Η διάλυση της συνεργασίας μεταξύ του SPD, των Πρασίνων και του FDP στις αρχές Νοεμβρίου δεν ήταν απροσδόκητη. Η κυβερνητική κρίση είχε επιδεινωθεί σημαντικά τις τελευταίες εβδομάδες και μήνες, καθιστώντας τα κόμματα ανίκανα να συμφωνήσουν σε κοινές πολιτικές ή ακόμα και να πραγματοποιήσουν συναντήσεις για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Τα εκλογικά αποτελέσματα σε τρία κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας τον Σεπτέμβριο, η συνεχής οικονομική κρίση και οι αυξανόμενες πιέσεις από τους καπιταλιστές για έναν «οικονομικό μετασχηματισμό» ενίσχυσαν την πίεση στον συνασπισμό. Ειδικά μετά την ανακοίνωση της νίκης του Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές, ήταν ξεκάθαρο πως πολλοί άνθρωποι ανησυχούσαν βαθιά για την αστάθεια της κατάστασης και το μέλλον τους.
Συγκρούσεις μεταξύ των συμμάχων του Καπιταλισμού
Οι συγκρούσεις εντός του διαλυμένου πλέον συνασπισμού αντανακλούσαν αντιφατικές ιδέες μεταξύ των διαφόρων εκπροσώπων του καπιταλισμού σχετικά με τον καλύτερο τρόπο διατήρησης του συστήματός τους. Κανένα τμήμα αυτής της κυβέρνησης δεν αντιπροσώπευε τα συμφέροντα των εργαζομένων. Υπήρχε συμφωνία σε πολλά θέματα μεταξύ των καπιταλιστών: βελτίωση των όρων κέρδους των τραπεζών και των επιχειρήσεων, υποστήριξη του πολέμου στην Ουκρανία και του πολέμου του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων, εξοπλισμός της Bundeswehr και στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας, περιορισμός της μετανάστευσης και απέλαση των προσφύγων. Η διαφωνία τους επικεντρώθηκε στον καλύτερο τρόπο επίτευξης αυτών των στόχων.
Στην ουσία, αντιμετώπιζαν δύο στρατηγικές: μια μετωπική επίθεση στην εργατική τάξη ή μια προσπάθεια να εμπλέξουν τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατικές ηγεσίες και να πραγματοποιήσουν τις επιθέσεις με κάπως λιγότερο σκληρό ή κατακερματισμένο τρόπο. Η σύγκρουση σχετικά με το «φρένο του χρέους» (το συνταγματικό όριο του κρατικού χρέους) αποτελεί παράδειγμα αυτού σε μια στρεβλή μορφή – στρεβλή επειδή ορισμένοι καπιταλιστές ευνοούσαν επίσης μια μεταρρύθμιση του «φρένου του χρέους» για να αποκτήσουν περισσότερα περιθώρια για κρατικές επενδύσεις που εξυπηρετούν τα κέρδη τους (δηλαδή να μην επιτρέψουν κοινωνικά χρήσιμες και αναγκαίες επενδύσεις στην εκπαίδευση, την υγεία, το περιβάλλον, τις κοινωνικές υπηρεσίες κ.λπ.)
Ο Ρόλος του FDP
Η κατάρρευση του συνασπισμού, με κύριο μοχλό το κόμμα των Φιλελεύθερων FDP, πηγάζει επίσης από τις αυξανόμενες απαιτήσεις των εκπροσώπων του κεφαλαίου για τον λεγόμενο «οικονομικό μετασχηματισμό», ο οποίος συνεπάγεται δραστικές επιθέσεις στα δικαιώματα και το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης, φοροαπαλλαγές για τους καπιταλιστές κ.λπ. Ο ηγέτης του FDP, ο Λίντνερ, δημοσίευσε ένα έγγραφο λίγες μέρες πριν από την κατάρρευση, στο οποίο περιέγραφε ένα πρόγραμμα για αυτόν τον «οικονομικό μετασχηματισμό» που απαιτούσαν οι καπιταλιστές. Ταυτόχρονα, όπως σημείωνε ο αστικός Τύπος, λειτουργούσε ως «έγγραφο διαζυγίου» και ως πρόκληση προς το SPD και τους Πράσινους, την οποία δεν μπορούσαν να αφήσουν αναπάντητη χωρίς να χάσουν την αξιοπιστία τους. Προφανώς, ο Σολτς και ο ηγέτης των Πρασίνων, Χάμπεκ, αποφάσισαν τότε να απορρίψουν τις προκλητικές απαιτήσεις του Λίντνερ και να θέσουν ως σημείο ρήξης την αναστολή του «φρένου χρέους» λόγω της έκτακτης ανάγκης του πολέμου στην Ουκρανία.
Η Στρατηγική του SPD
Η στρατηγική του ηγέτη των σοσιαλδημοκρατών του SPD Σολτς ήταν εμφανής όταν ανακοίνωνε την διάλυση του συνασπισμού, την αποπομπή του Λίντνερ και την προσφυγή στις κάλπες. Από τη μία πλευρά, ο Σολτς έστελνε μηνύματα προς τα αριστερά, επιτιθέμενος στο FDP ως αντικοινωνικό και αντεργατικό (δικαίως) και προωθώντας πιθανότατα κάποια αριστερά αιτήματα, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, ένας νόμος για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις κ.λπ. Ταυτόχρονα, ο Σολτς υπερασπιζόταν το πρόγραμμα επανεξοπλισμού και την υποστήριξη του καπιταλιστικού και εθνικιστικού καθεστώτος του Ζελένσκι στην Ουκρανία ως «πολιτική ασφαλείας», ενώ προσέφερε «εποικοδομητική συνεργασία» στην αντιπολίτευση CDU/CSU μέχρι τις νέες εκλογές. Με τον τρόπο αυτό, στόχευε να αναγκάσει τους συντηρητικούς να πάρουν πολιτικές αποφάσεις και να εμφανιστούν τους επόμενους τέσσερις μήνες. Δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός ότι το CDU/CSU δεν ήταν ενθουσιασμένο με αυτό.
Είναι άγνωστο αν η κυβέρνηση μειοψηφίας που σχηματίστηκε από το SPD και τους Πράσινους θα καταφέρει να επιτύχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία για οποιαδήποτε μέτρα τους επόμενους μήνες, αλλά τελικά αυτό είναι δευτερεύουσας σημασίας. Με το τέλος του συνασπισμού, η προεκλογική εκστρατεία είχε ήδη ξεκινήσει. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι προοπτικές για νέες ομοσπονδιακές εκλογές να επηρεάσουν την πορεία των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό νέων κυβερνήσεων στη Σαξονία, το Βρανδεμβούργο και τη Θουριγγία μετά τις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές. Δεδομένων των δυσκολιών σχηματισμού κυβερνήσεων, ήταν πιθανό να διεξαχθούν νέες εκλογές σε ένα ή περισσότερα από αυτά τα κρατίδια. Ακόμη και πριν από το τέλος του συνασπισμού, η BSW (Συμμαχία Σάρα Βάγκενμπετ) ανέστειλε τις διερευνητικές συνομιλίες με το CDU και το SPD σχετικά με το ενδεχόμενο εισόδου σε συνασπισμό σε αυτό το ομόσπονδο κρατίδιο.
Τι Μέλλει Γενέσθαι;
Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, ο επόμενος καγκελάριος θα είναι ο Φρίντριχ Μερτς, και υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι θα σχηματιστεί κυβέρνηση με τη συμμετοχή του CDU/CSU και του SPD, γνωστή κάποτε ως «μεγάλος συνασπισμός». Μπορεί να υποτεθεί ότι το SPD, όπως έχει κάνει πολλές φορές στο παρελθόν, θα επιδιώξει υπουργικές θέσεις στο όνομα της «κρατικής ικανότητας» και θα μπορέσει να καταλήξει σε συμφωνία με τον καγκελάριο Μερτζ. Το FDP και το Κόμμα της Αριστεράς πρέπει να φοβούνται ότι δεν θα μπουν στην επόμενη Bundestag, αλλά και το BSW δεν μπορεί να είναι πολύ σίγουρο, καθώς τα τρία τελευταία δημοσκοπικά του αποτελέσματα ήταν μόλις 6% σε εθνικό επίπεδο, μόλις μία μονάδα πάνω από το όριο εισόδου. Όμως οι σημερινές δημοσκοπήσεις δεν είναι το αποτέλεσμα των νέων εκλογών και πολλά μπορούν να συμβούν στον καιρό που απομένει μέχρι τις εκλογές. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ακροδεξιό AfD θα μπορούσε να επωφεληθεί από αυτές τις εξελίξεις.
Αρ. Μα.