ΟΥΓΓΑΡΙΑ(1956-2016) 60 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΣΤΑΛΙΝΙΚΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ

Christian Rath & Matías Villar

Ουγγαρία (1956-2016)

60 χρόνια από την επανάσταση των εργατών ενάντια στη σταλινική γραφειοκρατία

 

Mέρος πρώτο

 

Στις 23 Οκτωβρίου 1956, 200.000 Ούγγροι βγήκαν στους δρόμους της Βουδαπέστης βάζοντας σε κίνηση μια εξέγερση σε πανεθνικό επίπεδο. Η Ένωση Λογοτεχνών απαίτησε την αποκατάσταση του πρώην Πρωθυπουργού Imre Nagy, ενός ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος που η γραφειοκρατία είχε απομακρύνει από την Κυβέρνηση. Οι φοιτητές απαίτησαν την κάθαρση του Κράτους από τους σταλινικούς, ελεύθερες εκλογές και δικαίωμα στην απεργία. Ήταν μια μεγάλη προλεταριακή επανάσταση, που οδήγησε στην κατάληψη εργοστασίων, στρατώνων και στο σχηματισμό Εργατικών Συμβουλίων και Επαναστατικών Επιτροπών. Η παρέμβαση των ρωσικών στρατευμάτων στη χώρα ενέτεινε την εξέγερση και ανάγκασε, για πρώτη φορά, την οργάνωση μιας στρατιωτικής επέμβασης από το Κρεμλίνο, που έπνιξε στο αίμα τη λαϊκή εξέγερση με 2500 νεκρούς.

Η Ουγγαρία αποτελούσε μέρος του λεγόμενου σοβιετικού αναχώματος της Ανατολικής Ευρώπης (κράτη στα οποία, μεταπολεμικά, η ρωσική κατοχή είχε ως αποτέλεσμα μια γραφειοκρατική απαλλοτρίωση του κεφαλαίου). Η Ρωσική δικτατορία υπέτασσε, στις χώρες αυτές, οικονομία και πολιτική σε εθνικό επίπεδο. Με τον Mátyás Rákosi,  είχε στήσει στην Ουγγαρία ένα αστυνομικό κράτος που επιδίωκε να συγκρατεί όλες τις εκρηκτικές αντιφάσεις – την πτώση του βιοτικού επιπέδου, τους χαμηλούς μισθούς, την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση.

Την ίδια στιγμή, ο θρίαμβος της επανάστασης στη Γιουγκοσλαβία (1945), σε ανοιχτή σύγκρουση με τη σταλινική γραφειοκρατία, εξαπέλυσε ένα κύμα εσωτερικής καταστολής. Τον αφορισμό του Γιουγκοσλάβου ηγέτη Τίτο, το 1948, ακολούθησαν “καθάρσεις” και μαζικές εκκαθαρίσεις μέσα στην ΕΣΣΔ και τα άλλα Κράτη. Η κατηγορία του “Τιτοϊσμού” σήμαινε τη δολοφονία (László Rajk), φυλάκιση (János Kádár) ή απομάκρυνση (Imre Nagy) διάσημων Ούγγρων Κομμουνιστών ηγετών.

 

Μια κουτσουρεμένη μεταρρύθμιση

 

Ο θάνατος του Στάλιν τον Μάρτιο του 1953 επιδείνωσε την κρίση της γραφειοκρατίας. Το διευθύνον κοινωνικό στρώμα αναγκάστηκε να αλλάξει τις μεθόδους της κυριαρχίας του, που στηρίζονταν στη σωματική βία. Μια συνέπεια αυτής της αναγκαίας -για την επιβίωσή του- μετατόπισης ήταν η αναδιοργάνωση της τρομερής μυστικής αστυνομίας του Στάλιν, η απελευθέρωση ορισμένων πολιτικών κρατουμένων και η αναγνώριση από τον Χρουστσόφ στο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ (τον Φεβρουάριο του 1956), αν και εν μέρει, των εγκλημάτων του Στάλιν. Οι εργατικές εξεγέρσεις στο Ανατολικό Βερολίνο (1953) αντιπροσώπευαν τη λαϊκή πρωτοβουλία ενάντια στη γραφειοκρατία, η οποία απάντησε με κάποιες μεταρρυθμίσεις, αλλαγές πολιτικού προσωπικού και την αποκατάσταση των σχέσεων με την Γιουγκοσλαβία.

Η Ουγγαρία έγινε πεδίο δοκιμών για αυτήν τη μετωπική αλλαγή. Ονόμασαν τον Nagy πρωθυπουργό, ενώ ο Rákosi διατηρούσε παράλληλα τον έλεγχο του κομματικού μηχανισμού και της μυστικής αστυνομίας. Η πολιτική του Nagy προσπάθησε να χτίσει γέφυρες προς τον Τιτοϊσμό, να δώσει κάποια αυτονομία στο Λαϊκό Πατριωτικό Μέτωπο -ένα πολιτικό μέτωπο σύμμαχο του ΚΚ- και να απαλύνει την καταστολή, πράγμα που βοήθησε να ανθίσει ένα κριτικό κίνημα στα πνευματικά και φοιτητικά στρώματα. Αύξησε την παραγωγή των καταναλωτικών αγαθών, απελευθέρωσε το καθεστώς της αναγκαστικής στρατολόγησης των αγροτών σε συνεταιρισμούς και τους χορήγησε κάποιες παραχωρήσεις. Πρότεινε τη μετάβαση από την αστυνομική διαιτησία σε ένα συλλογικό σύστημα των διαφορετικών πτερύγων της γραφειοκρατίας, αλλά το 1955 καθαιρέθηκε από τον Rákosi και εκδιώχθηκε από το ΚΚ, στο πλαίσιο ενός νέου γύρου σκλήρυνσης της γραφειοκρατίας στην Ευρώπη.

Το πραξικόπημα επιδείνωσε την κρίση. Από τις τάξεις της Κομμουνιστικής Νεολαίας προέκυψε ο Κύκλος Petöfi, που ώθησε σε συζητήσεις στις οποίες συμμετείχαν χιλιάδες νέοι, φοιτητές και εργάτες. Ζητούσαν “τη δίκη και την τιμωρία” των υπευθύνων για τα εγκλήματα της γραφειοκρατίας. Στα μέσα Ιουλίου, ο Rákosi παραιτήθηκε και ανέβηκε στη θέση του ο Gerö. Για να αποδείξει τη μεταρρυθμιστική διάθεσή του, στις 6 Οκτωβρίου, επέτρεψε την επίσημη κηδεία του Rajk (που είχε εκτελεστεί με την επίσημη κατηγορία του “Τιτοϊσμού”), όπου πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη πορεία με επικεφαλής τη χήρα του, τον Nagy και άλλους αντιπολιτευόμενους. Στην Πολωνία, η γραφειοκρατία είχε δεχθεί, μετά από διαδηλώσεις, να αναλάβει την Κυβέρνηση ο Wladyszw Gomulka (ο Πολωνός Nagy). Στις Ουγγρικές μάζες είχε γίνει κατανοητό ότι στην Πολωνία είχε επικρατήσει ο λαός και ότι τους παρουσιαζόταν μια μοναδική ευκαιρία.

Οι φοιτητές αποφάσισαν να συγκαλέσουν μια κινητοποίηση στις 23 του μήνα σε αλληλεγγύη με τις πολωνικές μάζες, αλλά το πρόγραμμα υπερέβη αυτό το σύνθημα. Στην καταγγελία της καταστολής και την απαίτηση της διάλυσης της μισητής μυστικής αστυνομίας (AVH), προστέθηκε η αποκήρυξη των στρατευμάτων των Ρώσων κατακτητών, της πείνας, των χαμηλών μισθών και η αύξηση των ποσοστών της παραγωγής.

 

Νίκη

 

Η Κυβέρνηση αντιτάχθηκε στη διαδήλωση, πράγμα που ριζοσπαστικοποίησε την κατάσταση. Στις 23 Οκτωβρίου, χιλιάδες διαδηλωτές, φοιτητές και εργάτες, κατέλαβαν τους δρόμους της Βουδαπέστης. Το ίδιο απόγευμα, μεταλλεργάτες γκρέμισαν ένα σύμβολο καταπίεσης: το γιγαντιαίο άγαλμα του Στάλιν στο κέντρο της Βουδαπέστης.

Ο Gerö ονόμασε “αντεπαναστατική συμμορία” τους κινητοποιημένους και διέταξε τη σκληρή καταστολή των διαδηλωτών που κατευθύνονταν προς το ραδιοφωνικό σταθμό. Σε αυτό το σημείο, το πρόγραμμα των 16 σημείων των εξεγερμένων ένωνε τα κοινωνικά αιτήματα (μισθό και συνθήκες εργασίας) με τα εθνικά (απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων) και τα πολιτικά: ελεύθερες εκλογές, επιστροφή του Nagy στην Κυβέρνηση, διάλυση της μυστικής αστυνομίας και λαϊκό δικαστήριο για τα εγκλήματα.

Η εξέγερση άρχισε να εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα και έσπασε τη ραχοκοκαλιά του Κράτους όταν ο στρατός και η αστυνομία, που είχαν εντολές να καταστείλουν, συναδελφώθηκαν με τις κινητοποιημένες μάζες.

Μια διαλυμένη Κυβέρνηση, σε μια έκτακτη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του KK, διόρισε τον Nagy Πρωθυπουργό. Όμως, σε αυτό το σημείο, τα σοβιετικά τανκς καταλάμβαναν την Βουδαπέστη. Ο Nagy κάλεσε “τους Σοβιετικούς να υποχωρήσουν και τους εξεγερμένους να μετριάσουν τα αιτήματά τους”, αλλά “χρειάστηκαν αρκετές ημέρες για να ανακαλύψει ότι ήταν αντιμέτωπος με μια πανεθνική εξέγερση ενάντια στην ξένη κυριαρχία και το ολοκληρωτικό καθεστώς”.[1] Μια γενική απεργία, η οποία ξεκίνησε στις 24 του μήνα, παρέλυσε τη χώρα. “Σε όλες σχεδόν τις πόλεις, μερικές φορές μετά από αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις ειρηνικά, η εξουσία πέρασε στα χέρια των Επαναστατικών Επιτροπών και των Εργατικών Συμβουλίων.”[2]

Στις 25 έγινε μια ανατροπή. Μια ρωσική θωρακισμένη μονάδα πέρασε στο πλευρό των εξεγερμένων. Καθοριστικό γεγονός ήταν η αγκιτάτσια στα ρώσικα των Ούγγρων φοιτητών στα τανκς. Το κάλεσμα να κατεβάσουν τα όπλα τους και να δράσουν από κοινού ξεκίνησε με μια φράση του Μαρξ: “Δεν μπορεί να είναι ελεύθερος ένας λαός που καταπιέζει ένα άλλο λαό”. Μαζί, οι διαδηλωτές και τα τανκς, βάδισαν προς το Κοινοβούλιο. Η μυστική αστυνομία άνοιξε πυρ κατά του πλήθους, τα τανκς όμως σάρωσαν τις “υπηρεσίες” και προστάτευσαν τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους. Ο πληθυσμός άρχισε να οπλίζεται, μια μονάδα του ουγγρικού στρατού μετακόμισε μαζικά στο επαναστατικό στρατόπεδο, σε όλες τις μεγάλες βιομηχανικές και μεταλλευτικές πόλεις το κενό εξουσίας είχε καταληφθεί από τα Εργατικά Συμβούλια. Για το Κρεμλίνο, η κατάσταση δε θα μπορούσε να είναι χειρότερη, επειδή η συναδέλφωση με τους Ρώσους στρατιώτες διέλυε τα Σοβιετικά στρατεύματα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, μια αντιπροσωπεία της γραφειοκρατίας της ΕΣΣΔ ήρθε στην Βουδαπέστη και συμφώνησε στην αντικατάσταση του Gerö στην ηγεσία του ΚΚ, τη διάλυση της μυστικής αστυνομίας, την απόσυρση των Ρωσικών στρατευμάτων από την Βουδαπέστη και την έναρξη διαπραγματεύσεων αποχώρησης από την Ουγγαρία. Μια πλήρης ήττα που έληξε με τη νέα Κυβέρνηση που σχηματίστηκε από τον Nagy στις 28 Οκτωβρίου.

Η Ουγγαρία έζησε μια εβδομάδα ελευθερίας που έφερε στο μυαλό την επανάσταση των εργατών του 1919. Τα Επαναστατικά Συμβούλια και οι Επιτροπές είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Η δυσπιστία σε ό,τι αφορούσε τους Ρώσους ήταν βαθιά (και ακριβής, όπως αποκάλυψε η μαζική επιστροφή των [Ρωσικών] στρατευμάτων για να συντρίψουν την επανάσταση). Η Σοβιετική γραφειοκρατία δεν συμμεριζόταν τη νίκη, φυσικά, αλλά η εχθρική σιωπή κυρίευε τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις, την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και το Βατικανό. Καμία από αυτές τις δυνάμεις δε μπορούσε να ανεχτεί μια πολιτική επανάσταση που υιοθετούσε τις ιστορικές μεθόδους της εργατικής τάξης -γενική απεργία, εξέγερση, λαϊκός εξοπλισμός- και δημιουργούσε τα δικά της όργανα εξουσίας.

Δεν ήταν η μόνη καταδίκη. Η Τέταρτη Διεθνής, ρεβιζιονιστική, υπό την ηγεσία του Μισέλ Πάμπλο, δήλωνε ότι η Κυβέρνηση Gomulka στην Πολωνία, ήταν “έκφραση (…) της πραγματικής κεντριστικής τάσης που εξελισσόταν (…) προς τα αριστερά”, έτσι που “η πολιτική επανάσταση των μαζών (…) μπόρεσε να σωθεί από τη διαδικασία της αμφισβήτησης”. Όσο για την Ουγγαρία: “συγκλονισμένη, η Κυβέρνηση Nagy έχει αρχίσει τους ελιγμούς έξω από το πεδίο της ταξικής  πάλης χωρίς να έχει δοκιμάσει (…) να ελιχθεί κατά του Κρεμλίνου, εντός του εν λόγω πεδίου.”[3] Εννέα μήνες αργότερα, ο Gomulka εξαπέλυσε μια γενική επίθεση κατά των αντι-γραφειοκρατικών διαδηλώσεων και απεργιών και ο Nagy εκτελέστηκε από τη γραφειοκρατία.

3 Νοεμβρίου 2016



[1]             François Fejtö, A History of the People Democracies, Penguin Books, 1972

[2]             Hernán Díaz, “El gobierno obrero húngaro de 1919”, En defensa del Marxismo N° 24, 1999

[3]             La IVe Internationale, Δεκέμβριος 1956, αναφέρεται από τον Jean-Jacques Marie, El Trotskismo, Ediciones Península, Barcelona, 1972