του Alex de Jong*

Τη δεκαετία του 1930, πολλοί κομμουνιστές και σοσιαλιστές από τη Γερμανία και την Αυστρία αναζήτησαν καταφύγιο από τους Ναζί στην ΕΣΣΔ. Αλλά σε μια σοκαριστική προδοσία, η Σοβιετική μυστική αστυνομία παρέδωσε εκατοντάδες από αυτούς στη Γκεστάπο του Χίτλερ.

Το σύνταγμα της Σοβιετικής Ένωσης του 1936 παρείχε «το δικαίωμα ασύλου σε ξένους πολίτες που διώκονταν για υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων». Αλλά οι σοβιετικές αρχές αθέτησαν αυτή την υπόσχεση στην περίπτωση εκατοντάδων Γερμανών και Αυστριακών εξορίστων, παραδίδοντάς τους στους Ναζί από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 και μετά. Τα θύματα ήταν βετεράνοι επαναστάτες, Εβραίοι κομμουνιστές και μαχητικοί αντιφασίστες.

Μία από τις απελαθείσες ήταν η Γερμανίδα κομμουνίστρια Μαργαρίτα Μπούμπερ-Νόιμαν (Margarete Buber-Neumann). Τα απομνημονεύματά της, που δημοσιεύθηκαν το 1949 στα αγγλικά με τον τίτλο Κάτω από Δύο Δικτάτορες: Φυλακισμένη του Στάλιν και του Χίτλερ, είναι ίσως η πιο γνωστή μαρτυρία μιας από τους απελαθέντες. Η Μπούμπερ-Νόιμαν περιέγραψε τη στιγμή που οι σοβιετικοί αξιωματούχοι την παρέδωσαν στους Ναζί μαζί με άλλους εικοσιενιά:

Στο τέλος το τρένο σταμάτησε και για τελευταία φορά ακούσαμε τη γνωστή κραυγή:  “Ετοιμαστείτε. Με τα πράγματα σας”. Οι πόρτες του ξεκλειδώθηκαν… σε μικρή απόσταση βρισκόταν ένας σταθμός. Μπορούσαμε απλά να δούμε το όνομα σε ένα κοντινό σήμα: Μπρεστ-Λιτόφσκ.

Η Μπούμπερ-Νόιμαν θυμόταν ότι είδε μια ομάδα ανδρών της σοβιετικής μυστικής αστυνομίας -της NKVD, που εξακολουθεί συχνά να την αναφέρει με το παλιό της όνομα ως GPU- να διασχίζουν τη γέφυρα μπαίνοντας στο γερμανικό έδαφος και να επιστρέφουν μετά από λίγο: “Μαζί τους ήταν αξιωματικοί των SS. Ο διοικητής των SS και ο επικεφαλής της GPU χαιρετήθηκαν”. Ο σοβιετικός διοικητής άρχισε να διαβάζει τα ονόματα των αιχμαλώτων:

Ένας από αυτούς ήταν ένας Εβραίος πολιτικός εξόριστος από την Ουγγαρία, ένας άλλος ήταν νεαρός εργάτης από τη Δρέσδη, ο οποίος είχε αναμιχθεί σε μια σύγκρουση με τους Ναζί το 1933 με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας Ναζί. Είχε καταφέρει να διαφύγει στη Σοβιετική Ρωσία. Στη δίκη, οι άλλοι είχαν ρίξει πάνω του όλη την ευθύνη, γνωρίζοντας ή, μάλλον, νομίζοντας ότι ήταν ασφαλής στη Σοβιετική Ένωση. Η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη.

Αναζητώντας καταφύγιο από τον Χίτλερ

Γεννημένη το 1901, η Μπούμπερ-Νόιμαν είχε ενταχθεί στο κομμουνιστικό κίνημα νεολαίας της Γερμανίας το 1921 και στο κομμουνιστικό κόμμα, το KPD, πέντε χρόνια αργότερα. Από το 1928 και μετά, εργάστηκε για το περιοδικό της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το Inprekorr. Εκεί γνώρισε τον Χάιντς  Νόιμαν, μέλος της ηγεσίας του KPD και έγιναν ζευγάρι. Μετά την κατάληψη της εξουσία από τους Ναζί στο Βερολίνο, και οι δύο ζήτησαν καταφύγιο στη Σοβιετική Ένωση.

Αλλά οι εκκαθαρίσεις που ξεκίνησαν από τον Ιωσήφ Στάλιν στα τέλη της δεκαετίας του ‘30 μετέτρεψαν την ΕΣΣΔ σε έναν τόπο θανάσιμου κινδύνου για τους Γερμανούς Κομμουνιστές. Η NKVD συνέλαβε το Χάιντς Νόιμαν με κατασκευασμένες κατηγορίες για κατασκοπεία και τον εκτέλεσε στις 26 Νοεμβρίου 1937. Φυλάκισαν τη Μαργαρίτα Μπούμπερ-Νόιμαν επίσης και τελικά την απέλασαν το 1940 στη ναζιστική Γερμανία.

Αρκετές διαφορετικές ομάδες Γερμανών πολιτών ζούσαν τότε στη Σοβιετική Ένωση. Κάποιοι είχαν έρθει εκεί για δουλειά. Πολλοί σε αυτήν την κατηγορία είχαν κομμουνιστικές συμπάθειες αλλά δεν ήταν απαραίτητα μέλη του κόμματος. Έπειτα, υπήρξαν οι πολιτικοί εξόριστοι, Κομμουνιστές και άλλοι αντιφασίστες, συμπεριλαμβανομένων των Αυστριακών που είχαν γίνει επίσημα Γερμανοί πολίτες μετά τη ναζιστική προσάρτηση της Αυστρίας το 1938. Άλλοι είχαν αποκτήσει σοβιετική υπηκοότητα.

Οι πληροφορίες για την τύχη αυτών των ανθρώπων είναι σκόρπιες σε πολλά αρχεία, μερικά από τα οποία εξακολουθούν να είναι απρόσιτα στους ερευνητές. Είναι λοιπόν δύσκολο να είμαστε σίγουροι για το πόσοι άνθρωποι υπέστησαν την ίδια μοίρα με τη Μπούμπερ-Νόιμαν. Μια συντηρητική εκτίμηση είναι ότι πάνω από εξακόσιοι απελάθηκαν ή εκδιώχθηκαν.

Η Μοίρα του Φραντς Κόριτσονερ (Franz Koritschoner)

Κομμουνιστής, διεθνιστής και Εβραίος. Παραδόθηκε στους Ναζί. Θανατώθηκε στο Άουσβιτς

Οι εξόριστοι που στάλθηκαν στη ναζιστική Γερμανία περιλάμβαναν βετεράνους του κομμουνιστικού κινήματος όπως π.χ. ο Φραντς  Κόριτσονερ. Γεννημένος στην Αυστροουγγαρία το 1892, ο νεαρός τότε Εβραίος σοσιαλιστής είχε αντιταχθεί στην υποστήριξη της πολεμικής προσπάθειας των Σοσιαλδημοκρατικών Κομμάτων μετά το 1914. Το 1916, ο Κόριτσονερ γνώρισε το Βλαντιμίρ Λένιν κατά τη διάρκεια της Συνδιάσκεψης του Κίενταλ, μια συνάντηση επαναστατών σοσιαλιστών κατά του πολέμου.

Ο Κόριτσονερ επρόκειτο να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στις Αυστροουγγρικές απεργίες και διαμαρτυρίες τον  Ιανουάριο του 1918. Την ίδια χρονιά, εντάχθηκε στο νεοϊδρυθέν Κομμουνιστικό Κόμμα Αυστρίας (KPÖ). Ο Κόριτσονερ επιμελήθηκε το περιοδικό του KPÖ και μετέφρασε έργα του Λένιν, ο οποίος τον αποκαλούσε «αγαπητό φίλο». Από το 1918 ως το 1924, ο Κόριτσονερ ήταν μέλος της κεντρικής επιτροπής του KPÖ.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, πήγε στη Σοβιετική Ένωση για να εργαστεί στην Κόκκινη Διεθνή των Εργατικών Συνδικάτων (Profintern), προσχωρώντας στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης το 1930. Η NKVD συνέλαβε τον Κόριτσονερ το 1936, κατηγορώντας τον ότι είναι αντεπαναστάτης. Οι σοβιετικές αρχές αποφάσισαν να τον παραδώσουν στη Γκεστάπο τον Απρίλιο του 1941.

Γνωρίζουμε λίγα στοιχεία για τις τελευταίες βδομάδες της ζωής του Κόριτσονερ επειδή μοιράστηκε ένα κελί [στο ναζιστικό στρατόπεδο Νταχάου] με τον Χανς Λαντάουερ, μέλος των Διεθνών Ταξιαρχιών που επέζησε του πολέμου. Σύμφωνα με τον Λαντάουερ, ο Κόριτσονερ ήταν μια πολύ εξασθενημένη φιγούρα, που έφερε σημάδια από τα βασανιστήρια που είχε υποστεί στα χέρια της NKVD και της Γκεστάπο. Δεν του είχαν μείνει δόντια.  Στον Λαντάουερ έλεγε ότι τα είχε χάσει εξαιτίας του σκορβούτου σε στρατόπεδο εργασίας στο Σοβιετικό μακρινό βορρά. Στις 7 Ιουνίου 1941, οι Ναζί έστειλαν τον Κόριτσονερ στο Άουσβιτς, όπου θανατώθηκε δύο μέρες αργότερα.

Η Προδοσία των μελών του Schutzbünd

Οι εκκαθαρίσεις που σάρωσαν τη Σοβιετική Ένωση υπό την κυριαρχία του Στάλιν επηρέασαν όλο και ευρύτερους κύκλους ανθρώπων. Μια ομάδα που έπεσε θύμα ήταν πρώην μέλη του αυστριακού Schutzbund, της Ρεπουμπλικανικής Αμυντικής Ένωσης, παραστρατιωτικής πτέρυγας του Αυστριακού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος.

Μέλη της σοσιαλδημοκρατικής παραστρατιωτικής ομάδας Schutzbund. Πολλοί θα παραδοθούν από τον Στάλιν στον Χίτλερ Πηγή: Bundesarchiv, Bild 102-00839 / Georg Pahl / CC-BY-SA 3.0, CC BY-SA 3.0 DE, via Wikimedia Commons

Στις 4 Μαρτίου 1933, ο Αυστριακός καγκελάριος Ένγκελμπερτ Ντόλφους ανέστειλε το κοινοβούλιο και εγκαινίασε ένα φασιστικό καθεστώς. Τον Φεβρουάριο του 1934, τα μέλη του Schutzbund πήραν τα όπλα ενάντια στο νέο σύστημα, αλλά δεν μπόρεσαν να αντιπαραταχθούν στις ισχυρές δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού. Περίπου διακόσιοι έχασαν τη ζωή τους στις μάχες ή εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες.

Αυστρία, Φεβρουάριος 1934

Το κομμουνιστικό κίνημα πανηγύρισε την αντίσταση του Schutzbund και η Σοβιετική Ένωση τους πρόσφερε άσυλο. Πολλά μέλη του Schutzbund, απογοητευμένα από την έλλειψη μαχητικότητας που επέδειξε η Σοσιαλδημοκρατία μπροστά στο φασισμό, εντάχθηκαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Περίπου 750 μέλη του Schutzbünd βρέθηκαν στην εξορία στην ΕΣΣΔ.

Ωστόσο, λίγα μόλις χρόνια αργότερα, το σοσιαλδημοκρατικό παρελθόν τους τους έκανε στόχο διώξεων. Ενώ περίπου οι μισοί έφυγαν από τη Σοβιετική Ένωση, οι περισσότεροι από τα υπόλοιπα μέλη του Schutzbünd έπεσαν θύματα των εκκαθαρίσεων. Η NKVD, πολλούς από αυτούς που επέζησαν, τους απέλασε στη ναζιστική Γερμανία.

Μια ομάδα είκοσι πέντε απελαθέντων που μεταφέρθηκαν τον Δεκέμβριο του 1939 περιλάμβανε δέκα μέλη του Schutzbünd. Ένας από αυτούς ήταν ο Georg Bogner. Είχε πολεμήσει κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Φεβρουαρίου 1934 στη γενέτειρά του, το Attnang-Puchheim, πριν καταφύγει στη Σοβιετική Ένωση. Η σοβιετική μυστική αστυνομία συνέλαβε τον Bogner το 1938. Στα τέλη Δεκεμβρίου 1939, βρισκόταν στα χέρια της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών, Sicherheitsdienst, στη Βαρσοβία. Το τι του συνέβη στη συνέχεια είναι άγνωστο.

Πριν από το Σύμφωνο

Τον Αύγουστο του 1939, η Σοβιετική Ένωση υπέγραψε σύμφωνο μη επίθεσης με τη ναζιστική Γερμανία. Μια εβδομάδα αργότερα, η Βέρμαχτ εισέβαλε στην Πολωνία. Λίγο αργότερα, οι σοβιετικές δυνάμεις επιτέθηκαν στη χώρα από την Ανατολή. Πριν τελειώσουν οι μάχες, οι δύο κυβερνήσεις είχαν συμφωνήσει στη «Γερμανοσοβιετική Συνθήκη Συνόρων και Φιλίας» τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.

Η συμφωνία πήγε πέρα από μια αμοιβαία υπόσχεση μη επίθεσης: τα δύο μέρη δεσμεύτηκαν να μην υποστηρίξουν μια συμμαχία που κατευθύνεται εναντίον του άλλου, και να ανταλλάσσουν πληροφορίες «σχετικά με αμοιβαία συμφέροντα». Προστέθηκαν επίσης μυστικά πρωτόκολλα στις συνθήκες σύμφωνα με τα οποία η Μόσχα και το Βερολίνο  διαμοίραζαν το έδαφος των κρατών της Βαλτικής και την Πολωνία μεταξύ τους. Η Σοβιετική Ένωση δεν παραδέχθηκε επίσημα την ύπαρξη αυτών των πρωτοκόλλων μέχρι το 1989.

Πολλοί θεώρησαν ότι οι απελάσεις αντιφασιστών στη ναζιστική Γερμανία συνδέονταν με το σύμφωνο φιλίας. Η Μαργαρίτα Μπούμπερ-Νόιμαν τις είδε υπό αυτό το πρίσμα, ως «δώρο του Στάλιν στον Χίτλερ», και άλλοι συγγραφείς έχουν χρησιμοποιήσει την ίδια μεταφορά. Ωστόσο, η σύνδεση μεταξύ των απελάσεων και του Συμφώνου φαίνεται να ήταν λιγότερο άμεση από ό,τι αυτό υποδήλωνε.

Η Σοβιετική Ένωση είχε ήδη απελάσει αντιφασίστες κρατούμενους στη ναζιστική Γερμανία πριν από την υπογραφή του συμφώνου. Το 1937–38, εξήντα εξόριστοι, με Εβραίους και Κομμουνιστές ανάμεσά τους, απελάθηκαν. Μεταξύ των απελαθέντων υπήρχε ένας νεαρός άνδρας, ο Έρνστ Φάμπις.

Γεννημένος στο Μπρεσλάου[1] το 1910, από εβραϊκή οικογένεια, ο Φάμπις είχε ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας (Αντιπολίτευση), ή KPO, όταν ήταν δεκαεννιά. Με επικεφαλής τον Χάινριχ Μπράντλερ και τον Όγκαστ Ταλχάιμερ, το KPO ήταν ένα κομμουνιστικό ρεύμα που αποτελούσε μέρος της λεγόμενης «Δεξιάς Αντιπολίτευσης» στο κίνημα, το οποίο συνδεόταν με σοβιετικούς πολιτικούς όπως ο Νικολάι Μπουχάριν, ο τελευταίος μεγάλος αντίπαλος του Στάλιν. Απέρριπτε τη σεχταριστική εχθρότητα του KPD απέναντι στους Σοσιαλδημοκράτες και άλλους σοσιαλιστές και υποστήριζε την ενότητα ενάντια στον φασισμό.

Μετά τις συλλήψεις κορυφαίων μελών του KPO από τους Ναζί το 1933, ο Φάμπις εντάχθηκε στη νέα, παράνομη ηγεσία, πολλά μέλη της οποίας συνελήφθησαν με τη σειρά τους μέχρι το 1934. Δραπέτευσε στη Σοβιετική Ένωση, αλλά σύντομα πάλι βρέθηκε σε κίνδυνο. H NKVD συνέλαβε το Φάμπις το 1937 και τον απέλασε στη Γερμανία τον επόμενο χρόνο. Η Γκεστάπο έθεσε αμέσως τον Φάμπις υπό κράτηση και θανατώθηκε στο Άουσβιτς το 1943.

Μοτίβα Συνενοχής

Δεδομένου ότι δεν υπήρχαν άμεσα σύνορα που να συνέδεαν τη Σοβιετική Ένωση με τη ναζιστική Γερμανία, οι αντίστοιχες αρχές συντόνιζαν το ταξίδι των φυλακισμένων μεταξύ των δύο κρατών. Οι Σοβιετικοί αξιωματούχοι τους έδιναν άδειες οι οποίες ίσχυαν μόνο για ταξίδια προς τη Γερμανία και ενημέρωναν τους ομολόγους τους Ναζί για τα ονόματα και το ιστορικό των απελαθέντων. Τέτοια αρχεία, που βρίσκονται σήμερα στα αρχεία της γερμανικής πρεσβείας και του Υπουργείου Εξωτερικών, αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών για τα θύματα.

Οι απελάσεις δεν ξεκίνησαν με την υπογραφή του Συμφώνου Χίτλερ-Στάλιν και τον τεμαχισμό της Πολωνίας και η μοίρα τέτοιων κρατουμένων δεν φαίνεται να ήταν μέρος των συζητήσεων μεταξύ Μόσχας και Βερολίνου. Ωστόσο, ο αριθμός των απελάσεων αυξήθηκε από εκείνο το σημείο.

Οι περισσότεροι από αυτούς που απελάθηκαν εκείνη την περίοδο ήταν πολιτικοί εξόριστοι, αντικατοπτρίζοντας το προφίλ εκείνων των Γερμανών και των Αυστριακών που είχαν παραμείνει στη Σοβιετική Ένωση μέχρι αυτό το στάδιο. Μερικές φορές οι γερμανικές αρχές ζητούσαν την απέλαση συγκεκριμένων ατόμων. Άλλες φορές όμως, οι Ναζί δεν έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους απελαθέντες.

Τα έγγραφα της γερμανικής πρεσβείας που παραθέτει ο Αυστριακός ιστορικός Hans Schafranek στο βιβλίο του Zwischen NKWD und Gestapo απεικονίζουν το τελευταίο σημείο. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι απελάσεις έγιναν χωρίς καμία αμοιβαία χειρονομία από τους Ναζί για τη μεταφορά φυλακισμένων που ζητούσαν οι σοβιετικές αρχές. Οι απελάσεις συνεχίστηκαν τον Μάιο του 1941, λίγες εβδομάδες πριν από την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, όταν οι σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών είχαν ήδη επιδεινωθεί.

Η αιτία για τις απελάσεις ήταν κυρίως εσωτερική για το σοβιετικό σύστημα. Οι εκκαθαρίσεις του Στάλιν είχαν ξεκινήσει ως επίθεση σε μια καλά προσδιορισμένη ομάδα ανθρώπων: κομμουνιστές που θεωρούνταν ως δυνητικοί υποστηρικτές της [αριστερής, Σ.τ.Μ.] αντιπολίτευσης. Με την πάροδο του χρόνου, η χρήση βασανιστηρίων και άλλων μορφών πίεσης για τον εξαναγκασμό των υπόπτων να δώσουν ονόματα συνδυάστηκε με μια γενικευμένη ατμόσφαιρα παράνοιας και δυσπιστίας και τη γραφειοκρατική επιταγή των ποσοστώσεων στις συλλήψεις για την αδυσώπητη διεύρυνση του αριθμού των στόχων.

Φαντασιώσεις και Σκευωρίες

Οι κατηγορίες εναντίον φερόμενων προδοτών και κατασκόπων γίνονταν όλο και πιο περίεργες. Ένας πρώην αρχηγός της παραστρατιωτικής πτέρυγας του KPD, του Roter Frontkämpferbund, υποτίθεται ότι είχε οργανώσει μια τρομοκρατική «τροτσκιστο-φασιστική» οργάνωση. Οι σοβιετικοί αξιωματούχοι κατηγόρησαν ακόμη και τα παιδιά των εξόριστων κομμουνιστών ότι σχημάτισαν μια παράνομη Xιτλερική Nεολαία.

Κατά κανόνα, οι ξένοι κομμουνιστές σαν τον Χάιντς Νόιμαν αντιμετώπισαν κατηγορίες ότι πληρώνονται από τις αντίστοιχες «χώρες καταγωγής» τους. Ο Στάλιν διέλυσε το Πολωνικό Κομμουνιστικό Κόμμα το 1938 και διέταξε να εκτελεστούν τα μέλη του ή να σταλούν στα Γκουλάγκ, κατηγορώντας τα ότι εργάζονται ταυτόχρονα ως πράκτορες της κυβέρνησης της Βαρσοβίας και του Λέον Τρότσκι. Όπως επισήμανε ο ιστορικός Χέρμαν Βέμπερ, από τους 43 κορυφαίους ηγέτες του KPD, περισσότεροι πέθαναν κατά την κράτησή τους από τη σοβιετική μυστική αστυνομίας από όσους θανατώθηκαν από τους Ναζί. Εκατοντάδες Γερμανοί εξόριστοι εκτελέστηκαν αμέσως, ενώ πολλοί άλλοι πέθαναν σε στρατόπεδα κράτησης.

Γεννημένος το 1887, ο Χούγκο Έμπερλάϊν ήταν ιδρυτικό μέλος του KPD. Αντικατέστησε τη Ρόζα Λούξεμπουργκ ως εκπρόσωπος του κόμματος στο ιδρυτικό συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919. Ο Έμπερλάϊν έφτασε στη Σοβιετική Ένωση το 1936, αλλά συνελήφθη τον επόμενο χρόνο για δήθεν συμμετοχή σε «τρομοκρατική δραστηριότητα» για λογαριασμό των Ναζί.

Μια επιστολή προς τη σύζυγό του που βρέθηκε αργότερα στα αρχεία της NKVD περιέγραφε τις δοκιμασίες του: τον ανάγκαζαν να στέκεται όρθιος συνεχώς ενώ τον ανέκριναν «επί δέκα μέρες και νύχτες χωρίς παύση», του αρνούνταν την ευκαιρία να κοιμηθεί και δεν του έδιναν σχεδόν καθόλου φαγητό. Οι φύλακες χτυπούσαν τον Έμπερλάϊν ανελέητα: «Στην πλάτη μου δεν είχε απομείνει δέρμα, μόνο η γυμνή σάρκα. Για βδομάδες δεν μπορούσα να ακούσω από το ένα αυτί και το ένα μάτι ήταν τυφλό για βδομάδες». Η NKVD τον σκότωσε τελικά στις 16 Οκτωβρίου 1941.

Θύματα Κυνηγιού Μαγισσών

Οι Μπούμπερ-Νόιμαν, Φάμπις, Bogner, Έμπερλάϊν και πολλοί άλλοι, ήταν θύματα ενός κυνηγιού μαγισσών. Η τελική τους μοίρα εξαρτιόταν από αυθαίρετες γραφειοκρατικές αποφάσεις. Σε αρκετές εκατοντάδες περιπτώσεων, οι σοβιετικές αρχές επέλεξαν να αφήσουν τους Ναζί να ασχοληθούν με τα θύματα αντί να το κάνουν οι ίδιοι.

Οι Ναζί έστειλαν τη Μαργαρίτα Μπούμπερ-Νόιμαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ravensbrück για γυναίκες. Τον Απρίλιο του 1945, με το καθεστώς να καταρρέει, αφέθηκε ελεύθερη. Φοβούμενη ότι μπορεί να συλληφθεί ξανά από τους σοβιετικούς αξιωματούχους καθώς προήλαυνε ο Κόκκινος Στρατός, η Μπούμπερ-Νόιμαν διένυσε 150 χιλιόμετρα προς τα δυτικά, όπου τα στρατεύματα των ΗΠΑ ήταν η κύρια δύναμη κατοχής.

Η Μπούμπερ-Νόιμαν πέθανε το 1989, λίγες εβδομάδες πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Είχε γίνει δεξιά συντηρητική, υποστηρίζοντας ότι η εμπειρία της έδειξε ότι ο φασισμός και ο κομμουνισμός ήταν ιδεολογίες παρόμοιας εγκληματικότητας. Αν οι σοσιαλιστές θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τέτοια επιχειρήματα σήμερα, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε αυτές τις επαίσχυντες ιστορικές περιπτώσεις. Η δική μας κατανόηση του σοσιαλισμού πρέπει να τηρεί τις υποσχέσεις της και να έχει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια στον πυρήνα της. Δεν χρωστάμε στα θύματα τίποτα λιγότερο.

Μετάφραση Γιάν. Σιμ.

*Ο Alex de Jong είναι συντάκτης του σοσιαλιστικού περιοδικού Grenzeloos και ακτιβιστής στην Ολλανδία. H μετάφραση του άρθρου στα ελληνικά  έγινε από το αγγλόφωνο περιοδικό Jacobin.


[1] Σήμερα Βρότσλαβ, στην Πολωνία (Σ.τ.Μ.)