ΠΕΡΙ «ΙΣΛΑΜΟΦΑΣΙΣΤΩΝ»: ΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ

Συνέχεια από το προηγούμενο

ΙΙΙ

Σύμφωνα με τον Hegel «η αστική κοινωνία αναπτύσσεται πέρα και έξω από τον εαυτό της». Η ίδια, συνεπεία της δομής της και όχι συνεπεία της κακής βούλησης μεμονωμένων ατόμων, «παρά το υπέρμετρον του πλούτου… δεν είναι αρκετά πλούσια… για να ρυθμίσει το υπέρμετρον της φτώχειας». (βλ. Alfred Schmidt Ο Hegel για την Γαλλική Επανάσταση και την αστική κοινωνία, σε μετάφραση του καθηγητή Γιώργου Σταμάτη, στα Τεύχη Πολιτικής Οικονομίας, αριθμός 4, Άνοιξη 1989, σελ. 77 επ. και ιδία σελ 88). Με την αριστουργηματική συμπύκνωση του Μax Horkheimer, «όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό δεν πρέπει επίσης να μιλάει και για τον φασισμό» (βλ. Max Horkheimer, Οι Εβραίοι και η Ευρώπη, εκδόσεις Έρασμος, σελ. 38). M’ άλλα λόγια, ο φασισμός δεν είναι παρά το προηγούμενο αστικό καθεστώς χωρίς τις αναστολές του. Στερεοποιεί τις ακραίες ταξικές διακρίσεις που παράγει αναπότρεπτα ο νόμος της υπεραξίας. Φασισμός, λοιπόν, είναι η απάντηση του καπιταλιστικού κόσμου στην σοσιαλιστική πρόκληση, είναι ο καπιταλισμός που περνάει συνειδητά στην επίθεση. Είναι το πολιτικό σύστημα του μεγάλου κεφαλαίου όταν βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης οπότε ποδοπατά το δίκαιό του, το Σύνταγμά του και τα «ιδανικά» του προκειμένου να διαφυλάξει και να στερεοποιήσει, με αμείλικτη και απροκάλυπτη καταστολή, την επαπειλούμενη ιδιοκτησία του στα μέσα παραγωγής. (βλ. Άντον Πάνεκουκ, Τα Εργατικά Συμβούλια, Ελεύθερος Τύπος, σελ. 183,185).

Και ο νεόκοπος όρος «ισλαμισμός»; Σε καμιά περίπτωση δεν παριστά οποιαδήποτε μορφή ουτοπίας. Και η πλέον ασαφής περιγραφή της ουτοπίας -μια κοινωνία που εμπνέεται από ιδέες ευτυχίας, αδελφοσύνης και αφθονίας– θα απέκλειε μια «κοινωνία τζιχαντιστών» που αποκλείει τον «παγανισμό» σε όλες του τις μορφές: φιλελευθερισμό και εκκοσμίκευση, σεξουαλική ειλικρίνεια και ανεξιθρησκεία. Αντ’ αυτών επιδιώκει την βίαιη επιβολή της «Σαρία» (ιερού ισλαμικού νόμου) και αποθεώνει την βία κατά των «απίστων» (βλ. Ράσελ Τζάκομπυ, Ασαφής εικόνα. Ουτοπική σκέψη για μιαν αντιουτοπική εποχή, Νησίδες, σελ. 10, 25). Οι τζιχαντιστές διακρίνονται από εξώλογο θαυμασμό και υπερχειλή πολιτικό νηπιασμό. Αντιμετωπίζουν ως θανάσιμο αμάρτημα την εκκοσμίκευση και την ανθρωποκεντρική θεώρηση του κόσμου. Γι’ αυτό εκείνο που μισούν στην «Δύση» περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα, είναι η εκκοσμίκευση της ιστορικής αιτιότητας που εισήγαγε και καθιέρωσε ο Διαφωτισμός. Αποβάλλοντας τον Θεό, ως ενεργό ιστορικό αίτιο, άνοιξε το αχανές πεδίο της ιστορικής αιτιότητας στην επιστημονική έρευνα. Γιατί, όσο ο Θεός βρισκότανε μέσα στην Ιστορία, οι θεολόγοι (παντός θρησκεύματος και δόγματος) μπορούσαν να αποδεικνύουν τα πάντα: τα παθήματα των παιδιών του Θεού, ή οι θρίαμβοι τους, μπορούσαν όλα να χρησιμοποιηθούν εξ ίσου αληθοφανώς ως αποδείξεις της Θείας δραστηριότητάς Του. Ο Διαφωτισμός εισήγαγε και καθιέρωσε την νεωτερικότητα: το να είσαι νεωτερικός σημαίνει να αποκόβεσαι απ’ τις παρηγοριές της θρησκείας ή της μεταφυσικής· να είσαι υποχρεωμένος να αντικρίζεις την πραγματικότητα (βλ. Peter Gay, Διαφωτισμός. Ο Βολταίρος συζητά με τον Λουκιανό και τον Έρασμο. Θύραθεν Εκδόσεις, σελ. 54, 55, 59, 18). Μια τέτοια στάση, όμως, αντιπροσωπεύει για τους τζιχαντιστές την άμεση αμφισβήτηση του Θεού, υποδηλώνει αθεΐα και μιμούμενοι, μάλλον ασυνείδητα, τον Πλάτωνα, επαπειλούν και επιβάλλουν τον θάνατο κατά του άθεου ή του «απίστου». [Ο Πλάτων πίστευε ακράδαντα ότι όσοι διαδίδουν αθεϊστικές απόψεις χρειάζονται σωφρονισμό και αν τις διαδίδουν με τρόπο κυνικό και παραπλανητικό πρέπει να θανατώνονται. Γενικά ο Πλάτων ήταν αδιάλλακτος πολέμιος της απιστίας και της αθεΐας. (βλ. Νόμοι 907e-910d, W.K.C. Gythrie, Οι Σοφιστές, ΜΙΕΤ,σελ. 298-299, 283, 286, 279, Ρόμπιν Λέιν Φοξ, Ο κλασικός κόσμος, Ωκεανίδα, σελ.275 και 829 και Έρνστ Κασσίρερ, Ο μύθος του κράτους, εκδόσεις γνώση, σελ. 97, 98, 104)]. Ο Σοφιστής Κριτίας στο έργο του «Σίσυφος» παρέστησε την θρησκευτική πίστη ως σκόπιμη απάτη στην οποία επιδίδονται οι κυβερνήσεις για να εξασφαλίζουν έναν απόλυτο και γενικό κανόνα για την καλή συμπεριφορά των υπηκόων τους, για να αποτρέπονται από την παράβαση των νόμων όταν δεν τους επιτηρούσε κανείς. Η θρησκεία, λοιπόν, είναι καθαρά ανθρώπινη επινόηση· αποσκοπεί, κατά τον Κριτία, να εξασφαλίσει την υπακοή των υποτελών· δεν απευθύνεται στον φωτισμένο δεσπότη. Η ανάγκη για μια υπερφυσική επικύρωση της ηθικής συμπεριφοράς, λέει ο Κριτίας, ήταν αυτό που έκανε τους θεούς να έρθουν στο προσκήνιο. Αυτή είναι η πρώτη εμφάνιση της θεωρίας ότι η θρησκεία είναι πολιτική επινόηση για να εξασφαλίζει ευάγωγη συμπεριφορά, μια θεωρία που αναπτύχθηκε με λεπτομέρειες απ’ τον Πολύβιο στην Ρώμη (βλ. W.K.C. Guthrie, ό.π. σελ. 41, 296, 297, 365, 408) [Απ’ την μεριά του ο Πλάτων χρησιμοποιεί την απειλή της θρησκείας για να εξασφαλιστεί η αποχή των πολιτών από σεξουαλικές δραστηριότητες, βλ. Ρόμπιν Λέιν Φοξ, ό.π., σελ. 277.]

Ο Μακιαβέλλι, καίτοι κατ’ ουσίαν άθεος και πρώτος δυναμικός υπερασπιστής του εθνικού κράτους έναντι των πολιτικών φιλοδοξιών της Εκκλησίας, διαισθάνθηκε βαθειά την εσωτερική σχέση θρησκείας και πολιτικής διότι ήξερε ότι η κοσμική εξουσία μπορεί να ευδοκιμήσει μόνον όταν παραμείνει προσκεκολημμένη στην πηγή κάθε εξουσίας, που είναι η μόνη που της προσδίδει την λάμψη της θεότητας. Μόνο για το καλό του κράτους, λοιπόν, ο Μακιαβέλλι επιθυμούσε να διατηρείται η θρησκεία μέσα στο λαό: όχι ως μια εξουσία εξωτερική ως προς το κράτος, αλλά ως ένα instrumentumregni, δηλαδή ως ένα εργαλείο εξουσίασης στα χέρια των πολιτικών. (βλ. Ρούντολφ Ρόκερ, Εθνικισμός και Πολιτισμός, τόμ. Α΄, σελ. 207, 208).Με την θεωρία του Μακιαβέλλι όλες οι προηγούμενες θεοκρατικές ιδέες και όλα τα προηγούμενα θεοκρατικά ιδεώδη ξεριζώθηκαν εντελώς. Ο Μακιαβέλλι, όμως, ήταν αντίπαλος της Εκκλησίας, αλλά όχι και εχθρός της θρησκείας. Στο σύστημά του η θρησκεία είναι απαραίτητη, αναγνωρίζεται ως στοιχείο της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, αλλά δεν είναι πια αυτοσκοπός, δεν είναι η βάση της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου· υποβιβάστηκε σ’ ένα όπλο για όλους τους πολιτικούς αγώνες. Είναι ωφέλιμη όταν γεννά ευταξία. (βλ. Έρνστ Κασσίρερ, ό.π, σελ. 194, 195). Έτσι ακριβώς την αντιμετωπίζει και ο φασισμός, ως ένα instrumentumregni. Οι τζιχαντιστές, όμως, την βλέπουν τελείως διαφορετικά: στο πλαίσιο της σκοταδιστικής θεοκρατίας τους, που οι αρθρογράφοι μας την εκλαμβάνουν άκριτα ως «φασισμό», αναγνωρίζουν μόνον την θεϊκή αιτιοκρατία· η θρησκεία τους (και όχι η «φυλή» τους, το «αίμα» τους, ή το χρώμα του δέρματός τους, όπως κάνουν οι φασίστες), είναι η βάση της κοινωνικής, πολιτικής και πνευματικής ζωής τους, είναι αυτοσκοπός. Αγγίζει την καρδιά των καθημερινών υποθέσεων, υλοποιεί το ίδιο το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Για τους τζιχαντιστές η ζωή εδώ και τώρα είναι ασήμαντη συγκρινόμενη με τις άπειρες διαστάσεις της αιωνιότητας. Πραγματικοί εχθροί τους είναι οι εχθροί του Θεού τους και της θρησκείας τους οι οποίοι αν δεν εξοντωθούν θα θέσουν σε κίνδυμο τις αθάνατες ψυχές των μαχητών του Ισλάμ που τις αναμένει ο Παράδεισος. [Πρώτη φορά στον κόσμο αναφέρθηκε αυτή «η ιστορικά γόνιμη ιδέα» -περί Παραδείσου- κατά την «Εξέγερση των Μακκαβαίων» το 167 π.Χ, ως μια νέα θεολογία περί μαρτυρίου για όσους Ιουδαίους σκοτώθηκαν κατά την διάρκειά της. (βλ. Ρόμπι Λέιν Φοξ, ό.π, σελ. 448)]. Το ότι η γνώση είναι ανώτερη από την άγνοια, το ότι τα κοινωνικά προβλήματα λύνονται μόνο με την έλλογη δράση, βασισμένη στην έρευνα και την ανάλυση παρά στην προσευχή, την αποκήρυξη, την εξάρτηση από κάποια πάνσοφη αυθεντία ή την υπομονετική προσμονή της Θείας πρόνοιας, το ότι η συζήτηση είναι καλύτερη απ’ τον φανατισμό· το ότι οι φραγμοί στην έρευνα, είτε τους βάζει η θρησκεία είτε η παράδοση, είναι όλοι ολέθριοι για την κατανόηση, δεν είναι για τους τζιχαντιστές αυτονόητα αξιώματα, αλλά εισβολή του διαβόλου που φυσικά και πρέπει να εξοντωθεί. Οι τζιχαντιστές δεν αποδέχονται την σεξουαλικότητα (πρωτίστως των γυναικών) ως κάτι απολαυστικό και ηθικά αποδεκτό. Δεν την ανέχονται καν. Την σεξουαλικότητα της γυναίκας την θεωρούν σημάδι μωρίας και ανυπακοής. Την κατακεραυνώνουν ως αντιθρησκευτική τρέλα. Δεν τους διακρίνει κατάφαση απέναντι στην ανθρώπινη φύση και δράση, αλλά άρνηση και εχθρότητα. Απέναντι στην morale relâchée των ιμπεριαλιστών αντιπαραθέτουν ασύδοτη και θρασύδειλη σκληρότητα. Για τον τζιχαντιστή ο μύθος δεν είναι κάτι βάρβαρο, ένας παράδοξος και αλλόκοτος σωρός συγκεχυμένων ιδεών και χονδροειδών προλήψεων, μια σκέτη τερατωδία. Είναι αντικείμενο δέους και σεβασμού. Οι τζιχαντιστές τάσσονται υπέρ της ολοκληρωτικής καθαίρεσης του λόγου· απορρίπτουν και καταδικάζουν όλες τις έλλογες δραστηριότητες. Έτσι πιστεύουν πως προσεγγίζουν ασφαλέστερα την μουσουλμανική εκδοχή του Itinerarium mentis in Deum (Το οδοιπορικό της ανθρώπινης ψυχής προς τον Θεό).

Εν κατακλείδι: οι τζιχαντιστές αντιπροσωπεύουν κάτι πιο κει από την απουσία λαϊκών ελευθεριών, δημοκρατίας, πολιτισμού,, κοινωνικής δικαιοσύνης και ελευθερίας. Είναι υπέρ της λογοκρισίας, του παραλογισμού, της δουλείας, των βασανιστηρίων, της μισαλλοδοξίας, της σκληρότητας και του πολέμου. Η εν γένει συμπεριφορά τους χαρακτηρίζεται ως προπολιτική και όχι απλώς ως αντιδημοκρατική. Είναι βυθισμένοι στην ανατριχίλα της παραφροσύνης, των πυρετικών παραισθήσεων και του κόσμου των φαντασμάτων. Η αυτοπεποίθησή τους εκτινάσσεται στα ύψη από ανορθόλογο θρησκευτικό πάθος, ΔΕΝ εκπηγάζει από την καθαρή και αδιάλειπτη ενέργεια της νόησης καθ’ εαυτήν. Οι τζιχαντιστές είναι εχθροί του ανθρώπου γενικά όχι απλώς της εργατικής τάξης και των λαϊκών ελευθεριών.

10-ΙΧ-2016

Πέτρος Πέτκας

Σημείωση: (Υπόμνηση)!

Στην εποχή του ο Ε.Ρ. Thompson έκανε έκκληση για την αποκατάσταση της συγκινησιακής και ηθικής επίγνωσης του ανθρώπου ως στοιχείων της κοινωνικής ολότητας. Τόνιζε πως δεν πρέπει να αγνοείται η ανθρώπινη εμπειρία -όπως διερμηνεύεται με διαύλους την συνείδηση και την πολιτισμική έκφραση- ως παράγοντας του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ο υπερτονισμός των απρόσωπων κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων, «πέρα και έξω από την ανθρώπινη θέληση στην διαμόρφωση της ανθρώπινης μοίρας» συντελεί, ασυναίσθητα ίσως, στον εξοβελισμό της ανθρωποκεντρικής κοινωνικής ανάλυσης. Έτσι, καταργούμε «τον άνθρωπο από την ιστορία του ανθρώπινου γένους» κατά τον Τοκβίλ, γιατί λησμονούμε ότι «οι άνθρωποι δεν κυβερνιώνται από ιστορικές αναγκαιότητες πέρα από τον έλεγχό τους. Ένας υψηλός βαθμός πιθανότητας δεν είναι σωστό να γίνεται δεκτός ως βεβαιότητα» (βλ. Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη, Ιώσηπος Μοισιόδαξ. Οι συντεταγμένες της βαλκανικής σκέψης τον 18ο  αιώνα, ΜΙΕΤ, σελ. 23, G.E.M. DE STE. CROIX, ό.π., σελ. 52, Hannah Arendt, Το ολοκληρωτικό σύστημα, Ευρύαλος, σελ. 90. Ρούντολφ Ρόκερ, Εθνικισμός και Πολιτισμός, εκδόσεις Άρδην, τόμος Α΄, σελ. 31-40). Με άλλα λόγια: Είναι λάθος να θεωρούμε τις κοινωνικές διαδικασίες σαν ντετερμινιστικές εκδηλώσεις μιας αναγκαστικής πορείας των γεγονότων. Ο φαταλισμός ακόμη και αν εμφανίζεται υπό την εσθήτα της επιστήμης (κι όχι με το ράσο του θεολόγου) είναι ιδαίτερα επικίνδυνος και, φυσικά, δεν έχει κανένα προοδευτικό χαρακτηριστικό!