Κείμενο βασισμένο στη διάλεξη του Ανδρέα Εμπειρίκου το 1935, με τίτλο Περί Σουρρεαλισμού, για τα εκατό χρόνια από την ίδρυση του κινήματος.

του Σάββα Στρούμπου

Πρόλογος

Το 2024 συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη συγγραφή του πρώτου μανιφέστου για τον Σουρρεαλισμό1Είναι γνωστό ότι το όνομα του κινήματος προκύπτει από τις γαλλικές λέξεις sur (επάνω, επί) και réalisme (ρεαλισμός, πραγματικότητα). Γι’ αυτό στα ελληνικά αποδίδεται ως υπερρεαλισμός. Στο κείμενο χρησιμοποιούμε τον όρο που χρησιμοποιεί και ο Εμπειρκός, Σουρρεαλισμός. από τον Αντρέ Μπρετόν. Ο αιώνας που μεσολάβησε ήταν από κάθε άποψη ηφαιστειογενής, με πολέμους, επαναστάσεις, Άουσβιτς και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καλλιτεχνικά κινήματα, κοινωνικές και πολιτικές κρίσεις, φτάνοντας ως τις μέρες μας, που η ανθρωπότητα ξανά κινείται στο χείλος της αβύσσου ενός νέου παγκόσμιου πολέμου ή και ενός πυρηνικού ολέθρου. Η Τέχνη δεν έμεινε αμέτοχη σε καμία στιγμή αυτού του αιώνα των μεγάλων προσδοκιών, των μεγάλων προδοσιών και των μεγάλων εκκρεμοτήτων. Τα κοινωνικά ηφαίστεια πάντα βρίσκανε την αντανάκλαση τους στον ψυχισμό και τη δημιουργικότητα των καλλιτεχνών, οι οποίοι, μέσα από τη δική τους φαντασία και παρρησία εκφράζανε την αγωνία τους για την ανθρώπινη κατάσταση, ανοίγοντας, ταυτόχρονα, δρόμους ατομικής και συλλογικής, ψυχικής και πνευματικής χειραφέτησης.

Στην Νέα Προοπτική ξεκινάμε αυτό το αφιέρωμα στο Σουρρεαλιστικό κίνημα, το οποίο από τη στιγμή της ίδρυσής του, περνώντας μέσα από λαβυρίνθους και αδιέξοδα, αναζήτησε τον δρόμο τόσο της πλήρους καλλιτεχνικής ελευθερίας, όσο και της πανανθρώπινης ψυχικής, κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που οι οι βασικότεροι εκπρόσωποι του κινήματος συνδέθηκαν τόσο με την ψυχαναλυτική θεωρία και πράξη, όσο και με τον μαρξισμό, τον διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό, αλλά και με το αιρετικό τροτσκιστικό κίνημα. Το Μανιφέστο Για Μια Ανεξάρτητη Επαναστατική Τέχνη2Περισσότερα για το Μανιφέστο βλέπε. : Σάββας Στρούμπος: «Ιχνηλατώντας το “Μανιφέστο για μια ανεξάρτητη επαναστατική τέχνη” στη δίνη των καιρών». https://neaprooptiki.gr/ichnilatontas-to-manifesto-gia-mia-ane/ των Λέον Τρότσκι, Αντρέ Μπρετόν και Ντιέγκο Ριβέρα, γραμμένο το 1938, αποτελεί σταθερή πηγή έμπνευσης για καλλιτέχνες και πολιτικούς ακτιβιστές ως σήμερα.

Το αφιέρωμά μας στον Σουρρεαλισμό ξεκινάει με τη διάλεξη του Ανδρέα Εμπειρικού το 19353Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα, με εισαγωγή και επιμέλεια του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, Αθήνα, 2009., όπου ο ποιητής εισάγει τις ιδέες τού κινήματος στην Ελλάδα, αλλά και δίνει μια πλήρη και πυκνή περιγραφή των θεμελιωδών συστατικών του.

1. Από τον Ντανταϊσμό στον Σουρρεαλισμό: Η ποίηση ως ενέργεια του πνεύματος

Με σκοπό να μιλήσει για την καταγωγή και τις απαρχές του Σουρρεαλισμού, ο Εμπειρίκος κάνει ένα βήμα πίσω και αναλύει τα βασικά χαρακτηριστικά του Ντανταϊσμού, κίνημα το οποίο γεννήθηκε μέσα στη φωτιά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1916) και, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, προετοίμασε το έδαφος για την έλευση του Σουρρεαλισμού. Αν και τα δύο κινήματα, όπως θα δούμε παρακάτω, διαθέτουν παρόμοια χαρακτηριστικά και υπάρχει ιστορική αλληλουχία μεταξύ τους, ούτε ταυτίζονται, ούτε το ένα αποτελεί μήτρα του άλλου, παρόλο που πολλοί σουρρεαλιστές καλλιτέχνες ανήκαν στο Νταντά προτού περάσουν στο Σουρρεαλιστικό κίνημα. Όπως λέει ο Εμπειρίκος:

(…) Σε μια εποχή που πνιγόταν μέσα στα δεσμά μιας αφόρητης τυραννίας κάθε δυνατότητα πραγματικής ολοκλήρωσης, η ποίηση και οι πλαστικές τέχνες, με αληθινά προσωπικά μέσα, σε μια εποχή που βασίλευαν παντοδύναμοι οι λογής – λογής ακαδημαϊσμοί και οι κώδικες των καθιερωμένων, επίσημων ή μη σχολών, σε μια εποχή που μαράζωνε ο ποιητής (εκτός από λίγες λυτρωμένες μα εντελώς απομονωμένες εξαιρέσεις) μέσα στα κοινωνικά και στα ακαδημαϊκά κάτεργα των ποικιλώνυμων βερμπαλισμών και φορμαλισμών, κάτω από τον ζυγό διαφόρων ηθικών και αισθητικών κανόνων απαράβατων, και μέσα στα συμβατικά πλαίσια ενός στείρου εγκεφαλισμού, ολίγοι νέοι, που δεν ήθελαν να μείνουν μέχρι τέλους μιμητές και δούλοι, αναπέτασαν την σημαία της ανταρσίας και φανατικά εναντιωμένοι, σηκώθηκαν και κραύγασαν ο καθένας στη δική του γλώσσα ΟΧΙ(…)”4ό.π., σελ. 51-52.

Και παρακάτω:

(…) Το φράγμα που είχαν υψώσει γύρω από την δυνατότητα ολοκλήρωσης μιας πραγματικά ελεύθερης ποίησης οι ακαδημίες, οι ποντίφικές τους και αιώνες παραδοχής και κομφορμισμού, είχε ανατιναχθεί και τα συγκρατημένα ως τότε νερά άρχισαν να χύνονται με ορμή. Τίποτε δεν μπορούσε ν’ αναχαιτίσει αυτόν τον χείμαρρο και τίποτε απ’ ό,τι βρέθηκε στον δρόμο του δεν έμεινε ορθό. Δεν ήταν πλέον ζήτημα απλώς φιλολογικό ή καλλιτεχνικό, μα και ζήτημα κατ’ εξοχήν και βαθύτατα ψυχολογικό. Ο Ντανταϊσμός όπως αργότερα ο Σουρρεαλισμός αποτελούν μια φρενιασμένη προσπάθεια όχι μόνο λυτρωμού από ζυγούς και κανόνες ακαδημιών, μα και ένθερμη εκδήλωση πόθου πλήρους ζωής και άρνηση υποταγής σε οποιοδήποτε είδος θανάτου. Και τα δύο αυτά κινήματα ξεχειλίζουν και πάνε πέρα από τα όρια στα οποία περιορίζονται συνήθως οι πνευματικές αναστατώσεις”5ό.π., σελ. 55-56 (…)”.

Αυτά τα δύο παραθέματα από τη διάλεξη του Εμπειρίκου διατηρούν ατόφια τη δυναμική και την επικαιρότητά τους σήμερα. Παραμένουν ζωντανές πηγές έμπνευσης, ωθώντας τον σύγχρονο καλλιτέχνη προς μια διαδικασία διαρκούς πνευματικής και ψυχικής εξέγερσης απέναντι σε όλους τους όρους και τα όρια που καταπιέζουν, ελέγχουν, κανονικοποιούν ή και πειθαρχούν τη δημιουργικότητα, προς ένα είδος καλλιτεχνικού και αισθητικού ξεσηκωμού απέναντι σε όλα τα αποστεωμένα και κοινά αποδεκτά πεδία έκφρασης, που εμποδίζουν ένα έργο τέχνης να ανασάνει τον αέρα της πλήρους καλλιτεχνικής ελευθερίας. Στις μέρες, με τις αδιανόητες επιθέσεις που δέχονται έργα τέχνης από τον ακροδεξιό κόπρο του Αυγεία, οι ιδέες αυτές, που προσπαθεί να επικοινωνήσει ο Εμπειρίκος σε μια άλλη εποχή με αρκετές αναλογίες με τη σημερινή και, ακόμα παλιότερα ο Ντανταϊσμός, διατηρούν όχι μόνο την επικαιρότητά τους, αλλά και την αίσθηση της επειγότητας να σταθεί κανείς ριζικά απέναντι σε τέτοιο είδους κινήσεις και πρωτοβουλίες.

Συνεχίζουμε με τον Εμπειρίκο:

(…) Ο Ντανταϊσμός ήταν μια πνευματική ανταρσία. Κυριότερά του γνωρίσματα ο πόθος της απελευθέρωσης της ποίησης και του ποιητή, καθώς και η απόλυτη άρνηση κάθε αρχής, κάθε καλουπιού (…). Οι βασικές αρχές που συνέδεαν τα μέλη της ντανταϊστικής ομάδας ήταν η αλληλεγγύη στην άρνηση και η παραδοχή όχι μιας νέας στατικής φιλολογικής τεχνοτροπίας, μα ενός νέου τρόπου συμπεριφοράς που επεξέτειναν από την ποίηση στη ζωή και από τη ζωή στην ποίηση, (…) μια νέα δυναμική αντίληψη της ποίησης και της ζωής.”6ό.π., σελ. 57

Μια τέτοια πνευματική ανταρσία ήταν ο Ντανταϊσμός, που έφτασε να έρθει σε ρήξη με την ίδια την οργάνωση της ζωής όπως αυτή είναι διαμορφωμένη στα ασφυκτικά πλαίσια των καπιταλιστικών κοινωνιών του πολέμου, της φτωχοποίησης, της κάθε είδους καταστολής και ελέγχου, όπως και των διάφορων μορφών ψυχικής και πνευματικής πειθάρχησης που απαιτεί ο αστικός τρόπος ζωής. Ωστόσο, όπως εξηγεί παρακάτω στη διάλεξή του ο Εμπειρίκος, ο Ντανταϊσμός ήταν ένας οργασμός, μια “μεγάλη revolte και αποτελούσε ας πούμε το δυναμικό μιας επανάστασης, δεν ήταν, όμως καθαυτό επανάσταση (…)”7ό.π., σελ. 61. Παρόλο που έθεσε ως κυρίαρχη αρχή του κινήματος ότι η ποίηση πρέπει να πηγάζει κατευθείαν από το ασυνείδητο, δεν κατάφερε να δώσει ένα “οργανωμένο σύστημα”8ό.π., σελ. 53, τα μέσα που τελικά θα επέτρεπαν την ουσιαστική άνθιση αυτής της άλλης, αυτούσιας και απελευθερωμένης ποίησης. Κύριος εκπρόσωπος του Νταντά υπήρξε ο Τριστάν Τζαρά, ο οποίος μιλούσε για την ποίηση – ενέργεια του πνεύματος ως αντίθεση προς την ποίηση απλώς ως μέσο έκφρασης.

Ωστόσο, η εξέγερση του Νταντά προλείανε το έδαφος για την επανάσταση του Σουρρεαλισμού.

2. Ο Αντρέ Μπρετόν και η ανακάλυψη του Σουρρεαλισμού. Το Μανιφέστο του 1924 και ο Ψυχικός Αυτοματισμός.

Όπως είναι γνωστό, ιδρυτής και βασικότερος εκπρόσωπος του σουρρεαλιστικού κινήματος υπήρξε ο Αντρέ Μπρετόν. Καθόλου τυχαία ο Εμπειρίκος, για να εισάγει τους ακροατές του στην ουσία τού κινήματος ξεκινάει μεταφράζοντας κομμάτια από το πρώτο μανιφέστο του Μπρετόν:

Απασχολημένος όπως ήμουν τότε με τον Freud και εξοικειωμένος με τη μέθοδό του, που μου εδόθη ευκαιρία να εφαρμόσω σε αρρώστους κατά τη διάρκεια του πολέμου, απεφάσισα να αντλήσω για τον εαυτό μου όσα αντλεί κανείς απ’ αυτούς, δηλαδή έναν όσο το δυνατό πιο ρέοντα μονόλογο, μη υφιστάμενο κανένα κριτικό έλεγχο, και μη δεσμευόμενο ακολούθως από καμία αποσιώπηση, ένα μονόλογο που ν’ αποτελεί όσο το δυνατό πιο πλέρια, σκέψη μιλημένη.”9ό.π., σελ. 63

Στη συνέχεια ο Μπρετόν ανακοινώνει στον Φιλίπ Σουπώ τα συμπεράσματά του και αρχίζουν να γεμίζουν ατέλειωτες κόλλες χαρτί αψηφώντας ποιο θα μπορούσε να είναι το φιλολογικό αποτέλεσμα.

Στο σύνολο υπήρχαν μεγάλες αναλογίες στα γραπτά μας: τα ίδια ελαττώματα στην αρχιτεκτονική των φράσεων και οι ίδιες αδυναμίες, μα συγχρόνως και στους δυο μας, το ίδιο φάνταγμα ενός εξαιρετικού οίστρου, πολύ συγκίνηση, μια σημαντική ποσότης εικόνων μιας ποιότητος τέτοιας που θα μας ήταν αδύνατον να κατασκευάσουμε έστω και μια τέτοια εκ προμελέτης, μια γραφικότητα εντελώς διαφορετική και, που και που, ένα οξύτατο καραγκιοζιλίκι”.10ό.π., σελ. 64

Ο Μπρετόν και ο Σουπώ ονόμασαν αυτό το είδος γραφής Σουρρεαλισμό. Ο βασικός τρόπος ανάπτυξης της σουρρεαλιστικής γραφής υπήρξε ο λεγόμενος ψυχικός αυτοματισμός. Σύμφωνα με τον Μπρετόν, όπως τον μεταφράζει ο Εμπειρίκος:

Ψυχικός αυτοματισμός γνήσιος, δια του οποίου εκφράζει κανείς, είτε προφορικώς, είτε γραπτώς, ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, την αληθινή λειτουργία της σκέψης. Υπαγόρευση της σκέψης, χωρίς άσκηση ελέγχου από τον λογισμό, και πέραν κάθε αισθητικής έγνοιας. (…) Περιπέστε στην πιο παθητική ή στην πιο δεκτική κατάσταση που μπορείτε. Ξεχάσετε τη μεγαλοφυα σας, τα ταλέντα σας και τα ταλέντα όλων των άλλων. (….) Γράφετε γρήγορα, χωρίς προσχεδιασμένο θέμα, αρκετά γρήγορα ώστε να μη συγκρατείτε τίποτε και να μη μπορείτε να ξαναδιαβάσετε ό,τι γράψατε. Η πρώτη φράση θα έρθει μόνη της, τόσο είναι αληθινό πως σε κάθε δευτερόλεπτο υπάρχει μια φράση ξένη προς τη συνειδητή μας σκέψη που ζητεί να εξωτερικευθεί”11ό.π., σελ. 63-66.

Αντιμετωπίζοντας τις ιδέες αυτές εκατό χρόνια από τη στιγμή που διατυπώθηκαν, φέροντας τη δαιδαλώδη εμπειρία των περιπετειών της καλλιτεχνικής δημιουργίας στο θεατρικό πεδίο, αλλά και μια κάποια επίγνωση των αισθητικών ρευμάτων που γεννήθηκαν μετά τον Σουρρεαλισμό μέσα στον ηφαιστειογενή 20ο αιώνα, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε κριτικά σε αυτές, μέσα από μια προσπάθεια διαλεκτικής άρνησης και υπέρβασής τους.

Πιστεύουμε λοιπόν ότι οι παραινέσεις του Μπρετόν για την επιτέλεση ενός έργου τέχνης μέσα από τον τρόπο του ψυχικού αυτοματισμού, μπορεί πραγματικά να απελευθερώσει τον καλλιτέχνη από τα δεσμά περιττών όρων, νόμων, σχολών, αισθητικών κατηγοριών και άλλων “δηλητηρίων” όπως τα αποκαλεί ο Σάμιουελ Μπέκετ: “Έπρεπε ν’ απαλλαγώ απ’ όλα τα δηλητήρια – τη διανοητική ευπρέπεια, τη γνώση, τις βεβαιότητες που απορρέουν απ’ αυτή, την ανάγκη να κυριαρχήσεις πάνω στη ζωή – να βρω την κατάλληλη γλώσσα”.12Επίμετρο του Θωμά Συμεωνίδη στη μετάφραση της “Τελευταίας Τριλογίας” του Σ. Μπέκετ, εκδ. Γαβριηλίδης, σελ. 269)

Μέσα από αυτόν τον δρόμο ο καλλιτέχνης βρίσκει την τόλμη και την επιθυμία να ανοίξει τους κρουνούς της δημιουργικότητας και της εκφραστικής ελευθερίας, χωρίς κανένα είδος λογοκρισίας να εμποδίζει την περιπέτεια αποκάλυψης του βαθιά προσωπικού του υλικού, ώστε να έρθει σε επαφή με το άγνωστο, με αυτό που έρχεται από τα μύχια του ψυχισμού, που ξεπερνά τα στενά όρια της λογικής και δεν περιέχεται άμεσα στο πλαίσιο της συνείδησης. Όπως πολύ όμορφα λέει ο Εμπειρίκος: “(…) οι Αμερικές δεν έχουν όρια. Είναι ατελείωτες, άπατες και κυριολεκτικά αχανείς, όπως το ασυνείδητό μας, που υπάρχει μέσα μας και του οποίου την ύπαρξη και το περιεχόμενο δεν γνωρίζουμε – όπως υπήρχε και πριν από τον Κολόμβο η Αμερική χωρίς κανείς ωστόσο να την ξέρει”.13Εμπειρίκος, Αθήνα, 2009, σελ. 69

Όπως εξηγεί ο Εμπειρίκος, το Σουρρεαλιστικό ποίημα είναι κατά βάθος το αντίστοιχο του περιεχομένου των ονείρων και γεννιέται από μια διαδικασία εξωτερίκευσης του εσωτερικού μας γίγνεσθαι. Πρόκειται για τη δυνατότητα άμεσης χρησιμοποίησης του ψυχικού δυναμικού του καλλιτέχνη στην πιο ανόθευτη και αυτούσια υπόστασή του. Φτάνουμε έτσι στην “ποίηση ενέργεια, ποίηση – λειτουργία του πνεύματος, ποίηση – ζωή”14ό.π., σελ. 75, αρκεί ο ποιητής να μην διστάσει μπροστά στην αποκάλυψη της ενδόμυχης κάθε φορά αλήθειας του.

Το ερώτημα όμως παραμένει: Αρκεί να διανύσει ο δημιουργός αυτή τη διαδρομή για να αισθανθεί ότι ολοκλήρωσε το έργο του; Άποψή μας είναι ότι μετά από το στάδιο του ψυχικού αυτοματισμού και της ελεύθερης παραγωγής του υλικού, που μπορεί να διαρκέσει μια λιγότερο ή περισσότερο μεγάλη περίοδο, ο καλλιτέχνης πρέπει να “σκύψει” πάνω στο υλικό αυτό και με τον δικό του τρόπο να προχωρήσει στην εξίσου σημαντική διαδικασία της αφαίρεσης, της βαθιάς και ουσιαστικής μέριμνας πάνω στη δομή, τη μορφή και το περιεχόμενο του έργου και, τελικά, να προχωρήσει προς τη διαδικασία της αισθητικής του ολοκλήρωσης. Παρόλο που ο γράφων πιστεύει ότι αυτή η αισθητική ολοκλήρωση δεν μπορεί να συμβεί ποτέ εφάπαξ, και ότι ένα έργο τέχνης, ακόμα κι αν παραδοθεί σε κοινή θέα, οφείλει να παραμένει πάντα ένα έργο σε εξέλιξη και διαρκή μετασχηματισμό.

3. Σουρρεαλισμός και Επανάσταση

Το Σουρρεαλιστικό κίνημα έθετε από την πρώτη στιγμή το ζήτημα της μη συμμόρφωσης με τις νόρμες και τα κοινώς αποδεκτά πλαίσια της αστικής αντίληψης για την ηθική και την κοινωνική διάσταση της ανθρώπινης ζωής, όπως και της ρήξης με τους θεμελιωμένους κανόνες της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τα άτομα που πλαισίωναν και στήριζαν το κίνημα, ασκούσαν δριμύτατη κριτική απέναντι στα “καλώς κείμενα” της αστικής κοινωνίας και της τέχνης της, ενώ υιοθετούσαν μια ανυπότακτη στάση ζωής. Ο επαναστατικός χαρακτήρας του Σουρρεαλισμού είχε αρχίσει να διαφαίνεται από την αρχή.

Όπως γράφει ο Εμπειρίκος:

Άνθρωποι που είχαν ελευθερώσει την ποίηση και που δεν μπορούσαν να τη θεωρήσουν πια ως κάτι υποταγμένο σε νόμους μη λειτουργικά πνευματικούς, άνθρωποι που είχαν προξενήσει τόσο μεγάλα ρήγματα στα οχυρωματικά έργα της λογικής ώστε να φαίνεται πια καθαρά τι κενό περιεχόμενο περιέκλειαν τα τείχη αυτά, άνθρωποι οι οποίοι με τόσο θάρρος και τόση ανιδιοτέλεια προσφέρθηκαν να γίνουν οι ίδιοι εργαστήρια πειραμάτων, που τους απομόνωναν ολοένα και περισσότερο από τους υπόλοιπους ανθρώπους, δεν ήταν δυνατόν παρά να ζητήσουν μια διέξοδο και μια ευκαιρία να θέσουν τον σουρρεαλισμό στην υπηρεσία ενός οργανωμένου κινήματος, που να επιτρέπει και άμεση δράση κατά των όσων ήταν αδύνατον ο Σουρρεαλισμός να παραδεχτεί – δηλαδή τους σημερινούς όρους διαβίωσης των ανθρώπων, τη σημερινή κατάσταση της κοινωνίας, που οι σουρρεαλιστές περισσότερο από όλους τους άλλους είχαν λόγους να θεωρούν αφόρητη (…)”15ό.π., σελ. 79.

Έτσι, ο Σουρρεαλισμός εγκαταλείπει σταδιακά την ιδεαλιστική μορφή του και, χωρίς να αλλάξει το περιεχόμενο και τις αναζητήσεις του, πλησιάζει και τελικά προσχωρεί στον διαλεκτικό υλισμό. Η αποστροφή και η ναυτία που προκαλούσε στους οπαδούς του κινήματος η αποφορά του αστικού τρόπου ζωής, ο πολιτισμός και το ήθος των κυρίαρχων τάξεων, παρόλο που τα άτομα αυτά βασικά προέρχονταν από την αστική τάξη και με τόλμη είχαν αλλάξει στρατόπεδο, συμβάλλανε στη δημιουργία της ψυχικής αυτής κατάστασης που, κατά τον Εμπειρίκο, προκάλεσε τόσο την ντανταϊστική εξέγερση όσο και την σουρρεαλιστική επανάσταση.

Συνεχίζει ο Εμπειρίκος:

(…) Ας μη δυσαρεστηθούν μερικοί στενόμυαλοι επαναστάτες, μα δεν βλέπω για ποιο λόγο πρέπει να αποφεύγουμε τα προβλήματα του έρωτος, του ονείρου, της τρέλας, της τέχνης και της θρησκείας εφόσον τα εξετάζουμε από την ίδια με εκείνους μοίρα – την Επανάσταση.”16ό.π., σελ. 81

Πιστεύουμε ότι το απόσπασμα αυτό και η ουσία των ιδεών που επικοινωνεί, διατηρούν αμείωτη τη σημασία τους ως τις μέρες μας. Αποτελεί συχνό φαινόμενο πολιτικοί φορείς και ακτιβιστές που μιλούν στο όνομα της προλεταριακής επανάστασης και της εργατικής τάξης, να εμφανίζουν όλων των ειδών τις αγκυλώσεις όταν εμφανίζονται μπροστά τους ζητήματα πέραν του οικείου τους “πολιτικού” πεδίου. Και όμως, η ταξική πάλη αναπτύσσεται και στο αισθητικό, ιδεολογικό και πνευματικό επίπεδο, αφού οι συνειδήσεις και τα συναισθήματα των καταπιεσμένων, ο ίδιος ο τρόπος ζωής τους, η ηθική τους, οι αξίες και τα ιδανικά τους, αποτελούν πολύ πρόσφορο έδαφος παρέμβασης των μηχανισμών της κυρίαρχης ιδεολογίας, με σκοπό τη διαμόρφωση ενός υποτακτικού και πειθαρχημένου ανθρωπολογικού τύπου. Δεν πρέπει απλώς να αντισταθούμε απέναντι σε αυτή τη διαδικασία. Οφείλουμε να την ανατρέψουμε καθολικά, προτάσσοντας το όραμα της πανανθρώπινης χειραφέτησης, κι εδώ ο ρόλος της τέχνης είναι ιδιαίτερα σημαντικός.

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που τίθεται είναι η θέση τού καλλιτέχνη μέσα στο επαναστατικό κίνημα, αλλά και μέσα στον χώρο της τέχνης. Αυτά που γράφει ο Εμπειρίκος παραπάνω αποκαλύπτουν ανθρώπους ασυμβίβαστους και αγωνιζόμενους, με διάθεση αυτοθυσίας για να υπηρετήσουν ένα όραμα τόσο καλλιτεχνικό όσο και κοινωνικό, βαθιά ανθρώπινο και χειραφετητικό. Ανάλογες αγωνίες τούς οδήγησαν στον δρόμο του μαρξισμού και της επανάστασης, ακολουθώντας πάντα τις δικές τους αιρετικές διαδρομές, οι οποίες σύντομα τους έφεραν σε ρήξη με τη σταλινική 3η Διεθνή.

Αντρέ Μπρετόν, Ντίεγκο Ριβέρα, Λέον Τρότσκι, Ζακλίν Λαμπα

Το 1930 το όργανο του κινήματος Η Σουρρεαλιστική Επανάσταση, μετονομάζεται σε Ο Σουρρεαλισμός στην υπηρεσία της Επανάστασης. Ωστόσο, ήδη από το 1932 έχουν αρχίσει οι τριγμοί στις σχέσεις Κομμουνιστικού Κόμματος και Σουρρεαλιστικού κινήματος. Τελικά, η οριστική ρήξη επέρχεται το 1935, όταν ο Μπρετόν κατήγγειλε μεταξύ άλλων τον κομφορμισμό που επέβαλε το κόμμα στα μέλη του, καθώς και τις βιαιοπραγίες του σταλινικού καθεστώτος. Το 1938 ο Μπρετόν επισκέφθηκε τον Λέον Τρότσκι στο Μεξικό, όπου μαζί με τον Ντιέγκο Ριβέρα γράψανε το Μανιφέστο Για Μια Ανεξάρτητη Επαναστατική Τέχνη. Με την επιστροφή του στο Παρίσι, ο Μπρετόν, και πάλι σε συνεργασία με τον Τρότσκι, συνέβαλε στη δημιουργία της F.I.A.R.I (Διεθνής Ομοσπονδία της Ανεξάρτητης Επαναστατικής Τέχνης), στην οποία, παρά το μικρό χρονικό διάστημα που λειτούργησε διωκόμενη μαζί με το τροτσκιστικό κίνημα από αστούς, φασίστες και σταλινικούς, συμμετείχαν σπουδαίες προσωπικότητες του καλλιτεχνικού στερεώματος όπως ο Ζαν Λουί Μπαρρώ, ο Πάμπλο Πικάσο, η Φρίντα Κάλο, ο Ροζέ Μπλαν κ.ά.

Ας κλείσουμε αυτό το πρώτο κείμενο του αφιερώματός μας στα εκατό χρόνια του Σουρρεαλισμού με τον τρόπο που κλείνει τη διάλεξή του ο Εμπειρίκος:

(…) Πριν σας χαιρετήσω θέλω να εκφράσω δημόσια τον θαυμασμό μου και την ευγνωμοσύνη μου στον Αντρέα Μπρετόν και στους άλλους Σουρρεαλιστές, που μετά τον διαλεκτικό υλισμό και τον Sigmund Freud, έχυσαν το περισσότερο και το πιο άπλετο φως μέσα στα πυκνά σκοτάδια που μας περιβάλλουν”17ό.π., σελ. 85.Κείμενο βασισμένο στη διάλεξη του Ανδρέα Εμπειρίκου το 1935, με τίτλο Περί Σουρρεαλισμού, για τα εκατό χρόνια από την ίδρυση του κινήματος.

Υποσημειώσεις[+]