόσμιας ηγεμονίας της, αποκτούν ακόμη μεγαλύτερο ρόλο οι καίριας στρατηγικής σημασίας αμερικανικές βάσεις στο έδαφός της Ελλάδας. Σήμερα η χώρα προωθείται στην πρώτη γραμμή του πυρός, αποτελώντας περισσότερο παρά ποτέ, βασικό πολεμικό ορμητήριο του ιμπεριαλισμού στην φλεγόμενη Μέση Ανατολή, αλλά και στην Ευρώπη, την Ουκρανία, τα Βαλκάνια και τον ευρύτερο πρώην σοβιετικό χώρο.
6. Η Τουρκία του Ερντογάν έχει αναβαθμισθεί ως περιφερειακή δύναμη στην περιοχή τής Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, και της Βόρειας Αφρικής: με άμεση κατοχή της βόρειας Κύπρου, στρατιωτική παρουσία στη διαμελισμένη Λιβύη και την Συρία, προπαντός μετά την αναρρίχηση των συμμάχων της στην εξουσία στην Δαμασκό “τακφίρι”-τζιχαντιστών του HΤS, (Hay’at Tahrir al-Sham) θάβοντας το Κουρδικό εθνικό ζήτημα με την συνθηκολόγηση του Οτσαλάν, με ενεργό ρόλο στις εξελίξεις στον Καύκασο, στον πόλεμο στην Ουκρανία, στις διαπραγματεύσεις με την Ρωσία, τις εντάσεις με το Ιράν. Την έχουν ανάγκη και οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές, προπαντός μετά την ενδοϊμπεριαλιστική ρήξη Αμερικής – Ευρώπης.
Αναβαθμίζεται, όμως έτσι επικίνδυνα και ο εθνικιστικός ανταγωνισμός της με τις αντιδραστικές ανάγκες, τάσεις και φιλοδοξίες της ελληνικής αστικής τάξης στο Αιγαίο, την Κύπρο, την Ανατολική Μεσόγειο και τα ενεργειακά της κοιτάσματα, στα αποσταθεροποιημένα Βαλκάνια, στην ίδια την Ευρώπη, μαζί κι ο ρόλος του καλύτερου χωροφύλακα του ιμπεριαλισμού. Αναβαθμίζεται και η απειλή μιας σύρραξης για τα συμφέροντα των αστικών τάξεων, που θα είναι αντιδραστική και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου και καταστροφική και για τους δυο λαούς.

Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές προσπαθούν να προσεταιριστούν την Τουρκία. Οι ελπίδες της ελληνικής αστικής τάξης, της δεξιάς κυβέρνησης και μιας αντιπολίτευσης που την συναγωνίζεται σε εθνικιστική ρητορεία, για στήριξη από την ΕΕ, είναι φρούδες όσο κι εκείνες που άλλοτε στηρίχθηκαν στους Αγγλο-Γάλλους ιμπεριαλιστές τής Αντάντ πριν την Μικρασιατική Καταστροφή. Τα ίδια έπαθε η Ελλάδα κι από την ιμπεριαλιστική Αμερική από τον καιρό του εμφυλίου πολέμου και του Βαν Φλητ, στα χρόνια της αμερικανοκίνητης χούντας, του σχεδίου Κίσσινγκερ και την κυπριακή τραγωδία ως τις μέρες μας. Η φενάκη των ανεγκέφαλων της κυβέρνησης της Δεξιάς ότι θα “τα βρουν με τον Τραμπ” απέναντι στον Ερντογάν χάρη στη στενότατη συνεργασία με τον Νετανιάχου και τους φασίστες σιωνιστές συμμάχους του στην γενοκτονία του Παλαιστινιακού λαού δίνει το μέτρο της τύφλας τους μπροστά στην πραγματικότητα: μπροστά στο τραμπικό “Πρώτα η Αμερική” και το φασιστικό γκανγκστερικό MAGA, στα παζάρια Νετανιάχου – Ερντογάν για την μοιρασιά της Συρίας, τα αμερικανικά και σιωνιστικά σχέδια για “Νέα Μέση Ανατολή”, την οξυνόμενη ρήξη των ΗΠΑ με την ΕΕ, της οποίας πιστό και υπάκουο κράτος-μέλος παραμένει η χρεοκοπημένη και καταχρεωμένη Ελλάδα…
Το ΕΕΚ τονίζει ξανά, όπως στις Διεθνείς Προοπτικές του: μόνο ένα Ενιαίο Αντιιμπεριαλιστικό Μέτωπο των καταπιεσμένων λαών στην περιοχή με επικεφαλής των μαζών την εργατική τάξη και προοπτική την Διαρκή Επανάσταση μέχρι τον σοσιαλισμό μπορεί να διεξάγει νικηφόρα πόλεμο στον πόλεμο των ιμπεριαλιστών για να φέρει την Ειρήνη με Δικαιοσύνη κι απελευθέρωση. Να συντρίψει τον ιμπεριαλιστικό και αποικιοκρατικό ζυγό και τους συνεργάτες τους, τις ντόπιες άρχουσες τάξεις, και να εγκαθιδρύσει μια Σοσιαλιστική Συνομοσπονδία των λαών στην περιοχή κι όλο τον κόσμο.
7. Στην Ελλάδα και διεθνώς η πλειοψηφία των πολιτικών σχηματισμών της Αριστεράς, κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής, ρεφορμιστικής ή ριζοσπαστικής κι ανατρεπτικής, ή και με αναφορές στον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό και την κοινωνική επανάσταση δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε ούτε τόλμησε ή δεν ήταν έτοιμη να κάνει το απαραίτητο άλμα και να ανταποκριθεί στις ιστορικές προκλήσεις της εποχής μας.
Έμεινε σε μεγάλο βαθμό δέσμια της σύγχυσης, του γενικού αποπροσανατολισμού που ακολούθησε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, ακόμα κι όταν κατέρρευσαν οι θριαμβολογίες του καπιταλισμού και βούλιαξε στην κρίση μετά το 2008. Ακόμα κι όταν ξέσπασε το πρώτο κύμα νέων αγώνων, η επαναστατική δυναμική τους αντιμετωπίστηκε με άρνηση και σκεπτικισμό, μίζερα, με επανάληψη παλιών χρεοκοπημένων σχημάτων κι αναζήτηση μεσοβέζικων “λύσεων”.
Ακόμα κι όταν η ανθρωπότητα άρχισε να σπρώχνεται βίαια στο χείλος της αβύσσου ενός νέου παγκόσμιου πολέμου, όταν ξέσπασε ο νατοϊκός πόλεμος στην Ουκρανία κατά της μετασοβιετικής Ρωσίας και ο γενοκτονικός πόλεμος στη Γάζα και την κατεχόμενη Παλαιστίνη, ο αποπροσανατολισμός στις γραμμές της διεθνούς και ελληνικής Αριστεράς αποκορυφώθηκε. Στην πρώτη περίπτωση, στον πόλεμο στην Ουκρανία, όταν δεν υπήρξε άμεση ευθυγράμμιση με τον αμερικανονατοϊκό ιμπεριαλισμό, θέση πλειοψηφική στην ευρωπαϊκή “αριστερά”, κρατήθηκε μια συντηρητική στάση τάχα “ίσων αποστάσεων”. Στην δεύτερη περίπτωση της Παλαιστίνης, σε συνθήκες γενοκτονίας του παλαιστινιακού λαού, μεγάλο τμήμα της Αριστεράς ξέθαψε ή συμβιβάστηκε με την παλιά παγίδα των Συμφωνιών του Όσλο που κατέρρευσαν μέσα στο αίμα, νεκρανασταίνοντας την χρεοκοπημένη “λύση των δύο κρατών” που έχει τη ρίζα της στη συμφωνία του ιμπεριαλισμού και του Κρεμλίνου για την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ πάνω στο έδαφος της ιστορικής Παλαιστίνης.
Με την απουσία μιας διεθνούς και διεθνιστικής μαρξιστικής προοπτικής, την προσαρμογή στο εθνικό περιβάλλον και τις πιέσεις του, τις επιφανειακές εντυπώσεις, προχωρώντας στραβά με εθνική μυωπία, χωρίς διεθνείς ορίζοντες η κατάληξη είναι ο βάλτος ή ο γκρεμός.
Η διέξοδος από την κρίση και τα αδιέξοδά της ή θα είναι διεθνιστική, σοσιαλιστική και επαναστατική ή δεν θα υπάρξει.

Η διέξοδος αυτή δεν μπορεί να ανοίξει χωρίς την δράση των μαζών. Η προετοιμασία και η πορεία της επαναστατικής διεξόδου είναι η πρωταρχική ευθύνη και το καθήκον της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής τής εργατικής τάξης, της οργανωμένης σε επαναστατικό κόμμα πρωτοπορίας που η πολιτική του, το πρόγραμμα, η στρατηγική και η τακτική του, η παρέμβαση μέσα στις μάζες και κάτω από τις πιο διαφορετικές και γοργά μεταβαλλόμενες συνθήκες, πρέπει, όπως έλεγε ο Τρότσκυ “να επαληθευτεί από τα γεγονότα και να επιδοκιμαστεί από τις μάζες”. Όχι τελεσίγραφα, κηρύγματα και αυτο-ανακήρυξη σε πρωτοπορία.
Η εργατική τάξη “αποκτάει συνείδηση των προβλημάτων που βάζει η κοινωνική κρίση [… ] και οι μάζες προσανατολίζονται με την μέθοδο των διαδοχικών προσεγγίσεων […]. Καλά ή κακά ένα επαναστατικό κόμμα βασίζει την τακτική του εκτιμώντας τις μεταβολές στη συνείδηση των μαζών” (Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης).
Στα ρήγματα στην συνείδηση του λαού που ανοίγουν τα κοινωνικά προβλήματα και τα σοκ –όπως τώρα, ξανά, στην Ελλάδα- επεμβαίνουν όλες οι αλληλοσυγκρουόμενες πολιτικές δυνάμεις των συγκρουόμενων τάξεων. Οι “από πάνω”, η κυβέρνηση, το κράτος, το αστικό πολιτικό σύστημα, οι μηχανισμοί τους, προσπαθούν να τα κλείσουν το γρηγορότερο και με το λιγότερο κόστος στο ίδιο σύστημα για τους κρατούντες και τους επίδοξους διαδόχους τους. Αντίθετα, μια επαναστατική παρέμβαση διευρύνει το ρήγμα, μετά μάλιστα τις διαδοχικές εμπειρίες και προσεγγίσεις των μαζών στην πρόσφατη διπλή αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ και της μητσοτακικής Δεξιάς. Το ζητούμενο είναι η πολιτική ανάπτυξη της τωρινής άμεσης, πικρής, αυθόρμητης συνείδησης για την φονική κρατική ευθύνη και αδικία και την συγκάλυψή της από όλους τους κλάδους της αστικής εξουσίας, η μετάβασή της σε πολιτική επαναστατική συνείδηση της αναγκαίας ιστορικής ανατροπής τού συστήματος και της επιτακτικά απαιτούμενης ριζικής κοινωνικής αλλαγής. Ο ρόλος εδώ μιας επαναστατικής ηγεσίας, που θα κερδίσει την εμπιστοσύνη πλατύτερων μαζών με την σωστή τακτική και σωστή προώθηση ενός μεταβατικού προγράμματος στους αγώνες, έχει τεράστια σημασία.
Είναι γνωστό ότι δεν έχασαν την αξιοπιστία τους μόνον οι αστικοί θεσμοί. Έχει πληγεί βαριά και η αξιοπιστία των κομμάτων και των άλλων οργανώσεων του εργατικού και λαϊκού κινήματος, της γραφειοκρατίας τους, των συμβιβασμών, της ταξικής συνεργασίας με τα αφεντικά και το κράτος. Οι συρρικνωμένες οργανώσεις της άκρας Αριστεράς δεν πείθουν και λόγω της σεχταριστικής ή οπορτουνιστικής πολιτικής τους και λόγω, συχνά, καθώς αναπαράγουν σε μικρογραφία την γραφειοκρατία και τα “καπελώματα”. Από την άλλη, ο χωρίς κόμματα πολιτικός κινηματισμός έχει δείξει κι αυτός τα όριά του και τα αδιέξοδά του, ιδίως από το 2008 και στα κινήματα του 2010-15, ενώ συχνά γίνεται ουρά τού ρεφορμισμού.
Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι έχουμε μπει σε μια νέα ιστορική περίοδο, εκδηλώνεται και με την αυξανόμενη τάση συγκρότησης από τα κάτω κάθε είδους συλλογικοτήτων αγώνα, κοινωνικής προσφοράς, προβληματισμού και δημιουργίας, αναζήτησης οξυγόνου και μιας άλλης ζωής σε μια κοινωνία χωρίς πνοή. Εκφράζει την αντικειμενική ανάγκη, τις τάσεις, τις αναζητήσεις, τις προσπάθειες, τα βήματα αυτοοργάνωσης της πάλης των καταπιεσμένων για μιαν άλλη κοινωνία αλληλεγγύης και χειραφέτησης.
Το ΕΕΚ βρίσκεται και πρέπει να βρίσκεται ακόμα πιο πολύ στην πρώτη γραμμή σ’ αυτό το βαθύτατα πολιτικό κοινωνικό μέτωπο πάλης.
Ταυτόχρονα συμμετέχει σε όλους τους αγώνες για κάθε καυτό κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα, παντού όπου ζουν, εργάζονται, σπουδάζουν, υποφέρουν από τα κοινωνικά δεινά και παλεύουν οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι άνθρωποι του μόχθου αλλά και του πολιτισμού, η προσφυγιά, κάθε μειονότητα και θύμα παντός ρατσισμού. Προπαντός πρέπει ιδιαίτερη προσοχή να δοθεί στη νέα γενιά, το πιο ζωντανό παρόν και το πιο ελπιδοφόρο μέλλον του κινήματος και της κοινωνίας, την πρωτοπορία κάθε μάχης προπαντός σε καιρούς εξέγερσης…
H ενίσχυση της δουλειάς μας στα σχολεία και τα ΑΕΙ, στα εργατικά συνδικάτα, η τοπική δουλειά στις εργατικές και λαϊκές συνοικίες, αλλά και η πρωταρχικής σημασίας επέμβαση στην κεντρική πολιτική αρένα της ταξικής πάλης, είναι απολύτως αναγκαία για την ανάπτυξη του επαναστατικού κόμματος και την ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ετοιμασία της επαναστατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού.
To EEK, χωρίς εσωστρέφεια και σεχταριστική αυτοαναφορικότητα, είναι ανοιχτό σε συνεργασίες και ενιαία δράση σε ταξική βάση με άλλες δυνάμεις, κόμματα, οργανώσεις, κινήσεις της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, με αλληλοσεβασμό και συντροφικότητα αλλά πάντα πάνω σε αρχές, διατηρώντας την πολιτική ανεξαρτησία τού επαναστατικού κόμματος που οικοδομούμε, του προγράμματός του, της μαρξιστικής προοπτικής του. Χωρίς να υποτιμούμε και την παραμικρή αλλά ουσιαστική δυνατότητα κοινής δράσης οργανώσεων και κινήσεων, το ζητούμενο είναι ένα ευρύτερο Ενιαίο Μέτωπο μέσα στις μάζες και με τις μάζες ενάντια στον καπιταλισμό της καταστροφής, τις κυβερνήσεις του και το κράτος κι ενάντια στον ιμπεριαλισμό, το ανώτατο στάδιο της βαρβαρότητας.
Το 2025 συμπληρώνονται 40 χρόνια από το ιδρυτικό Συνέδριο του Εργατικού Επαναστατικού Κόμματος (ΕΕΚ), στις 22 Νοεμβρίου 1985, στο οποίο μετασχηματίστηκε η Εργατική Διεθνιστική Ένωση (ΕΔΕ), η τροτσκιστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1963, δίνοντας αδιάκοπα αγώνες πριν, στη διάρκεια και μετά την χούντα. Περάσαμε μέσα από όλες τις αντιφάσεις και τρικυμίες, τις εξάρσεις και υποχωρήσεις της Ιστορίας, που αφήσανε βαθύ αποτύπωμα πάνω στην επαναστατική τεταρτοδιεθνιστική μας οργάνωση.
Πολλά μαθήματα πρέπει να βγουν από μια μακριά πορεία πάλης για την Τέταρτη Διεθνή, σε συνθήκες συνεχών αναταραχών και κρίσης, μέσα σε ένα κόσμο και μιαν Ελλάδα που άλλαζε και συνεχίζει να αλλάζει δραματικά. Δεν διεκδικούμε κανένα αλάθητο, ίσα-ίσα. Είμαστε, όμως, υπερήφανοι και υπερήφανες για αυτήν την Ιστορία. Καθήκον μας είναι να μεταλαμπαδεύσουμε την εν πολλοίς ανεπεξέργαστη πείρα της στη νέα γενιά επαναστατών και να ετοιμάσουμε το απαραίτητο όσο ποτέ ποιοτικό και ποσοτικό άλμα, στη θεωρία, την πράξη, την οργανωτική αναδιάταξη δυνάμεων και ανάπτυξη του ΕΕΚ, μαζί και της ευρύτερης περιφέρειάς του, μπροστά στις νέες, χωρίς προηγούμενο, προκλήσεις της Ιστορίας.

Όπως προειδοποιούσε ο Τρότσκι, στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού, παλεύοντας για την υλιστική διαλεκτική ενάντια σε κάθε αντιθεωρητικό εμπειρισμό και πραγματισμό, το επαναστατικό κόμμα του προλεταριάτου, δεν έχει τίποτα το κοινό με τα αστικά και μικροαστικά κόμματα που, στις μέρες μας, έχουν βουλιάξει στην μεγαλύτερη αναξιοπιστία. «Το καθήκον του είναι η προετοιμασία μιας κοινωνικής επανάστασης και η αναγέννηση του ανθρώπινου γένους πάνω σε νέα υλικά και ηθικά θεμέλια. Για να μην υποχωρήσουν κάτω από την πίεση της αστικής κοινής γνώμης και της αστυνομικής καταπίεσης οι προλετάριοι επαναστάτες και πολύ περισσότερο ένας ηγέτης, χρειάζεται μια καθαρή διεισδυτική, εντελώς αφομοιωμένη κοσμοθεωρία. Μόνο πάνω στη βάση μιας ενιαίας μαρξιστικής αντίληψης, είναι δυνατό να πλησιάσει κανείς με σωστό τρόπο και τα “συγκεκριμένα” ζητήματα».
Αυτός είναι ο δρόμος προς τα εμπρός των επαναστατών του ΕΕΚ και της Τέταρτης Διεθνούς
Η ΚΕ του ΕΕΚ