Το τέλος του Μιχάλη Μπεζεντάκου

του Κώστα Παλούκη

Ο Μιχάλης Μπεζεντάκος είναι ο αγωνιστής που υμνήθηκε όσο λίγοι κομμουνιστές στην Ελλάδα. Στις γενιές του Πολυτεχνείου και της Μεταπολίτευσης ο θρύλος του Μπεζεντάκου πέρασε με το τραγούδι του Πάνου Τζαβέλλα «Οι αστοί τρομάξανε και κάστρα φτιάξανε…». Προφυλακισμένος για τη δολοφονία αστυνομικού στη διάρκεια απαγορευμένης αντιπολεμικής διαδήλωσης στη Δραπετσώνα, ο αρχειομαρξιστής–τροτσκιστής Μιχάλης Μπεζεντάκος πέρασε στο ΚΚΕ και με τη βοήθεια του μηχανισμού του κόμματος δραπέτευσε και κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση. Ο θρύλος έλεγε ότι ο Μπεζεντάκος σκοτώθηκε στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο… και αυτό άφηναν να εννοείται οι ηγέτες του ΚΚΕ, αν και γνώριζαν την αλήθεια. Στην πραγματικότητα ο Μιχάλης Μπεζεντάκος, όπως και άλλοι Έλληνες κομμουνιστές και σχεδόν όλοι οι ξένοι κομμουνιστές που βρέθηκαν στην ΕΣΣΔ τα χρόνια του μεγάλου τρόμου (1936-39), εκτελέστηκε, όπως άλλωστε η συντριπτική πλειοψηφία της ηγεσίας του Μπολσεβίκικου Κόμματος και του Κόκκινου Στρατού, όλοι οι οργανωτές και υπερασπιστές της νικηφόρας Οκτωβριανής σοσιαλιστικής επανάστασης. Όλοι αυτοί οι μαχητές κομμουνιστές έπεσαν θύματα της εσωτερικής αντεπαναστατικής διαδικασίας που έφερε στην εξουσία το σταλινικό βοναπαρτισμό.
Το άρθρο του Κώστα Παλούκη είναι αποκαλυπτικό για το πώς ο Μιχάλης Μπεζεντάκος ανακρίθηκε και εκτελέστηκε από την ΝΚVD. Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το περιοδικό Αρχειομαρξιστικές Μνήμες, τεύχος 2, το οποίο περιέχει σημαντικό υλικό για το εν πολλοίς αγνοημένο και συκοφαντημένο, όχι μόνο από το ΚΚΕ, αρχειομαρξιστικό κίνημα.
 - Θ.Κ.

Πρόλογος

Η ομάδα στο Facebook αρχειομαρξιστικές μνήμες δημιουργήθηκε για να προβάλλει την αρχειομαρξιστική ιστορία. Σύντομα εξελίχθηκε σε ένα χώρο ανάρτησης σπανίων ντοκουμέντων και ανταλλαγής απόψεων για το ευρύτερο μεσοπολεμικό κομμουνιστικό κίνημα, έχοντας πάντα ως επίκεντρο τους αρχειομαρξιστές. Υπάρχουν βεβαίως εκατοντάδες άλλα που περιμένουν τη δημοσιότητα που τους αρμόζει. Πολλά από αυτά είναι γνωστά και προσιτά από εμάς, κάποια άλλα είναι άγνωστα ή υπόκεινται σε νόμους ιδιοκτησίας και άρα μη προσιτά ή μη διαθέσιμα. Κάποια ανήκουν σε κάποιο αρχειακό φορέα της Ελλάδας ή του κόσμου ή σε κάποιο συλλέκτη ή σε έναν κληρονόμο. Η ανίχνευση και ο εντοπισμός τους, αλλά κυρίως η διάθεσή τους είναι πολλές φορές δύσκολη, χρονοβόρα, αλλά και κοστοβόρα.

Σε αυτό το πλαίσιο ο χρήστης Michail Kappah ανάρτησε ένα σχόλιο κάτω από μια φωτογραφία του Μιχάλη Μπεζεντάκου. Σε αυτό παρέθετε μια ρωσική ιστοσελίδα υποστηρίζοντας ότι ο Γεώργιος Κωνσταντίνεβις Μπέντας είναι ο Μιχάλης Μπεζεντάκος. Σε αυτήν την ιστοσελίδα αποδεικνυόταν ότι εκτελέστηκε κατά την περίοδο των μεγάλων σταλινικών εκκαθαρίσεων. Στην αρχή πολλοί δεχθήκαμε με επιφύλαξη την πληροφορία αυτή. Σύντομα όμως το κουβάρι ξετυλίχθηκε. Μια αναζήτηση στα ρωσικά αρχεία έδειξε ότι υπάρχουν διαθέσιμα άγνωστα έγγραφα που αφορούν τον Μπεζεντάκο. Ωστόσο, το κόστος «αγοράς» ενός αντιγράφου από τα ρωσικά αρχεία είναι εξαιρετικά υψηλό, αγγίζει τα 250 ευρώ. Η διαχειριστική ομάδα αποφάσισε να απευθυνθεί στο κοινό και να συγκεντρώσει το ποσό με το σκεπτικό ότι τα αρχεία και η μνήμη της αριστεράς στην Ελλάδα ανήκουν στους ανθρώπους της και πρέπει να είναι ανοιχτά και διαθέσιμα σε όλους και όλες. Στη συνέχεια έπρεπε να πληρωθεί η μετάφραση. Τη δουλειά αυτή ανέλαβε ο Κλέαρχος Παπαγεωργίου, ιστορικός με μεταπτυχιακές σπουδές στη Ρωσία, ο οποίος μετέφρασε τις ανακρίσεις του Μπεζεντάκου. Τις ανακρίσεις του Δερβίσογλου και την κατά αντιπαράθεση κατάθεση των δύο τις μετέφρασε ένα δεύτερο πρόσωπο. Τα κείμενα της μετάφρασης ακολουθούν, ενώ θα δημοσιευθούν και στην ιστοσελίδα της ομάδας μαζί με τα πρωτότυπα στα ρωσικά.

Τέλος, η δημοσίευση ενός κειμένου μου στην ιστοσελίδα Marginalia1βλέπε Μιχάλης Μπεζεντάκος: Tο άγνωστο τέλος ενός θρυλικού κομμουνιστή και οι διαδρομές της μνήμης του – Σ.τ.Ε. με έφερε σε επαφή με το δισέγγονο του Μπεζεντάκου, Georgij Zakharov. Μαζί του συζήτησα την υπόθεση και μου προσέφερε πολλές πληροφορίες, ενώ υποσχέθηκε να μου παράσχει περισσότερες με βάση ένα ερωτηματολόγιο. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι μου παραχώρησε δύο φωτογραφίες. Η μία είναι του Μιχάλη Μπεζεντάκου και η δεύτερη της γυναίκας του Αλεξάνδρας με την κόρη τους Λαρίσα. Με βάση αυτές τις πηγές συντίθεται το παρακάτω κείμενο, το οποίο επιχειρεί να δώσει μια συνοπτική εικόνα για τη ζωή και το τέλος του θρυλικού Μπεζεντάκου από τα φίλια πυρά, που είναι πάντα τα χειρότερα.

1.Ένας πολιτικός πρόσφυγας στην πατρίδα του σοσιαλισμού

Ο Μιχάλης Μπεζεντάκος ήταν αναμφισβήτητα ένα πρόσωπο οι πράξεις του οποίου ήταν πάντοτε επενδυμένες με θρύλους, έριδες, υπερβολές και σκοτεινά σημεία. Για παράδειγμα, τον Φεβρουάριο του 1935 θα φτάσει στις ελληνικές αστυνομικές αρχές έγγραφο της Ιντέλιτζενς Σέρβις ότι στη σοβιετική πρεσβεία του Βερολίνου υπηρετούσε «εν άτομο του οποίου τα χαρακτηριστικά ομοιάζουν κατά πολύ με τα χαρακτηριστικά του Μπεζεντάκου». Ωστόσο, η πληροφορία αυτή αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη και δεν θα επιβεβαιωθεί ποτέ2Ελεύθερο Βήμα, 15/02/1935.. Η τύχη του στη Σοβιετική Ένωση θα παραμείνει σχεδόν μέχρι τις ημέρες μας άγνωστη και αμφισβητούμενη. Ήδη πάντως κατά τα μεσοπολεμικά χρόνια παρουσιάστηκαν δύο εκδοχές για τη μετέπειτα ζωή του. Σύμφωνα με μια πρώτη, που υποστηρίζεται από την οικογένειά του στην Ελλάδα και το ΚΚΕ, ο Μπεζεντάκος μετά την εγκατάσταση του στη Μόσχα εργαζόταν μέχρι το 1936 σε εργοστάσιο αυτοκινήτων. Τότε έφυγε για την Ισπανία και πολέμησε με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες. Οι ελληνικές δυνάμεις που έλαβαν μέρος με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες κατατάσσονταν είτε στον λόχο Ρήγας Φεραίος–Νίκος Ζαχαριάδης που ανήκε στο τάγμα Δημητρώφ της 13ης Ταξιαρχίας, είτε στον ελληνοαμερικανικό λόχο της 15ης Ταξιαρχίας. Ο Μπεζεντάκος υποτίθεται ότι κατατάχθηκε στον πρώτο και σκοτώθηκε στον Ισπανικό Εμφύλιο. Πρόκειται για μια διαδεδομένη θεωρία που αναπαραγόταν από τις αστικές εφημερίδες, όταν μεταπολεμικά αναφέρονταν στην υπόθεση3Τα Νέα, 18/11/1948.. Ωστόσο, δεν έχει εντοπιστεί κανένα αξιόπιστο στοιχείο ή σοβαρή ένδειξη για την πορεία του αυτή, π.χ. κάποιο στοιχείο στα σοβιετικά αρχεία για τις Διεθνείς Ταξιαρχίες. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή υπήρξε θύμα των εκκαθαρίσεων κατά την περίοδο 1936-38. Σήμερα, τα ρωσικά αρχεία επιβεβαιώνουν αυτήν την εξέλιξη.

Πρώτα όμως θα ανασυγκροτήσουμε τη διαδρομή και τις συνθήκες διαβίωσής του μέχρι τη σύλληψή του. Με βάση την κατάθεση του Μιχάλη Μπεζεντάκου στην Επιτροπή του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων (NKVD), τον Ιούνιο του 1932 έφτασε στην ΕΣΣΔ παράνομα από την Ελλάδα ως πολιτικός μετανάστης. Τον είχε στείλει το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Μαζί του είχαν ταξιδέψει ακόμη δύο, ο ένας ήταν ο Νίκος Ζαχαριάδης και ο άλλος κάποιος με το μικρό όνομα Στέλιος οι οποίοι τον βοήθησαν να φτάσει στην Σοβιετική Ρωσία. Ο Μπεζεντάκος είχε γνωρίσει τον Ζαχαριάδη λίγο καιρό πριν από την άφιξή του στην ΕΣΣΔ. Συγκεκριμένα, μετά την απόδραση και για κάποιο διάστημα κρυβόταν από τον μετέπειτα ηγέτη του ΚΚΕ. Μετά από δυο περίπου μήνες, ο Ζαχαριάδης του ανακοίνωσε ότι θα πάνε μαζί παράνομα στην ΕΣΣΔ. Έτσι μια νύχτα βγήκανε με μια βάρκα στη θάλασσα. Δίπλα τους πέρασε ένα σοβιετικό πλοίο του οποίου το όνομα ο Μπεζεντάκος αγνοούσε. Μετά από το σήμα τους, το πλοίο σταμάτησε και τους πήρε. Σύμφωνα με την σύζυγο του Μπεζεντάκου, στο πλοίο αυτό εργαζόταν ο αδελφός του Γιώργος Μπεζεντάκος. Μ’ αυτό το πλοίο έφτασαν στην Οδησσό, και από την Οδησσό στάλθηκε στη Μόσχα στη διάθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Βοήθειας των Αγωνιστών της Επανάστασης (International Red Aid). Ο Νεφελούδης είχε δώσει το τηλέφωνο του Κωνσταντίνου Αλεξόπουλου, στον οποίο έπρεπε να απευθυνθεί για το άσυλο. Λογικά θα έγραψε μια ειλικρινή έκθεση με την πολιτική δράση του στην Ελλάδα θεωρώντας ότι η συμμετοχή του στις τροτσκιστικές οργανώσεις ήταν ένα παρελθόν το οποίο έχει κριθεί και ότι συνεπώς δεν κινδυνεύει από αυτό. Τότε υιοθέτησε το όνομα Γεώργιος Κωνσταντίνεβιτς Μπέντας. Ο ίδιος χαρακτηρίζει το όνομα Γεώργιος Μπέντας ως ψευδώνυμο με το οποίο έλαβε διαβατήριο από την Κ.Ε. της Διεθνούς Οργάνωσης Βοήθειας των Αγωνιστών της Επανάστασης και από τότε αυτό το επίθετο-παρατσούκλι έμεινε. Πιθανότατα προέρχεται από συντόμευση του επώνυμού του, Μπεζεντάκος.

Ο Μπεζεντάκος–Μπέντας αρχικά διέμενε στο Σπίτι των Πολιτικών Προσφύγων στη Μόσχα. Αργότερα, όταν πιθανόν παντρεύτηκε και βρήκε εργασία μετακόμισε σε οικογενειακή οικία. Εργάστηκε ως εργοδηγός σε εργοστάσιο και, συγκεκριμένα, στην Αυτοκινητοβιομηχανία Στάλιν. Το εργοστάσιο είχε κατασκευαστεί το 1916 ως Εταιρεία Αυτοκινήτου στη Μόσχα ή AMO. Ήταν μία σύγχρονη βιομηχανία, διαθέτοντας τον πιο πρόσφατο τότε αμερικάνικο εξοπλισμό, απασχολώντας 6.000 εργαζόμενους. Ωστόσο, λειτούργησε μετά την επανάσταση το 1925, συναρμολογώντας και στη συνέχεια κατασκευάζοντας τρακτέρ. Το 1931 το εργοστάσιο επανεξοπλίστηκε, επεκτάθηκε με τη βοήθεια του αμερικανού A.J. Brandt και μετονομάστηκε σε Αυτοκινητοβιομηχανία Νο. 2 Zavod Imeni Stalina (ZIS ή ZiS). Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου παρήγαγε πολεμικά οχήματα, όπως το Τ-34-85 Tank. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες αυτοκινητοβιομηχανίες της Ρωσίας και είναι λογικό να εργάστηκε εκεί ο Μπεζεντάκος, καθώς ήταν μηχανικός. Κατοικούσε στη Μόσχα, στην οδό Μεσάνσκαγια (Мещанская, μτφ. Μηχανολογίας) 4, στο διαμέρισμα πέντε, ενώ φέρεται να έχει ολοκληρώσει δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ότι δεν είναι μέλος κάποιου κόμματος. Την περίοδο αυτή ο Μιχάλης Μπεζεντάκος για πρώτη φορά αισθάνθηκε ασφάλεια και για αυτό προσπάθησε να κανονικοποιήσει τη νέα του ζωή ως σοβιετικός πολίτης και παντρεύτηκε την Αλεξάνδρα. Το 1934 γεννήθηκε η κόρη τους Λαρίσα Γεωργίγινα Μπέντας, η οποία αργότερα, όπως προκύπτει, έγινε μοναχή υιοθετώντας το όνομα Ελισάβετ, μάλλον από την πριγκίπισσα του Οίκου Ρομανόφ που είχε εκτελεστεί από τους μπολσεβίκους και θεωρείται αγία στην ρωσική εκκλησία. Το 2014, η μοναχή Ελισάβετ – Λ.Γ. Μπέντας (Монахиня Елисавета – Л.Г. Бендас) δημοσίευσε ένα άρθρο για τον πατέρα της σε ρωσική χριστιανική ιστοσελίδα. Η Λαρίσα Μπέντας απεβίωσε το 2020 έχοντας νοσήσει από κορωνοϊό. Η Αλεξάνδρα Μπέντας θα ξαναπαντρευτεί μετά το θάνατο του Μπεζεντάκου και από το νέο γάμο θα προκύψει ένας γιος.

Από τις καταθέσεις του Μπεζεντάκου προκύπτει πως οι πρωταγωνιστές του φόνου στη Δραπετσώνα ξαναβρέθηκαν στην Ρωσία ως πολιτικοί πρόσφυγες και συναντιόνταν συχνά. Σύμφωνα με τις καταθέσεις του Δερβίσογλου, ο ίδιος κατέφτασε παράνομα μαζί με μια ομάδα 8 ατόμων δραπετών από τις ελληνικές φυλακές αφού κρυβόταν στην Αθήνα για ενάμισι μήνα. Οι Ράικος–Βαβούδης, Σπανούδης–Γιούρας, Αβερινός–Θωμάζος και Καούτσης, χρησιμοποιώντας μια βάρκα σε ένα σημείο μακριά από την Αθήνα ξανοίχτηκαν στη θάλασσα, μέχρι που απέκτησαν συνθηματική επαφή με ένα σοβιετικό ατμόπλοιο. Τους επιβίβασε στο κατάστρωμα και τους έφερε στην Οδησσό στα τέλη Ιουλίου 1934. Μετά από 1-2 εβδομάδες κατέφτασαν από την Ελλάδα οι Ψηλέας–(πιθανόν) Κλειδωνάρης και Οσμάνης–Δουλγερίδης. Φτάνοντας στη Μόσχα παρουσιάστηκαν στο ελληνικό τμήμα της ΚΔ και συγκεκριμένα σε μια γυναίκα που εργαζόταν τότε εκεί με το όνομα Ιβάνοβα. Στάλθηκαν για καταγραφή στην ΚΕ της Διεθνούς Οργάνωσης Βοήθειας των Αγωνιστών της Επανάστασης όπου μάλλον έλαβαν τα νέα τους ονόματα. Στη συνέχεια ξεκουράστηκαν σε ένα σπίτι στο Ζβιενίγκοροντ. Ο Δερβίσογλου έζησε και εργάστηκε για ένα χρόνο στην πόλη Γιεγκόριεβσκ στο εργοστάσιο κατασκευής εργαλειομηχανών «Komsomolec». Για ενάμιση μήνα εργάστηκε στη Μόσχα στο εργοστάσιο «Krasnyi Proletarij» και μετά, το 1935, έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο «Kalibr». Το εργοστάσιο κατασκευής εργαλείων Kalibr της Μόσχας ιδρύθηκε το 1932 και παρήγαγε εργαλεία μέτρησης ακριβείας. Ο Δερβίσογλου διέμενε στη Μόσχα, στην οδό Μεσάνσκαγια 60. Με άλλα λόγια, ήταν γείτονας με τον Μπεζεντάκο.

Ο Οσμάνης Πάβελ Γιανόβιτς (Османис Павел Янович) είναι ο Μόσχος Δουλγερίδης. Στην ΕΣΣΔ ήρθε το 1934, μετά την απόδραση από τη φυλακή, εργαζόταν στο εργοστάσιο «Ο Kομσομόλος», στην πόλη Γιεγκόριεβσκ, αν και στην καρτέλα του αναφέρεται χωρίς επάγγελμα. Γεννήθηκε το 1906 στην Κωνσταντινούπολη. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 8 Μαρτίου 1938 και αποκαταστάθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1989. Σύμφωνα με την κατάθεσή του συναντιόταν με τους Οσμάνη-Δουλγερίδη και Βρετό-Δερβίσογλου στο σπίτι των πολιτικών μεταναστών στην οδό Όμπουχα, διαμέρισμα 3, αλλά και στο δικό του διαμέρισμα. Με τον Βρετό συναντιόταν συχνά, ενώ με τον Οσμάνη πιο σπάνια όταν ερχόταν στη Μόσχα καθώς αυτός διέμενε στο Γιεγκόριεβσκ. Στην ερώτηση του σοβιετικού κατήγορου για ποιους λόγους συναντιόταν μαζί τους απάντησε «σαν κοντινοί σύντροφοι από τη δουλειά στην αντεπαναστατική τροτσκιστική–φασιστική οργάνωση “Αρχείο”–φραξιονιστές και σαν οικείοι γνωστοί». Ο Μπεζεντάκος διατηρούσε επίσης επαφές και συναντιόταν στην επικράτεια της ΕΣΣΔ και με άλλους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες που ήταν μέλη του ΚΚΕ. Σε όλες τις καταθέσεις του αναφέρει ότι διατηρούσε επαφές με τον Τόμοφ Νίκολαϊ Ντμιτρίεβιτς (Томов Николай Дмитриевич), ο οποίος εργαζόταν επίσης στο εργοστάσιο Στάλιν και το 1938 ήταν κρατούμενος σαν εχθρός του λαού. Στο εργοστάσιο αυτό, οι Τόμοφ και Μπεζεντάκος ήταν οι μοναδικοί Έλληνες εργαζόμενοι. Ο Τόμοφ είχε γεννηθεί το 1906 από αγρότες γονείς, με ανολοκλήρωτη τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ήταν μέλος του ΚΚΕ. Στη Ρωσία εργάστηκε ως επιθεωρητής του τμήματος ελέγχου ποιότητας του εργοστασίου αυτοκινήτων. Κατοικούσε στη Μόσχα, στην οδό Ντουμπρόβσκαγια 7. Ωστόσο, δεν είναι γνωστό εάν έχει κάποιο άλλο ελληνικό όνομα. Ο Δερβίσογλου αναφέρει ότι τον γνώρισε από τις κοινές τους επισκέψεις στο «σπίτι των πολιτικών προσφύγων» στην οδό Βορόντσοβο Πόλιε.

Με βάση τις καταθέσεις τους, οι Μπεζεντάκος και Δερβίσογλου διατηρούσαν σχέσεις και επαφές με τους άλλους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες που είχαν αποδράσει από τις φυλακές της Αίγινας. Συγκεκριμένα, αναφέρονται στον Γιούρι Σπανούδη, δηλαδή τον γνωστό μας Κωνσταντίνο Σαρίκα, ο οποίος εργαζόταν μαζί με τον Δουλγέρη στο εργοστάσιο Κομσομόλος στην πόλη Γιεγκόριεβσκ. Επίσης, συναντιόνταν με τον Ζωγράφο ο οποίος εργαζόταν στην Κομιντέρν και από το 1935 διέμενε στο ξενοδοχείο «Ενωσιακό». Πρόκειται για τον Δημήτρη Σακαρέλο ή αλλιώς Ζωγράφο (1900-1944), ο οποίος ήταν δάσκαλος, ανώτερο στέλεχος του ΚΚΕ και συνδικαλιστής. Το 1936 πολέμησε ως μαχητής των Διεθνών Ταξιαρχιών στον Ισπανικό Εμφύλιο και διετέλεσε στέλεχος της Κομιντέρν, ενώ συμμετείχε στην ελληνική αντίσταση. Στο σπίτι των Πολιτικών Προσφύγων διέμεναν επίσης στα 1934, οι Απόστολος Κλυδωνάρης, ανώτατο στέλεχος του ΚΚΕ και βουλευτής το 1932 με το Ενιαίο Μέτωπο Εργατών-Αγροτών∙ Τζανής Φλαράκος, τσαγκάρης∙ Νίκος Βαβούδης, γραμματέας του Ενωτικού Εργατικού Κέντρου Πειραιά∙ Ευάγγελος Θωμάζος, ναυτεργάτης∙ Τζανής Φλαράκος, τσαγκάρης. Αξίζει να υπενθυμίσουμε εδώ ότι οι Σακαρέλος, Φλαράκος και Θωμάζος είχαν συλληφθεί τον Δεκέμβριο του 1927 για το θάνατο του αρχειομαρξιστή Ηλία Γεωργοπαπαδάκου και είχαν καταδικαστεί σε 12 χρόνια φυλάκιση. Τέλος, αναφέρει ακόμη τρία πρόσωπα, τον Τράντα, ο οποίος επικοινωνούσε με τον Τόμοφ, τον Γιάνκωφ και κάποιον Γιάννη, πιθανόν τον Γιάννη Γιαννακούτσο ή Γιαννούτσο. Με τον Ζωγράφο είχε γνωριστεί το 1934 στο σπίτι των πολιτικών μεταναστών, ενώ με τον Γιάννη το 1933 στην Κομιντέρν, όπου πήγε μετά από πρόσκλησή του. Ο Γιάννης συνέχεια τον ρωτούσε πως ζει στην ΕΣΣΔ, που δουλεύει και για τις σχέσεις του με τον Έλληνα Τόμοφ, με τον οποίο εκείνο τον καιρό ζούσε μαζί του στο σπίτι των πολιτικών μεταναστών.

Το 1937 τα πράγματα ήταν δύσκολα στην Σοβιετική Ένωση. Είναι η εποχή που ο τροτσκισμός ανάγεται στο μεγάλο εσωτερικό εχθρό και τα μέχρι πρότινος είδωλα μετατρέπονται σε τροτσκιστές, σαμποτέρ και εχθρούς. Όπως γράφει το Ελεύθερον Βήμα της εποχής, «“εχθροί του λαού” ανακαλύπτονται, διώκονται, συλλαμβάνονται, φυλακίζονται, καθαιρούνται, τυφεκίζονται εις όλας τας βαθμίδας από της κορυφής μέχρι της βάσεως της στρατιωτικής, της διοικητικής, της κομματικής και της εργατικής ιεραρχίας από του ενός μέχρι του άλλου άκρου της χώρας4Ελεύθερο Βήμα, 12/06/1937.». Καθώς η τιμωρία δεν σχετιζόταν πλέον με τις πράξεις, αλλά και με το παρελθόν, ο Μιχάλης Μπεζεντάκος δεν θα μπορέσει να ξεφύγει από το δικό του παρελθόν.

2.Ο Σοβιετικός Μεγάλος Φόβος και οι Σταλινικές Εκκαθαρίσεις

Η υπόθεση της εκτέλεσης του Μπεζεντάκου και της παρέας του αφενός συνιστά ένα ιδιαίτερο θέμα προς διερεύνηση, αλλά αφετέρου εντάσσεται στο γενικότερο ζήτημα των μαζικών εκκαθαρίσεων της περιόδου 1934-1938. Στην Ελλάδα η ακαδημαϊκή συζήτηση για την περίοδο αυτή παραμένει κυρίως ένα ψυχροπολεμικό φόντο μπροστά στο οποίο διεξάγονται οι «δικές μας» εθνικές ιστοριογραφικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο συνήθως μεταφράζονται μελέτες που αφορούν την ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης ή ευρύτερα του κομμουνισμού. Η επέτειος των 100 χρόνων από τη ρωσική επανάσταση ενέτεινε το ενδιαφέρον, ενώ προέκυψαν και εκδόσεις από Έλληνες ιστορικούς, αν και παραμένουν λίγες οι αυτόνομες μελέτες γύρω από τις λεγόμενες «δίκες της Μόσχας». Μικρή εξαίρεση στο θέμα συνιστούν η έκδοση της εφημερίδας Ελευθεροτυπίας «Οι δίκες της Μόσχας» των Γιώργου Λεοντιάδη, Αλέξανδρου Δάγκα, Γιώργου Μαργαρίτη και Γιάννη Σκαλιδάκη5Αλέξανδρος Δάγκας, Γιώργος Λεοντιάδης, Γιώργος Μαργαρίτης, Γιάννης Σκαλιδάκης, Οι δίκες της Μόσχας, Ελευθεροτυπία, 2011., καθώς και τα άρθρα των Νίκου Παπαδάτου και Γιάννη Σκαλιδάκη6Νίκος Παπαδάτος, «Από την Οκτωβριανή Επανάσταση στις “Μεγάλες Εκκαθαρίσεις” (1936-1938): η ερμηνεία της σταλινικής βίας», Κρίση 2 (2017). Γιάννης Σκαλιδάκης, «Σκέψεις για την ιστοριογραφία της ρωσικής επανάστασης: από την κοινωνική στη νέα πολιτική ιστορία», Κρίση 2 (2017).. Ουσιαστικά, όμως μέχρι τώρα θεωρούνταν ένα ξένο ζήτημα σε σχέση με τα ελληνικά θέματα τα οποία εστιάζουν κυρίως στον ελλαδικό κομμουνισμό ή τη δράση των Ελλήνων κομμουνιστών σε άλλες δυτικές χώρες. Σημαντική πάλι εξαίρεση συνιστούν οι μελέτες για την εκκαθάριση του ποντιακού ελληνισμού και συγκεκριμένα η έρευνα του Βλάση Αγτζίδη7Βλάσης Αγτζίδης, Ο «Κόκκινος Καπνάς» και ο ελληνισμός του Καυκάσου, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2010.. Ο Κωστής Καρπόζηλος έχει ασχοληθεί ερευνητικά με τους Έλληνες κομμουνιστές στην Σοβιετική Ένωση και πιθανόν σύντομα η έρευνά του να καρποφορήσει8Κωστής Καρπόζηλος, «Το έθνος των κομμουνιστών», ΑΣΚΙ, 1 Μαρτίου, 2021.. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα των Ελλήνων κομμουνιστών που εκτελέστηκαν την εποχή των σταλινικών εκκαθαρίσεων ουσιαστικά γίνεται γνωστό με το βιβλίο του Νίκου Παπαδάτου Ο Μπεζεντάκος μάς άφησε γειά. Οι διώξεις των Ελλήνων κομμουνιστών στην ΕΣΣΔ / 1937-1938. Ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας τα μικροϊστορικά προσωπικά αποπειράται μια ερμηνεία για την περίοδο των εκκαθαρίσεων. Η μεγάλη βέβαια έκπληξη έρχεται από την Γερμανία και την ιστορικό Κάτια Ρίππε η οποία πρόσφατα έχει ξεκινήσει μια χρηματοδοτούμενη διδακτορική έρευνα με θέμα τους Έλληνες κομμουνιστές στη Σοβιετική Ρωσία. Η υπόθεση του Μπεζεντάκου προσφέρει μια εξαιρετική ευκαιρία για μια ελληνική ματιά στις μεγάλες εκκαθαρίσεις και από αυτήν την άποψη μια δυνατότητα συμβολής στην ερμηνεία της.

Στο διεθνές περιβάλλον αναπτύχθηκαν τρεις ουσιαστικά προσεγγίσεις των μεγάλων εκκαθαρίσεων. Η πρώτη, αμιγώς ψυχροπολεμική, αντιμετωπίζει την σταλινική περίοδο σε άμεση συνάρτηση με την κομμουνιστική ιδεολογία αναγνωρίζοντας ήδη από τις απαρχές του σοβιετικού καθεστώτος μια εγγενή και δομική τάση προς την τρομοκρατία και τη βία. Οι μπολσεβίκοι, προσκολλημένοι σε μια αντιδημοκρατική ιδεολογία, είχαν μια προδιάθεση στον «τρόμο» και συνέτριψαν την κοινωνία των πολιτών προκειμένου να ασκήσουν απεριόριστη εξουσία. Κατά τη δεκαετία του 1980, ένα νέο ενδιαφέρον για την κοινωνική ιστορία προκάλεσε μια «αναθεωρητική» αντίδραση σε αυτήν την άποψη. Οι ιστορικοί αυτοί διερεύνησαν μια διαλεκτική δυναμική μεταξύ των κρατικών πολιτικών και των κοινωνικών αντιστάσεων. Η κρατική δράση παρήγαγε απρόβλεπτες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες, οι οποίες με τη σειρά τους οδήγησαν σε ολοένα και πιο δρακόντεια μέτρα. Στη δεκαετία του 1990, το νέο αρχειακό υλικό από τη μία επιβεβαίωσε τον κεντρικό ρόλο του Ιωσήφ Στάλιν στις εκκαθαρίσεις και από την άλλη δημιούργησε μια νέα θεματική που ονομάζεται «Μελέτες θυμάτων». Η προσέγγιση αυτή συνδέεται με την ευρύτερη ιστοριογραφική στροφή από τους ενεργούς παράγοντες της ιστορίας στην γκρίζα ζώνη των θυμάτων των μεγάλων γεγονότων. Μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα πρόσφατη τάση επιχειρεί να υπερβεί αυτό το διχασμό. Σύμφωνα με αυτή, αφενός η σταλινική ηγεσία επιτέλεσε βασικό ρόλο στην εκκίνηση του τρόμου, αφετέρου η καταστολή διαδόθηκε θεσμικά και αγκάλιασε την κοινωνία με ένα πολύ πιο περίπλοκο και αντιφατικό τρόπο. Οι άνθρωποι εμπλέκονταν εξίσου σε αυτήν την υπόθεση τόσο ως θύτες όσο και ως θύματα, και μερικές φορές ήταν ταυτόχρονα και τα δύο, μέσω της συμμετοχής τους σε εργοστάσια, συνδικάτα, σχολεία, στρατιωτικές μονάδες και άλλα ιδρύματα. Αυτή η προσέγγιση αναγνωρίζει ότι η κοινωνία των πολιτών παρέμενε ενεργή και ότι οι δημοκρατικές δομές όχι μόνο λειτουργούσαν, αλλά η λειτουργία τους αυτή συσχετίζεται άρρηκτα με τις μεγάλες εκκαθαρίσεις. Με άλλα λόγια, αναγνωρίζεται και διερευνάται η ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας. Μάλιστα, η Wendy Goldman, χωρίς να υποτιμάει τον αυταρχικό χαρακτήρα του καθεστώτος, επισημαίνει την εντυπωσιακή δυαδικότητα της τρομοκρατίας και της δημοκρατίας ανατρέποντας κάθε ψυχροπολεμική ανάγνωση της σοβιετικής κοινωνίας, η οποία παρουσιάζεται σαν να βρίσκεται στο γύψο του ολοκληρωτισμού9Wendy Goldman, «Stalinist Terror and Democracy: The 1937 Union Campaign», Τhe American Historical Review, 110/5 (Δεκέμβριος 2005), σσ. 1427-1453.. Το βασικό συμπέρασμα αυτών των νέων ερμηνειών είναι ότι η σοβιετική κοινωνία δεν υπήρξε θύμα, αλλά υιοθέτησε με όρους μαζικής υστερίας τους φόβους της σοβιετικής ηγεσίας.

Αυτή η άποψη μας θυμίζει αρκετά την εβδομάδα του «κόκκινου πανικού» στην Ελλάδα μετά τη δολοφονία του Γυφτοδημόπουλου, αλλά και τους άλλους «κόκκινους πανικούς» που η ιστοριογραφία έχει διερευνήσει σε άλλες χώρες και σε άλλες περιπτώσεις. Συνήθως, οι μελετητές επιλέγουν να συγκρίνουν τη σοβιετική κοινωνία με άλλες χώρες που είχαν δικτατορικά ή φασιστικά καθεστώτα, ιδίως το ναζισμό, αναζητώντας εκεί ομοιότητες και διαφορές. Μια νηφάλια τοποθέτηση γύρω από αυτή τη σύγκριση αποφαίνεται ότι ναι μεν ο δικτατορικός χαρακτήρας ήταν κοινός τόπος, αλλά, φυσικά, οι ομοιότητες μεταξύ της Γερμανίας του Χίτλερ και της Ρωσίας του Στάλιν μπορούν εύκολα και σκόπιμα να υπερεκτιμηθούν για να δημιουργήσουν αντικομμουνιστικές ιδεολογικές εντυπώσεις. Εάν θεωρήσουμε το φασισμό μια ενδογενή τάση των βιομηχανικών καπιταλιστικών χωρών εντοπίζοντας πολλά από τα αυταρχικά στοιχεία του ήδη σε πολλά φιλελεύθερα κοινοβουλευτικά καθεστώτα, όπως π.χ. στην Γερμανία και την Ελλάδα μετά το 1929, τότε έχει μεγαλύτερη αξία η σύγκριση της Σοβιετικής Ένωσης όχι μόνο με τα αυταρχικά, αλλά συνολικά με τα καπιταλιστικά κράτη. Μάλιστα, εάν πολύ πιο σωστά θεωρήσουμε ότι η Ρωσία του Στάλιν κινείται ανάμεσα σε αυταρχισμό και δημοκρατία, τότε η σύγκριση με τα δημοκρατικά κοινοβουλευτικά καπιταλιστικά κράτη που εφαρμόζουν προσωρινά «καθεστώτα εξαίρεσης» είναι ίσως πολύ πιο δόκιμη. Για παράδειγμα, η σοβιετική ηγεσία χρειαζόταν να πείσει την κοινωνία ότι υπήρχε η ανάγκη παραβίασης της σοσιαλιστικής αρχής περί μη θανατικής ποινής που ρητά καταγραφόταν στο νέο δημοκρατικό σύνταγμα. Αυτή η ανάγκη υπηρετήθηκε από τον πανικό που καλλιεργήθηκε μετά το θάνατο του Κίροφ. Όταν η ηγεσία εκτίμησε πως ο κίνδυνος υπερκεράστηκε, καταδίκασε τις υπερβολές και επανέφερε την εσωτερική δημοκρατία στα σοβιέτ. Ένα ολοκληρωτικό καθεστώς δεν χρειάζεται να πείσει την κοινωνία των πολιτών. Αναμφίβολα, ο μαζικός χαρακτήρας των εκκαθαρίσεων από ένα κράτος με επίκληση τον σοσιαλισμό καθιστά τη σοβιετική περίπτωση ιστορικά ξεχωριστό παράδειγμα, ενώ υπονομεύει εκ συστάσεως το σοσιαλιστικό χαρακτήρα και θα πρέπει να αναφερόμαστε είτε σε μια ανολοκλήρωτη επανάσταση είτε σε αντεπανάσταση και ειδικό εκμεταλλευτικό καθεστώς.

Οι σταλινικές εκκαθαρίσεις είχαν κατά έναν τρόπο τέσσερις αλληλένδετους εχθρικούς στόχους. Ένας πρώτος στόχος ήταν ο σοβιετικός κοινωνικός εχθρός. Όπως φαίνεται και από τα στοιχεία του Μπούτοβο, με αυστηρά αριθμητικούς όρους το μεγαλύτερο μέρος των θυμάτων ήταν «καθημερινοί» μη κομμουνιστές πολίτες κουλάκοι, κρατικοί υπάλληλοι και διάφοροι «περιθωριακοί»: εγκληματίες, άστεγοι, άνεργοι, όλοι αυτοί που παρέκκλιναν από τις κοινωνικές νόρμες της αναδυόμενης σταλινικής «ουτοπίας». Ένας δεύτερος στόχος ήταν οι εθνικές μειονότητες. Η σοβιετική ηγεσία και κοινωνία αντιμετώπιζε αρχικά με επιφύλαξη και στη συνέχεια με φόβο κάθε εθνικά καθοριζόμενο ή εθνικιστικό στοιχείο. Η πιο αιματηρή εθνική εκκαθάριση ήταν η «Πολωνική Επιχείρηση», ενώ σε αυτήν την κατηγορία εντάσσονται οι εκτελέσεις Ελλήνων Ποντίων. Αυτή ήταν η κλίμακα των «εθνικών επιχειρήσεων» που από τον Φεβρουάριο του 1938 έγιναν η κύρια λειτουργία της δραστηριότητας της NKVD που σχετίζονται με το Διάταγμα 447.

Ένας τρίτος στόχος ήταν η εσωκομματική αντιπολίτευση και γενικά τα μέλη και τα στελέχη του κόμματος τα οποία κατηγοριοποιούνταν είτε κάτω από τη γενική κατηγορία περί τροτσκισμού είτε στοχοποιούνταν ως ανήθικα και διεφθαρμένα στοιχεία της γραφειοκρατίας τα οποία έπρεπε να καταπολεμηθούν στο όνομα του εκδημοκρατισμού και της ανανέωσης της σοβιετικής δημοκρατίας. Η σοβιετική κοινωνία αισθανόταν ότι το αυταρχικό μοντέλο που είχε εγκαθιδρυθεί έπρεπε να τελειώσει και διεκδικούσε ένα πιο δημοκρατικό σύνταγμα στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσης των αιτημάτων του Οκτώβρη. Η ηγεσία όμως του σοβιετικού κράτους αντιλαμβανόταν ότι μια τέτοια δημοκρατική διεργασία θα οδηγούσε ενδεχομένως στην ανατροπή της. Χρησιμοποίησε λοιπόν τις δημοκρατικές διαδικασίες για να επιφέρει μια αλλαγή γενιάς και την αντικατάστασή της από μια γενιά περισσότερο υποταγμένη στους νικητές της ενδοσοβιετικής διαμάχης. Συγκεκριμένα, κάλεσε τους απλούς πολίτες και τα μέλη του κόμματος να ανατρέψουν όσους είχαν διαφθαρεί και είχαν γίνει νέα ελίτ δημιουργώντας την ελπίδα για ανανέωση, στροφή από τα λάθη του παρελθόντος και δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης. Ταυτόχρονα, προέτασσε με όρους σοβιετικού πατριωτισμού την εξωτερική και εσωτερική απειλή του νέου κράτους. Με αυτόν τον τρόπο δημιούργησε μια εσωτερική συναίνεση επιτρέποντας ουσιαστικά την εξόντωση με την κατηγορία του τροτσκισμού όλης εκείνης της μεγάλης ιστορικής γενιάς της επανάστασης10W. Goldman, «Stalinist Terror and Democracy», ό.π..

Η στροφή αυτή στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ αντανακλά σοβαρές και σημαντικές ιδεολογικές και στρατηγικές ανακατατάξεις. Το έβδομο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς του 1935 προώθησε τη δημιουργία Λαϊκών Αντιφασιστικών Μετώπων, που ήταν πιθανό σε ορισμένες χώρες να φτάσουν στην εξουσία. Αναπτύχθηκε η αντίληψη της «αμοιβαίας σχέσης της πάλης υπέρ της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού» και γινόταν η εκτίμηση ότι η επαναστατική διαδικασία στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες δεν θα προχωρούσε με άμεση σοσιαλιστική επανάσταση αλλά μέσω του σταδίου της αντιφασιστικής πανδημοκρατικής πάλης. Ουσιαστικά, οι επίσημοι εκπρόσωποι του σοβιετικού κομμουνισμού διαμορφώνουν μια νέα εκδοχή πατριωτικού κομμουνισμού αναβαθμίζοντας το φασισμό σε μεγαλύτερο κίνδυνο από την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στο εξωτερικό αυτή η στροφή έγινε δεκτή είτε θετικά είτε ακόμη και με ενθουσιασμό. Οι ΗΠΑ του Ρούσβελτ στήριξαν τον Στάλιν και τις επιλογές του ελπίζοντας ότι θα εγκαταλείψει τον υπερεπαναστατισμό της προηγούμενης εποχής και θα στραφεί προς την εσωτερική δημοκρατία. Για αυτό το λόγο, αποδέχθηκαν τη ρητορική περί τροτσκιστικής απειλής και ουσιαστικά προσέφεραν διπλωματική κάλυψη στις δίκες της Μόσχας. Αναμφισβήτητα, οι τροτσκιστές με τη θεωρία της διαρκούς επανάστασης, τη λογική του ενιαίου μετώπου, αλλά κυρίως με την κριτική στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, υπερασπίζονται το διεθνιστικό και αμιγώς προλεταριακό χαρακτήρα της Ρωσικής Επανάστασης του 1917. Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό της χώρας διατυπώνουν κριτική στις αποτυχημένες επιλογές της ηγεσίας. Από αυτήν την άποψη, η διασύνδεση του κοινωνικού και ηθικού πανικού με το φόβο για μια τροτσκιστική πολιτική εξέγερση ενδεχομένως να διαμορφώνει μια σοβιετική εκδοχή «κόκκινου πανικού», όπου τη θέση των κομμουνιστών λαμβάνουν οι τροτσκιστές.

Ο τέταρτος στόχος ήταν οι πολιτικοί πρόσφυγες από άλλες καπιταλιστικές χώρες, όλοι αυτοί οι ξένοι οι οποίοι είχαν καταφύγει διωγμένοι ή επειδή ήθελαν να συμβάλλουν στο σοσιαλιστικό όραμα11Kevin McDermott, «Stalinism ‘From Below’?: Social Preconditions of and Popular Responses to the Great Terror», Totalitarian Movements and Political Religions, 8/3–4 (SeptemberDecember 2007), σσ. 609–622.. Η εμπειρία των αλλοδαπών στην ΕΣΣΔ κατά τη δεκαετία του 1930 υποδεικνύει μια προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των αντιλήψεων των σοβιετικών εργατών και της τρομοκρατικής στοχοποίησης. Όλοι αυτοί οι ξένοι εργάτες και οι πολιτικοί μετανάστες που ζήτησαν καταφύγιο στη Σοβιετική Ένωση δεν έτυχαν πάντα συντροφικής υποδοχής. Κατά τη διάρκεια του πρώτου πενταετούς σχεδίου, πολλοί σοβιετικοί εργάτες, και μάλιστα αξιωματούχοι του κόμματος, αντιμετώπιζαν τους αλλοδαπούς ως αλαζόνες, προνομιούχους και υπερπληρωμένους ξένους, οι οποίοι υπονόμευσαν τα καθιερωμένα σοβιετικά πρότυπα εργασίας και παραγωγικότητας. Η ιστοριογραφία έχει εντοπίσει τέτοιες συμπεριφορές απέναντι σε ξένους υπαλλήλους στο εργοστάσιο Elektrozavod στη Μόσχα. Με άλλα λόγια, οι κρατικές εκστρατείες εναντίον των ξένων την περίοδο 1937–8 βρήκαν ένα πρόθυμο κοινό με τη μορφή της λαϊκής ξενοφοβίας. Η σταλινική προπαγάνδα των απανταχού κατασκόπων και πρακτόρων έγινε ευκόλως κατανοητή σε έναν πληθυσμό προδιατεθειμένο σε μια τέτοιου είδους ιδεολογία12Barry McLoughlin, Rethinking Stalinist Terror, στο McLoughlin, B., McDermott, K. (Eds.) Stalin’s Terror High Politics and Mass Repression in the Soviet Union, Palgrave Macmillan, 2003.. Το σοβιετικό όραμα της διαμόρφωσης ενός «νέου ανθρώπου» χωρίς τις καπιταλιστικές ατέλειες ενέτασσε και τους ανθρώπους της Δύσης που ζούσαν στη χώρα. Πριν από την έναρξη των εκκαθαρίσεων, οι πιο συνηθισμένες κατηγορίες εναντίον των αλλοδαπών σοβιετικών συνδέονταν με τη «μικροαστική» συμπεριφορά στο σπίτι, τον ξυλοδαρμό της συζύγου και την ασωτία, ενώ οι πολιτισμικές αυτές παρεκκλίσεις εξηγούνταν ως κατάλοιπα του καπιταλιστικού ατομισμού. Στη συνέχεια, η πολιτική «απόκλιση» και οι «επαφές με το εξωτερικό», ουσιαστικά ένας ευφημισμός για την κατασκοπεία, έγιναν οι συνήθεις κατηγορίες για τις οποίες οι πολιτικοί πρόσφυγες όφειλαν να ασκήσουν την «αυτοκριτική» τους13Στο ίδιο.. Σε κάθε περίπτωση αντιμετωπίζονταν ως ένα ξένο σώμα το οποίο «ιδεολογικά» και «πολιτισμικά» έπρεπε να ενσωματωθεί.

Η συσχέτιση όμως των πολιτικών προσφύγων και αλλοδαπών εργατών με το μεγάλο σοβιετικό φόβο, δηλαδή την εξωτερική απειλή και την εσωτερική αντεπανάσταση θα κρίνει τελικά τη θέση τους στην κοινωνία. Ολόκληρες εθνικές ομάδες κομμουνιστών στοχοποιήθηκαν από την NKVD, κυρίως οι Ευρωπαίοι της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Οι περισσότεροι ήταν πιστοί κομμουνιστές που είχαν βρει καταφύγιο από τα φασιστικά κράτη ή τις αυταρχικές πολιτικές των κοινοβουλευτικών κρατών μεταναστεύοντας στη «σοσιαλιστική πατρίδα», την ΕΣΣΔ. Αλλά στα μέσα του 1937 το σοβιετικό άσυλο είχε μετατραπεί σε φυλακή, ακόμη και σε θάλαμο εκτελέσεων. Καθώς πλησίαζε ο πόλεμος, τα «ταξικά αδέλφια» μετατράπηκαν σε «πράκτορες» εχθρικών κρατών και υπηρεσιών πληροφοριών. Αποτελούσαν μια «πέμπτη φάλαγγα» που συμμετείχε ενάντια στη σοβιετική εξουσία και τον κομμουνισμό και ως εκ τούτου έπρεπε να εξαλειφθούν. Περισσότερο στοχοποιήθηκαν οι Πολωνοί. Ωστόσο, χιλιάδες Γερμανοί, Φινλανδοί, Ρουμάνοι, Γιουγκοσλάβοι, Βούλγαροι, Ιταλοί, Ούγγροι, Αυστριακοί και άλλοι βρέθηκαν παγιδευμένοι σε αυτό. Ανάμεσά τους και κάποιοι Έλληνες.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Κομμουνιστική Διεθνής και τα ξένα στελέχη που απασχολούνταν στην τεράστια οργάνωσή της δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από τις χειρότερες υπερβολές των σταλινικών εκκαθαρίσεων. Μετά από επιμονή του Στάλιν, η δολοφονία του Κίροφ αποδόθηκε στους υποστηρικτές των Λεβ Τρότσκι και Γκριγκόρι Ζινόβιεφ. Η Κομμουνιστική Διεθνής κάλεσε τα τμήματα της να εντείνουν τον αγώνα εναντίον των τροτσκιστών σε όλα τα μέτωπα και να τους παρουσιάσουν στην κοινή γνώμη ως τρομοκράτες και συνεργούς του φασισμού που αγωνίζονται ενάντια στην ΕΣΣΔ. Επίσης, εξέδωσε συγκεκριμένες οδηγίες προς τα κομμουνιστικά κόμματα για την οργάνωση μιας αντιτροτσκιστικής εκστρατείας και επέκρινε αυστηρά τυχόν αποκλίσεις από την επίσημη σοβιετική εκδοχή περί «τροτσκιστών συνωμοτών και τρομοκρατών». Όλα τα καταγγελλόμενα και τιμωρούμενα εγκλήματα εσχάτης προδοσίας και επιβουλής της ασφάλειας της ΕΣΣΔ είχαν σχεδιασθεί, οργανωθεί και εκτελεσθεί από όργανα και πράκτορες του «τροτσκισμού» τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού και με την αποκλειστική ηθική αυτουργία του αρχιεγκληματία και θανάσιμου εχθρού, του Τρότσκι. Η ΚΔ συνέλεξε υλικό για το τροτσκιστικό κίνημα σε διάφορες χώρες. Αυτές οι πληροφορίες παραδόθηκαν στη συνέχεια στην NKVD. Πολυάριθμοι αξιωματούχοι της Κεντρικής Επιτροπής της ΚΔ συνελήφθησαν, ενώ ολόκληρα τμήματα διαλύθηκαν. Τα κορυφαία όργανα της Κομιντέρν ακολουθούσαν αυστηρά τις εντολές του Στάλιν, υποστηρίζοντας με υπευθυνότητα την επίσημη Σοβιετική «γραμμή» ενάντια στον παγκόσμιο «τροτσκισμό» και απαιτώντας από όλα τα κομμουνιστικά κόμματα να κινούνται στην ίδια κατεύθυνση. Η Κομμουνιστική Διεθνής μετατράπηκε ταυτόχρονα σε ένα ανήμπορο θύμα και ένας σημαίνοντας συνεργός στη μαζική καταστολή των σοβιετικών και ξένων κομμουνιστών. Ο Ντιμιτρόφ, ο Μανουίλσκι και άλλοι ηγέτες άρχισαν να αναζητούν τους εσωτερικούς «εχθρούς» και να ενημερώνουν την NKVD για τα ευρήματά τους. Παρείχαν βιογραφικό υλικό στη μυστική αστυνομία για πολιτικούς μετανάστες, συμπεριλαμβανομένων ηγετικών στελεχών ξένων κομμουνιστικών κομμάτων, οι οποίοι στη συνέχεια συλλαμβάνονταν. Παρόλο που ο Ντιμιτρόφ και πολλά άλλα στελέχη της Κομιντέρν έκαναν κατά καιρούς έκκληση εξ ονόματος κρατουμένων συντρόφων και πιθανότατα αμφέβαλαν ιδιωτικά για το μέγεθος της εξόντωσης, οι προσπάθειές τους ήταν συνήθως μάταιες14Στο ίδιο..

Προφανώς, λοιπόν σε αυτό το πλαίσιο οι πληροφορίες για τον Μιχάλη Μπεζεντάκο και τους συντρόφους του παραχωρήθηκαν στην NKVD. Σε κάθε περίπτωση, οι Μπεζεντάκος, Δερβίσογλου και Δουλγέρης τίθενται στους πρώτους στόχους ως πρώην τροτσκιστές. Ταυτόχρονα, όμως και οι τρεις αντιμετώπισαν κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν τη θέση τους μέσα στο χώρο εργασίας τους και σχετίζονταν με προσπάθεια σαμποτάζ εν καιρώ πολέμου. Ενδεχομένως μια μελέτη για το εργοστάσιο αυτοκινήτων Στάλιν να έφερνε στην επιφάνεια παρόμοια συμπεράσματα με εκείνα από το εργοστάσιο Elektrozavod για την εχθρικότητα απέναντι στους ξένους. Η πιο αξιοσημείωτη σχέση αφορά όμως τη θέση τους ως εθνικός κίνδυνος εν όψει του πολέμου. Την 1η Αυγούστου 1931 οι τρεις συμμετείχαν στο φόνο ενός Έλληνα αστυφύλακα στο πλαίσιο της ημέρας εναντίον του πολέμου και ιδιαίτερα υπέρ της υπεράσπισης της παγκόσμιας προλεταριακής πατρίδας.

3.Η σύλληψη και η ανάκριση

Στις 25 Ιουλίου 1937 το Διάταγμα 439 ανάγκασε τα στελέχη της μυστικής αστυνομίας να συλλάβουν όλους τους Γερμανούς, ακόμη και πολιτικούς πρόσφυγες κομμουνιστές και αντιφασίστες, ώστε να αποκαλύψουν όλους τους πράκτορες της χιτλερικής κατασκοπείας. Στις 30 Ιουλίου 1937 το Διάταγμα 447 για «μαζικές εκκαθαρίσεις» των αντεπαναστατών έθεσε ορισμένα αριθμητικά ποσοστά σε στόχους για τη φυλάκιση ή την εκτέλεση εγκληματιών, κληρικών, πρώην κουλάκων και άλλων «εχθρικών στοιχείων». Δημιουργήθηκαν οι τρόικες, οι οποίες αποτελούνταν από έναν της μυστικής αστυνομίας, έναν του κόμματος και έναν εισαγγελέα, που θα εξέταζαν όλες τις περιπτώσεις οι οποίες θα συγκροτούσαν δύο κατηγορίες εχθρών του λαού. Ακολούθησε η «Διαταγή 00485», η οποία οδήγησε στη μαζική συγκέντρωση Πολωνών υπηκόων και η «Διαταγή 00486», η οποία επέβαλε τη σύλληψη γυναικών που ήταν σύζυγοι ανδρών που είχαν καταδικαστεί για αντεπαναστατικά εγκλήματα.

Σε αυτό το πλαίσιο, στις 29 Δεκεμβρίου 1937, ο Μιχάλης Μπεζεντάκος κλήθηκε από τον ανθυπασπιστή της Κρατικής Ασφάλειας Σνέιντερ, Διοικητή του 4ου Γραφείου, του 3ου Τμήματος Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων της Μόσχας (NKVD) να καταθέσει για πρώτη φορά. Ο ανακριτής ρωτούσε και ο Μπεζεντάκος απαντούσε, ενώ στο τέλος υπέγραφε. Αρχικά απάντησε στις ερωτήσεις πότε, με ποιο τρόπο έφτασε στην Σοβιετική Ένωση και ποιοι τον βοήθησαν. Στη συνέχεια απάντησε γιατί έφυγε από την Ελλάδα, ποιο ήταν το έγκλημά του και σε ποια οργάνωση συμμετείχε. Παραδέχεται ότι είχε αντεπαναστατική προβοκατόρικη δράση ενάντια στο Κομμουνιστικό Κόμμα δουλεύοντας πάνω στη βάση των μεθόδων και των αρχών πάλης του κόμματος Αρχείον των φραξιονιστών. Βέβαια, η σημαντικότερη παραδοχή είναι ότι η δολοφονία που διέπραξε εναντίον του αστυνομικού «ήταν προβοκάτσια κατά του Κομμουνιστικού Κόμματος», με σκοπό «να διαλυθεί η διαδήλωση από την αστυνομία». Γι’ αυτό το λόγο, «η διαδήλωση διαλύθηκε από την αστυνομία» και το κράτος κήρυξε τρομοκρατία ενάντια στο Κομμουνιστικό Κόμμα, «πράγμα το οποίο συνετέλεσε στο τσάκισμα του Κομμουνιστικού Κόμματος και την αποδυνάμωση του επαναστατικού εργατικού κινήματος». Ωστόσο, δηλώνει ξεκάθαρα πως δεν πήρε καμία εντολή, αλλά ενέργησε με δική του πρωτοβουλία. Στη συνέχεια κλήθηκε να ονομάσει άλλους τροτσκιστές και Έλληνες κομμουνιστές που ζούσαν στην ΕΣΣΔ με τους οποίους βρισκόταν. Τέλος, εξήγησε ότι συναντιόταν μ’ αυτούς επειδή ήταν «κοντινοί σύντροφοι από τη δουλειά στην αντεπαναστατική τροτσκιστική–φασιστική οργάνωση “Αρχείον”–φραξιονιστές και σαν οικείοι γνωστοί». Με άλλα λόγια, υιοθετεί μια διαστρεβλωμένη εκδοχή των πραγμάτων κάνοντας ουσιαστικά μια παραχώρηση στην επίσημη σοβιετική αφήγηση για την υπόθεση της δολοφονίας, παραδέχεται δηλαδή ότι ως φασίστας αρχειομαρξιστής οργάνωσε με το φόνο μια προβοκάτσια σε βάρος του ΚΚΕ. Προφανώς, αισθάνθηκε πως αυτή η παραχώρηση από τα πραγματικά γεγονότα δεν θα κόστιζε καθώς αφορούσε τη δράση του πριν τη μεταστροφή του. Εξάλλου, γνώριζε πως η αλλαγή στρατοπέδου σήμαινε ταυτόχρονα μια σειρά από δηλώσεις και παραδοχές με τις οποίες δεν θα συμφωνούσε ή αυτές δεν θα συμφωνούσαν με την πραγματικότητα αφού θα είχαν σκοπό να θίξουν την αρχειομαρξιστική οργάνωση. Αυτή η πρακτική ήταν συνήθης ήδη στις δηλώσεις πρώην αρχειομαρξιστών και φραξιονιστών στην εφημερίδα Ριζοσπάστης και εντοπίζεται σε πολλούς τέτοιους δηλωσίες. Αποτελούσε με κάποιον τρόπο εχέγγυο της μεταστροφής. Ωστόσο, αυτή η παραχώρηση θα αποδειχθεί κρίσιμη σε βάρος του.

Την ίδια ημέρα, 29 Δεκεμβρίου 1937, κλήθηκε και ο Βρετός-Δερβίσογλου για ανάκριση από τον υπολοχαγό της Κρατικής Ασφάλειας Krajnov. Οι ερωτήσεις αφορούσαν τη δράση του στην Ελλάδα, τη σύλληψή του, την απόδραση και τον τρόπο έλευσης στην Σοβιετική Ένωση. Στη συνέχεια ανακρίθηκε για τις σχέσεις του με τους άλλους Έλληνες. Από τις ερωτήσεις δεν φαινόταν να προκύπτει κάποια ύποπτη ενέργεια εκτός από το γεγονός ότι ο ίδιος δήλωνε πως μέχρι το 1933 ήταν μέλος της φασιστικής αρχειομαρξιστικής οργάνωσης.

Τρεις ημέρες αργότερα, στις 31 Δεκεμβρίου 1937, κλήθηκε για συμπληρωματική κατάθεση. Επαναλαμβάνονται σχεδόν με παρόμοιο τρόπο τα ίδια θέματα εστιάζοντας σε κάποιες λεπτομέρειες σε σχέση με τη δράση της αρχειομαρξιστικής οργάνωσης, με την υπόθεση του φόνου και κυρίως η συζήτηση αφορά τους ανθρώπους με τους οποίους επικοινωνούσε στην Σοβιετική Ένωση, ιδίως με τον Ζωγράφο και τον Τόμοφ. Το πιο σημαντικό νέο στοιχείο είναι η διατύπωση για πρώτη φορά της κατηγορίας ότι η απόδρασή του από τη φυλακή ήταν σκηνοθετημένη από την αστυνομία και από την αστυνομία στάλθηκε στην ΕΣΣΔ για αντεπαναστατική κατασκοπευτική δουλειά. Ο Μπεζεντάκος απλώς απάντησε πως υποστηρίζει τις μέχρι τότε καταθέσεις του σχετικά με την απόδραση από την φυλακή και επιμένει ότι η έλευσή του στη Σοβιετική Ένωση διοργανώθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο ανακριτής θεωρεί αντίφαση από τη μία την παραδοχή της δράσης του ως μέλος αντεπαναστατικής τροτσκιστικής–φασιστικής οργάνωσης, του ενεργού αγώνα εναντίον του ΚΚΕ, την παραδοχή «ότι η δολοφονία του αστυνομικού έγινε με σκοπό την προβοκάτσια ενάντια στο Κομμουνιστικό Κόμμα» και από την άλλη τον ισχυρισμό ότι στάλθηκε στην ΕΣΣΔ από το ΚΚΕ. Αντιμετωπίζει τον Μπεζεντάκο με μια αίσθηση απόγνωσης πιστεύοντας ότι βρίσκεται απέναντι σε μια σίγουρη περίπτωση προδοσίας και αναφωνεί: «Επιτέλους πού βρίσκεται η αλήθεια;» Ο Μπεζεντάκος ολοκληρώνει την κατάθεσή του δίνοντας ήρεμα για άλλη μια φορά την ίδια απάντηση: «Όταν βρισκόμουν στη φυλακή και καθόμουν στο ίδιο κελί με τους κομμουνιστές, αυτοί εκεί με μετέπεισαν και άρχισα να συμπαθώ το Κομμουνιστικό Κόμμα. Γι’ αυτό με έστειλε το Κομμουνιστικό Κόμμα στην Ε.Σ.Σ.Δ.».

Στις 3 Ιανουαρίου 1938 συνελήφθη ως ύποπτος για κατασκοπεία και δραστηριότητες δολιοφθοράς στην ΕΣΣΔ. Την ίδια ημέρα δίνει μια τρίτη πιο σύντομη κατάθεση αναφέροντας περισσότερα στοιχεία για την οικογένειά του, το πραγματικό του όνομα και πώς απέκτησε το όνομα Μπέντας. Δεν αναφέρεται καθόλου στην οικογένειά του στην Ρωσία. Ο ανακριτής πλέον αναζητάει περισσότερα στοιχεία που θα «δέσουν» την κατηγορία. Για αυτό το λόγο θεωρεί ύποπτο στοιχείο ότι μετά την απόδρασή του οι συγγενείς του δεν υπέστησαν διώξεις από την πλευρά της αστυνομίας. Ο Μπεζεντάκος δήλωσε πως «αυτό το γεγονός δεν μπορεί να το εξηγήσει» και ο ανακριτής συμπληρώνει: «το ζήτημα είναι εντελώς ξεκάθαρο. Οι γονείς και οι συγγενείς σας δεν διώχθηκαν από την αστυνομία, διότι η απόδρασή σας από τη φυλακή ήταν στημένη από την ίδια την αστυνομία». Ο Μπεζεντάκος απαντάει αναφέροντας για ακόμη μια φορά πως το ΚΚΕ οργάνωσε την απόδραση και τον έστειλε στην Ρωσία. Ωστόσο, ο ανακριτής με θυμό πλέον τον κατηγορεί ότι λέει ψέματα καθώς η μέχρι τότε αντεπαναστατική δράση του δεν θα επέτρεπε στο ΚΚΕ να συμμετάσχει στην οργάνωση της απόδρασής του από τη φυλακή και στη μεταφορά του στην ΕΣΣΔ και, ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί αυτοί συκοφαντούν το ΚΚΕ.

Στις 14 Ιανουαρίου 1938 παραχωρεί μια τέταρτη πιο εκτεταμένη κατάθεση. Επαναλαμβάνονται πάλι τα ίδια θέματα με μικρές προσθήκες κυρίως σε σχέση με την απόδραση. Όταν ο Μπεζεντάκος αναφέρει πως η φρουρά της φυλακής δεν γνώριζε τίποτε για την απόδρασή του, ο ανακριτής γεμάτος θυμό αναφωνεί πως λέει ψέματα και ότι η απόδρασή του ήταν σκηνοθετημένη από την αστυνομία, και η αστυνομία τον έστειλε στην ΕΣΣΔ για αντεπαναστατική κατασκοπευτική δράση ζητώντας επιπλέον «κατάθεση γι’ αυτό το ζήτημα». Ο κατηγορούμενος επιμένει στην άποψή του και ο ανακριτής στις δικές του κατηγορίες ζητώντας του να σταματήσει να ψεύδεται και να πει την αλήθεια για ποιο σκοπό ήρθε στην ΕΣΣΔ. Στο σημείο αυτό αναφέρει πολύ πιο διεξοδικά τη συμβολή του Ζαχαριάδη στη μεταφορά του και ότι ο Ζαχαριάδης είναι γενικός γραμματέας του ΚΚΕ και φυλακισμένος στην Ελλάδα. Με αυτόν τον τρόπο πίστευε ότι ενίσχυε την υπερασπιστική του θέση. Στη συνέχεια ο ανακριτής επιμένει στην υποτιθέμενη αντεπαναστατική δράση του Μπεζεντάκου στη Μόσχα την οποία ο κατηγορούμενος αρνιόταν κατηγορηματικά.

Με τις τέσσερις αυτές ανακρίσεις, το 4ο Γραφείο της NKVD φαίνεται πως ξεκαθαρίζει κάποια δεδομένα για τον Μπεζεντάκο. Η παραδοχή της συμμετοχής στη φασιστική τροτσκιστική αρχειομαρξιστική οργάνωση και της ενεργής προβοκατόρικης δράσης του εναντίον του ΚΚΕ ήταν σημαντικά στοιχεία και αρκετά για την ενοχή του. Προφανώς, με βάση αυτά εντασσόταν στις περιπτώσεις εκείνες που απασχολούσαν την NKVD και τον καθιστούσαν ύποπτο για αντεπαναστατική δράση. Αυτή η πρότερη στράτευσή του ακύρωνε την αναγνώριση οποιασδήποτε δυνατότητας μεταμέλειας και αλλαγής στρατοπέδου. Για τις αρχές της NKVD, ο Μπεζεντάκος ήταν φανερά ένοχος στο παρελθόν και άρα επικίνδυνος στο παρόν. Οι πληροφορίες που άντλησαν από τις επίσημες και ενδεχομένως από τις ανεπίσημες καταθέσεις του επέτρεψαν στο 4ο Γραφείο να κατασκευάσει ένα συνεκτικό κατηγορητήριο που με ορθολογικό τρόπο αναδείκνυε την αντεπαναστατική δράση του σε όλες τις φάσεις της ζωής του.

Στις 29 Ιανουαρίου 1938 διεξάγεται η τελευταία ανάκριση, στην οποία οι αρχές απευθύνουν το κατηγορητήριο στον Μπεζεντάκο και ο τελευταίος το αποδέχεται. Στην κατάθεσή του προσθέτει στα πραγματικά γεγονότα ορισμένα φανταστικά τα οποία προφανώς του υποδείχθηκαν. Είναι άγνωστη η αιτία για την οποία ο Μπεζεντάκος αποδέχεται αυτές τις κατηγορίες, καθώς είναι προφανές πως τον οδηγούν στην εκτέλεση∙ ή τέλος πάντων ελέγχεται η αυθεντικότητα του λόγου του, καθώς πιθανόν απλώς υποχρεώθηκε να υπογράψει. Ο ξυλοδαρμός και άλλες μορφές σωματικού και ψυχολογικού βασανισμού ήταν συνήθης πρακτική. Στην ερώτηση αν είναι ένοχος απαντάει:

Ναι, αναγνωρίζω την ενοχή μου ότι είμαι πράκτορας της Ελληνικής Αστυνομίας, με δική της εντολή στάλθηκα στην επικράτεια της ΕΣΣΔ για τη διενέργεια αντεπαναστατικής, κατασκοπευτικής, σαμποταριστικής και άλλης υπονομευτικής δουλειάς.

Σύμφωνα με την υπαγορευμένη κατάθεση του Μπεζεντάκου, ο φόνος του αστυφύλακα έγινε κατόπιν εντολής της αρχειομαρξιστικής φασιστικής οργάνωσης και ήταν ένα σχέδιό της για να διαλυθεί το κομμουνιστικό κόμμα. Πρώτα όμως ο Μπεζεντάκος σκότωσε τον αστυφύλακα και στη συνέχεια «η διαδήλωση διαλύθηκε και αρκετοί καθοδηγητές του Κομμουνιστικού Κόμματος συνελήφθησαν από την αστυνομία». Ο ίδιος υποτίθεται ότι στρατολογήθηκε από το διοικητή της αστυνομίας του Πειραιά Γιαννόπουλο την περίοδο Ιανουάριος–Φεβρουάριος του 1932 κατά τη διάρκεια μιας ανάκρισης. Συγκεκριμένα, φέρεται να του πρότεινε, εφόσον ήταν ήδη μέλος της αντεπαναστατικής, φασιστικής οργάνωσης «Αρχείο», να εξαγοράσει το έγκλημα δουλεύοντας με εντολή της αστυνομίας στην επικράτεια της Σοβιετικής Ένωσης.

Στη συνέχεια, στην υπαγορευμένη κατάθεση αναφέρεται ότι απέδρασε από τη φυλακή τον Μάρτιο του 1932, δύο μήνες μετά τη συμφωνία με τον Γιαννόπουλο, με τη βοήθεια ενός δεσμοφύλακα. Η αστυνομία είχε ενημερωθεί και είχε εγγυηθεί «ότι από την πλευρά της φρουράς της φυλακής δεν θα υπάρξει κανένα εμπόδιο». Στην ερώτηση πώς εντάχθηκε στο ΚΚΕ, απάντησε πως «αυτό ήταν το καλύτερο μέρος της συνωμοσίας» καθώς αντιμετώπιζε ένα μεγάλο πρόβλημα. Βρισκόταν σε ένα κελί μαζί με έναν κομμουνιστή ο οποίος γνώριζε καλά ότι ήταν προβοκάτορας και φασίστας. Συνεπώς, εάν οργάνωνε αμέσως την απόδραση, θα μπορούσε να αποκαλυφθεί ότι ήταν αστυνομικός πράκτορας και τότε θα ήταν αδύνατο να μεταφερθεί στη Σοβιετική Ένωση με το πρόσχημα του πολιτικού πρόσφυγα. Για αυτό το λόγο έκανε μια δήλωση στον Ριζοσπάστη ότι ήταν έτοιμος να αγωνιστεί κατά του φασισμού και ότι προσχωρούσε στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Στη συνέχεια, χρησιμοποίησε τους Κομμουνιστές που ήταν στο ίδιο κελί για να οργανώσει την απόδρασή του και να διαφύγει όχι ως μέλος της φασιστικής οργάνωσης «Αρχείο», αλλά τάχα ως κομμουνιστής. Με αυτόν τον τρόπο, του δόθηκε η ευκαιρία να μεταφερθεί γρήγορα στη Σοβιετική Ένωση. Το ΚΚΕ τον βοήθησε να προετοιμάσει την απόδραση και του έδωσε τη διεύθυνση στην οποία πρέπει να υποβάλει αίτηση ασύλου.

Οι εντολές που είχε λάβει από τον Γιαννόπουλο συνοψίζονταν στα εξής: πρώτον, να συνδεθεί με τον κατάσκοπο-χαφιέ της Ελληνικής Αστυνομίας Νικόλαο Τόμοφ του Δημητρίου. Δεύτερον, να δράσει διχαστικά ανάμεσα στους πολιτικούς μετανάστες, προσπαθώντας να τους τραβήξει στη δική του αντεπαναστατική δράση. Τρίτον, να προσληφθεί σε ένα από τα πολεμικά εργοστάσια ή τις μεγάλες επιχειρήσεις αμυντικής σημασίας. Τέταρτον, να συγκεντρώσει πληροφορίες κατασκοπευτικού χαρακτήρα για τα πολεμικά εργοστάσια όπως και για την αποδοτικότητά τους. Σε περίπτωση πολέμου της Σοβιετικής Ένωσης με φασιστικές χώρες θα ανατίναζε εργοστάσια. Στη συνέχεια ο Μπεζεντάκος αναφέρεται στα πρόσωπα με τα οποία είχε έρθει σε επαφή μαζί τους στην Σοβιετική Ένωση και τα οποία εμπλέκονταν σε συνωμοσίες. Ο Έλληνας πράκτορας πληροφοριών Νίκολαϊ Τόμοφ του ανέθεσε μια σειρά σαμποταριστικές αποστολές στην αυτοκινητοβιομηχανία Imeni Stalina, ώστε, αν αρχίσει πόλεμος, να το θέσουν εκτός λειτουργίας. Οι ενέργειές τους δεν εκδηλώθηκαν την περίοδο της ειρήνης γιατί θεωρούσαν ότι στον πόλεμο θα μπορούσαν πιο εύκολα και πιο γρήγορα να οργανώσουν σαμποτάζ. Όταν κατέφτασαν στη Μόσχα οι Δουλγερίδης και Δερβίσογλου, ανέλαβαν να συγκεντρώνουν πληροφορίες κατασκοπευτικού χαρακτήρα, ώστε στην περίπτωση πολέμου, να προβούν σε σαμποταριστικές ενέργειες στις επιχειρήσεις που εργαζόταν, δηλαδή στα εργοστάσια Kalibr και Komsomolets. Συμπερασματικά, παραδέχεται ότι συμμετείχε στην «ελληνική εθνικιστική, αντεπαναστατική, φασιστική οργάνωση, η οποία έθετε σαν στόχο της να ασχοληθεί με την κατασκοπία και το σαμποτάζ στην επικράτεια της ΕΣΣΔ». Μέλη της οργάνωσης ήταν ο Μπέντας, ο Τόμοφ και ο Βρετός, ενώ ο Τόμοφ την καθοδηγούσε, συγκέντρωνε όλες τις πληροφορίες και τις μετέφερε στην ελληνική πρεσβεία. Στο τέλος αρνείται ότι η αρχειομαρξιστική οργάνωση έθετε ως στόχο την πάλη ενάντια στη σοβιετική εξουσία μέσα από την τρομοκρατία κατά των ηγετών του ΚΚΣΕ και του σοβιετικού κράτους. Η ετυμηγορία ήταν η εμπλοκή σε κατασκοπεία και «δραστηριότητες δολιοφθοράς».

Στις 20 Φεβρουαρίου 1938 οι Μπέντας και Βρετός ανακρίθηκαν κατ’ αντιπαράθεση. Σύμφωνα με τον Δερβίσογλου, ο Μπεζεντάκος ρωτήθηκε εάν επιβεβαιώνει την κατάθεσή του από τις 29 Ιανουαρίου ότι ο Βρετός στρατολογήθηκε από τον ίδιο σε κατασκοπία και σαμποτάζ. Απάντησε θετικά, ενώ ο Βρετός δήλωσε πως δεν αποδέχεται τη μαρτυρία του. Με άλλα λόγια, μόνο ο Μπεζεντάκος «έσπασε», ενώ ο Δερβίσογλου αρνήθηκε τις κατηγορίες. Ο Μπεζεντάκος είτε είχε βασανιστεί, είτε, το πιθανότερο, εκβιάστηκε για το μέλλον της οικογένειάς του. Ήδη είχε εκδοθεί το «Διάταγμα 486» για τη σύλληψη συζύγων γυναικών [αυτών] που είχαν καταδικαστεί για αντεπαναστατικά εγκλήματα. Αυτή η πρακτική είχε εφαρμοστεί εκτεταμένα, ακόμη και στον ίδιο τον Νίκολαϊ Μπουχάριν, σημαντικό ηγέτη των μπολσεβίκων, ο οποίος παρακαλούσε προσωπικά τον Στάλιν για τη σωτηρία της οικογένειάς του. Σε κάθε περίπτωση, οι δύο σύντροφοι και φίλοι βρέθηκαν για μία ακόμη φορά και ο εξαναγκασμένος Μπεζεντάκος υποδείκνυε τον Δερβίσογλου.

4.Η εκτέλεση στο Μπούτοβο

Η μοίρα των Αβραάμ Δερβίσογλου και Μιχάλη Μπεζεντάκου ήταν στενά συνδεδεμένη ακόμη και στο τέλος της ζωής, τους καθώς εκτελέστηκαν την ίδια ημέρα στον ίδιο τόπο με την ίδια κατηγορία. Η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε στις 11 Απριλίου 1938 στο πεδίο βολής Μπούτοβο το οποίο είχε εξελιχθεί σε μαζικό τάφο την εποχή των Μεγάλων Εκκαθαρίσεων15http://p8.inetstar.ru/index.php?q=bio&id=79024.. Ο Νίκολαϊ Τόμοφ εκτελέστηκε ένα μήνα αργότερα στις 17 Μαΐου 1938.16«Греческие эмигранты в расстрельных списках Бутовского Мартиролога», (τελευταία προσπέλαση 04/04/2021). Στον ίδιο τόπο εκτελέστηκε επίσης ο Αρμάο Ζαν Ζοζεφόβιτς (Армао Жан Жозефович), γεννημένος το 1903 στην Τήνο, ο οποίος μάλλον ήταν συγκάτοικος του Μπεζεντάκου, καθώς διέμενε επίσης στη Μόσχα, στην οδό Μεσάνσκαγια 4, στο διαμέρισμα πέντε. Αυτός είχε σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και εργάστηκε στην Κρατική Επιτροπή Σχεδιασμού της ΕΣΣΔ. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 8 Μαρτίου 1938, λίγο νωρίτερα. Αποκαταστάθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1989. Είναι φανερό ότι οι Έλληνες πολιτικοί φυγάδες και πρόσφυγες στην ΕΣΣΔ διατηρούσαν επαφές μεταξύ τους έχοντας συγκροτήσει κοινότητα, ιδιαίτερα στη Μόσχα, καθορίζοντας ως κοινή την πολιτική τους πορεία. Αυτό το στοιχείο αποτέλεσε την κρίσιμη περίοδο αιτία να χαρακτηριστούν ως κατάσκοποι. Οι υπόλοιποι Έλληνες εκτελεσθέντες ήταν εξίσου κάτοικοι της Μόσχας. Ο Ζαχαριάντις Ίλια Ντμιτρίεβιτς (Захариадис Илья Дмитриевич) γεννήθηκε το 1882 στον Άγιο Κήρυκα της Ικαρίας και ήταν υπάλληλος γραφείου με ολοκληρωμένη τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ήταν μέλος του ΚΚΣΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης) από το 1929. Στη Ρωσία εργάστηκε ως ξυλουργός σε εργοστάσιο. Στη Μόσχα διέμενε στην οδό Κρεστιάνσκαγια Ζάσταβα, στον οικισμό Ντουμπρόφσκι. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 31 Μαΐου 1938 και αποκαταστάθηκε στις 19 Ιουλίου 1957. Ο Καριοφίλι Ντμίτρι Ίλιτς (Кариофили Дмитрий Ильич) γεννήθηκε το 1896 στο χωριό Σουφλί από αγρότες γονείς. Εργάστηκε ως οικονομολόγος στην Κράσνι Κουπερατίβα και ήταν μέλος στο ΚΚΣΕ. Διέμενε στη Μόσχα, στην οδό B. Ορντίνκα 17, στο διαμέρισμα 4. Ο Παβλίντι Ιβάν Ελεφτέριεβιτς (Павлиди Иван Елефтерьевич) γεννήθηκε το 1890 από αγρότες και είχε κατώτερη εκπαίδευση. Ήταν Έλληνας πολίτης και στη Ρωσία εργάστηκε στην παραγωγή κεριών εκκλησίας. Στη Μόσχα διέμενε στην περιοχή Λινίνσκι. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 31 Μαΐου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1989. Ο Πίτερς Γκεόργκι Γκεοργκίεβιτς (Питерс Георгий Георгиевич) γεννήθηκε το 1892 στη Πάτρα από αγρότες. Αναφέρεται χωρίς συγκεκριμένο επάγγελμα. Κατοικούσε στην Μόσχα, στην οδό Ομπούκα 3. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 16 Ιουνίου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1989. Ο Κατσαλός Γκεόργκι Κριστοφόροβιτς (Кацалос Георгий Христофорович) γεννήθηκε το 1880 στο χωριό Νοβκόρ στην Ελλάδα από αγρότες γονείς και είχε κατώτερη εκπαίδευση. Διέμενε στη Μόσχα, στην οδό Τβέρσκαγια–Γιάμσκαγια. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 16 Ιουνίου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 11 Απριλίου 1963. Ο Γκριγκοριάντις Σάββα Στάβροβιτς (Григориадис Савва Ставрович) γεννήθηκε το 1894 ή το 1897. Ήταν εργάτης, μέλος του ΚΚΕ και του ΚΚΣΕ, με κατώτερη εκπαίδευση. Στη Ρωσία εργάστηκε ως οδηγός του 1ου στόλου τρόλεϊ. Κατοικούσε στη Μόσχα, στην οδό 19ης Δεκεμβρίου 5. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 13 Αυγούστου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 22 Αυγούστου 1958. Ο Αντρέι Ιβάνοβιτς Ιβανόβ ή Βαΐτης Αναστάσιος Νικολάου (Иванов Андрей Иванович – Вайтис Анастас Николау) γεννήθηκε το 1908 [στην] Μυτιλήνη. Ήταν εργάτης, μέλος του ΚΚΕ. Είχε ανώτατη εκπαίδευση, αλλά αναφέρεται ως άνεργος και εκτός ιθαγένειας. Κατοικούσε στην Μόσχα στην οδό Ομούκα 3. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 16 Αυγούστου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 22 Μαρτίου 196517«Греческие эмигранты в расстрельных списках Бутовского Мартиролога», (τελευταία προσπέλαση 04/04/2021)..

Το Μπούτοβο ήταν ένα πρώην κτήμα νότια της Μόσχας το οποίο περιήλθε στη μυστική αστυνομία μετά την επανάσταση και χρησιμοποιήθηκε ως αγροτική αποικία, σκοπευτήριο, αλλά και τόπος εκτέλεσης και μαζικών τάφων. Εκτελέσεις πραγματοποιήθηκαν εκεί από το 1935 έως το 1953, αλλά κυρίως στα χρόνια των μεγάλων εκκαθαρίσεων το 1937 και το 1938. Από τα αρχεία της FSB προκύπτει ότι τουλάχιστον 20.761 άνθρωποι σκοτώθηκαν και θάφτηκαν εκεί, ίσως πολύ περισσότεροι. Οι δίκες την περίοδο των εκκαθαρίσεων οργανώθηκαν από την NKVD (Λαϊκή Επιτροπή Εσωτερικών Υποθέσεων), με επικεφαλής τον Επίτροπο Εσωτερικών, Νίκολαϊ Ιβάνοβιτς Γιεζόφ. Η σύνθεση της τρόικας για την περιοχή της Μόσχας επικυρώθηκε από το Πολιτικό Γραφείο στις 10 Ιουλίου 1937. Οι τρεις αξιωματούχοι ήταν ο Στάνισλαβ Φράντζεβιτς Ρέντενς (NKVD), ο Κονσταντίν Μασλόφ (εισαγγελέας) και ο Νικίτα Χρουστόφ (ο οποίος μερικές φορές αντικαταστάθηκε από τον Βολκόφ). Ο Ρέντενς αργότερα (από τις 20 Ιανουαρίου 1938) αντικαταστάθηκε από τον Λεονίντ Ζακόφσκι που ήρθε από το Λένινγκραντ. Ο Ζακόφσκι ηγήθηκε της περιφερειακής NKVD της Μόσχας για δύο μήνες: από τις 20 Ιανουαρίου έως τις 28 Μαρτίου 1938. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, 4.975 άτομα εκτελέστηκαν (δηλαδή σχεδόν το 24% του συνολικού αριθμού) στο σκοπευτήριο του Μπούτοβο. Οι διάδοχοι επικεφαλής της τρόικας ήταν ο Βασίλι Καρούτσκι (ο οποίος αυτοκτόνησε τον Μάιο του 1938), ο Βλαντιμίρ Τσεσάρσκι και ο Αλέξανδρος Ζουρμπένκο.

Οι εχθροί του λαού περιλάμβαναν ανεξάρτητους αγρότες (κουλάκους), πολιτικούς αντιπάλους, υποτιθέμενους οπαδούς του τσαρικού καθεστώτος οι οποίοι χαρακτηρίζονταν ως «παλιοί άνθρωποι», σε αντιδιαστολή με τους «νέους ανθρώπους» της σοβιετικής εποχής, κομμουνιστές με άλλες απόψεις οι οποίοι χαρακτηρίζονταν ως «αντίπαλοι», σύζυγοι και οικογένειες των «εχθρών του λαού», ιερείς και άλλοι θρησκευόμενοι, καθώς και αλλοδαποί από τουλάχιστον 60 χώρες με την κατηγορία της κατασκοπίας. Οι οικογένειες των αλλοδαπών έλαβαν ψεύτικα πιστοποιητικά θανάτου από τις σοβιετικές πρεσβείες με ψευδείς ημερομηνίες και αιτίες θανάτου, όπως «φυματίωση». Στις 8 Αυγούστου 1937, τα πρώτα 91 θύματα μεταφέρθηκαν στο Μπούτοβο από τις φυλακές της Μόσχας. Κατά τους επόμενους 14 μήνες, 20.761 εκτελέστηκαν και εν συνεχεία θάφτηκαν στο χώρο, άλλα 10.000 έως 14.000 άτομα και θάφτηκαν στην κοντινή περιοχή Κομμουνάρκα, που βρίσκεται 5 μίλια (8,0 χλμ.) βορειοδυτικά. Τα τελευταία 52 θύματα της εκκαθάρισης εκτελέστηκαν στο Μπούτοβο στις 19 Οκτωβρίου 1938. Μετά το 1938, το Μπούτοβο δεν χρησιμοποιήθηκε ως τόπος μαζικής εκτέλεσης, αλλά συνέχισε να χρησιμοποιείται για την ταφή εκείνων που εκτελούνταν στις φυλακές της Μόσχας18Karl Schlögel, Moscow, 1937: the soviet metropolis at the zenith of Stalin’s dictatorship. A society utterly wrecked by a hurricane of violence, John Wiley & Sons, 2014, σ. 118. Επίσης, κείμενο των Garkavyi I. V. και Golovkova L. A. σε ιστοσελίδα για το Μπούτοβο: http://p8.inetstar.ru/poligon/ (τελευταία προσπέλαση 03/04/2021)..

Η πραγματικότητα του Μπούτοβο ως τόπου μαζικών ταφών ανακαλύφθηκε από ανασκαφές το καλοκαίρι του 1997. Ωστόσο, οι έρευνες δεν μπόρεσαν να καταδείξουν ακόμη με απόλυτη βεβαιότητα ότι το Μπούτοβο ήταν ο τόπος εκτέλεσης, καθώς ιατροί εμπειρογνώμονες μπόρεσαν να υποστηρίξουν απλώς ότι τα πτώματα ρίχτηκαν στους τάφους «είτε αμέσως μετά το θάνατό τους, είτε 8 έως 10 ώρες μετά». Μια ομάδα ιστορικών και ακτιβιστών μπόρεσαν να δημιουργήσουν μια λίστα με ονόματα 20.761 θυμάτων, δουλεύοντας πάνω στα αρχεία της πρώην NKVD. Ένα εντυπωσιακό χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα θύματα ήταν συντριπτικά άνδρες, 19.903 από 20.761 (95,86%). Η μεγάλη πλειονότητα των θυμάτων ήταν μεταξύ 25 και 50 ετών (δηλ. οι ημερομηνίες γέννησής τους είναι μεταξύ 1887 και 1912), αλλά υπήρχαν επίσης 18 άτομα ηλικίας άνω των 75 και 10 ήταν 15 ετών και νεότεροι. Τα περισσότερα από τα θύματα του Μπούτοβο ήταν στην πραγματικότητα απλοί σοβιετικοί πολίτες: περισσότερο από το 85% των θυμάτων δεν ήταν μέλη του κόμματος (13.043 από τους 15.101 για τους οποίους παρέχονται αυτές οι πληροφορίες). Το μεγαλύτερο μέρος αυτών που εκτελέστηκαν (15.269) ήταν εργάτες, υπάλληλοι και αγρότες (6.944 ή 45,4%). Κοιτάζοντας τα επίπεδα εκπαίδευσης επιβεβαιώνεται περαιτέρω η εικόνα ότι πρόκειται για χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Τα περισσότερα από τα μισά θύματα αναφέρονται με «χαμηλό» επίπεδο εκπαίδευσης (nishchee), ενώ ανήκαν σε περισσότερες από 60 διαφορετικές εθνικότητες. Το μεγαλύτερο μέρος των μη Ρώσων θυμάτων ήταν Λετονοί (1.325 ή 6,38%), Πολωνοί (1.176, 5,6%), Ουκρανοί (755, 3,6%) και Γερμανοί (649, 3,1%). Οι Εβραίοι παραδοσιακά διακρίνονταν ως εθνικότητα στη Σοβιετική Ένωση και αντιπροσώπευαν 878 από τα θύματα (4,1%)19Nérard François-Xavier, «Τhe Butovo Shooting Range», 27/02/2009, (τελευταία προσπέλαση 03/04/2021).. Συνολικά υπολογίζονται ότι 37 Έλληνες εκτελέστηκαν, αλλά στη διάθεσή μας υπάρχουν 12 ονόματα από την Μόσχα. Πρόκειται για κομμουνιστές, κάποιοι μέλη του ΚΚΕ και κάποιοι του ΚΚΣΕ, ενώ για κάποιους δεν έχουμε πληροφορίες. Γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή ήταν πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, είχαν δράση στην Ελλάδα και διέφυγαν στην ΕΣΣΔ για να γλιτώσουν από τις διώξεις. Στην πλειονότητά τους εργάστηκαν στην ΕΣΣΔ, κάποιοι σε θέσεις ευθύνης.

5.Η αποκατάσταση της μνήμης του Μπεζεντάκου και των συντρόφων του

Ο Νίκολαϊ Τόμοφ αποκαταστάθηκε στις 23 Μαΐου 1957. Οι Δερβίσογλου και Μπεζεντάκος αποκαταστάθηκαν από την Σοβιετική Ένωση στις 10 Απριλίου 1958. Η κόρη του Μπεζεντάκου αναφέρει πως, μετά την αποσταλινοποίηση, το 1958 και σε ηλικία 23 ετών, έλαβε πιστοποιητικό αποκατάστασης του πατέρα της, ενώ ταυτόχρονα εκδόθηκε ένα «πιστοποιητικό θανάτου» με αίτιο θανάτου τη «δυσεντερία». Η ημερομηνία θανάτου ήταν η 30η Ιουνίου 1942 και στη στήλη «τόπος θανάτου» υπήρχε μια παύλα, δηλαδή άγνωστος. Τότε, ζήτησε από την KGB λεπτομέρειες για την εκτέλεσή του, όπως και για την εκτέλεση άλλων Ελλήνων φυγάδων από την Ελλάδα. Όπως αναφέρει, ρώτησε τον αξιωματικό της KGB «εάν δεν υπήρχε ενοχή, τότε γιατί καταδικάστηκε ο πατέρας μου», για να λάβει την απάντηση πως «ο ίδιος παραδέχθηκε την ενοχή του». Η ίδια αναρωτήθηκε «πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό» για να δεχθεί την αποστομωτική απάντηση: «Είστε ήδη ενήλικας και μπορείτε να καταλάβετε με ποιο τρόπο επιτυγχάνονταν τέτοιες ομολογίες». Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η Λ.Γ. Μπέντας ζήτησε από τις αρχές την επίσημη ημερομηνία θανάτου του πατέρα της. Συγκεκριμένα, το 1992 έλαβε νέο πιστοποιητικό στο οποίο αναφερόταν η θανατική ποινή, αλλά είχε παραλειφθεί η ημερομηνία και ο τόπος θανάτου. Το 1995, επανέλαβε το αίτημα στα Κρατικά Αρχεία για να αναφερθεί η πραγματική ημερομηνία θανάτου του πατέρα της. Η επίσημη απάντηση ήταν ότι δεν διέθεταν αυτές τις πληροφορίες, και μόνο μέσω τηλεφώνου, ένας υπάλληλος του αρχείου αποκάλυψε την πραγματική ημερομηνία – 11 Απριλίου 1938. Η ίδια είχε επικαλεστεί θρησκευτικούς λόγους, καθώς επιθυμούσε να πραγματοποιήσει επιμνημόσυνη δέηση και για αυτό εκτιμά πως το κίνητρο του υπαλλήλου ήταν θρησκευτικό καθώς τον χαρακτηρίζει «πιστό». Αργότερα έμαθε από την οργάνωση Memorial (Мемориал) ότι ο πατέρας της εκτελέστηκε και θάφτηκε στο χώρο εκπαίδευσης του Μπούτοβο20«Греческие эмигранты в расстрельных списках Бутовского Мартиролога», (τελευταία προσπέλαση 04/04/2021)..

Η μοναχή Ελισάβετ γράφει ότι όλα όσα συνέβησαν στον πατέρα της θα μπορούσαν να αποδοθούν πλήρως σε καθέναν από τους άλλους δώδεκα Έλληνες πρόσφυγες που είχαν εκτελεστεί μαζί του. Αναφέρεται στο δράμα της λήθης που ακολουθεί τη μεταθανάτια μοίρα αυτών των μεταναστών, το οποίο οφείλεται, αφενός, στη διακοπή των οικογενειακών δεσμών με την πατρίδα τους και, αφετέρου, στην απουσία τέτοιων δεσμών στη νέα τους πατρίδα, λόγω των μάλλον μικρών περιόδων διαμονής στη Ρωσία. Ωστόσο, η βαθύτερη τραγωδία ήταν η κατάρρευση εκείνων των ηθικών και ιδεολογικών αρχών, εξαιτίας των οποίων εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, επιλέγοντας για μετανάστευση μια χώρα της οποίας τα ιδανικά συμμερίζονταν. Χαρακτηρίζει το Μπούτοβο ως τον Γολγοθά των εκτελεσθέντων που πέθαναν μακριά από την πατρίδα τους και υποθέτει ότι η αποκάλυψη του πραγματικού χαρακτήρα των «σατανικών ιδεωδών του μπολσεβικισμού» οδήγησε σε μετάνοια τους μέχρι τότε πιστούς κομμουνιστές. Τέλος, μνημονεύει τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, ο οποίος σε επίσκεψή του στο Μπούτοβο είχε δηλώσει χαρούμενος που στο πεδίο βολής είχαν ενωθεί με το αίμα τους Ρώσοι και Έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι. Μάλιστα καταλήγει πως «Οι Άγιοι Μάρτυρες του Μπούτοβο προσεύχονται στον Θεό για μας» εμφανίζοντας δηλαδή τους Έλληνες κομμουνιστές θύματα των εκκαθαρίσεων σαν χριστιανούς μάρτυρες. Πρόκειται ωστόσο για ένα ευρύτερο εγχείρημα διάσωσης της μνήμης των Ελλήνων θυμάτων από τις μεγάλες εκκαθαρίσεις. Οι λίστες αυτές αφορούν στο μεγαλύτερο ποσοστό Έλληνες από την Κριμαία και είναι λίγα τα πρόσωπα που προέρχονται από την Ελλάδα.

Η ιστορία ζωής και το ιστορικό της μνήμης του κομμουνιστή Μιχάλη Μπεζεντάκου, οι πράξεις του οποίου σημαδέψαν την εποχή του και έντυσαν μουσικά μια άλλη εποχή, δείχνει όλη την τραγικότητα της κομμουνιστικής περιπέτειας του 20ού αιώνα, την οποία ο ίδιος βίωσε με ακραίο τρόπο. Ο Μανιάτης από την Δραπετσώνα, ο «πιστολέρο» των αρχειομαρξιστών, έζησε και συμμετείχε ενεργά στον μεγάλο κοινωνικό εμφύλιο του ελληνικού μεσοπολέμου. Στρατεύτηκε στους αρχειομαρξιστές και κατόπιν στους φραξιονιστές, γενικά στην Αριστερή Αντιπολίτευση και όχι στο ΚΚΕ, το επίσημο τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ενεπλάκη ενεργά στις βιαιότητες ανάμεσα στις δύο οργανώσεις στήνοντας ενέδρες σε μέλη του ΚΚΕ ή συμμετέχοντας σε δημόσιες συγκρούσεις. Στο πλαίσιο της μεγάλης κρατικής καταστολής πρωταγωνίστησε σε μια απλή αντιπολεμική επέτειο, στην οποία συνελήφθη ένα μέλος του ΚΚΕ. Σκότωσε έναν χωροφύλακα για να ελευθερώσει τον αντίπαλο μέχρι τότε κομμουνιστή από μια μικρής συνέπειας σύλληψη, με σκοπό να αποδείξει την συμπάθειά του στο ΚΚΕ. Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί ένα μικρός «Μεγάλος Φόβος» στους αστούς το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου το 1931, ενισχύοντας τον αντικομουνισμό και την τρομοκρατία του καθεστώτος. Χαρακτηρίστηκε αδίστακτος, στυγερός δολοφόνος και όργανο της Γκεπεού. Κυνηγήθηκε, κρύφτηκε, προδόθηκε από τους συντρόφους του και συνελήφθη. Στην αρχή όλες οι κομμουνιστικές οργανώσεις τον αποκήρυξαν, όπως και τις πράξεις του, αλλά ο κίνδυνος να εκτελεστεί ενεργοποίησε αντανακλαστικά υπέρ της διάσωσής του. Προσχώρησε στο ΚΚΕ. Απέδρασε και διέφυγε με κινηματογραφικό τρόπο, μετατρέποντας την απόδρασή του μέσα στο Καρναβάλι του 1932 σε ένα κοροϊδευτικό πάθημα για τον ελληνικό αστικό κόσμο. Φεύγοντας με σοβιετικό πλοίο στην Σοβιετική Ένωση, προσπάθησε να καρπωθεί τα κέρδη από τον Σοσιαλιστικό Παράδεισο και να ξεκινήσει μια νέα ζωή ως εργάτης στη Μόσχα. Ωστόσο, ήρθε αντιμέτωπος με το πρόσωπο της αντεπανάστασης και οδηγήθηκε ως σαμποτέρ και εχθρός του σοβιετικού λαού στο άδοξο πεδίο της εκτέλεσης από κομμουνιστικά πυρά. Στην Ελλάδα τα αδέρφια του συνέχισαν την αγωνιστική τους δράση και μαζί με το ΚΚΕ ήταν σίγουροι ότι σκοτώθηκε ένδοξα στον ισπανικό εμφύλιο ενισχύοντας το ηρωικό προφίλ του.

Ο Μιχάλης Μπεζεντάκος ήταν ο αγωνιστής που υμνήθηκε όσο λίγοι κομμουνιστές στην Ελλάδα και η μνήμη του διασώθηκε μέσα από ένα τραγούδι γραμμένο από έναν Ελληνορώσο συγκρατούμενό του από την Γεωργία. Η μουσική του προερχόταν από την Ρωσία και οι αρχικοί στίχοι ήταν γραμμένοι στα γίντις και γι’ αυτό στη συνέχεια το τραγούδι εξελίχθηκε σε στοιχείο της διεθνούς εβραϊκής κουλτούρας. Το ξεχασμένο τραγούδι και η ιστορία του ανασύρθηκε στη μεταπολίτευση από ένα μουσικό–τραγουδιστή αγωνιστή της αντίστασης και του εμφυλίου, ο οποίος το ενέταξε οργανικά στη λαϊκοδημοκρατική ιδεολογία της εποχής της ανάτασης, αν και ιδεολογικά παράταιρο. Όμως η μνήμη του στην Ρωσία ταυτίζεται με εκείνη του Έλληνα χριστιανού μάρτυρα, θύμα των σταλινικών διώξεων. Η κόρη του έγινε καλόγρια και ήλπιζε ο πατέρας της να κατάλαβε τον εγκληματικό χαρακτήρα του κομμουνισμού μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Όμως ακόμα και σήμερα οι νέοι κομμουνιστές στα διάφορα κουτούκια και συναντήσεις συνεχίζουν να τραγουδούν για την εποχή εκείνη που οι αστοί τρομάξαν.

Υποσημειώσεις[+]