του Θόδωρου Μεγαλοοικονόμου
Δεν αποτελεί έκπληξη, με δεδομένο το εύρος και το βάθος της γελοιότητας του κυρίαρχου και βαθιά διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, η αναγωγή κρίσιμων σημείων (αυτών που τους αφορούν άμεσα) του κειμένου της δικαστικής απόφασης για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό μεταξύ Νovartis και αμερικανικών αρχών, σε ζήτημα… μεταφραστικό (!)
Τι είναι ο «ξένος αξιωματούχος» (foreign official); Είναι οι γιατροί που (ας το δεχτούμε και ας το αναγνωρίσουμε επιτέλους), στην πλειονότητά τους, παγίως και ποικιλοτρόπως, χειραγωγούνται από τις φαρμακευτικές εταιρείες, ως ενδιάμεσοι στην προώθηση των προϊόντων τους στους χρήστες, ή τα μέλη των κυβερνήσεων και τα επιτελεία τους – για μια περίοδο, μάλιστα, που χαρακτηριστικά αναφέρεται μεταξύ 2012 και αρχές 2015; Όταν, δηλαδή, ήταν υπουργοί Υγείας όλοι οι εν προκειμένω κατηγορούμενοι – υπουργοί των μνημονιακών κυβερνήσεων; (Κάποιοι, μάλιστα, και πιο πριν).
Πώς θα μπορούσαν οι όποιοι, έστω χειραγωγούμενοι, γιατροί και οι ενώσεις τους, τα διαπλεκόμενα πανεπιστήμια κ.λπ., να επηρεάσουν τις ακολουθούμενες επίσημες πολιτικές αν όχι μέσω των «κυβερνητικών αξιωματούχων», δηλαδή, των υπουργών και των επιτελείων τους; Αντί, λοιπόν, να προσφύγουμε στο όποιο αγγλοελληνικό λεξικό (ψάχνοντας να βρούμε πού ο γιατρός μεταφράζεται ως official), ας ανατρέξουμε στο «λεξικό» των πραγματικών γεγονότων.
Στην Ελλάδα που ζούμε, δεν υπήρχε περίπτωση να βγει στην επιφάνεια το «σκάνδαλο Novartis» (που δεν αφορά, φυσικά, μόνο τις πρακτικές αυτής της εταιρείας, αλλά τον τρόπο ύπαρξης και λειτουργίας όλων των φαρμακοβιομηχανιών, ξένων και ελληνικών), αν δεν είχε ξεκινήσει στις ΗΠΑ, από την εκεί Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η δικαστική δίωξη της Novartis για αθέμιτες πρακτικές της, που, εν προκειμένω, «τόχε φέρει η μοίρα» να επικεντρώνονται σε πρακτικές της, μέσω της Novartis Hellas, στην Ελλάδα και οι οποίες επηρέαζαν αμερικάνικα συμφέροντα.
Ο λόγος ήταν ότι η Ελλάδα είναι μεταξύ των τριών ευρωπαϊκών χωρών όπου οι τιμές των φαρμάκων διαμορφώνουν τον μέσο όρο από τον οποίο συγκροτείται ο δείκτης τιμολόγησης για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Και οι δραστηριότητες κερδοφορίας της Novartis, μέσω του (γνωστού, πλέον, με ποιο τρόπο) επηρεασμού των foreign officials, είχαν ως αποτέλεσμα αλλαγές προς όφελός της ως προς την διαμόρφωση των τιμών, με τρόπο που θίγονταν αμερικάνικα μονοπωλιακά συμφέροντα. Ήταν αυτά τα συμφέροντα και όχι η όποια «προστασία των καταναλωτών» που κίνησε το αμερικανικό ενδιαφέρον.
Ηταν γι’ αυτό που έκανε τις ανακρίσεις του το FBI, που κλήθηκαν, ή «προσφέρθηκαν» οι «προστατευόμενοι μάρτυρες» κ.λπ., και που «διέρρευσε» όλη αυτή η πληροφορία, η οποία ανατάραξε το εγχώριο πολιτικό σκηνικό και έβγαλε στην επιφάνεια, ως ένα από τα μεγαλύτερα «σκάνδαλα», μια κατάσταση που, ωστόσο, αποτελεί την διηνεκή κανονικότητα, τον τρόπο ύπαρξης όχι μόνο της φαρμακοβιομηχανίας αλλά του καπιταλισμού γενικότερα.
Το πρόστιμο των 340 εκατ. δολαρίων, από τα οποία τα 310 εκ. αφορούν τις ενέργειες επηρεασμού, μέσω χρηματισμού, μίζας κ.λπ., των officials στην Ελλάδα, επιδικάστηκε (και συμφωνήθηκε) βάσει του Ομοσπονδιακού Νόμου περί Διαφθοράς στην Αλλοδαπή (Foreign Corrupt Practices Act). Ο νόμος αυτός, προφανώς, δεν αφορά στο ενδιαφέρον των (δομικά, και εκ συστάσεώς τους, διεφθαρμένων) ΗΠΑ για την καταπολέμηση της διαφθοράς στο εξωτερικό, αλλά στην αντιμετώπιση των συνεπειών που έχουν αυτές οι πολιτικές επηρεασμού, από τις εταιρείες, των «κυβερνητικών αξιωματούχων» σε όποια χώρα, στο βαθμό που οδηγούν στη διαμόρφωση πολιτικών που αντιστρατεύονται τα αμερικάνικα συμφέροντα.
Και ερχόμαστε τώρα στη «μετάφραση από τα αγγλικά»: ποιοί εισηγούνται, ποιοί διαμορφώνουν και ποιοί υπογράφουν την εκάστοτε τιμολογιακή πολιτική;. Ο κάθε «χειραγωγούμενος από την εταιρεία», γιατρός; Κάποιο σωματείο; Ή κάποιος υπουργός, με εισήγηση και του, από αυτόν επιλεγμένου, επιτελείου του;
Κι’ όμως, σ’ αυτό το κράτος, από γεννησιμιού του, «θετού παιδιού» των εκάστοτε «μεγάλων δυνάμεων» (σε λίγο κλείνει τα 200 του χρόνια), όπου η σχέση «Δικαιοσύνης» και «Πολιτικής Εξουσίας» ήταν ανέκαθεν ωσάν «συγκοινωνούντων δοχείων αποχετευτικού χαρακτήρα», αυτό το πιο οφθαλμοφανές σκάνδαλο στην ιστορία, όλα αυτά τα στοιχεία που δείχνουν με αδιάσειστο τρόπο ποιοί «βάζουν την υπογραφή τους», ποιοί έχουν πάρει και παίρνουν τις αποφάσεις για όλα αυτά, θάβεται κάτω από ένα διαδικαστικό τραγέλαφο (Βουλή, «Δικαιοσύνη»), έτσι ώστε οι ένοχοι να κερδίζουν χρόνο, ελπίζοντας σε εξελίξεις που θα ακυρώσουν και θα τερματίσουν την όλη διαδικασία. Και η ενίσχυση των φαρμακευτικών εταιρειών προβάλλεται από την παρούσα κυβέρνηση (πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να είναι διαφορετικά) ως ένας κεντρικός «αναπτυξιακός στόχος» (με ό,τι αυτό σημαίνει για ποικίλες «διευκολύνσεις», καταστρατήγηση εργασιακών δικαιωμάτων κ.λπ.). Φυσικά, δεν μπορούσαμε να περιμένουμε τίποτα άλλο από μια τέτοια κυβέρνηση που, ούτως ή άλλως, είναι και διαχρονικά χωμένη στον «πυρήνα του σκανδάλου».
Η υγειονομική κρίση που προκάλεσε διεθνώς η πανδημία του κορονοϊού καθιστά, ωστόσο, ακόμα πιο επιτακτικό να δούμε και ν’ αντιμετωπίσουμε την κατάσταση πραγματικά στις ρίζες της. Όσο το φάρμακο, ένα κατ’ εξοχήν «κοινωνικό αγαθό», παραμένει στα χέρια των φαρμακοβιομηχανιών ως εμπόρευμα και αντικείμενο κερδοσκοπίας, η κατάσταση όχι μόνο δεν πρόκειται ν’ αλλάξει, αλλά προοιωνίζεται πολύ χειρότερη. Ούτε, φυσικά, μια άλλη «τιμολογιακή πολιτική», μια άλλη διαχείριση (όπως λεκτικά διακήρυσσε η προηγούμενη κυβέρνηση) μπορεί ν’ αλλάξει την κατάσταση.
Όπως έχουμε ξανατονίσει, η φαρμακοβιομηχανία δεν μπορεί να λειτουργήσει και να έχει κερδοφορία χωρίς να επηρεάζει όχι μόνο το ιατρικό σώμα, την έρευνα και την παραγωγή επιστημονικών εργασιών (που μεγιστοποιούν την αποτελεσματικότητα και ελαχιστοποιούν, ή και αποκρύπτουν τις παρενέργειες και τους κινδύνους από το όποιο φάρμακο), αλλά και τους ίδιους τους ελεγκτικούς/αδειοδοτικούς μηχανισμούς, μέσα από ένα δίκτυο διαπλοκής και διαφθοράς, το οποίο τροφοδοτεί με τεράστια κονδύλια, προκειμένου να έχει τον έλεγχο (μέσω εξαγοράς) όλων των κομβικών σημείων στη διακίνηση και προώθηση του φαρμάκου. Και προπαντός, των εκάστοτε κυβερνώντων, υπουργών Υγείας, αλλά και πρωθυπουργών, προέδρων, όπως στις ΗΠΑ κ.λπ.
Δεν υπάρχει φαρμακοβιομηχανία που να μην είχε εμπλοκή με τη λεγόμενη «Δικαιοσύνη», στις ΗΠΑ και παντού και που να μην καταδικάστηκε, ή να μην έκανε, συνηθέστερα, εξωδικαστικούς συμβιβασμούς, για τους οποίους είναι πάντα προετοιμασμένη να πληρώνει εκατομμύρια και δισεκατομμύρια, τα οποία, κάθε εταιρεία, έχει φροντίσει να έχει διαθέσιμα, μέσω των κερδών της, για χρήση σ’ αυτές τις αναπόφευκτες δικαστικές υποθέσεις.
Ανάμεσα σε πλήθος παραδείγματα, πιο πρόσφατο είναι αυτό της Bayer, που είχε εξαγοράσει την Monsanto, η οποία είχε κυκλοφορήσει το ζιζανιοκτόνο roundup (με τη χημική ουσία γλυφοσάτη, που αποδείχτηκε καρκινογόνος) και δέχτηκε, απέναντι στις χιλιάδες αγωγές στη Monsanto, να κάνει συμβιβασμούς με πληρωμή αποζημιώσεων σε παθόντες που ανέρχονται σε περίπου 11 δις δολάρια. (Βέβαια, η Bayer έχει και σχετική «ιστορική εμπειρία» με τα θανατηφόρα πειράματα που έκανε σε εκατοντάδες γυναίκες στο Άουσβιτς).
Όσο η παραγωγή του φαρμάκου παραμένει στα χέρια των ιδιωτικών εταιρειών, όσο το φάρμακο παραμένει εμπόρευμα και αντικείμενο κερδοφορίας, αυτή η κατάσταση δεν θα αλλάξει. Και οι όποιοι ένοχοι, θ’ αλωνίζουν απρόσκοπτα.
12/7/2020