«…τίποτα δε λύνεται μέσα μου / είμαι το σκοτάδι…»

της Αικατερίνης Τεμπέλη

Περίμενα είν’ η αλήθεια, αυτή την μέρα* για ν’ ανεβάσω την συγκεκριμένη ανάρτηση. Καλή ευκαιρία αποτελεί δηλαδή, για να σας γράψω τη γνώμη μου σχετικά με την τρίτη ποιητική συλλογή του Κυριάκου Μουτίδη που διατίθεται απ’ τη «Λοκομοτίβα» και τιτλοφορείται «εξελιγμος».

Όπως έχω πει τον παρακολουθώ σταθερά (στο https://aikaterinitempeli.wordpress.com) θα βρείτε όσα πιστεύω για το πρώτο του βιβλίο το «Ισαμε… ή ισταμαι…» και επίσης για το δεύτερο, τον «Σωρειτη») κι έτσι αισθάνομαι ότι μπορώ να διακρίνω ορισμένες, έστω, προθέσεις, πίσω απ’ τις λέξεις του. Αλλά δεν είναι φυσικά τόσο απλό αυτό. Δε μας το κάνει εύκολο ευτυχώς : «ειμαι το σχημα που ακομα δεν εχω σκεφτει, ειμαι / μη σχημα, / ειμαι αυτο που δεν εχει υποτεθει / δεν είμαι κολουρος ούτε κυβος – λειος ή χνουδωτος / δεν εχετε βρει τις λεξεις να με περιγραψετε / δεν ξερετε ποιος ειμαι / σας διαφευγω ανησυχητικα…», γράφει στο «Αν δεν ειναι ροκ εν ρολ δεν ειναι τιποτα». Μας διαφεύγει ανησυχητικά, προσθέτει κι άλλες ιδιότητες στον εαυτό του στην «τρινιτροτουολη», αλλά και στο «ακετιλοσακιλικο οξύ», συμπληρώνοντας θαρρείς το πορτρέτο του, λίγο πριν μας την σκάσει με μια σχεδόν σεξπηρικής καταβολής ερώτηση που ενδοβάλλει περίπου αθώα, επιμελώς όμως έντεχνα: «ή μήπως δεν είμαι;»

Αλλά τόσο που ταξιδεύουμε στις λέξεις του όλο και κάτι ανακαλύπτουμε. Είχα τη χαρά να βρεθώ κιόλας σε μια πολύ όμορφη παρουσίαση του «Σωρειτη» πέρυσι και κατάλαβα νομίζω (κρατήστε το «νομίζω»), ακόμη περισσότερα σχετικά με όσα τον διακινούν και τον ωθούν να γράφει.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο θεωρώ, λοιπόν, το γεγονός ότι στο πρώτο ποίημα της συλλογής αυτής, θίγει τη βιαιότητα της επιβολής της γλώσσας απ’ τους εξουσιαστικούς θεσμούς, όπως δεν ήταν και τις προηγούμενες φορές τυχαία η -μονίμως υπαρκτή- ανάγκη του να εξαρθρώνει τη γραμματική. Η γλώσσα με τα αξιακά της σχήματα -με τ’ αόρατα συρματοπλέγματα των διαχωρισμών, των εξαιρέσεων, των αδιαπέραστων ταξινομήσεων-, οι αντιλήψεις γύρω απ’ τη διδασκαλία και τη χρήση της, τον απασχολούν σ’ αρκετά ποιήματα και τον κάνουν ν’ ανασύρει με σαρκασμό αλλά κι οδύνη, συγκεκριμένα βιώματα: «η γλωσσα της μητρος μου / γελαω, / ας γελασουμε / η γλωσσα που με βια επρεπε να μάθω / να χαραξω / να σκισει τα σωθικα μου / να ξεπροβάλλει απο τον στομα μου / φυσικοτατα…» για να καταλήξει πιο κάτω: «η γλωσσα του μπαμπακα / η πατρις / η επιστημη της κυριαρχιας / ο ανταγωνισμος εγχαρακτος / λογοκρινει / εγκρινει / εκχυνει / αγγελους στο κεφαλι μιας καρφιτσας…»

Πρόσεξα ας πούμε επιπλέον, στην «αλλοφαγία» εκείνο το: «μπερδεύω το CIS με το σας…», όσα θίγει στον «ψιμυθολογο», στην «κουβαριστρα» κι αλλού.

Δεν υπάρχει πάντως στη γραφή του καμιά προσωπική ανάγκη συμπερίληψης σ’ ένα κατεστημένο -γλωσσικό κι όχι μόνο-, στο οποίο στέκεται απέναντι όπως είχε ήδη ξεκαθαρίσει στην προηγούμενη ποιητική του συλλογή στο «Πραγματα συζητωντας» (με κεφαλαία γράμματα μάλιστα στον τίτλο), και μοιάζει να επιδιώκει να μεγαλώσει κι άλλο εδώ την απόσταση: «σαλτιμπαγκοι ισχυριζονται ότι δεν γραφω οπως / μιλαω / μα φυσικα! ποιος το κανει ποιος δινει / ενα κομματι της ανασας του σε καθε γραπτο φθογγο?». Ταυτίζομαι τόσο πολύ μ’ αυτή του τη δήλωση, ομολογώ, που περιττεύει κάθε άλλο σχόλιο.

Διακρίνεται ενίοτε πάντως κι η δική του συναισθηματική ταύτιση μ’ όλ@ όσ@ περιθωριοποιούνται κι (αυτό)καταστρέφονται μόλις τελειώσει η «χρήση» τους απ’ το σύστημα : «ο εργατης ειμαι που πεθαινω οταν βγω στη συνταξη…» ή μ’ ό@ δεν τους ενδιαφέρει ευτυχώς να ενταχθούν στις ήδη διαμορφωμενες από τα πάνω, ταξικές κατηγορίες. Ωστόσο αν και μοιάζει περιχαρακωμενος στα δικά του όρια: «ασφυκτιω / σπαρταραω / σφιχτα κλεισμένος σε σακκουλα / ειναι ο εαυτός / το κοινο απαθες αποστρεφει το βλεμμα…» κι απαριθμεί μέλη του σώματος σ’ αρκετά ποιήματά του σα να χρειάζεται να επιβεβαιωθεί καθ’ εξακολούθηση μάλιστα, η ίδια η ύπαρξη μ’ όλη της την τρωτότητα και την ευαλωτότητα (αν συνυπολογίσω τις αναφορές σε πληγές, ασθένειες, φάρμακα), βγαίνει κι απ’ αυτή την απομόνωση. Πότε για να κάνει μια πολιτική στηλίτευση των κακών πρακτικών που τείνουν να γίνουν ο κανόνας και να προειδοποιήσει: «αναθεματισμενοι / νομιζετε ότι αν μας ξεκανετε θα βρειτε ησυχια / από τα δικα σας κομματια / απο την μηχανη σας / απο τα παιδια σας / θα ξαναγεννιομαστε / επικινδυνοι / αμειλικτοι / ολο και πιο πολυ / ολοκαιπιοπολυ…» και πότε μ’ άλλες προθέσεις. Δεν μένει ποτέ στο ρόλο του παρατηρητή, όπως είχα καταλάβει απ’ την πρώτη φορά που τον διάβασα. Μεταφέρει επίσης τους ήχους της πόλης στη γραφή του, τους ήχους απ’ τη μουσική που -πάντα υπάρχει στους στίχους του- τον καθορίζει και φτιάχνει μια ατμόσφαιρα σα βγαλμένη από κόμιξ ώρες ώρες όπως στο «i can because of you». Ακούω όμως και τη θάλασσα να ρέει στο σύμπαν του, είναι στραμμένος σ’ άστρα, μετράει το χρόνο, τον αφορά ο ουρανός. Κι υπάρχουν τόσα ακόμη που πρόσεξα πάλι όσον αφορά τα τυπογραφικά στοιχεία, τις επινοήσεις λέξεων, τα γραφιστικά παιχνίδια (χρησιμοποιούνται και φωτογραφίες, βέλη που καθοδηγούν ή άλλοτε γραμμές που μοιάζουν σα να διαγράφουν ή να διατρέχουν τους στίχους κ.ά.), αλλά εδώ πρέπει να κλείσω την ανάρτηση και να σας αφήσω να διαβάσετε με την ησυχία σας κάποια απ’ τα ποιήματά του που ξεχώρισα και φωτογράφησα, χαιρετώντας σας μ’ ένα απόσπασμα απ’ τη «λάσκα»:

«αυτα τα τζαμια που σπασαμε μαζί / λες και τα ειχα εκει να περιμενουν εσενα / που δεν ειχα το θαρρος να σου μιλησω /αυτα τα κειμενα / εκεινες οι λεξεις / αυτα τα σπασμενα κομματια / μουτζουρωμενες σελιδες / αυτοκινητα που ασταματητα περνανε / τραγουδάκια που χανονται το ενα μετά το αλλο / τελεσιγραφα πονου / πρασινο μπλε μαυρο στυλο / μολυβι λεκεδες καφε και ψιχουλα / αυτες οι γραμμες που δεν αντεχω να διαβασω…».

* 21 Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης