Η εκλεκτή πνευματικότητα τριών μεγάλων μουσικών του Μεσοπολέμου

του Ερνέστο Αγγελή

H γενιά των συνθετών που ανδρώθηκε τα τελευταία χρόνια της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα και κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συγκροτεί εκείνο τον αστερισμό του πρώιμου μοντερνισμού, ο οποίος βγήκε μέσα από την κοιτίδα του Σένμπεργκ και των μαθητών του, Μπεργκ και Βέμπερν. Επηρεασμένοι, λιγότερο ή περισσότερο, από τις κατευθύνσεις που άνοιξε εκείνος στη σύνθεση, οι συνθέτες αυτοί, είτε μαθητές σε πολλές περιπτώσεις του μεγαλοφυούς μουσικού, είτε απλώς γόνιμοι και πάνω απ’ όλα πρωτότυποι συνεχιστές των ανακαλύψεών του, έμελλε να διαδραματίσουν έναν βαρύνοντα ρόλο στις καλλιτεχνικές διεργασίες του καιρού τους, γνωρίζοντας όλοι και κυρίως ο ένας τους, εξαιτίας του ναζισμού, έναν εξίσου δραματικό βίο ο οποίος τους καθιστά, μοντέρνους τραγικούς.

Ο Νικολάι Ροσλάβετς, έχοντας μαθητεύσει στην κατεξοχήν μουσική χώρα της νεότερης Ευρώπης, την Ρωσία, γεννημένος το 1881 στη Λευκορωσία, διέπρεψε στο Ωδείο της Μόσχας, παίρνοντας μετάλλιο για τις επιδόσεις του στη σύνθεση αλλά και το βιολί. Η αρχική του επιρροή, ήταν εκείνη του πρωτεργάτη του μοντερνισμού στη Ρωσία, του δασκάλου όλης της νεότερης γενιάς Αλεξάντερ Σκριάμπιν. Κατά τη διάρκεια των χρόνων του πολέμου, ήρθε σε επαφή με τους κύκλους της ρώσικης πρωτοπορίας, στο περιοδικό της οποίας (Σουπρεματισμός), δημοσίευσε τα πρώτα του κείμενα σε σχέση με τη σύγχρονη μουσική και χαρακτηρίστηκε ως ο «Ρώσος Σένμπεργκ». Παράλληλα, ασχολήθηκε εντατικά, με την θεμελίωση ενός μουσικού συστήματος σύνθεσης, στη βάση της οργάνωσης των φθόγγων, κατά τον τρόπο της μετέπειτα σειραϊκής τεχνικής του Άρνολντ Σένμπεργκ, αλλά πριν από αυτόν και με έναν βέβαια σχετικά περισσότερο πρωτόλειο τρόπο. Κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, αρχικά ως μέλος των εσέρων και στη συνέχεια των μπολσεβίκων, πήρε μέρος στο Σοβιέτ καλλιτεχνών και αργότερα, υποστήριξε, μαζί τους Μαλέβιτς, Πόποβα και Μαγιακόφσκι, επαναστατικές καλλιτεχνικές-πολιτιστικές θέσεις, συνεχίζοντας να συνθέτει πυρετωδώς τα έργα του, στα οποία, εκείνη την περίοδο του νικηφόρου για τους Κόκκινους εμφυλίου πολέμου, εκφράζεται το κλίμα του επαναστατικού έπους των μαζών, με έναν ερμητικά μοναχικό τρόπο. Συγχρόνως, ο Ροσλάβετς, συγκροτώντας μαζί με τους Αρτούρ Λουριέ, τον μετέπειτα Τροτσκιστή Αλεξάντερ Μοσόλοφ και τον συνθέτη και θεωρητικό Σεργκέι Προτοπόποφ, τον σκληρό πυρήνα της μουσικής πρωτοπορίας στη χώρα των Σοβιέτ, ίδρυσε και διηύθυνε την Ένωση Σύγχρονης Μουσικής, συγγράφοντας στο σχετικό περιοδικό, το πρώτο κείμενο – παρουσίαση του Φεγγαρίσιου Πιερότου του Άρνολντ Σένμπεργκ και παλεύοντας για την προώθηση της ατονικότητας και του σειραισμου, τόσο μέσα από τα έργα του όσο και θεωρητικά. Το 1927 συνέθεσε την Καντάτα Οκτώβρης, για τα 10 χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης, αλλά ήδη είχε στοχοποιηθεί από τους σταλινικούς για τις μοντερνιστικές θέσεις και εργασίες του. Ο σταλινισμός, δεν ανεχόταν τις φωνές εκείνες των καλλιτεχνών που υποστήριζαν την αναγκαιότητα μιας ανεξάρτητης επαναστατικής τέχνης, στα χνάρια των μεγάλων πρωτοπόρων του διεθνούς μουσικού στερεώματος. Κατά συνέπεια, από τις αρχές της δεκαετίας του 30, αρχίζει για τον Νικολάι Ροσλάβετς, τον υποστηρικτή ετούτο της Αριστερής Αντιπολίτευσης που τον υπερασπίστηκε το 1936 ο επίσης Τροτσκιστής μεγάλος δραματουργός σκηνοθέτης και δάσκαλος ηθοποιών Βσέβολοντ Μέγιερχολντ, το μαρτυρολόγιό του: το 1932 βρήκε καταφύγιο στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, όπου δίδαξε στο Ωδείο της και μελέτησε την παραδοσιακή μουσική της περιοχής αλλά γυρίζοντας στη Μόσχα, το 1933 και ως τον θάνατό του, το 1944, δεν αφέθηκε να έχει καμία ουσιαστικά σταθερή επαγγελματική απασχόληση, παρ’ ότι ήταν ένας από τους πλέον ικανούς και δημιουργικούς, παραγωγικούς συνθέτες τότε. Η σταλινικά καθοδηγούμενη ένωση «προλεταριακών μουσικών», έκανε επιδρομή στο σπιτι του, καταστρέφοντας όλα τα αρχεία του, μέσα στα οποία περιλαμβάνονταν πολλά έργα του. Το 1939, υπέστη το πρώτο καρδιακό επεισόδιο το οποίο τον άφησε με σοβαρά προβλήματα υγείας και το 1944 το τελικό δεύτερο. Η τελευταία έκδοση παρτιτούρας του, ενός Άσματος, ήταν το 1942 στη Μόσχα. Ο Ροσλάβετς κατηγορήθηκε επίσης για «σχέσεις με τον Σιωνισμό», λόγω της σύνθεσης έργου πάνω σε Εβραϊκή μελωδία. Οποιαδήποτε αναφορά στο όνομά του και πόσω μάλλον οποιαδήποτε παρουσίαση έργου του, ήταν απαγορευμένη στην ΕΣΣΔ ουσιαστικά μέχρι το 1989, ενώ ακόμα και στη συνέχεια, η σιωπή συνεχίστηκε γύρω από το όνομά του, με την μουσικολόγο Μαρίνα Λομπανόβα, να κατηγορείται για ψυχιατρική ασθένεια, εξαιτίας της προσπάθειάς της, να αναδείξει το έργο του Νικολάι Ροσλάβετς. Αργότερα οι ρωσικές αρχές έδωσαν την έγκριση της ταυτοποίησης του ανώνυμου τάφου του συνθέτη στη Μόσχα, όπου ο συνθέτης κάηκε μετά το θάνατό του, αλλά κάποια χρόνια μετά, πραγματοποιήθηκε βανδαλισμός ο οποίος μέχρι σήμερα δεν έχει διελευκανθεί και ούτε το υποτυπώδες μνημείο που στήθηκε προς τιμήν του, έχει αποκατασταθεί. Ο Νικολάι Ροσλάβετς, προκαλώντας διαχρονικά το μίσος των γραφειοκρατών και των υπηρετών τους, πριν και μετά το θάνατο του προδότη Στάλιν, έχει ένα πλούσιο έργο, παρά την απώλεια σημαντικού μέρους του, το οποίο αξίζει να μελετηθεί και να προωθηθεί, για την ποιότητά του, που είναι αντιπροσωπευτική της ποιότητας, της ευγένειας και του μεγαλείου της ρωσικής και σοβιετικής μουσικής κουλτούρας, που παραμένει ασυναγώνιστη μέχρι τις μέρες μας.

Τι είναι όμως αυτό που ενδεχομένως συνδέει τον Νικολάι Ροσλάβετς με τον νεότερό του Βίκτωρ Ούλμαν (1898 – 1944); Από μουσικολογικής άποψης, μπορούμε άνετα να βρούμε μια εκλεκτή και όχι απλώς εκλεκτική συγγένεια, στην επιρροή που άσκησε στους δύο μεγάλους καλλιτέχνες, ο Άρνολντ Σένμπεργκ και ο δωδεκαφθογγισμός του. Επίσης, το ύφος των δύο συνθετών, από διαφορετικές όμως πλευρές του πολυσήμαντου έργου τους, φαίνεται να αναπτύσσει, έναν ακραιφνή εξπρεσσιονισμό, αλλά με έναν σχετικά διαφορετικό τρόπο από αυτόν του δασκάλου τους Σένμπεργκ. Στην περίπτωση του Βίκτωρ Ούλμαν, του Εβραίου συνθέτη, πιανίστα, θεωρητικού και δασκάλου από την Πράγα της Τσεχίας, έχουμε να εκδηλώνεται όλο εκείνο το δυναμικό της Εβραϊκής διανόησης της Κεντρικής Ευρώπης, μέσα από τη μουσική, σε ένα επίπεδο πρωτόγνωρης ποιότητας και αξίας, με πάντα διεθνή ορίζοντα και διαστάσεις. Και κάτι ακόμα σημαντικό: ο Βίκτωρ Ούλμαν, δεν πέρασε μόνο από το Σχολείο σύνθεσης της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης, συνθέτωντας ως εγκώμιο στον ιδρυτή της, Σένμπεργκ, το εξαίσιο εκείνο έργο για πιάνο, τις Παραλλαγές και τη Διπλή Φούγκα πάνω στο θέμα από τα 6 Μικρά Κομμάτια για πιάνο του τελευταίου, op 19, αλλά και μαθήτευσε για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, στον πρωτεργάτη της μικροτονικής μουσικής, επίσης Τσέχο Αλόις Χάμπα, όντας ένας από τους λίγους συνθέτες της σειραϊκής κατεύθυνσης, που ήρθαν σε επαφή και με αυτή της μικροτονικότητας, τον έτερο πυλώνα του μουσικού μοντερνισμού. Ο Βίκτωρ Ούλμαν, αφού συνελήφθη από τους ναζί και κλείστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της αφρόκρεμας των καλλιτεχνών και διανοούμενων όλης της Ευρώπης, στο διαβόητο γκέτο του Τερεζίν στην Τσεχία, πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη του περίφημου κινήματος των καλλιτεχνών, ιδρύοντας μέσα στις πιο μαύρες συνθήκες, το Στούντιο της Νέας Μουσικής και συνθέτοντας μεταξύ άλλων έργων, την περίφημη όπερά του «Ο Αυτοκράτορας της Ατλαντίδας», προβλέποντας την πτώση του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό, μια μαρτυρία της ζωτικότητας και μεγαλοφυΐας του Βίκτωρ Ούλμαν, αλλά και της δύναμης της άγιας δυνατότητας του ανθρώπινου πνεύματος, δεν ολοκληρώθηκε, με τον συνθέτη να συνεχίζει την εργασία του σε αυτό, κατά την μεταφορά του στο Άουσβιτς, γράφοντας τη μουσική στο πίσω μέρος πακέτων τσιγάρων, ελλείψει άλλων μέσων. Στο εκπληκτικό του θεωρητικό κείμενο με τον σαρκαστικό, πικρόχολο και ευφυή τίτλο, «Ο Γκαίτε και το Γκέτο», αναγνώρισε, ότι η πάλη για την κουλτούρα μέσα στο στρατόπεδο, που έκανε μαζί με τους άλλους σπουδαίους συνθέτες και μουσικούς, συμπεριλαμβανομένου του Χανς Κράσα, συνθέτη της παιδικής όπερας «Μπρουντιμπάρ», ήταν αξεδιάλυτα δεμένη με τον αγώνα τους για ζωή.

Ο τρίτος κατά σειρά συνθέτης, το φάντασμα του οποίου επικαλούμαστε στο παρόν άρθρο, είναι ο Νίκος Σκαλκώτας. Ο «δικός μας», θα πούν ίσως κάποιοι. Σίγουρα όχι δικός τους, θα απαντήσουμε εμείς. Γιατί όπως έχει εξηγήσει ο Σάββας Μιχαήλ, ο Σκαλκώτας προσεγγίζει το τοπικό-εθνικό, μέσα από το πρίσμα του παγκόσμιου, με τους κύκλους της μουσικής και της ζωής του, να ανήκουνε στην οικουμένη, κατά πως θα έλεγε για αυτόν και ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Σε σχέση με τον Νικολάι Ροσλάβετς, ο Νίκος Σκαλκώτας εμφανίζεται να συνδέεται μαζί του, λόγω της μεγάλης του βιολονιστικής δεινότητας και του πρώιμου πάθους στη σύνθεση που επέδειξε. Τόσο όμως ως προς αυτόν, όσο και ως προς τον Βίκτωρ Ούλμαν, συνδέεται μέσα από την μοναδική ποιότητα της συνθετικής του ποιητικής, η οποία ανοίγει για τον εξπρεσιονισμό στη μουσική, έναν ολωσδιόλου καινούργιο δρόμο. Σε ηλικία 14 ετών, το 1918 πήρε το δίπλωμα βιολιού με την ανώτατη διάκριση του Χρυσού Μεταλλίου για την ερμηνεία του στο Κοντσέρτο για βιολί του Μπετόβεν, στο τότε κραταιό Ωδείο Αθηνών, παίρνοντας από αυτό υποτροφία για σπουδές στο Βερολίνο το 1921, όπου πέραν της πυρετώδους σολιστικής του δραστηριότητας επιδόθηκε με πάθος στην σπουδή της σύνθεσης, με τους Άρνολντ Σένμπεργκ, Κουρτ Βάιλ, τον εξαίρετο Φίλιπ Γιάρναχ και άλλους. Ο Άρνολντ Σένμπεργκ, σε γνωστή του δήλωση, τον συγκαταλέγει μεταξύ των πλέον εξεχόντων μαθητών του. Σε γράμμα του στις 6 Ιουλίου του 1925 προς την Αθηναία φίλη του Νέλλη Ανδρικοπούλου, η οποία παρατίθεται στο βιβλίο των άγνωστων επιστολών του Νίκου Σκαλκώτα που εκδόθηκε πρόσφατα (Νεανικές Επιστολές, 2022, εκδ. Λότζια), έγραφε: «Ξέρεις πολύ καλά […] πώς η ψυχή μου βρίσκεται σταματημένη στο μοιραίο αυτό σταυροδρόμι, αναποφάσιστη ν’ ακολουθήση το δρόμο που θα με φέρει στη δόξα ή στον Όλεθρο. Σου ‘γραψα μέχρι ανιαρότητας, τόσες φορές, την απελπιστική κατάσταση της οικογένειας μου. Να κατέβω από τώρα στην Ελλάδα και να εξασκήσω στο νεκροταφείο αυτό επάγγελμα μουσικού, βέβαιη η επιτυχία μου. Μα χάνω τη σειρά της μελέτης μου και μου’ ναι τόσο ενοχλητικό, τόσο ανυπόφορο, γελοίο σε διαβεβαιώ, να υπογράψω έτσι από τώρα με τα 21 μου χρόνια την σε θάνατο πνευματική και μουσική μου καταδίκη».

Άμα τη υποχρεωτική επιστροφή του στην Ελλάδα, λόγω του ναζισμού, το 1933, γνωρίζει μια απαξιωτική συμπεριφορά, οργανωμένης σήψης, από όλο το κύκλωμα του αστικού κατεστημένου, με τον Καλομοίρη υπαίτιο, βάζοντάς τον στα τελευταία αναλόγια της ορχήστρας και ευτελίζοντάς τον, απαγόρευντάς του ουσιαστικά να προτείνει οποιοδήποτε έργο προς εκτέλεση. Χωρίς πρόσβαση σε ερμηνεία του έργου του, ο Νίκος Σκαλκώτας, συνθέτει τα αριστουργήματά του που προκαλούν δέος για την τόλμη και το μεγαλείο της αισθαντικότητας και της μουσικής τους υψιπέτειας: το Largo Synfonico (Δεύτερη Σουίτα, 1941), το Κοντσέρτο για Δύο Βιολιά και Ορχήστρα (1944 – 45) με το δεύτερο μέρος που περιέχει το θέμα από τραγούδι του Τσιτσάνη και την Επιστροφή του Οδυσσέα (1942), την αρχή της όπερας της οποίας δυστυχώς πρόλαβε να ολοκληρώσει μόνο την Ουβερτούρα, ένα ορχηστρικό έργο γιγάντιων διαστάσεων. Και όλα αυτά, μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, με την αγαπημένη του δεύτερη σύζυγο, Μαρία Παγκαλή, η οποία δήλωσε ότι μετά τον γάμο της μαζί του, το 1946, γνώρισε την ευτυχία. Η ζωή του τελείωσε, το 1949, λόγω επιπλοκών κοίλης που τον ταλαιπωρούσαν επί χρόνια. Ο έγκριτος μουσικοκριτικός βρετανός αυστραλιανής καταγωγής, Χανς Κέλερ, επονομαζόμενος και ως ο κορυφαίος του 20ου αιώνα, δεν έκανε τίποτα λιγότερο, από το να τον συγκαταλέξει μεταξύ των τεσσάρων μεγαλύτερων συνθετών του 20ου αιώνα, στα περίφημα Τέσσερα «Σ»: Σένμπεργκ, Στραβίνσκι, Σκαλκώτας, Σοστακόβιτς.

Νικολάι Ροσλάβετς, Βίκτωρ Ούλμαν, Νίκος Σκαλκώτας: παίξετε και ακούστε τη μουσική τους, διαδώστε το έργο τους, μελετήστε τη ζωή και την συνθετική και θεωρητική συμβολή τους!