των Ιμπράμ Ονσούνογλου και Μουσταφά Τσολάκ Αλή.

Η επίσκεψη της Ντόρας Μπακογιάννη στη Θράκη, σε ρόλο nonna, με νουθεσίες – απειλές στους μειονοτικούς που “τόλμησαν” να αφαιρέσουν την πρωτιά απ’ τη ΝΔ στις εκλογές της 21 Μάη και οι απαιτήσεις προς τους μειονοτικούς βουλευτές που εκλέχθηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ να κάνουν δηλώσεις νομιμοφροσύνης, φέρνουν -για άλλη μια φορά- στο προσκήνιο την Τουρκική μειονότητα της Θράκης. Το παρακάτω άρθρο των Ιμπράμ Ονσούνογλου και Μουσταφά Τσολάκ Αλή έχει γραφτεί παλιότερα, αλλά διατηρεί την αξία του και δίνει τις απαραίτητες ιστορικές εθνογραφικές πληροφορίες για την κατανόηση του ζητήματος. Το αναδημοσιεύουμε από διαδικτυακό πόρταλ Radikal.

Οι Τούρκοι στη σημερινή Ελλάδα, δηλαδή Έλληνες πολίτες τουρκικής καταγωγής, μπορεί να χωριστούν σε τρεις ομάδες: στη «Μουσουλμανική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης» που αριθμεί περί τα 100 με 120 χιλιάδες άτομα, στους Τούρκους των Δωδεκανήσων που δεν ξεπερνούν τα 2 χιλιάδες άτομα και τους εσωτερικούς μετανάστες από τους παραπάνω πληθυσμούς που είναι εγκατεστημένοι σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις της Βόρειας Ελλάδας και ανέρχονται σε μερικές χιλιάδες (3 ή 4 χιλιάδες). Υπάρχουν βέβαια Τούρκοι μειονοτικοί μετανάστες στο εξωτερικό εγκατεστημένοι κυρίως στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της ΕΕ των οποίων ο αριθμός είναι παραπάνω από 20 χιλιάδες. Οι εγκατεστημένοι στην Τουρκία υπολογίζονται σε 7 χιλιάδες περίπου. Όλοι οι παραπάνω μετανάστες του εξωτερικού διατηρούν την ελληνική υπηκοότητα με τάση να την εγκαταλείπουν και να παίρνουν την τουρκική. Η τάση αυτή έχει διακοπεί τα τελευταία χρόνια.

Αποτελούν ιδιαίτερη ομάδα και βρίσκονται εκτός του πλαισίου του άρθρου αυτού οι πρόσφυγες/μετανάστες προερχόμενοι εκ Τουρκίας, που τα 5 τελευταία χρόνια μας έρχονται πάλι με αυξανόμενους ρυθμούς λόγω πολιτικών διώξεων.

Η παρουσία των Οθωμανών Τούρκων στη Δυτική Θράκη, αλλά και στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο και τα Βαλκάνια ξεκινά τον 14ο αιώνα πριν από την κατάκτηση της Πόλης, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία μεταφέρει τους πρώτους Τούρκους στην περιοχή και ακολουθεί η μεταφορά κι άλλων στο επόμενο διάστημα.

Οι σημερινοί Τούρκοι της ελληνικής Θράκης κατάγονται από τους τότε Τούρκους και Τουρκομάνους που μεταφέρθηκαν ως έποικοι, καθώς και από εξισλαμισθέντες γηγενείς και άλλους πληθυσμούς. Οι τελευταίοι, ως μουσουλμάνοι πρώτα αποκτούν την οθωμανική συνείδηση και αργότερα, μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη μετατροπή σε μειονότητα του μουσουλμανικού πληθυσμού μεταπηδούν στην τουρκική εθνική συνείδηση παρά τις ενίοτε διακριτές εθνοτικές διαφορές. Και συντελείται έτσι η ταχεία εθνοτική ενιαιοποίηση της Μειονότητας. Σημειωτέον ότι αν δεν είχαν εξαιρεθεί από την ανταλλαγή πληθυσμών το 1924 όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης, θα είχαν μεταφερθεί στην Τουρκία.

Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο η Δυτική Θράκη πέρασε υπό τον έλεγχο της Βουλγαρίας. Την ίδια περίοδο κάποιοι αξιωματικοί των Νεότουρκων έρχονται στην περιοχή για να οργανώσουν την αντίσταση κατά της βουλγαρικής κατοχής και ιδρύουν την Ανεξάρτητη Τουρκική Δημοκρατία της Δυτικής Θράκης, ένα κρατίδιο που θα έχει ζωή μόλις 58 μέρες.

Μετά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο και την ήττα της Βουλγαρίας στη Δυτική Θράκη εγκαθίσταται γαλλική διοίκηση. Αυτή οργανώνει ένα άτυπο και έμμεσο δημοψήφισμα για το αν η Δυτική Θράκη θα ενσωματωθεί στην Ελλάδα ή την Βουλγαρία ή θα μείνει ως γαλλική αποικία. Οι Τούρκοι αντιπρόσωποι που αποτελούσαν και την πλειοψηφία ψήφισαν υπέρ της Ελλάδας κι έτσι άνοιξε ο δρόμος για την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα.

Ακολουθεί η μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, η Συνθήκη της Λωζάνης, η ανταλλαγή πληθυσμών.

Με τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης το 1923, μεταξύ των άλλων αποφασίσθηκε η ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με εξαίρεση τους Τουρκομουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης και τους Ρωμιούς-Έλληνες της Πόλης.

Προ του 1923 και της υπογραφής της Συνθήκης της Λοζάνης οι Τούρκοι αποτελούσαν το 67% των κατοίκων της Δυτικής Θράκης (129.120 άτομα), ενώ οι Έλληνες το 18% (33.910 άτομα). Επίσης υπήρχαν και 26.266 Βούλγαροι, 1.480 Εβραίοι και 923 Αρμένιοι. Υπολογίζεται πως παραπάνω από 75% της γης ανήκαν στους Τούρκους. Σήμερα οι Έλληνες (Χριστιανοί) αποτελούν περίπου το 65% του πληθυσμού, ενώ υπολογίζεται πως κατέχουν παραπάνω από 75% της γης.

Από το 1924 μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι τα χρόνια της ελληνοτουρκικής φιλίας, οι καλές σχέσεις μεταξύ Κεμάλ-Βενιζέλου και Ινονού-Μεταξά. Στα χρόνια αυτά, η ελληνική διοίκηση δεν έχει εγκατασταθεί πλήρως, ο έλεγχος είναι χαλαρός και η Μειονότητα απολαμβάνει την κοινοτική της αυτοοργάνωση που παρουσιάζει εξαιρετική ποικιλομορφία από φεουδαρχική έως πρωτόγονη σοσιαλιστική.

Ακολουθεί ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η γερμανοβουλγαρική κατοχή στη Δυτική Θράκη, η Αντίσταση, η απελευθέρωση της Θράκης, ο Εμφύλιος.

Στα χρόνια της κατοχής και του Εμφυλίου, ένα μεγάλο κομμάτι του μειονοτικού πληθυσμού (σύμφωνα με τον δικτάτορα Δ. Ιωαννίδη 40 χιλιάδες άτομα) κατέφυγαν στην Τουρκία για να επιστρέψουν μετά τη λήξη του Εμφυλίου.

Η περίοδος της γερμανοβουλγαρικής κατοχής και του Εμφυλίου ήταν ιδιαίτερα οδυνηρή για τη Μειονότητα.

Στο διάστημα από το 1948 μέχρι το 1955, η ελληνοτουρκική φιλία είναι πάλι στην επικαιρότητα λόγω της ένταξης Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και του κοινού αντικομμουνιστικού μετώπου. Και η Μειονότητα απολαμβάνει τα αγαθά της φιλίας αυτής, απελευθερώνεται η χρήση του όρου «τουρκικός», ιδρύεται το πρώτο μειονοτικό γυμνάσιο Τζελάλ Μπαγιάρ στην Κομοτηνή κ.ά.

Ξεσπάει η κυπριακή κρίση, ακολουθούν τα Σεπτεμβριανά, το πογκρόμ κατά των Ρωμιών της Πόλης και η Τουρκική Μειονότητα αρχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα από τη Διοίκηση.

Η Ελλάδα ως ένα σκληρό κράτος έθνος, ευθύς εξ αρχής και πριν από το πογκρόμ του 1955 κατά των Ρωμιών της Πόλης δια μέσου του μηχανισμού που σήμερα αποκαλείται «Βαθύ Κράτος» επεξεργαζόταν σχέδια αποτουρκοποίησης, εξουδετέρωσης και εξάλειψης της Μειονότητας ως εθνικού κινδύνου. Το πογκρόμ της Πόλης αποτέλεσε ένα επιπλέον επιχείρημα.

Αρχίζουν να λαμβάνονται τα πρώτα διοικητικά μέτρα κατά της Μειονότητας, καταστρατηγείται βαθμιαία η σχετική αυτονομία μειονοτικών θεσμών που καθιερώνεται με τη Συνθήκη της Λωζάνης και γνωρίζει μεγάλη άνθιση το τουρκοφοβικό αντιμειονοτικό σύνδρομο της ελληνικής Πολιτείας.

Χτυπιέται κυρίως η ημιαυτόνομη και δίγλωσση μειονοτική εκπαίδευση, απολύονται οι μειονοτικοί δάσκαλοι του τουρκόφωνου προγράμματος, κατεβάζουν τις πινακίδες από τα μειονοτικά δημοτικά με επιγραφή «Τουρκικό Σχολείο» (οι νέες πινακίδες γράφουν «Μουσουλμανικό Σχολείο» και αργότερα «Μ/κο»), περιορίζεται έως πλήρους απαγορεύσεως η εισαγωγή τουρκόφωνων βιβλίων και εντύπων στα σχολεία, περιορίζονται ασφυκτικά οι αρμοδιότητες των σχολικών εφοριών κ.ά. Και γενικά υποβαθμίζεται η μειονοτική εκπαίδευση η οποία κατά την ελληνική Διοίκηση είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος της τουρκικής προπαγάνδας και εκλαμβάνεται πια ως «εχθρική δραστηριότητα».

Από το 1965 με τις απελάσεις των Ελλήνων της Πόλης η ελληνική μειονοτική πολιτική λαμβάνει πια χαρακτήρα «Μεγάλης Δίωξης» της Τουρκικής Μειονότητας και τίθενται σε εφαρμογή ολοένα πιο σκληρά διοικητικά μέτρα. Οι σχετικές εισηγήσεις για τα μέτρα είναι του ειδικού απόρρητου βαθυκρατικού οργάνου που ονομάζεται «Συντονιστικό Συμβούλιο της Θράκης». Μια από τις προτάσεις του Συμβουλίου που έγινε αποδεκτή από την κυβέρνηση και εφαρμόσθηκε ευρύτατα στα επόμενα 20 περίπου χρόνια είναι η χορήγηση δανείων στους χριστιανούς της περιοχής (δάνεια εθνικής σκοπιμότητας) για εξαγορά των περιουσιακών στοιχείων των μουσουλμάνων, ώστε να διευκολυνθεί η μετανάστευσή τους στην Τουρκία. Στο ίδιο αποσκοπούσαν και οι διάφορες μαζικές απαλλοτριώσεις γαιών που θα γίνουν και που ανήκαν στους μειονοτικούς αγρότες.

Στο εξής στα χρόνια της Χούντας και της Μεταπολίτευσης μέχρι και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 90 τα μέτρα και οι διακρίσεις θα είναι κυρίως οικονομικού χαρακτήρα, να πεινάσει δηλαδή ο μειονοτικός και να γυρέψει την τύχη του μεταναστεύοντας αλλού, είτε στην Τουρκία είτε σε χώρες της ΕΕ είτε ακόμα εντός της χώρας αρκεί να φύγει από τη Θράκη. Ο μειονοτικός σε κάθε βήμα του πια εισπράττει τη βούληση της Πολιτείας ότι είναι ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ. Η ακολουθούμενη πολιτική μπορεί να συνοψισθεί στο σύνθημα «Πάρτε διοικητικά μέτρα εναντίον της Μειονότητας, κάντε τη ζωή της δύσκολη, ώστε να σηκωθεί να φύγει».

Μετά ήρθε η Χούντα των Συνταγματαρχών (1967-1974), η επτάχρονη δικτατορία, κατά την οποία η καταπίεση, οι διακρίσεις και ο οικονομικός αποκλεισμός σε βάρος της Μειονότητας έφτασαν στο αποκορύφωμα. Επιταχύνεται η μετανάστευση στην Τουρκία, που ενθαρρύνεται με διάφορους τρόπους, αδειάζουν τα μειονοτικά χωριά, προλεταριοποιείται ο πληθυσμός, οι μειονοτικοί για πρώτη φορά δοκιμάζουν την εσωτερική μετανάστευση –γιατί ελπίζουν πως εκτός Θράκης δεν θα αντιμετωπίσουν διακρίσεις και καταπίεση–, δεν υπάρχει τομέας και ανθρώπινη δραστηριότητα όπου ο μειονοτικός να μην αντιμετωπίζει διάκριση και να μην καταπιέζεται.

Η Μεταπολίτευση τόσο στα χρόνια της διακυβέρνησης από τη ΝΔ όσο και από το ΠΑΣΟΚ όχι μόνον δεν βελτιώνει την κατάσταση, αλλά την επιδεινώνει ακόμα περισσότερο. Τον πρώτο χρόνο της Μεταπολίτευσης ο μειονοτικός πληθυσμός ζει υπό «καθεστώς τρομοκρατίας». Στο μεταξύ από πολλού έχει ενεργοποιηθεί η ρατσιστική διάταξη του άρθρου 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγενείας και οι μειονοτικοί πολίτες χάνουν πια σωρηδόν την ελληνική ιθαγένεια και καθίστανται ανιθαγενείς. Ο αριθμός των μειονοτικών που έχασαν την ιθαγένεια τους στα χρόνια αυτά υπολογίζεται στους 44 χιλιάδες.

Η Μειονότητα τη μεγάλη απογοήτευση ζει στα χρόνια της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, που το υποστήριξε μαζικά στις εκλογές του 1981, ελπίζοντας ότι θα χαλαρώσει τουλάχιστον τα μέτρα που ίσχυαν, αν δεν μπορεί να τα καταργήσει. Υπεύθυνος του μειονοτικού στο Υπ.Εξ τίθεται τότε ο τουρκοφάγος Ιωάννης Καψής που εξελίχθηκε σε μεγάλο «μειονοτητοφάγο». Τα διοικητικά μέτρα, κυρίως οικονομικά, γίνονται ακόμα σκληρότερα και πιο αποπνικτικά, προστίθενται άλλα Πασοκογενή και η Μειονότητα φτωχοποιείται εντατικά.

Ήταν ιδέα του Καψή η μη αναγνώριση των πτυχίων των μειονοτικών που είχαν αποφοιτήσει από τα τουρκικά πανεπιστήμια. Το ΠΑΣΟΚ πάλι δεν δίστασε να κλείσει τους τρεις ιστορικούς μειονοτικούς συλλόγους που έφεραν στον τίτλο τους την εθνοτική επωνυμία «τουρκικός», κάτι που σεβάστηκαν η φασιστική Χούντα και οι προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε αφορμή για δύο μεγάλες κινητοποιήσεις της Μειονότητας στην Κομοτηνή τον Γενάρη του 1988 για πρώτη φορά στην ιστορία της.

Από τη μια η αποφασιστικότητα της Μειονότητας να αγωνιστεί επί τέλους για να διεκδικήσει τα βασικά ανθρώπινα και πολιτικά της δικαιώματα, από την άλλη η αντίδραση του οργανωμένου παρακράτους και Βαθέως Κράτους με αποκορύφωμα το μίνι-πογκρόμ της Κομοτηνής στις 29 Γενάρη 1990, φαίνεται πως προβλημάτισαν την πολιτική ηγεσία του τόπου.

Σε ειδική σύσκεψη όλων των πολιτικών αρχηγών αποφασίστηκε η άρση των αντισυνταγματικών και ρατσιστικών διοικητικών μέτρων που ίσχυαν και εφαρμόζονταν εδώ και παραπάνω από 30 χρόνια εναντίον της Μειονότητας. Ήταν και μια έμμεση παραδοχή όλων των πολιτικών κομμάτων ότι τα γνώριζαν και τα ενέκριναν, άρα όλα ήταν συνένοχα.

Τον Μάη του 1991 ο τότε πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης σε ομιλία του στην Κομοτηνή διακήρυξε την πολιτική «ισονομίας και ισοπολιτείας» για τη Μειονότητα. Ήταν και μια ομολογία ότι οι μειονοτικοί αντιμετωπίζονταν έως τότε όχι ως πολίτες Β’ κατηγορίας, αλλά ως ανεπιθύμητοι μη πολίτες. Η Μεγάλη Δίωξη της Μειονότητας τυπικά έληξε μετά από επτά χρόνια όταν επιτέλους η Βουλή το καλοκαίρι του 1998 κατάργησε το ρατσιστικό άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγενείας.

Όσον αφορά την «ισονομία – ισοπολιτεία» για την Τουρκική Μειονότητα της Θράκης θα είναι ένα συνεχές ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ σ’ ένα περιβάλλον σκληρού κράτους έθνους όπως είναι η Ελλάδα.

Σημείωση: Δεν αναφερθήκαμε καθόλου στις σχέσεις της Μειονότητας με την Τουρκία. Το θέμα είναι πολύπλοκο και ακανθώδες και θα χρειαστεί ειδικό άρθρο για να το παρουσιάσουμε. Πάντως οι παρεμβάσεις της Τουρκίας στη Μειονότητα και οι προσπάθειές της να τη μανιπουλάρει στην κατεύθυνση των επιδιώξεών της έχουν εξελιχθεί σε μείζον πρόβλημα.

Ιμπράμ Ονσούνογλου – Μουσταφά Τσολάκ Αλή

  • (Δημοσιεύθηκε στην «Αντιφασιστική Φρουρά»)