της Βαλέρια Σλώτερ 1H ΒalerieSlaughterείναι Αμερικανίδα συγγραφέας και αρθρογράφος με έδρα την Βαρκελώνη

Την προηγούμενη φορά που υπήρξε μια παγκόσμια πανδημία, η οργανωμένη εργατική τάξη, ενώθηκε για να προστατεύσει τα μέλη της και να παλέψει τα αφεντικά.

Η απεργία ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1919, κατά την διάρκεια του τρίτου κύματος της επιδημίας και παρέλυσε την Βαρκελώνη. Την Ιανουάριο η εταιρία ύδρευσης Ebro Irrigation και η Εταιρία Ηλεκτρισμού, γνωστή ως «La Canadiense» (H Καναδέζα), όνομα που το οφείλει στο γεγονός ότι τα κεντρικά της γραφεία ήταν στο Τορόντο, μείωσαν τους μισθούς και απέλυσαν 8 διοικητικούς υπαλλήλους, «λευκά κολάρα» διότι διαμαρτυρήθηκαν. Όταν 140 εργάτες, από τα λεγόμενα «μπλε κολάρα», απειλήθηκαν με απόλυση και επαναπρόσληψη με χαμηλότερους μισθούς, απεύθυναν έκκληση στην αναρχοσυνδικαλιστική Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας (Confederación Nacional del Trabajo – CNT), ένα σωματείο που είχε κερδίσει μεγάλη επιρροή στη Βαρκελώνη την προηγούμενη χρονιά. Η CNT κάλεσε σε Γενική Απεργία, και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ακτιβιστής και ιστορικός Πάκο Ιγκνάσιο Τάιμπο II, στην ιστορική αναδρομή του με τίτλο “Que Sean Fuego Las Estrellas” (Να πάρουν φωτιά τα αστέρια): «η απεργία μεταδόθηκε σαν επιδημία που μεταδίδονταν με τον αέρα και την επαφή»

Η μεταφορά αυτή είναι επίκαιρη στις μέρες μας. Θυμόμαστε αυτήν τη στιγμή της ιστορίας σαν μια στιγμή κατά την οποία το σύνολο του κόσμου, βρισκόταν στη δίνη της αποκαλούμενης «Ισπανικής γρίπης», η οποία πολλές φορές παρομοιάζεται με την πανδημία του COVID-19. Φυσικά δεν ήταν καθόλου Ισπανική, καθώς η γρίπη ονομάστηκε έτσι επειδή ο ουδέτερος τύπος της Ισπανίας ήταν ελεύθερος τότε να καλύπτει την πανδημία, την στιγμή που στην υπόλοιπη Ευρώπη ο τύπος βρισκόταν κάτω από την λογοκρισία της εποχής του πολέμου.

Η γρίπη χτύπησε την Ισπανία σε τρία κύματα. Το πρώτο εμφανίστηκε την άνοιξη του 1918, με ήπια συμπτώματα, υψηλή μεταδοτικότητα αλλά χαμηλή θνησιμότητα. Μετά τον καλοκαιρινό εφησυχασμό, ήρθε το διαβόητο στις μέρες μας, δεύτερο κύμα, πολύ πιο θανατηφόρο από το πρώτο και με δείκτη θνησιμότητας να φτάνει στο 14%. Με το τρίτο και τελευταίο κύμα, την άνοιξη του 1919, τα αποτελέσματα της γρίπης έγιναν λιγότερο έντονα, καθώς τα χειρότερα είχαν ήδη συμβεί. Σύμφωνα με τους τωρινούς υπολογισμούς, πάνω από 260.000 Ισπανοί, πέθαναν από την Ισπανική γρίπη, εκ των οποίων το 45% κατά την διάρκεια του Οκτωβρίου του 1918 μόνο.

Ως συνέπεια, τον Φεβρουάριο του 1919, έχοντας να αντιμετωπίσει την κοινωνική αναταραχή μαζί με τη φυσική καταστροφή, η Ισπανική κυβέρνηση, υπό τον Βασιλιά Αλφόνσο XIII, επέβαλε στρατιωτικό νόμο, συλλαμβάνοντας πάνω από 4.000 εργάτες και αντικαθιστώντας τούς απεργούς με στρατιώτες.

Ακόμη κι έτσι, οι διακοπές ηλεκτροδότησης έφταναν το 70% στη βιομηχανία της Βαρκελώνης που αναγκάστηκε να διακόψει την λειτουργία της για μια πρωτοφανή περίοδο 44 ημερών. Τα εργοστάσια, οι δημόσιες υπηρεσίες και τα τραμ έκλεισαν. Κατά την διάρκεια του τρίτου κύματος της επιδημίας, η Βαρκελώνη ήταν μια πόλη βυθισμένη στο σκοτάδι.

Η «Καναδέζα», όπως ονομάστηκε η απεργία από την εταιρία απ’ όπου ξεκίνησε, μετατράπηκε από αυτό που θα μπορούσε να είναι μια ήσσονος σημασίας σύγκρουση για τα δικαιώματα ενός τοπικού σωματείου, σε μια μεγάλη μάχη όχι μόνο ενάντια στην εθνική κυβέρνηση αλλά και στο διεθνές κεφάλαιο. Μέχρι τα τέλη Μαρτίου, η υδροηλεκτρική εταιρεία Ebro και η «Καναδέζα», αναγκάστηκαν να υποκύψουν στις απαιτήσεις της CNT: αυξήσεις στους μισθούς, αποζημιώσεις για τους χαμένους μισθούς της απεργίας και αμνηστία στους διαμαρτυρόμενους απολυμένους. Η Ισπανική κυβέρνηση έγινε μια από τις πρώτες μέσα στην Ευρώπη που θεσμοθέτησε την 8ωρη εργασία στη βιομηχανία – μια μανούβρα στην προσπάθειά της να αποφύγει περισσότερες συγκρούσεις.

Ο ακτιβιστής και ιστοριοδίφης Jose Pierats γράφει στοCNT and the Revolution πως η «Καναδέζα ήταν μια από τις καλύτερα οργανωμένες απεργίες σε όλο τον κόσμο». Και αυτό όχι εξαιτίας των υλικών της κερδών αλλά επειδή έγινε σύμβολο προλεταριακής ενότητας στην πράξη.

Η «Καναδέζα» σηματοδότησε το αποκορύφωμα των εντάσεων που σιγόκαιγαν (της μεταπολεμικής ύφεσης και της διογκούμενης ανισότητας) που έφτασαν σε σημείο βρασμού κατά την διάρκεια της πανδημίας. Η σημαντικότερη συνέπεια αυτού που αναφέρεται εξαιρετικά ως «η ξεχασμένη πανδημία» και που αφέθηκε εντελώς έξω από τα βιβλία της ιστορίας (ακόμη και της ιστορίας της εργασίας), πρέπει να αναδειχθεί μέσα από αυτήν την ιστορία αλληλεγγύης που εξαπλώθηκε ανάμεσα στους Ισπανούς εργάτες στα 1918-19.

Η δημογραφική ανάπτυξη στην Ισπανία είχε αρνητικό πρόσημο δύο φορές στη διάρκεια του 20ού αιώνα: κατά την διάρκεια της πανδημίας του 1918 και στο αποκορύφωμα του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου το 1939. Αλλά αν ο πόλεμος διατηρήθηκε ζωντανός στη λαϊκή μνήμη με την απεικόνισή του στην ιστορία και την λογοτεχνία μέσα από το «Φόρος τιμής στην Καταλονία» του Όργουελ, ή το «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα» του Χέμινγουεϊ, δεν έχει συμβεί το ίδιο με την Ισπανική γρίπη.

Ο ιστορικός Ryan Davis, στο βιβλίο του «Η Ισπανική γρίπη», αναρωτώμενος για την απουσία της πανδημίας τόσο στην Αμερικανική όσο και στην Ισπανική λογοτεχνία, κάνει την υπόθεση πως σε αντίθεση με τις πιο τραγικές και παρατεταμένες ασθένειες των αρχών του 20ου αιώνα (χολέρα, τύφο, φυματίωση), η Ισπανική γρίπη ήταν τόσο σύντομη και τόσο θανατηφόρα για να είναι «ρομαντική» αλλά και τόσο συνηθισμένη ώστε να θεωρείται κοινότυπη. Της έλειπε δηλαδή η μεταφορική δύναμη. Ακόμη περισσότερο, εξαιτίας της χρονικής εγγύτητάς της με τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο ο οποίος, όπως γράφει η καθηγήτρια ιατρικής Catherine Belling, στο “Overwhelming the Medium”, είχε πολύ πιο προβλέψιμες συνέπειες από το χάος που χαρακτήρισε την γρίπη.

Όμως όσο τρομερή και αν ήταν -ο Π.Ο.Υ. χαρακτηρίζει την επιδημία του 1918, ως την «πλέον καταστροφική επιδημία μολυσματικών ασθενειών που έχει καταγραφεί ποτέ»- η γρίπη ήρθε και έφυγε χωρίς πολύ θόρυβο.

Στην Ισπανία, η γρίπη αυτή δεν προσεγγίζεται ως μια καθαυτό κρίση, αλλά σαν μια από τις πολλές κρίσεις. Ο Καταλανός συγγραφέας Josep Pla, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι του στη Βαρκελώνη και να πάει στην ύπαιθρο για να αποφύγει τον ιό. Έγραψε στο περιοδικό του το οποίο εκδιδόταν με τον τίτλο “The Grey Notebook”, τον Οκτώβριο του 1918:

«H γρίπη συνεχίζει ασταμάτητα να σκοτώνει ανθρώπους. Αυτές τις τελευταίες μέρες χρειάστηκε να πάω σε αρκετές κηδείες. Αυτό χωρίς αμφιβολία κάνει κάποιον να βλέπει το πρόσωπο του θανάτου με λιγότερα αισθήματα. Τα πραγματικά και αυθεντικά συναισθήματα έχουν μετατραπεί σε ένα είδος διεκπεραιωτικής ρουτίνας

Αυτή η κόπωση που περιγράφει ο Pla, ήταν ευρείας κλίμακας. Για τους Ισπανούς όπως αναφέρει ο Davis, η επιδημία ήταν απλώς «ένα σύμπτωμα που έφερε στην επιφάνεια πιο διαρθρωτικά προβλήματα που μάστιζαν την Ισπανία (και όλη την Ευρώπη)».

Στις αρχές του 20ου αιώνα, η εργατική δυσαρέσκεια άνθιζε στις Ισπανικές πόλεις, όπως και σε πολλές πόλεις στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο, προκαλούμενη από τις κακές συνθήκες εργασίας που συνόδευαν την ταχύτατη αστικοποίηση και εμπνεόμενη από την Μπολσεβίκικη επανάσταση του 1917.

Η Βαρκελώνη είχε μετατραπεί στο «εργοστάσιο της Ισπανίας», υποδεχόμενη μια πλημμύρα από μετανάστες εργάτες που έρχονταν από τις υποβαθμισμένες αγροτικές περιοχές του νότου. Σαν τέτοια έγινε η σκηνή πάνω στην οποία αναπτύχθηκε η ταξική συνείδηση με την άνθηση των αναρχικών και σοσιαλιστικών κινημάτων. Ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε κατά 300% ανάμεσα στο 1850 και στο 1900. Η προσφορά κατοικίας δεν μπορούσε να καλύψει την διογκούμενη ζήτηση, οδηγώντας στην κατασκευή τόσων πολλών barracas -πρόχειρα σπίτια φτιαγμένα από πεπιεσμένο νοβοπάν, παλιοσίδερα και οικιακά απορρίμματα- έτσι ώστε οι αναλυτές ονόμασαν την Βαρκελώνη, μια “barracopolis.” [Σ.τ.Μ.: Παράγκα και Παραγκούπολη, αντίστοιχα, είναι λέξεις που κατάγονται από τις αντίσοιχες Ισπανικές]

Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος σύμφωνα με τον Τάιμπο, έφερε μια «έκρηξη» χρημάτων στη Βαρκελώνη. Οι εργοδότες πλούτισαν πουλώντας διάφορες προμήθειες στην Ευρώπη που είχε κομματιαστεί από τον πόλεμο, ενώ οι εργατικοί μισθοί παρέμεναν στάσιμοι. Όταν η Βαρκελώνη έπεσε σε ύφεση, καθώς μεταπολεμικά οι παραγγελίες μειώθηκαν, αυξήθηκε η πίεση πάνω στους εργάτες. Αυτοί υποχρεώνονταν να εργαστούν 10, 12, 14 ώρες την μέρα μέσα σε επιβλαβείς συνθήκες, και να υπομένουν την κτηνώδη πειθαρχία των εργοδοτών και των επιστατών.

Όπως γράφει ο ιστορικός του Ισπανικού εργατικού κινήματος Chris Ealham στο “Class, Culture and Conflict in Barcelona, μέσα από την ίδια την εμπειρία των εργαζομένων που αντιμετώπιζαν μια αδιάφορη εργοδοσία βιομηχάνων, στα πλαίσια ενός κατασταλτικού κράτους έκανε «αναπόφευκτες τις πρωτοβουλίες διεκδίκησης κράτους πρόνοιας». Οι εργάτες ξεκάθαρα κατάλαβαν πως οι κυβερνητικοί οργανισμοί δεν μπορούσαν να μεταρρυθμιστούν με τις όποιες τους πολιτικές μανούβρες και τους έβλεπαν σαν «έναν εχθρό που έπρεπε να τον συντρίψουν».

Ήταν η αρχή των «χρόνων του πιστολιδιού» (años del pistolerismo), τα χρόνια του νόμου των όπλων, που σημαδεύτηκαν από οδομαχίες στους δρόμους της Βαρκελώνης στο στυλ της Αμερικανικής Άγριας Δύσης. Τα αφεντικά προσέλαβαν pistoleros, οπλισμένους μπράβους, για να καταστείλουν απεργίες και να δολοφονήσουν ηγέτες εργατικών σωματείων.

Τα σωματεία απευθύνθηκαν σε ομάδες αυτοάμυνας για προστασία (grupos de afiliación), νεαρούς άντρες που περιφρουρούσαν εξέχοντα στελέχη των σωματείων και διέπρατταν επιθέσεις σε επιχειρηματίες. Αυτές οι ομάδες είχαν πολύ κακά ονόματα: Los Desheredados (Οι απόκληροι), Los Indomables (Οι ανεξέλεγκτοι) και Els Fills de Puta (Οι πουτ…. γιοί). Και εν τω μέσω όλων αυτών ήρθε και η γρίπη.

Σε αντίθεση με την σημερινή πανδημία, η γρίπη του 1918, έδειξε μια ασυνήθιστη προτίμηση στους νεαρούς άντρες ηλικιών μεταξύ 25 – 29 ετών. Αυτοί είχαν το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας από οποιαδήποτε άλλη δημογραφική ομάδα πληθυσμού.

Η CNT γι’ αυτόν τον λόγο, αντιπροσώπευε έναν από τους πλέον εκτεθειμένους πληθυσμούς, ακόμη και όταν το σωματείο δεν είχε πει τίποτα ακόμη για αυτό. Η εφημερίδα της CNT, η Solidaridad Obrera, αναφερόταν στη γρίπη μόνο φευγαλέα. Σε μια περίπτωση, αναφερόμενη σε κάποια εργατική διεκδίκηση σε μια ξυλοβιομηχανία που κατασκεύαζε φέρετρα, έγραφε πως είναι αδιανόητο, τα αφεντικά να αρνούνται αυξήσεις στους μισθούς, ενώ διοικούν μια τόσο τραγική επιχείρηση.

Ο χρόνος αυτός της πανδημίας, ωστόσο, θα οδηγούσε σε ιστορικές αλλαγές την CNT. Ενώ το συνδικάτο είχε πρωτο-εμφανιστεί στη Βαρκελώνη από το 1910, ήταν ωστόσο το 1918 που έγινε όπως περιγράφει ο Ealham, το «αποκούμπι των κατατρεγμένων». Από το 1918 έως το 1919, η συμμετοχή πανεθνικά διπλασιάστηκε από τα 345.000 μέλη στα 715.000. Η βιομηχανική Βαρκελώνη, η έδρα της δύναμης της CNT, έγινε μια από τις περισσότερο συνδικαλισμένες πόλεις της Ευρώπης.

Αυτή η αύξηση παρατηρήθηκε για πρώτη φορά σε ένα συνέδριο στη γειτονιά Sants της Βαρκελώνης, τον Ιούλιο του 1918, δηλαδή αμέσως μετά από το αρχικό κύμα εξάπλωσης του ιού. Εκεί ήταν που η CNT ενοποίησε τα διαφορετικά σωματεία της πόλης σε ένα ενιαίο συνδικάτο, το Sindicato Único, βάζοντας στην άκρη παραδοσιακούς διαχωρισμούς και ενοποιώντας τα απεργιακά ταμεία με την πρόθεση να οργανωθούν αποκλειστικά στη βάση της αμοιβαιότητας. Το περιρρέον χάος της γρίπης, κατά τα φαινόμενα δεν αποθάρρυνε τους συμμετέχοντες, αλλά αντίθετα τόνισε και ενδυνάμωσε τις πεποιθήσεις τους. Ο Τάιμπο, παραθέτει έναν εκ των οργανωτών, τον Joan Ferrer:

 «Οι μέρες του συνεδρίου, συνέπεσαν με την επιδημία της γρίπης που έπεσε πάνω από την Βαρκελώνη κατά την οποία οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες. Θυμάμαι ότι ενώ εμείς καταπιανόμασταν με την δημιουργία του Sindicato nico, όταν αποχωρούσαμε από την αίθουσα της οργάνωσης, πέφταμε πάνω σε φορτηγά που φόρτωναν πτώματα από τους δρόμους. […]

Έτσι προσγειωνόμασταν σύντομα στην πραγματικότητα και αναλογιζόμασταν: Χριστέ μου! Πόσο σκληρή είναι αυτή η πανδημία. Αλλά αμέσως μετά επέστρεφε η ενασχόλησή μας με το Sindicato Único, κάτι που έκανε να φύγει μακριά όλη η μιζέρια, η οποία μια που θα σε άγγιζε, και θα σε σκότωνε στα σίγουρα.»

Η ενότητα που επιτεύχθηκε στη συνάντηση του Sants, επέτρεψε στην CNT να θριαμβεύσει μέσα από την πανδημία. Το συνδικάτο έστρεψε αμέσως την προσοχή του στην κατεύθυνση της δημιουργίας δημόσιων προλεταριακών δράσεων κινητοποιώντας εργαζόμενους μέσα και έξω από τα εργοστάσια με παύση πληρωμών ενοικίων, πορείες ανέργων και προγράμματα πάλης ενάντια στον αναλφαβητισμό. Διαχεόμενη μέσα στις κοινότητες βάσης, οι βαθιές ρίζες της CNT της επέτρεψαν να τις οργανώσει, ακριβώς εκεί όπου οι πολιτικές δομές του κατεστημένου δεν μπορούσαν να διεισδύσουν. Ο λόγος του αναρχοσυνδικαλισμού, μιλώντας για τις δυσκολίες των εργατών σε γλώσσα που την καταλάβαιναν, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την κινητοποίηση των γειτονιών προς τις τάξεις του, κατά την διάρκεια της πανδημίας.

Καθώς το καταστροφικό δεύτερο κύμα χτυπούσε την Ισπανία, τον Οκτώβριο, η εκδιδόμενη στην Μαδρίτη, εφημερίδα των δημοκρατικών El Liberal ζήτησε, ως απάντηση, αυτό που ανάρτησε σε ένα εντυπωσιακό της πρωτοσέλιδο ως dictadura sanitaria, δηλαδή μια «υγειονομική δικτατορία». Ως δική της συμβολή σε αυτήν, η εφημερίδα συμφώνησε να σταματήσει την δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με τον όλεθρο που φέρνει η γρίπη σε όλη την Ισπανία.

Η κυβέρνηση ενθουσιάστηκε με την πρόταση αυτή, ανακοινώνοντας την επόμενη μέρα κιόλας στη δεξιά εφημερίδα της Μαδρίτης ABC, πως αυτή η υγειονομική δικτατορία είχε λάβει χώρα στην πραγματικότητα, ήδη πριν την έναρξη της γρίπης. Η εξαγγελία ενός «ισχυρού οργανισμού υγείας για να μας σώσει από κάθε απειλή» ήταν κωμική καθώς σε αντίθεση με αυτό, υπήρχε μια διαδεδομένη αίσθηση ότι η πανδημία είχε αποκαλύψει το βαθύ πεδίο ανεπάρκειας και αποσύνθεσης του συστήματος υγείας.

Αυτή η έκκληση για μια υγειονομική δικτατορία επεδίωκε να επανενώσει από πάνω προς τα κάτω το μοντέλο εξουσίας που οι κοινότητες της CNT, μη δείχνοντας καμιά εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση για να τις βοηθήσει, είχαν οραματιστεί να το ανατρέψουν.

Η «Καναδέζα» σηματοδότησε την αποκορύφωση της CNT εκείνη την περίοδο. Χτυπημένες από την επιτυχία της απεργίας και βλέποντας τα επιχειρηματικά τους κέρδη να παρακμάζουν, οι επιχειρήσεις της Καταλονίας έσπευσαν να ανακτήσουν τον έλεγχο. Η βία του pistolerismo αυξήθηκε δραματικά τα επόμενα χρόνια. Στελέχη βασικά της CNT δολοφονήθηκαν στους δρόμους. Μεταξύ 1919 και 1923, 189 εργάτες και 21 αφεντικά σκοτώθηκαν στην Βαρκελώνη.

Κάτω από το βάρος αυτών των επιθέσεων, οι ιδεολογικές διαμάχες στο εσωτερικό της CNT βάθυναν με τα πιο μαχητικά μέλη να τα βάζουν με τα πιο μετριοπαθή και τους αναρχικούς να στρέφονται ενάντια στους «καθαρούς» συνδικαλιστές.

Μέχρι την στιγμή του στρατιωτικού πραξικοπήματος του Πρίμο ντε Ριβέρα, το 1923, η CNT είχε εξασθενίσει τόσο πολύ που η αντίδρασή της ήταν επιδερμική. Ο Άνχελ Πεστάνια, διακεκριμένος ηγέτης και ρήτορας της CNT, έγραψε ότι είχε φοβηθεί πως ήταν η CNT αυτή που ήταν υπεύθυνη για την επιτυχία του πραξικοπήματος του Πρίμο ντε Ριβέρα. Ο Πεστάνια είχε βέβαια ένα ταλέντο στο να κάνει δραματικές δηλώσεις αλλά είναι γεγονός πως η CNT, σύμφωνα με τον Ealham, παρέπαιε εν μέρει διότι «δεν είχε ένα συνεκτικό πρόγραμμα για κοινωνική και πολιτική αλλαγή». Είχε υποχωρήσει το όραμα που κυριάρχησε στα 1918-19, αυτό της αλληλεγγύης που είχε εμφανιστεί στην «Καναδέζα» στις δύσκολες συνθήκες της επιδημίας – και δεν υπήρχε αντίβαρο για να αποκρουστεί το πραξικόπημα.

Στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, οι Ηνωμένες Πολιτείες πάλευαν επίσης με την γρίπη. Όπως και στην Ισπανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες είδαν την κορύφωση του ιού το φθινόπωρο, μετά από έναν εφησυχασμό και ύστερα ένα τελευταίο κύμα που σάρωσε την χώρα τον Φεβρουάριο του 1919. Ο ιστορικός Joshua Freeman σημειώνει στο Jacobin ότι η πανδημία συνέπλευσε με απεργιακά κύματα σε όλες τις ΗΠΑ.

«Η ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών κινητοποιήσεων αντανακλούσε μια παγκόσμια πεποίθηση ότι ο πόλεμος είχε καταστροφικά αναδείξει την ηθική και πολιτική χρεοκοπία των αρχουσών ελίτ και άνοιγε τις πιθανότητες για νέους δρόμους στην οργάνωση της κοινωνίας».

Ταυτόχρονα ο ιός και η κοινωνική αναταραχή, όπως δείχνει ο Freeman, απλώθηκαν εξαιτίας του πολέμου: η γρίπη διαχέονταν σε όλο τον κόσμο από τους στρατιώτες που συνωστίζονταν στις πυκνές γραμμές τους ενώ η εργατική δυσαρέσκεια φούντωσε όταν τα αφεντικά ανακάλεσαν τις παραχωρήσεις που είχαν κάνει στους εργάτες κατά την διάρκεια της πολεμικής περιόδου.

Και τα δύο «ήταν εκδηλώσεις ρωγμής της ιμπεριαλιστικής τάξης», συνδεδεμένες μεταξύ τους από το γεγονός ότι πήγαζαν από τις ίδιες διαμάχες της απληστίας που πυροδότησαν τον πόλεμο. Για τις δυνάμεις της αντίδρασης, η πανδημία και το απεργιακό κύμα ενώνονταν σε μια ενιαία μολυσματική νόσο. Η επιτομή αυτής της αντίληψης, έγινε από τον δημοσιογράφο Benjamin Hoare, στον προβοκατόρικο τίτλο που έδωσε στην μπροσούρα του το 1919 «Οι δύο μολύνσεις: Η γρίπη και ο Μπολσεβικισμός».

Στο Σηάτλ, αυτό που ξεκίνησε σαν απεργία στα ναυπηγεία εξαπλώθηκε σε γενική απεργία που έκλεισε το σύνολο της πόλης για μια εβδομάδα, από τις 6 έως τις 11 Φεβρουαρίου, γεγονός που συνέπεσε με την έναρξη της απεργίας στην «Καναδέζα» της Βαρκελώνης.

Στο «Radical Seattle: the General Strike of 1919», ο ιστορικός του εργατικού κινήματος Cal Winslow υπογραμμίζει το γεγονός πως τα συνδικάτα δεν έκλεισαν απλά την πόλη, αλλά στην πραγματικότητα την πήραν στα χέρια τους, εγκαθιδρύοντας κοινωνικές κουζίνες επιτάσσοντας τα φορτηγά που βρίσκονταν στα γκαράζ για μεταφορά και τα βαγόνια που μετατράπηκαν σε δημόσια πλυντήρια, ενώ οργάνωσαν και διανομή γάλακτος σε άρρωστα βρέφη. Και ενώ η γενική απεργία έληξε πριν οι απαιτήσεις των εργατών των ναυπηγείων του Σηάτλ εκπληρωθούν, ο Winslow παραθέτει την δημοσιογράφο της πόλης, Anna Louise Strong που έγραψε πως τα σωματεία είχαν νικήσει «μόνο και μόνο από το γεγονός ότι κινήθηκαν σαν ένας άνθρωπος και κατέλαβαν τα εργοστάσια της πόλης».

Καθώς οι Αμερικάνοι αναζητούν έναν τρόπο να ανταπεξέλθουν την τωρινή κρίση, και οι κραυγές για συνεργασία σε ομοσπονδιακό ή κρατικό κυβερνητικό επίπεδο, αποδεικνύονται μάταιες, ίσως να αρχίσουν επίσης να αναζητούν εναλλακτικές μορφές οργάνωσης. Ο Freeman δείχνει ότι οι «καθημερινοί άνθρωποι» κάνουν ένα άλμα μπρος και «βγαίνουν από την νομιμότητα» για να αναζητήσουν ανακούφιση εκεί που δεν υπάρχει πολιτική υποδομή. Τι θα μπορούσε να συμβεί αν το κατανοήσουμε αυτό, όχι ως ατομική φιλανθρωπία αλλά ως ταξική αλληλεγγύη;

Σφυρηλατώντας την ιστορική συμμαχία του Sindicato Único στο συνέδριο της Sants, ο Πεστάνια έγραφε πως η CNT μετέτρεψε τους «εργάτες υφαντουργίας, τους υπαλλήλους και τους ξυλουργούς σε μια φάλαγγα που παρήγαγαν συνείδηση για τα δικαιώματά τους και έγιναν έτοιμοι να τα υπερασπιστούν σε κάθε στιγμή». Αυτή η δύναμη, που βύθισε στο σκοτάδι την Βαρκελώνη κατά τις μέρες της «Καναδέζας», είχε μια τεράστια ισχύ. Εν τω μέσω της πανδημίας, το μοντέλο της CNT για μια αντιμετώπισή της από τα κάτω, μέσα στις κοινότητες που τις κινητοποιούσε, προσέφερε μια εναλλακτική στην «υγειονομική δικτατορία» που προωθούσε η παραπαίουσα μοναρχία.

Το εργατικό κίνημα στις μέρες μας, τόσο στην Ισπανία όσο και στην Αμερική, δεν έχει την δύναμη που είχε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Αλλά η αντίδρασή του απέναντι στον COVID-19 μπορεί ίσως να δημιουργήσει το συναίσθημα αλληλεγγύης στις εργατικές κινητοποιήσεις.

«Ακόμη και πριν την πανδημία, οι εργάτες ζούσαν οριακά οικονομικά» είπε στους Los Angeles Times τον Μάιο, ο πρόεδρος της Εργατικής Ομοσπονδίας της Κομητείας του Λος Άντζελες, Ron Herrera. «Η κρίση αποτέλεσε την συγκολλητική ουσία για να έρθουν οι εργάτες πιο κοντά. Τόσο τα μπλε-κολάρα όσο και τα λευκά-κολάρα. Και όχι μόνο τα οργανωμένα μέλη των σωματείων. Μπορεί να ακουστεί παράλογο αλλά κατευθυνόμαστε προς μια εργατική εξέγερση».

Και αν η κινητοποίηση σε μια τέτοιας τάξης κλίμακα, φαντάζει μακρινή ανάμνηση, το ίδιο έδειχνε και η παγκόσμια πανδημία, που είχαμε να την δούμε πάνω από έναν αιώνα. Η πανδημία έφερε στα όριά τους, τις δομές που μας εξουσιάζουν. Οι σαράντα τέσσερεις μέρες του σκοταδιού στην Βαρκελώνη μας βοήθησαν να καταλάβουμε πως κάποιες στιγμές δεν είναι τόσο απρόσβλητες όσο φαντάζουν.

Βαρκελώνη 17 Δεκεμβρίου 2020

Μετάφραση Γιώργος Χλωρός

Πηγή: The Nation

Υποσημειώσεις[+]