"Πλατεία Αμερικής" - τοιχογραφία της σύγχρονης πόλης

ΤAINIOKPITIKH
“Πλατεία Αμερικής” – τοιχογραφία της σύγχρονης πόλης

Μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας, ιδιαίτερα του κέντρου της Aθήνας, μάς παρουσιάζει ο Γιάννης Σακαρίδης στην ταινία του “Πλατεία Αμερικής”.

Μετά το πολιτικό θρίλερ Wild Duck, εμπνευσμένο από το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών, ο σκηνοθέτης επιλέγει να μας βάλει σε μια πιο ανθρωποκεντρική ιστορία. Η ταινία αφηγείται τρεις ιστορίες που συνδέονται με αρκετά περίτεχνο τρόπο.

Ο Νάκος (Μάκης Παπαδημητρίου), παλιός κάτοικος της περιοχής που κοντεύει τα 40 και ζει ακόμα με τους γονείς του, δυσκολεύεται να βρει δουλειά και ν’ αντιμετωπίσει τα εσωτερικά του προβλήματα. Η ταινία ξεκινάει με τον εν λόγω πρωταγωνιστή να σκέφτεται πόσο έχουν αυξηθεί οι ξένοι στην πολυκατοικία του. Ο κυκεώνας των σκέψεών του περιορίζεται στη νοσταλγία της Πλατείας όπως ήταν στο παρελθόν και το παλιό της συντριβάνι, την εικόνα του οποίου καταλήγει να κάνει και τατουάζ. Αδυνατώντας να βρει διέξοδο ενοχοποιεί τους πρόσφυγες και τους μετανάστες αναπαράγοντας την κλασική αφήγηση: “μας παίρνουν τις δουλειές” και “μας αλλοιώνουν τον πολιτισμό”.

Ο Τάρεκ (Βασίλης Κουκαλάνι), πρόσφυγας από την Συρία, προσπαθεί με την επτάχρονη κόρη του να φθάσει στο Βερολίνο. Στην απεγνωσμένη του προσπάθεια έρχεται σε συνεννόηση με τον διακινητή Χασάν (Σουλτάν Αμίρ), στον οποίο δίνει τα 8.000 ευρώ που αποτελούν όλη του την περιουσία για να φύγουν με πλαστά διαβατήρια αεροπορικώς, πρώτα η κόρη του, με συνοδεία, και μετά ο ίδιος. Ένα λάθος δεν θα επιτρέψει στον Τάρεκ να φύγει και ο αποχωρισμός από την κόρη του θα αποτελέσει την απαρχή μιας νέας τραγωδίας. Ο Χασάν του προσφέρει σαν σχέδιο Β την δυνατότητα να πάει με πλοιάριο στην Ιταλία και από εκεί να πάει βρει την κόρη του, σχέδιο που πυροδοτεί νέες περιπέτειες.

Ο Μπίλι (Γιάννης Στάνκογλου), γείτονας και παιδικός φίλος του Νάκου, ιδιοκτήτης μπαρ και τατουατζής, έχει διαρκώς στο μυαλό του την τέχνη του, και το πώς θα μπορέσει να βοηθήσει τους γύρω του. Σε αντίθεση με τον φίλο του έχει αρκετή αλληλεγγύη προς τους ξένους. Όταν ο Νάκος του ζητάει να του ζωγραφίσει ως τατουάζ το παλιό συντριβάνι ο Μπίλι αντιδρά έντονα και αρνητικά. Ο Μπίλι σε κάθε του βήμα έχει έναν εσωτερικό μονόλογο για την τέχνη του και το πόσο ιδιαίτερο είναι να ζωγραφίζει πάνω σε ανθρώπους. Ακόμα πιο ιδιαίτερη γίνεται αυτή η σχέση όταν τον επισκέφτεται η Αφρικανή τραγουδίστρια Τερέζα (Ξένια Ντάνια) για να σβήσει το παλιό της τατού και ερωτεύονται παράφορα. Η Τερέζα όμως διώκεται από την μαφία και είναι αναγκασμένη να φύγει μέσω Ιταλίας για το Παρίσι με την βοήθεια του Χασάν.

Οι ιστορίες συνδέονται όταν ο Νάκος, εγκλωβισμένος στην κυρίαρχη αστική πατριωτική αφήγηση και μη βλέποντας πως η διέξοδος από την κρίση του περνάει από το να τα βάλει με το σύστημα, τα βάζει έμπρακτα με τους ξένους. Μη μπορώντας να δεχτεί την ζωντανή πραγματικότητα αποφασίζει να εξοντώσει φυσικά τους άστεγους αλλοδαπούς αφήνοντας στα σκουπίδια δηλητηριασμένο ψωμί. Το ένα απ’ τα ψωμιά δηλητηριάζει τον Χασάν κι έτσι το ταξίδι του Τάρεκ και της Τερέζα αναβάλλεται. Το άλλο ψωμί δηλητηριάζει κατά λάθος την μητέρα του Νάκου την οποία σώζει ο Τάρεκ που έχει έρθει μαζί με την Τερέζα στην πολυκατοικία του Μπίλι και του Νάκου. Ο διάλογος του Μπίλι και του Νάκου στην πυλωτή της πολυκατοικίας βγάζει στο φως την ακραία αντίθεση των δύο κόσμων που κρυβόταν κάτω από την μέχρι τότε φιλία. Ένας συμβολισμός των συγκρούσεων που ενυπάρχουν στις κοινωνικές ομάδες της χώρας και κρύβονται κάτω από τον μανδύα της συνοχής.

Η ταινία κλείνει με τον Μπίλι να πεθαίνει κοιτάζοντας το πέλαγος δολοφονημένος και σκεφτόμενος πάνω στην ζωή. Ο θάνατός του επήλθε στην προσπάθειά του να βοηθήσει την Τερέζα και τον Τάρεκ να διαφύγουν και αυτουργοί της δολοφονίας του ήταν οι διώκτες της Τερέζας. Ο Νάκος παραμένει ρατσιστής και εργάζεται ως ντελιβεράς στο μαγαζί της αδερφής του Μπίλι. Οι σκέψεις του περιστρέφονται στο ότι ο Μπίλι “μπορεί να έκανε βλακεία αλλά τουλάχιστον έδιωξε δύο από δαύτους”. Ο Τάρεκ πλέει στο πέλαγος σε ένα πλοιάριο αγναντεύοντας τον ήλιο. Αβέβαιο αν θα φτάσει και αν βρεθεί με την κόρη του…

Ο Νάκος στην αφήγηση συμβολίζει το ρόλο του τυπικού ναζιστή, που μιλάει διαρκώς για τους αλλοεθνείς σαν μη ανθρώπινες υπάρξεις. Η αναπόληση του παρελθόντος, ο εξωραϊσμός του, η αμετανόητη συμπεριφορά του παρά την θυσία του φίλου του, τον κίνδυνο στον οποίο έθεσε την ίδια του τη μητέρα, την οποία την έσωσε ένας από αυτούς που ήθελε να δολοφονήσει καθώς και η μεταφυσική ενότητα που διαβλέπει στους παλιούς κατοίκους της Πλατείας του προσδίδουν επάξια αυτό το χαρακτηρισμό. Ακόμα και η επιλογή του να στιγματίσει πάνω του το παλιό συντριβάνι παραπέμπει στα χρυσαυγίτικα τατουαζ με τις σβάστιγκες και τα αρχαιοελληνικά μοτίβα. Τα παιχνίδια των συμβόλων του παρελθόντος αποτελούν βασικά εθνικοσοσιαλιστικά τερτίπια από τον Βάγκνερ μέχρι τον Πλεύρη.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό που δείχνει ότι συμβολίζει τον ναζισμό και όχι άλλη πτυχή του ελληνικού πατριωτισμού ή ακροδεξιάς, είναι ότι δεν αναπαράγει την κλασική αφήγηση που βασίζεται στο τρίπτυχο πατρίς -θρησκεία -οικογένεια. Ο Νάκος δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το θρήσκευμα των μεταναστών ούτε δείχνει το παραμικρό στοιχείο της δικής του πίστης. Εμμένει στο γεγονός ότι οι ξένοι είναι διαφορετικής φυλής κι ότι διαρρηγνύουν την μεταφυσική ενότητα που βλέπει να συνδέει τους κατοίκους της πλατείας.

Ο Τάρεκ είναι ο πρόσφυγας που διαρκώς μιλάει για την αγωνία του και τις εμπειρίες του απ’ τον πόλεμο. Όπως λέει χαρακτηριστικά κάποτε πίστευε και αυτός σε πατρίδες και σύνορα αλλά τελικά αυτό που του έμαθε η εμπειρία του είναι πως κάθε πατρίδα στην πραγματικότητα είναι μια επιχείρηση. Συμβολίζει το νομαδικό υποκείμενο, “τον άλλο” που το σύστημα θεωρεί ακαθαρσία και πρέπει να τον διώξει αφού τον ταλαιπωρήσει και τον ταπεινώσει με κάθε τρόπο.

Ο Μπίλι αποτελεί έναν πρωτοπόρο καλλιτέχνη. Σε όλη την αφήγηση της ταινίας το μυαλό του είναι απασχολημένο με την τέχνη του. Δεν είναι τυχαίο ότι η τέχνη αυτή είναι η τέχνη της δερματοστιξίας. Ο Τατουατζής δεν καλλιτεχνεί απλά πάνω σε ένα άψυχο υλικό αλλά πάνω στον ίδιο τον άνθρωπο. Ο Μπίλι συμβολίζει μια πρωτοπορεία που μέσα από την δράση της στιγματίζει τα ίδια τα ανθρώπινα υποκείμενα και τους προσδίδει μια ιδιαιτερότητα. Ενδεχομένως επιφέρει τα ίδια αποτελέσματα και την ίδια την κοινωνία.

Η θυσία του Μπίλι δεν είναι μια απλή ένδειξη αγάπης στην Τερέζα, πράγμα που φαίνεται στην απουσία της από τις επιθανάτιες σκέψεις του. Η αυτοθυσία αυτή αποτελεί μια αντίδραση και μια διαμαρτυρία σε μια κοινωνία που σαπίζει από την αδικία. Δεν αποτελεί μια λύση του δράματος μέσω μιας κάθαρσης (με βάση τις αριστοτελικές έννοιες) αλλά αντ’ αυτού το φαινόμενο του ρατσισμού εξακολουθεί να υπάρχει ενώ οι άνθρωποι για τους οποίους έδωσε την ζωή του πλέουνε στην αβεβαιότητα. Μια τέτοια σκηνοθετική και σεναριακή επιλογή ενδεχομένως να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στις πρωτοπόρες δυνάμεις ότι οι πράξεις μας καταλήγουν στη ματαιότητα αν δεν έχουν ένα σχέδιο πέρα από την αλληλεγγύη και την αυτοθυσία. Ο κακόβουλος θεατής θα έβλεπε εύκολα το ενδεχόμενο πως η ταινία θέλει να μας κάνει να πάμε σπίτια μας, αυτή όμως η απαισιόδοξη οπτική δεν ταιριάζει καθόλου στο ουτοπικό πλεόνασμά της. Ίσως να θέλει να μας πει υποδόρια πως αυτά συμβαίνουν όταν δεν έχεις σχέδιο και οργάνωση, και να τονίσει την αναγκαιότητά τους. Ο Μπίλι συμβολίζει το πρωτοπόρο κίνημα αλληλεγγύης, που όπως όλα τα κινήματα δεν μπορούν να σταθούν από μόνα τους. Το σημαντικό στοιχείο προς τους τελευταίους ισχυρισμούς είναι ότι η κόρη του Τάρεκ κατάφερε να φτάσει στον προορισμό της πράγμα που συμβολικά δηλώνει μια βαθειά πίστη για το θετικό μέλλον σε αντίθεση με το δυστοπικό παρόν. Άγνωσται αι βουλαί του καλλιτέχνη. Η ταινία όμως είναι μια συγκινητική πηγή σκέψεων και προβληματισμών που πιστεύω αξίζει να την δει κανείς.

Σοφία Τσάρου