του Θόδωρου Κουτσουμπού
Στη Βουλή, την Τετάρτη 16 Ιουνίου, ψήφισαν το νομοσχέδιο καταπάτησης και κατάργησης θεμελιωδών εργατικών δικαιωμάτων, παρά και ενάντια στις διαμαρτυρίες, απεργίες και διαδηλώσεις χιλιάδων εργαζομένων.
Η κυβέρνηση της ΝΔ του Μητσοτάκη θέλησε να ψηφίσει ένα νόμο που “θωρακίζει” νομοθετικά το κράτος έκτακτης ανάγκης με το οποίο εν πολλοίς κυβερνά, ως συμπληρωματικό έργο στην ενίσχυση των δυνάμεων καταστολής με πρόσθετους αστυνομικούς και μέσα (όχι μόνο με κανόνια νερού αλλά και με κανόνια ήχου!). Τα μέτρα ελέγχου της συνδικαλιστικής δράσης, το ηλεκτρονικό φακέλωμα των σωματείων, η ηλεκτρονική ψηφοφορία και τα συναφή, μαζί με την επιχείρηση εξατομίκευσης των εργαζομένων απέναντι στους εργοδότες με τις ατομικές συμβάσεις, η παράταση της εργάσιμης μέρας πέραν του 8ώρου σε δεκάωρα μη πληρωνόμενα (θα “πληρώνονται” με… ρεπό!), τις φθηνότερες και ευκολότερες απολύσεις προσωπικού και άλλα παρόμοια ο Μητσοτάκης τα θέτει στη φαρέτρα της εργοδοσίας και των δικαστηρίων για να αποφασίζουν την νομική καταστολή των εργατικών αντιδράσεων, συμπληρωματικά με τη δράση των αστυνομικών δυνάμεων.
Αλλά αυτό που θα πετύχει θα είναι περισσότερο ανεξέλεγκτες κοινωνικές αντιδράσεις, εξεγέρσεις και επανάσταση…
Η εργατική τάξη αντέδρασε μαζικά. Τόσο με την πολύ μεγάλη γενική απεργία και τις μεγάλες διαδηλώσεις στις 10 Ιουνίου, όσο και με την γενική απεργία και τις συγκεντρώσεις την Τρίτη 16 Ιουνίου.
Και χθες 16 Ιουνίου η χώρα “νέκρωσε”. Πρώτα πρώτα τα λιμάνια, όπου δεν κινήθηκε πλοίο. Η προσπάθεια κυρίως καναλιών να στρέψουν ταξιδιώτες κατά των απεργών στράφηκαν εναντίον της κυβέρνησης. Οι εργάτες της ΠΕΝΕΝ, ΣΤΕΦΕΝΣΩΝ, ΠΕΜΕΝ και όλων των ναυτεργατικών σωματείων ανεβασμένοι στους καταπέλτες απέτρεψαν οποιονδήποτε απόπλου πλοίου. Η απόφαση του δικαστηρίου να κηρύξει «παράνομη και καταχρηστική» την απεργία πήρε την απάντηση που της άρμοζε. Κανένας νόμος και καμιά δικαστική απόφαση δεν μπορούν να εμποδίσουν την εργατική τάξη να αντιδρά στις πραγματικά παράνομες, έστω κι αν έχουν τη σφραγίδα του νόμου και του δικαστηρίου, αποφάσεις που αλλάζουν επί τα χείρω την εργατική νομοθεσία. Η ψήφιση του αντεργατικού νομοσχεδίου – εκτρώματος, με τη σχετική πλειοψηφία των 158 βουλευτών που διαθέτει η ΝΔ είναι η πραγματικά παράνομη και καταχρηστική πράξη.
Ακόμη και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (αυτοί δηλαδή που με τις αποφάσεις τους απαγορεύουν τις απεργίες) θεωρεί ότι το νομοσχέδιο Χατζηδάκη για τα εργασιακά (νόμος πλέον τώρα) «κανονικοποιεί την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, κλονίζει την Συνταγματική ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και τη διασφάλιση της ανεμπόδιστης άσκησης των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, ιδιαίτερα το δικαίωμα στην απεργία». Η δε επιστημονική επιτροπή της Βουλής με γνωμάτευσή της θεωρεί ασύμβατη με την εργατική νομοθεσία την ατομική σύμβαση εργοδότη – εργαζόμενου για παράταση της εργασίας σε 10 ώρες «δεδομένης της ανισοτιμίας της σχέσης εργοδότη και εργαζόμενου».
Έχοντας σκοπίμως επιλέξει την ψήφιση του ν/σ στις μέρες διεξαγωγής των πανελλαδικών εξετάσεων, η κυβέρνηση άσκησε πίεση στα συνδικαλιστικά όργανα των καθηγητών, αλλά και των μέσων μαζικής μεταφοράς να μην απεργήσουν. Η συνδικαλιστική ηγεσία στην ΟΛΜΕ (ΝΔ), αλλά και το ΠΑΜΕ, αντί να αντιστρέψουν το επιχείρημα –να μετατεθεί η ψήφιση του ν/σ σε άλλη ημερομηνία- επέλεξαν το δρόμο του συμβιβασμού. Παρ’ ότι η ΟΛΜΕ εξαιρούσε τους καθηγητές των εξεταστικών κέντρων από την απεργία για να μη διαταραχθεί η ομαλή διεξαγωγή των εξετάσεων, η Κεραμέως και ο υπουργός οικονομικών προσέφυγαν στα δικαστήρια που κήρυξαν παράνομη και καταχρηστική την απεργία στις 16 Ιουνίου στα Λύκεια, όπως και στα ΜΜΜ μέχρι τις 10 π.μ.
Παρ’ όλα αυτά, τα μέσα σταθερής τροχιάς σταμάτησαν για την υπόλοιπη ημέρα, τα λεωφορεία έκαναν στάση εργασίας 1 – 5 μ.μ., τα τρένα και ο προαστιακός δεν κινήθηκαν. Το δημόσιο, οι τράπεζες υπολειτούργησαν, ενώ και στον ιδιωτικό τομέα η απεργία είχε επιτυχίες.
Οι απεργιακές συγκεντρώσεις ήταν μαζικές, αλλά μικρότερες από εκείνες της 10/6. Στην Αθήνα τόσο το πρωί όσο και το απόγευμα η Βουλή ήταν περικυκλωμένη από απεργούς. Στην πρωινή διαδήλωση το ΠΑΜΕ, στην πλατεία Συντάγματος είχε περί τις 8.000 διαδηλωτές, η συγκέντρωση της ΑΔΕΔΥ και ΕΚΑ στην πλατεία Κλαυθμώνος ήταν άμαζη, αποτελούμενη από μερικές εκατοντάδες, παρά την ενίσχυση που τους παρείχαν το ΣΕΚ και η ΟΚΔΕ (ως Αντεπίθεση Εργαζομένων)… Η διαδήλωση πρωτοβάθμιων σωματείων, δασκάλων, βιβλιοϋπαλλήλων, εργαζομένων στο ΤΕΕ, στις τεχνολογίες, φοιτητών και αριστερών οργανώσεων (μεταξύ των οποίων το ΕΕΚ, ΝΑΡ/νΚΑ/Ανταρσύα) από τα Προπύλαια ήταν πολύ ζωντανή και μαχητική, αν και σαφώς μικρότερη από εκείνη της 10/6 που ξεκίνησε από τα Χαυτεία. Δύο χιλιάδες αγωνιστές συμμετείχαν στην πορεία προς τη Βουλή.
Το απόγευμα, επίσης, οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, μαζί με τα πρωτοβάθμια σωματεία βρέθηκαν στο Σύνταγμα μαζί με το ΠΑΜΕ, την ώρα που μέσα στη βουλή διεξάγονταν οι ανούσιες κοκορομαχίες μεταξύ Μητσοτάκη και Τσίπρα, και από τους υπουργούς και βουλευτές της ΝΔ λέγονταν διάφορες «παρλαπίπες» – οι εργαζόμενοι δουλεύοντας 4 μέρες δεκάωρα θα μπορούν να πάρουν ρεπό για να μείνουν με τα παιδιά τους την Παρασκευή, για να πάνε στο γιατρό αν αρρωστήσουν και… για να κερδίζουν δύο ώρες πήγαινε έλα στη δουλειά τους! Για την ιστορία ας επισημάνουμε ότι όλα τα κόμματα καταψήφισαν επί της αρχής το αντεργατικό νομοσχέδιο, όμως ο ΣΥΡΙΖΑ (και άλλα κόμματα πλην ΚΚΕ), ψήφισε σχεδόν τα μισά άρθρα με την δικαιολογία ότι είναι επιταγές της… Ευρωπαϊκής Ένωσης. EE – uber alles!
Είναι σαφές ότι η γενική απεργία (και οι διαδηλώσεις) είχε χάσει το δυναμισμό και την έντασή της και ήταν κατώτερη όχι μόνο των αναγκών αλλά και της απεργίας της 10/6. Η υπονόμευση της απεργίας της 3ης Ιουνίου έφερε ξανά στο προσκήνιο την απούσα εδώ και χρόνια (διορισμένη από το δικαστήριο) ηγεσία του Παναγόπουλου στη ΓΣΕΕ, που έπαιξε άθλιο υπονομευτικό ρόλο στην κλιμάκωση της απεργιακής δράσης, αρνούμενη να προχωρήσει έστω και σε 24ωρη απεργία την ημέρα ψήφισης του ν/σ. Τελικά, την απεργία κήρυξαν η ΑΔΕΔΥ (δημόσιο), το ΕΚΑ (με αλλεπάλληλες ταλαντεύσεις και παραίτηση του συριζαίου προέδρου του), του ΕΚ Πειραιά και Εργατικών Κέντρων και Ομοσπονδιών της δύναμης του ΠΑΜΕ. Η εργατική τάξη για να μπορέσει να δώσει νικηφόρα τον ταξικό πόλεμο κατά των αφεντικών, του κράτους και της δεξιάς κυβέρνησης του μείγματος φασιστών και νεοφιλελεύθερων, πρέπει να απαλλαγεί από τη μέγγενη της γραφειοκρατίας. Το ΕΕΚ, απευθυνόμενο στις ταξικές μαχόμενες δυνάμεις, σε συνδικάτα, οργανώσεις, εργατικές συλλογικότητες, σε οργανωμένους και ανοργάνωτους εργάτες, συνδικαλισμένους ή μη, άνεργους ή ελαστικά εργαζόμενους, προτείνει τη δημιουργία μιας ενωτικής κίνησης που θα παλέψει για την ανεξαρτησία της εργατικής τάξης από την εργοδοσία και το κράτος, ενάντια στην υποταγμένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, αλλά και την «αριστερή» που δεν θέλει να σπάσει τους δεσμούς και τα «κομπρεμί» με την υποταγμένη ΓΣΕΕ.